«Τυφλοί πορευόμαστε και ταξιδεύουμε, σαν τα μωρά. Μέχρι να ανοίξουν τα εσωτερικά μας μάτια. Τυφλοί αγγίζουμε το θαύμα, αλλά και πάλι πού να το δούμε...».
Ετσι ξεκινά το θαυμάσιο «οδοιπορικό» της η αγαπητή συνάδελφος, η Ελένη Γκίκα στην Τήνο, στο νησί των θαυμάτων, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Φιλιππότη». Ομως, εμείς είμαστε αναγκασμένοι να κόψουμε δρόμο, δεν έχουμε χώρο δυστυχώς... Ας την προλάβουμε.
«Την Παναγία, όμως, τη βρήκα, τέσσερα χρόνια μετά. Σ' ένα, από μένα προγραμματισμένο, ταξίδι αποδοχής και συμφιλίωσης με τη μητέρα μου. Το ταξίδι με τη μητέρα, θα μπορούσα να τ' ονομάσω.
»Αυτό, το δεύτερο (ουσιαστικά πρώτο) ταξίδι μου στο νησί, υπήρξε παρθενικό από πολλές απόψεις: Πρώτη φορά νοίκιαζα σε έναν ξένο τόπο αυτοκίνητο. Πρώτη φορά κρατούσα χάρτη στη ζωή μου. Πρώτη φορά θα επιχειρούσα και τον γύρο του νησιού.
»Στην Παναγιά, πήγαμε για προσκύνημα το ίδιο απόγευμα. Λαμπάδα στο μπόι μου, λαχτάρα στα μάτια κι ένα σφιχτό αγκαζέ αγκάλιασμα στον ανήφορο. Προσκυνούσα και τη σκεφτόμουν: Να μη μου κουραστεί, να το χαρεί, όλες εκείνες τις φορές που είχε κάνει γονατιστή το δρόμο μόνη της από το λιμάνι...
»Αλλά κι εκείνη με κρατούσε και με κοιτούσε σαν κάτι εύθραυστο. Δυο απολύτως όμοια κομμάτια ακριβές και ευαίσθητες πορσελάνες, που είχαν διανύσει σχεδόν τη μισή τους ζωή σε διαφορετικό μπουφέ ή σερβάν ή κάθε μία. Κυριαρχούσε μια φλύαρη σιωπή. Στο μεταξύ, είχαν αρχίσει να ανάβουν τα φώτα.
Παραλία στην Τήνο |
»Κι υστέρα, καρέ-καρέ η κάθε εικόνα. Κάθε σταθμός. Η Καρδιανή. Τα φρέσκα φασολάκια. Ο δρόμος, που με τρόμαζε το ύψος και οι γκρεμοί, οι περιστεριώνες, ο φάρος, οι ανεμόμυλοι. Ο Βώλακας. Οι μετεωρίτες του. Τα Πλατειά. Τα Υστέρνια. Η αρχιτεκτονική. Τα Δυο Χωριά που είναι ένα. Ο Τριπόταμος και ο Βεναρδάδος που είναι χωριά. Η Αγάπη. Φαντάζεσαι να κατοικείς σε μιαν Αγάπη; Το ταβερνάκι, ο Μαρλάς. Η Καλλονή, είμαστε τόσο περήφανοι όλοι εδώ εμείς για τον τόπο. Η Στενή που είναι μια απλωσιά, καθόλου δε σε φυλακίζει. Μονάχα να, σε θωρακίσει, κάπως. Η Κολυμπήθρα, κυριολεκτικά. Του Σιλωάμ. Η Μυρσίνη. Βάζει τ' άσπρα. Ο Αγιος Φωκάς και ο Αγιος Ιωάννης που λοξοκοιτάνε τη Μύκονο. Και φυσικά, ο Πύργος. Κλάμα στο σπίτι του φτωχούλη του θεού. Ετσι πλησίασε το Απόλυτο ο Χαλεπάς, μέσα απ' την Τέχνη και την Τρέλα.
»Και φυσικά, καφές ελληνικός κάτω απ' τον Πλάτανο και γλυκό του κουταλιού. Βόλτα στον Πάνορμο και ραντεβού με τη γαλήνη.
»Φεύγοντας κι οι δυο γνωρίζαμε πως είχαμε αγγίξει το ύψιστο σημείο της σχέσης μας. Είχαμε δει η μια την άλλη να γελά και να κλαίει.
Τήνος: Σπίτι με περιστεριώνες |
»Το ταβερνάκι στον Μαρλά, ορόσημο. Η Αγία Θέκλα - της οικογένειας Φιλιππότη - μια εξήγηση και άφεση για όλα. Ο Βώλακας μυστηριώδης όπως το απαιτεί, χάνεσαι στα σοκάκια του. Και στα Υστέρνια όλοι γνωστοί, και ιδιαιτέρως ο Περικλής τον όποιο συναντήσαμε στη μία μετά τα μεσάνυχτα κάτω απ' το σχολείο, "φτιαγμένο" συγχωρεμένος εδώ και ένα χρόνο. Αγαπημένοι κι έτοιμοι σαν από καιρό για την έκθεση. Ο Κτικάδος στην ταβέρνα η "Δροσιά", παρά τη δροσιά μετά το φαγοπότι ανέβηκε η πίεση του Στρατή και ξεκινήσαμε για τον Πάνορμο, κάνοντας μια στάση στην Αγία Μαρίνα για προσκύνημα. Οταν φτάσαμε στον Πάνορμο μέτρησε την πίεση ο Πάρις και είχε ανέβει η μικρή 12 και η μεγάλη 20. Επιστροφή απ' τον ίδιο δρυμό - δεν υπάρχει κι άλλος - για τη Χώρα, ψάχνοντας για φαρμακείο και Adalat για ισορροπία, σχέση ζωής. Τους επιλέγεις τους όντως συγγενείς, δε σου επιβάλλονται. Κι εγώ τον Στρατή τον διάλεξα. Οπως επιλέγει κανείς και το χωριό, το νησί του. Κι εγώ την Τήνο, τη διάλεξα. Επέστρεφα κι ένα κομμάτι μου ήταν πίσω μου.
Κούμαρος Τήνου |
»Στην Τήνο, θέλεις δε θέλεις, μπαίνουν όλα στη θέση τους. Με μεταμέλεια, επίγνωση, άφεση και συγνώμη.
»Την πέμπτη φορά που έφτασα στο νησί ήταν μόνο για το προσκύνημα. Απ' το λιμάνι και μέχρι την Παναγιά, όλος ο κόσμος. Στήθηκα στην ουρά, αγιάστηκα στην υπομονή, ένιωσα την κοινή πίστη κι αναφορά κι ασπάστηκα την ελπίδα. Εγώ που δεν ήλπιζα, χαμένη σε μια διαρκή αμαρτωλή αισιοδοξία.
»Πώς στράβωνε ο κόσμος μέσ' από λανθασμένους υπολογισμούς! Διότι τους τελικούς υπολογισμούς η ζωή προκαταβολικά και σοφά τους έχει κάνει.
»Ετσι καθόλου, δεν αγχώθηκα και δε μεταμελήθηκα όταν με κάλεσε στο νησί ο Αντώνης. Δεν ήρθε η ώρα, τον καθησύχασα και καθησυχάστηκα. Γι' αυτό δε γνώρισα από κοντά τον Μπάμπη και τα γατιά, το μπαλκονάκι το πέτρινο, κι εκείνο το μονοπάτι που οδηγεί στη θάλασσα δεν το διάβηκα ακόμη. Καθώς αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, Τήνο έχω ακόμα να λαμβάνω. Πάντα θα έχω να τη λαμβάνω ως μεταλαβιά. Κρατώντας, όμως, ήδη μέσα μου και μάλιστα για πάντα, την αγκαλιά της μάνας μου που δεν έβλεπα, τη συγγενή φιλία του Στρατή που εξακολουθεί να με προστατεύει, το "αφιερώνομαι" του ανθρώπου στην πίστη του, την όντως ζωή, την άλλη όψη αυτής της ζωής, τη γεύση της πίστης και τη θαυματουργική μεταμορφωτική της δύναμη. Το πρόσωπο ενός νησιού που είναι σαν μαγική εικόνα. Το νησί της μάνας μου και ταυτοχρόνως το νησί του Στρατή, το νησί της Παναγιάς και φυσικά του θαύματος. Το νησί μιας χειροτονίας και τώρα πια του Αντώνη.
Και σου αρκεί που είναι εκεί. Ενα σημάδι σταθερό σε μια ζωή που όλο φέρνει βόλτες σαν τη σβούρα. Αλλά την άκρη πια την ξέρεις, την κρατάς. Διότι το θαύμα, έτσι και το γνωρίζεις, πάει το γνώρισες, μαθαίνεις να το βλέπεις κάθε μέρα. Οπως συμβαίνει με το χρόνο έτσι και, τελικά, τον υπερβείς.
»Κανείς δε σου τον κλέβει πλέον, πηλό τον πλάθεις όπως επιθυμείς εσύ, σαν γνήσιος γλύπτης τηνιακής γης. Παίρνει όποια μορφή εσύ επιθυμείς. Διότι είναι η μεταμέλεια, άλλη ζωή. Κι η μέγιστη δυνατότητα να φτάσεις, θα 'ναι τρεισήμισι ώρες τώρα απ' τη Ραφήνα;»
Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν λίγες οι σταγόνες της βροχής, αλλά μυριάδες που νότισαν το χώμα. Εβρεχε καταρρακτωδώς. Είναι τόσες πολλές οι λυρικές και οι επικές περιγραφές εκείνης της μάχης, αλλά και τόσο γνωστές που ίσως να απορεί ο αναγνώστης που τούτο το πρωινό βαλθήκαμε να τις επαναλαμβάνουμε. Γιατί, θα αναρωτηθεί;
Ετσι. Διότι είναι Ιούνης και επειδή καθώς ξεσκονίζαμε τα ράφια της βιβλιοθήκης μας ξανάπεσε στα χέρια μας η βιογραφία του Ναπολέοντα, γραμμένη από τον Σοβιετικό ιστορικό Ευγένιο Ταρλέ. Πρόκειται για την πιο αντικειμενική βιογραφία που έχει γραφτεί ποτέ για τον Βοναπάρτη, για ένα εξαιρετικό ιστορικό βιβλίο και τυχερός είναι όποιος το έχει. Διαβάζουμε:
«Αργά το απόγευμα ο Ναπολέων πλησίαζε το οροπέδιο κι από μακριά, μέσα στην ομίχλη, διέκρινε τον αγγλικό στρατό. Είχε περίπου 72.000 άνδρες κι ο Ουέλιγκον 70.000, όταν το πρωί της 18 του Ιούνη ο ένας βρέθηκε απέναντι στον άλλο. Καθένας περίμενε τις ενισχύσεις του: Ο Ναπολέων υπολόγιζε στον Γρουσύ που δεν είχε παραπάνω από 33.000 άνδρες. Οι Αγγλοι ελπίζανε στον Μπλίχερ στον οποίον είχαν μείνει κάπου 80.000 άνδρες μετά το Λινύ. Από τη νύχτα ακόμη, ο Ναπολέων κατέλαβε τις θέσεις του, αλλά δεν μπορούσε να αρχίσει επίθεση. Η βροχή είχε διαπεράσει τη γη και ήταν δύσκολο να κινηθεί το ιππικό. Το πρωί επιθεώρησε το στρατό του κι ευχαριστήθηκε από την υποδοχή που του έγινε. Ηταν ένας πρωτόφαντος ενθουσιασμός, ολότελα εξαιρετικός, και δεν είχε ξαναδεί τέτοιο σθένος από τον καιρό του Αούστερλιτς. Η επιθεώρηση αυτή έμελλε να είναι η τελευταία της ζωής τού Ναπολέοντα...» σημειώνει ο Ευγένιος Ταρλέ στο καταπληκτικό, αλλά δυστυχώς πολύ πρόχειρα μεταφρασμένο και προ πολλού εξαντλημένο, βιβλίο του. Γιατί δε γίνεται επανέκδοση άραγε; Ποιος ξέρει...
Κυριακή, 22 Ιούνη σήμερα, ευκαιρία είναι να ξαναθυμηθούμε σημαντικές λεπτομέρειες τις οποίες πιθανόν να έχουμε λησμονήσει. Τι λέτε;