Κυριακή 16 Ιούνη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Καθ' οδόν: Στην Ιβηρία

Υστερα από μια σαραντάωρη πορεία στο έβγα της Μεσόγειος, το μάτι μας σκόνταψε πάνω στους απόκρημνους βράχους του Γιβραλτάρ, τις «Ηράκλειες Στήλες», που η Μυθολογία μας ήθελε να είναι το τέλος του κόσμου. Καθώς το κρουαζιερόπλοιο τις διάβηκε, ανοίχτηκε στον Ατλαντικό και πόδισε στο λιμάνι του Κάντις.

Κάντις (Κάδιξ)

Μια χούφτα γης είναι το Κάντις, που το δροσολογάνε απ' όλες τις πάντες τα νερά του Ατλαντικού και ένας μικρός λώρος το ενώνει με τη στεριά της Ισπανίας.

Ο Κ. Ουράνης το περιγράφει πιο παραστατικά: «...Συμμαζεμένο σε μια προέκταση χαμηλής γης, που εισχωρεί βαθιά στον ωκεανό και που δεν είναι ενωμένη με τη στεριά παρά μόνο με μια μακρόστενη λουρίδα εδάφους, έκανε την εντύπωση φαντασιώδους καραβιού που ένα σκοινί το κρατάει δεμένο με την ισπανική γη. Κι έλεγες πως αν το σκοινί έσπαγε το Κάδιξ θα σήκωνε πανιά για τον ωκεανό και για τη χίμαιρα».

Ο θρύλος, τούτο το κομμάτι γης, το ήθελε απομεινάρι της καταποντισμένης Ατλαντίδας, που πάνω του ο Ηρακλής θεμελίωσε τη μικρή πόλη του Κάντις. Αργότερα όταν πήγαν εκεί και κόνεψαν οι Φοίνικες τη βρήκαν έτοιμη και το μόνο που κάνανε ήταν να στήσουν ένα μεγαλόπρεπο ναό για να βάλουν μέσα το θεό τους.

Τα χρόνια περνούσαν, όταν κάποια μέρα ήρθαν και καλοκάθισαν οι Ελληνες, ονόμασαν την πόλη «Αφροδισία» και δε θα φεύγανε, αν δεν τους διώχνανε οι Ρωμαίοι. Μα, και τούτοι δεν κάθισαν για πολύ, γιατί ήρθαν και πήραν τη θέση τους οι Βησιγότθοι, και, αργότερα, οι χαλίφηδες της Κόρντοβας, ίσαμε που στα 1252 μ.Χ. τη λευτέρωσε απ' τους Μαυριτανούς ο βασιλιάς Αλφόνσος ο Σοφός.

Στα χρόνια του Μεσαίωνα, το Κάντις καταχτήθηκε και λεηλατήθηκε απ' τους Αραβες κι απ' τους Εγγλέζους και τους Ολλανδούς κι υστερότερα στα 1823 απ' το στρατό του Ναπολέοντα.


Πολύπαθο το Κάντις και πολυτάραχος ο βίος του - εισβολές, λεηλασίες, κατοχές, πόλεμοι, επιδημίες, και ξεσηκώματα το ταλανίσανε για αιώνες. Κι η ιστορία του είναι δεμένη με την καταστροφή στα 1805 της γαλλο-ισπανικής αρμάδας από τον Νέλσωνα στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ.

Στο Κάντις, φτάσαμε γύρω στις 8 η ώρα το πρωί, ύστερα από ένα εφτάωρο ταξίδι «τραμπαλιστό» από τα κουφοκύματα του Ατλαντικού.

Ανυπόμονοι να πατήσουμε στεριά, πριν ακόμα μας δώσουν το σινιάλο, εμείς είχαμε κιόλας ξεμπουκάρει στην προβλήτα.

Το Κάντις θα το προσπερνούσαμε, γιατί, καταπώς μας είπαν οι ξεναγοί, εξόν από την καθαριότητά του, τα κομψά καλοστημένα κτίριά του και το παλιό τείχος με τις «πέντε πύλες», δεν είχε τίποτα άλλο ενδιαφέρον να μας επιδείξει. Λείπανε εκείνα τα ιστορικά μνημεία και σημάδια απ' το παρελθόν, που υπάρχουν μπόλικα σε άλλες πολιτείες.

Ετσι πήραμε μια μικρή γεύση και τραβήξαμε ίσια για τη Σεβίλια.

Σεβίλια

...Τα πούλμαν καταβροχθίζανε λαίμαργα τα χιλιόμετρα για να φτάσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα στη Σεβίλια.

Για μένα, η βιάση ήταν ακόμα πιο μεγάλη, ότι μ' έτρωγε η λαχτάρα να βρεθώ κοντά της, ύστερα από τόσα χρόνια που είχα να την επισκεφθώ. Αδημονούσα να την ξαναδώ ξαπλωμένη νωχελικά στην αριστερή όχθη του Γκουανταλκιβίρ, γιομάτη γλύκα και τσαχπινιά και να την αγκαλιάσω και πάλι. Και έφερνα και ξανάφερνα στο νου μου τα ερωτόλογα που έλεγε ο φίλος ποιητής του Ν. Καζαντζάκη, καταπώς τα είχα ξεσηκώσει απ' το ταξιδιωτικό του «Ισπανία»: «...Βλογημένες να είναι οι κλειδώσεις των χεριών μου, που δεν είναι όλο κόκαλο σαν των αλόγων και μπορούν να σε χαϊδέψουν».

Η Σεβίλια είναι η γλυκιά ερωτιάρα «Κάρμεν» και τα πλουμιστά λουλούδια, που απ' την πρώτη στιγμή σε καίει ο πόθος να αφήσεις το μάτι σου να τη γιομίσει χάδια.


Η Σεβίλια είναι ευωδιές και χρώματα, που σε παρασέρνουν να τ' απολαύσεις.

Μπαίνοντας στην πόλη, με συνεπήρε η συγκίνηση του γυρισμού κοντά σε αγαπημένα πρόσωπα. Είχα, στ' αλήθεια, χρόνια να επισκεφθώ τη Σεβίλια και μ' έκαιγε ο πόθος να σμίξω μαζί της. Τώρα, απ' την πρώτη κιόλας στιγμή που βρέθηκα σιμά της, ξανάφερα στο θυμητικό μου την παλιά μας γνωριμιά. Θύμησες και νοσταλγίες άρχισαν ν' αναδίνουν μέσα μου και ριγούσα ολόκορμα. Ημουνα σίγουρος ότι θ' αντάμωνα με γνώριμα μέρη, ότι θα περιδιάβαινα σε γνωστούς δρόμους και πλατείες, ότι θα χάιδευε το βλέμμα μου γνωστά χτίρια και πάτιος.

Ημουνα βέβαιος πως και πάλι θα χόρταινα το χρυσό παιχνιδιάρικο ήλιο της και θα ρούφαγα το απαλό, μυρουδάτο αγεράκι της. Και παραξένεψα, στ' αλήθεια, όταν βρήκα μπροστά μου μια Σεβίλια αλλαγμένη, μια εικόνα της αλλιώτικη. Την κοιτούσα μ' ορθάνοιχτο μάτι και ψαχούλευα ν' ανακαλύψω κείνα τα σημάδια που ήξερα, να ξεκρίνω κείνη τη γνώριμη σε μένα θωριά της.

Πολλά είχαν αλλάξει σε τούτη την πολιτεία. Τα χρόνια κι η «εξέλιξη» είχαν κάνει το «θάμα» τους.

Με πήρε το παράπονο, συννέφιασε το πρόσωπό μου, χολώθηκε η ψυχή μου και τράβηξα μαζί με τους άλλους για το Αλκάθαρ.

Τούτο το αραβίτικο κάστρο, λογιάστηκα, δεν μπορεί ν' άλλαξε. Και στ' αλήθεια δε με απογοήτεψε. Ηταν ολόιδιο όπως το είχα αφήσει εδώ και χρόνια, όταν πρωτόρθα στη Σεβίλια.

Η μαντρόπορτα πνιγμένη στο πράσινο μέριασε κι εγώ χώθηκα μέσα κι άρχισα την περιπλάνηση στους φαντασμαγορικούς κήπους του. Ρουφούσα ηδονικά τη μυρωμένη δροσιά τους, απολάβαινα το αρμονικό θρόισμα που ξέβγαινε απ' τις φυλλωσιές των δέντρων και το ρυθμικό κελάρυσμα των νεροσυρμών τους.

Στερνά ξαπόστασα στο ηδύπαθο καταφύγιο των βασιλιάδων και τράβηξα κατά το «Μπάνιο της Σουλτάνας» που το στόλιζαν ολόγυμνες παρθένες. Από κει σιγοπατώντας έφτασα στο «Μπάνιο ελ Μαρία Μπατίλια», που κάποτε έπαιρνε το λουτρό της η όμορφη ερωμένη του βασιλιά Δον Πέτρο.

Δεν άφησα γωνιά για γωνιά από τούτο το φρούριο με το αραβίτικο ανάκτορο και τους παραδείσιους κήπους που να μην το ψαχουλέψω με το μάτι και να μην το χαρώ με τις αισθήσεις. Κι αποφάνθηκα πως το Αλκάθαρ έμοιαζε με ερωτοφωλιά παρά με κάστρο.

Φεύγοντας από το Αλκάθαρ, πήγαμε στην Κατεντράλε για να θαυμάσουμε την ξακουστή «Χιράλντα», που από αραβίτικο μιναρέ οι καθολικοί τον είχαν γυρίσει σε καμπαναριό.

Εκεί που στεκόμαστε και θαυμάζαμε τα μαυριτανικά σκαλίσματά του, ξεφώνισε η γυναίκα μου: Γιατί τάχα κάνανε τούτο το κακό στο τζαμί και το μιναρέ του, αφού ο τουρίστας που έρχεται βλέπει τη στημένη εκκλησιά σαν σπίτι του Αλλάχ κι οραματίζεται το μουεζίνη στην κορφή της «Χιράλντας» να καλεί απ' τον εξώστη, μελωδικά, με την παθιασμένη φωνή του, τους πιστούς να πέμψουν μαζί του ύμνους και παρακάλια προς τους ουρανούς;

Μα, δυστυχώς, η ώρα έφευγε γρήγορα κι εμείς δεν είχαμε πιότερο χρόνο. Επρεπε να πισωγυρίσουμε στο Κάντις για να συνεχίσουμε την κρουαζιέρα μας, με στόχο τώρα τη Λισαβόνα.


Σταύρος ΚΑΛΦΙΩΤΗΣ

Οποιος αγαπά τις ιστορικές μυθιστοριογραφίες, όποιος έχει επηρεαστεί από την ανάγνωση των «ιερών τεράτων» της ρώσικης λογοτεχνίας του 19ου αιώνα και «νοσταλγεί» εκείνη την εποχή, και κυρίως όποιος μαγεύτηκε από τη μουσική του Πιοτρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι και συνεχίζει να μαγεύεται από την 6η, και τελευταία του, Συμφωνία, την «Παθητική», νομίζουμε ότι θα ενθουσιαστεί με αυτό το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εξάντας».

Το «Δικαστήριο τιμής: η ζωή και ο θάνατος του Τσαϊκόφσκι» του Γάλλου συγγραφέα Ντομινίκ Φερναντέζ, είναι ένα καλό βιβλίο, που αναπλάθει με εξαιρετική ακρίβεια την εποχή, και μας ξεναγεί στην πόλη του Μεγάλου Πέτρου με λεπτομερείς περιγραφές σχετικά με τα κτίρια, με τη ρυμοτομία, την αρχιτεκτονική αλλά και την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Πετρούπολης εκείνης της εποχής). Είπαμε λοιπόν πως ο συγγραφέας αναπλάθει την εποχή και εστιάζει όλη την προσοχή του στο μεγαλύτερο Ρώσο συνθέτη του 19ου αιώνα: στον Τσαϊκόφσκι, του οποίου επισήμως ο θάνατος οφείλεται στην επιδημία της χολέρας που είχε αρχίσει να πλήττει την πρωτεύουσα. Οι αρχές δήλωσαν ότι η επιδημία δεν ήταν λάτρης της μουσικής γι' αυτό και χτύπησε και τον δημιουργό της «Ντάμα Πίκα» και του «Ευγένιου Ονέγκιν». Το περίεργο είναι πως αυτή η επίσημη εκδοχή κανέναν δεν έπεισε.

Κι αυτό, γιατί κυκλοφόρησαν διάφορες φήμες σχετικά με τις απόψεις του αρχηγού της αστυνομίας και καθοδηγητή του τσάρου Αλεξάνδρου Γ' που ήθελε να «πατάξει» τη διαφθορά, δηλαδή τις ομοφυλοφιλικές τάσεις, που όντως είχαν πάρει μεγάλες διαστάσεις, όχι μόνο στην αυλή αλλά κυρίως στους στενούς συγγενείς του αυτοκράτορα. Κυρίως σ' αυτούς. Δυστυχώς ο Τσαϊκόφσκι είχε αυτή την ιδιαιτερότητα. Ετσι αποφασίστηκε να συγκροτηθεί ένα μυστικό «δικαστήριο τιμής» αποτελούμενο από επτά άνδρες,(έξι από αυτούς υπήρξαν παλιοί συμφοιτητές του συνθέτη από τη Νομική Σχολή, και ένας ιερέας). Αυτοί οι άνθρωποι θα έκριναν και θα ψήφιζαν για την αθωότητα ή την ενοχή του. Ηταν Οκτώβρης του 1893, ο συνθέτης παρουσιάζει για πρώτη φορά στο κοινό, υπό τη δική του διεύθυνση, την 6η Συμφωνία του, την «Παθητική».

Το «Δικαστήριο» με τέσσερις υπέρ και τρεις ψήφους κατά, έχει ήδη αποφανθεί: ένοχος. Το γνωρίζει ο «κατηγορούμενος»; Ναι, αυτό είναι σίγουρο άλλα δεν είναι σίγουρα.

Στο γεύμα που ακολούθησε μετά τη συναυλία, ο στρατηγός Μπαριάσνκι κάνει νεύμα στον Τσαϊκόφσκι υποδεικνύοντάς του να πάει στο βάθος της αίθουσας. Εκείνος υπάκουσε. Πήγε. Και επέστρεψε με ένα ποτήρι νερό στο χέρι. Και ξαφνικά ήπιε το ύποπτο περιεχόμενο μονορούφι... Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας υποστηρίζει, ότι ο συνθέτης υπάκουσε στην εντολή και πήρε μόνος του τη δόση του αρσενικού που του έδωσε ο στρατηγός. Δεν ξέρουμε εάν έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα ή εάν ο Τσαϊκόφσκι πήρε μόνος την απόφαση και ήπιε το δηλητήριο σε μικρές δόσεις. Γεγονός είναι ότι μετά από λίγες μέρες πέθανε και όχι βέβαια από χολέρα όπως ισχυρίστηκαν. Απόδειξη είναι το αναμφισβήτητο γεγονός ότι το φέρετρο αντί να σφραγιστεί έμεινε ανοιχτό κατά το ορθόδοξο έθιμο και ότι ο «αθάνατος νεκρός», παγερός και σιωπηλός πια, δέχτηκε «αδιάφορα» τον τελευταίον ασπασμόν, φίλων, θαυμαστών και εχθρών...

Εν συντομία

Λέγεται ότι το γκρέιπ φρουτ, που προέρχεται από την Ασία και μπορεί να φτάσει και τα 15 μέτρα ύψος, είναι το φρούτο και ο χυμός της υγείας. Η καλλιέργειά του είναι γνωστή εδώ και 4.000 χρόνια και η χρήση του φρούτου είναι πολύ διαδεδομένη στην Κίνα, στην Ταϊλάνδη και την Ινδονησία που τρώγεται περισσότερο αποξηραμένο παρά φρέσκο, Η αληθινή ονομασία του είναι ponpelmoes που σημαίνει μεγάλο λεμόνι. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες γκρέιπ φρουτ και ορισμένες έχουν σάρκα ροζ χρώματος. Η γεύση τους ποικίλλει από πολύ πικρή έως πολύ γλυκιά. Το γκρέιπ φρουτ εκτός από τον εξαιρετικό χυμό μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μαγειρική ή τη ζαχαροπλαστική. Η φλούδα είναι πολύ αρωματική και γίνεται εξαιρετικό γλυκό του κουταλιού. Επίσης, ο χυμός μπορεί να καταψυχτεί και να συντηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Να τρώμε και να πίνουμε λοιπόν από αυτόν τον εξαιρετικό χυμό. Για να ζήσουμε περισσότερο και καλύτερα.

Θαυματουργό το ραπανάκι

Ελληνικό προϊόν το ραπανάκι, που φύτρωσε για πρώτη φορά στη Λεκάνη της Μεσογείου. Εξωτερικά είναι κοκκινωπό και από μέσα λευκό σαν το χιόνι. Είναι πιπεράτο στη γεύση και ανοίγει την όρεξη. Εμπλουτίζει τις σαλάτες μας με το χαρακτηριστικό άρωμά του. Εκτός αυτού, είναι γεμάτο από βιταμίνη C και κάλιο. Είναι αντισηπτικό και κάνει καλό στα αρθριτικά, αντιραχητικό και βοηθάει στους ρευματισμούς. Λένε ακόμη ότι χρησιμοποιείται και ως αντιπυρετικό, ότι βοηθά στη χώνεψη, στις βροχίτιδες, στο άσθμα και τη ραχίτιδα. Είναι επίσης καλό για το συκώτι και για την πηκτικότητα του αίματος. Με λίγα λόγια, είναι θαυματουργό!



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ