Κυριακή 12 Γενάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εν συντομία

Σουφλέ με δαμάσκηνα: 250 γραμμάρια δαμάσκηνα ξερά, χωρίς κουκούτσια εννοείται, 1/4 φλιτζάνι τσάι, μαύρο ρούμι, μια φλούδα από πορτοκάλι, ένα φλιτζάνι του τσαγιού νερό, δυο κουταλιές της σούπας ζάχαρη άχνη, τρία ασπράδια αυγών. Και για να αλείψετε τη φόρμα θα χρειαστείτε δυο κουταλάκια του γλυκού μαργαρίνη και δυο κουταλιές της σούπας ζάχαρη άχνη.

Ρίχνετε σε μια κατσαρόλα τα δαμάσκηνα, το ρούμι, το νερό και τη φλούδα του πορτοκαλιού και τα αφήνετε να σιγοβράσουν, μέχρι να μαλακώσουν τα δαμάσκηνα και να εξατμιστούν τα υγρά. Αποσύρετε την κατσαρόλα από τη φωτιά, τη σκεπάζετε και αφήνετε το μείγμα να σταθεί για 20 λεπτά περίπου. Αφαιρείτε τη φλούδα του πορτοκαλιού και ρίχνετε το υπόλοιπο μείγμα στο μπλέντερ. Το χτυπάτε μέχρι να γίνει ένας παχύρρευστος πουρές. Στο μεταξύ χτυπάτε τ' ασπράδια, μέχρι να γίνουν μια σφιχτή μαρέγκα. Ενώ εξακολουθείτε να χτυπάτε με σταθερές κινήσεις τη μαρέγκα, προσθέτετε λίγη - λίγη ζάχαρη άχνη. Ενσωματώνετε σιγά - σιγά τη μαρέγκα στα δαμάσκηνα, ανακατεύοντας με απαλές, αλλά σταθερές κινήσεις, χωρίς να σταματήσετε. Αλείφετε τη φόρμα του σουφλέ με το βούτυρο και πασπαλίζετε με δυο κουταλιές σούπας ζάχαρης άχνη. Αδειάστε το μείγμα του σουφλέ στη φόρμα (18 εκατοστών) και το βάζετε σε προθερμασμένο φούρνο. Τοποθετείτε τη φόρμα σε χαμηλή σχάρα και ψήνετε στους 180 βαθμούς Κελσίου για δέκα λεπτά, μέχρι, δηλαδή, να φουσκώσει και να πάρει φόρμα. Προσοχή: Τρώγεται ζεστό! Αλλά το πιο σημαντικό είναι οι θερμίδες που περιέχει. Κάθε μερίδα 120 θερμίδες. Μόνον!!!

Λογοτεχνικές αποδράσεις

Μικρές ημερολογιακές αποδράσεις θα αρχίσουμε να κάνουμε κάθε μήνα. Πού θα πηγαίνουμε; Σε τόπους λογοτεχνικούς. Ποιος θα μας οδηγεί; Το «Ημερολόγιο 2003: Τόποι λογοτεχνίας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Ο εκδοτικός αυτός οίκος είχε μια εξαιρετική ιδέα, αποφάσισε να ταξιδέψει και να μας γνωρίσει σημαντικές πόλεις και περιοχές της Ελλάδας, αλλά και του υπόλοιπου κόσμου, αναθέτοντας το ρόλο του ξεναγού σε σπουδαία λογοτεχνικά κείμενα της ντόπιας και της ξένης λογοτεχνίας. Σήμερα θα βρεθούμε στο Μπουένος Αϊρες, με το κείμενο του Ζεράρ Ντελτέιγ από το βιβλίο του: «Το τελευταίο τανγκό στο Μουένος Αϊρες».

«Ποιοι ήταν οι λόγοι που είχαν οδηγήσει τον Ζιλμπέρ να διαλέξει μια τόσο θορυβώδη πόλη; Θα μπορούσε να κρυφτεί στην εξοχή, στο βουνό, ή σε κάποιο θέρετρο, στην Πούντα ντελ Εστε, για παράδειγμα, από την άλλη πλευρά του κόλπου, όπως είχε κάνει ο Ζακ Μενετσέν. Ισως να τον είχε γοητεύσει ο έντονα ευρωπαϊκός χαρακτήρας του Μπουένος Αϊρες. Μερικοί άνθρωποι δεν αντέχουν την αλλαγή. Αν ξεχνούσες τα μουσικά κύματα που ξεπηδούσαν από τα μαγαζιά -από τάνγκο μέχρι cumbias, με ενδιάμεση στάση λίγη βορειοαμερικάνικη ποπ- δεν ένιωθες ξένος. Και κανείς δεν πρόσεχε τον ξένο ταξιδιώτη, ούτε του έδινε σημασία, σε αντίθεση με τις άλλες λατινοαμερικάνικες πρωτεύουσες, όπου τον βλέπουν συνήθως σαν περιφερόμενο πακέτο δολάρια. Είχα ήδη επισκεφτεί τη Χιλή, την Κούβα, τη Βολιβία, το Περού και το Μεξικό, αλλά πρώτη φορά πατούσα το πόδι μου στην Αργεντινή.

Επιτάχυνα το βήμα μου, η πλατεία Σαν Μαρτίν, τα φώτα της και η ζωντάνια της μου φάνηκαν σαν όαση γαλήνης. Μπιραρίες, κιόσκια που πουλούσαν εφημερίδες και διάφορα άλλα μαγαζιά ήταν ακόμη ανοιχτά, παρέες νεαρών έκαναν βόλτες χαρούμενα...».

Καθ' οδόν: Στη γλυκιά νοσταλγία των Φάδος

Είχαμε πάει στη Λισαβόνα τις προάλλες, θα το θυμάστε ασφαλώς. Σήμερα, όμως, θα επιστρέψουμε. Για λίγο. Τόσο, όσο κρατά ένα νοσταλγικό, μελαγχολικό, ερωτικό τραγούδι. Ενα «Φάδο». Πάμε;

«Υπάρχουν Λισαβόνες ημιτελείς, πόλεις που φτιάχνονται μέσα μας», έγραφε κάποτε ο Σάντος Νούνο.

Ισως αυτή η φράση να δίνει με τον πιο εύστοχο τρόπο τα αισθήματα που κυριεύουν τον επισκέπτη αυτής της ατμοσφαιρικής πόλης. Η Λισαβόνα δε σου αποκαλύπτεται εύκολα. Πρέπει να ψάξεις, να περιπλανηθείς στα στενά ανηφορικά δρομάκια της Αλφάμα, στα μικρά και γραφικά ταβερνάκια με τους ντόπιους να συζητάνε ζωηρά, τρώγοντας - τι άλλο; - ψάρια και τεράστιες γαρίδες. Παρατηρώντας τα σκαμμένα τους πρόσωπα, σου δίνουν την εντύπωση των απόμαχων πια και δοξασμένων θαλασσοπόρων.

Ανηφορίζοντας την παλιά μαυριτάνικη γειτονιά της Αλφάμα, με τα μικρά σπιτάκια και τα λουλούδια στα μπαλκόνια, ο νους εύκολα ερχόταν στη δική μας Πλάκα και στα πανέμορφα Αναφιώτικα.

Κάθε λίγο σταματάγαμε και θαυμάζαμε τα υπέροχα εντοιχισμένα ζωγραφιστά πλακάκια, τα ξακουστά Αζουλέχο, κι αυτά κατάλοιπα των Μαυριτανών, που συνέχισαν βεβαίως οι Πορτογάλοι. Εδώ η φαντασία διαδραματίζει το ρόλο του ακαταμάχητου πρωταγωνιστή. Η ποικιλία των θεμάτων και των χρωμάτων σε συνεπαίρνει.

Παρατηρώντας τα μικρά αυτά έργα τέχνης, δεν αργήσαμε να δρασκελίσουμε την πύλη του κάστρου του Αγίου Γεωργίου, που βρισκόταν στην κορυφή του λόφου. Από δω η θέα ήταν υπέροχη. Στα πόδια μας, η Λισαβόνα με τις κεραμοσκεπές της παλιάς πόλης, πιο πέρα ο χιλιοτραγουδισμένος Τάγος να κυλά ήρεμα προς τον ωκεανό. Η προβλήτα με τον πύργο του Μπελέμ δεν ήταν μακριά. Από δω ξεκινούσε όλη η δόξα των Πορτογάλων, των σκληροτράχηλων θαλασσοπόρων, που διαπλέοντας τους ωκεανούς έφεραν τ' όνομά της στα πέρατα της οικουμένης.


Περιδιαβαίνοντας τα τείχη, τη ματιά μας την τραβούσαν πότε οι γραφικές συνοικίες της μεγαλούπολης, πότε το λιμάνι με τα ψηλά κατάρτια των πλοίων και τους αναρίθμητους γλάρους και πότε ο μακρινός ορίζοντας που οδηγούσε στον απέραντο Ατλαντικό Ωκεανό.

Σε κάποια στιγμή, τον απόηχο της πόλης και τα κρωξίματα των γλάρων έσπασε ένα τραγούδι. Πλησιάσαμε γρήγορα προς το σημείο που ακουγόταν η μελωδία.

Μια μεσόκοπη κυρία, καθισμένη στο τείχος, φορώντας ένα υπέροχο σάλι, τραγουδούσε ένα μελωδικότατο fado - τα παραδοσιακά τραγούδια της Πορτογαλίας - με μοναδικό τρόπο, χωρίς τη συνοδεία μουσικού οργάνου, δείχνοντας σε τι ύφος και χρώμα μπορεί να φθάσει η ανθρώπινη φωνή.

Πράγματι, η στιγμή ήταν από αυτές που δε συναντάς συχνά. Από αυτές που σε απογειώνουν. Ολο το πνεύμα της Πορτογαλίας ήταν μπρος μας. Τα λόγια αποδείχτηκαν πολύ φτωχά και αδύναμα να περιγράψουν την εικόνα. Η δυστυχία είναι πως αυτές οι στιγμές φεύγουν, δεν επαναλαμβάνονται, δεν επανέρχονται.

Γρήγορα σχηματίστηκε γύρω ένας κύκλος, που όλο μεγάλωνε, από διαβάτες που άκουγαν σιωπηλοί και εκστασιασμένοι.

Στο τραγούδι ακουγόταν συχνά η λέξη Lisboa (Λισαβόνα) και, όπως μας εξήγησε αργότερα ένας ακροατής, ήταν τραγούδι αποχαιρετισμού των ναυτικών προς την πόλη της Λισαβόνας, τις ομορφιές της και σε κάποια όμορφη κοπέλα. Και, αληθινά, από τη γλυκιά μελωδία, έβγαινε μια νοσταλγία και μια μελαγχολία μοναδική.


Οταν τελείωσε το τραγούδι της, η κυρία σηκώθηκε, με ένα ευγενικό χαμόγελο, ανταπέδωσε το χειροκρότημα και αποχώρησε με αριστοκρατικό τρόπο. Δε ζήτησε χρήματα, απλώς τραγούδησε για δική της ευχαρίστηση και ίσως γι' αυτό η όλη σκηνή να ήταν τόσο αυθεντική και μοναδική.

Σε λίγο ο κόσμος σκόρπισε - ο καθένας με τις σκέψεις του - όμως, η ευγενική φιγούρα με τη μελωδική φωνή σίγουρα θα κυριαρχούσε στην καρδιά του καθενός.

Τα μαύρα σύννεφα που βάρυναν τον ουρανό, σε λίγο, έφεραν μπόρα - λες και μέχρι τότε περίμεναν να τελειώσει το τραγούδι - και μας ανάγκασαν να βρούμε καταφύγιο.

Για την επιστροφή - ίσως και λόγω του καιρού - αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα μικρά πολύχρωμα και γραφικά τραμ που δίνουν στην πόλη έναν τόνο μοναδικό.

Στην αναζήτηση, εξάλλου, του πνεύματος της Λισαβόνας, μετά τις μοναδικές μουσικές στιγμές του fado, απαραίτητο ήταν να βρούμε τα ίχνη του λάτρη της πόλης και μεγάλου συγγραφέα Fernando Pessoa.

Στο καφέ όπου σύχναζε και πολλές φορές έγραφε, ίσως να συναντούσαμε κάποιον από τους εβδομήντα τρεις ετερώνυμούς του να κάθεται δίπλα από το μπρούντζινο άγαλμά του.

Και τότε ακόμα ήταν σίγουρο ότι δε θα είχαμε μπει στο πνεύμα και την ατμόσφαιρα αυτής της μαγευτικής πόλης.

Είχαμε ακόμα μακρύ δρόμο να διανύσουμε.

Από το βιβλίο «Ταξιδιωτικές στιγμές» του Λευτέρη Μονοκρούσου.

Μικρές σελίδες

Ενας εικοσιτετράχρονος συγγραφέας, ένας κάποιος ονόματι Φιόντορ, κάνει την εμφάνισή του στη ρωσική λογοτεχνία το 1845, με ένα μικρό, αλλά εξαιρετικό μυθιστόρημα σε μορφή επιστολών, που ανταλλάσσουν μέσα σε έξι μήνες ένας ηλικιωμένος υπάλληλος και μια νεαρή άπορη, κόρη ενός χρεοκοπημένου άρχοντα. Αυτό το μικρό σε όγκο έργο που θα αγαπηθεί αμέσως από το κοινό έχει για τίτλο: «Οι φτωχοί άνθρωποι» και θα συνεχίσει να αγαπιέται μέχρι τις μέρες μας. Αξεπέραστο έμεινε και κατά τη δική μου γνώμη θα παραμείνει. Για πάντα. Οσο υπάρχουν άνθρωποι, όσο υπάρχει λογοτεχνία. Αυτός ο νεαρός τότε άσημος συγγραφέας θα γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών. Σήμερα, μετά από διακόσια χρόνια, οι αναγνώστες, οι συγγραφείς, αλλά και κριτικοί, όταν αναφέρεται το όνομα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, νιώθουν, ταυτόχρονα, θαυμασμό, δέος και αμηχανία. Ας επανέλθουμε, όμως, στους «Φτωχούς ανθρώπους» και ας θυμίσουμε στον αναγνώστη ότι γράφτηκε στην εποχή του τσάρου Αλεξάνδρου του Α`, στην περίοδο της δουλοπαροικίας, που είχε αναδείξει τον Πούσκιν, τον Γκόγκολ, τον Λέρμοντοφ.

Οι δυο φτωχοί επιστολογράφοι, ο Μακάρ Αλεξάγιεβιτς και η νεαρή Βαριένκα Ντομπροσιόλαβα, κάνουν διπλή ζωή. Από τη μια, τους ταπεινώνουν, τους τσαλαπατούν, τους κατακλέβουν, τους περιφρονούν και, από την άλλη, αυτοί παραμένουν αλώβητοι. Είναι ψυχικά πλούσιοι, διότι είναι αξιοπρεπείς, μεγαλόψυχοι, ασυμβίβαστοι. Είναι οι πατέρες και οι μητέρες του Ρασκόλινκοφ, των Ντιμίτρι και Ιβάν Καραμαζόφ, του Ντολγορούκι, της Ναστάζια Φιλιπόβνα, της Σόνια, της Κάτια, της Γκρούσενκα...

Οι επιστολές των «Φτωχών» φανερώνουν τη δύσκολη πορεία της σκέψης του φτωχόκοσμου, που μονάχα με τη φλογερή του καρδιά αντιστέκεται, διότι δεν έχει τις γνώσεις να κατανοήσει το σύνθετο μηχανισμό των σκληρών και απάνθρωπων νόμων της «ανώτερης » τάξης. Της τάξης των εκμεταλλευτών. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, που οφείλετε να διαβάσετε και να ξαναδιαβάσετε. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ