Προσωπικά, θα προτιμούσα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Σκέτο. Δεν είμαι σε φάση για περίπλοκα πράγματα, για πολύπλοκες γεύσεις, για πολλές προετοιμασίες. Ενα ποτήρι κρασί και πολύ μου πάει. Ομως υπάρχουν οι περισσότεροι που έχουν κέφι ή θα ήθελαν να αποκτήσουν ακόμη περισσότερο, που θα θέλανε κάτι διαφορετικό να πιουν, να ζαλιστούν, να ευθυμήσουν.
Η χήρα Μαίρη, όνομα που διάλεξαν οι Αμερικανοί για να βαφτίσουν αυτό κοκτέιλ, αποτελείται από 1/2 τζιν, 1/4 βερμούτ ντράι, 1/4 βενεδικτίνη, μερικές σταγόνες Περνιέ και μερικές σταγόνες Αγκοστούρα. Τα χτυπάτε στο σέικερ και τα γαρνίρετε με μια φλούδα λεμονιού.
Ο Εκατομμυριούχος. Εύκολα γίνεσαι εκατομμυριούχος, χωρίς να αγοράσεις λαχείο, χωρίς να λάβεις μέρος στην ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή. Πώς λοιπόν; Μα φτάνει να βάλεις μέσα στο σέικερ τα εξής: 3/4 ουίσκι, 1/4 Κουραχάο, ένα ασπράδι αυγού και μια κουταλιά της σούπας σιρόπι βύσσινο ή φράουλα. Και μετά ποιος σας πιάνει. Εις υγείαν, λοιπόν.
Εδώ και πεντακόσια τρία χρόνια, στις 16 του Σεπτέμβρη του 1498 πέθαινε ένας άνδρας που παρέμεινε ως ένα σύμβολο, σύμβολο του τρόμου. Ο Τόμας Τορκεμάδα, ο πρώτος Ιεροεξεταστής της Ισπανίας, ο διοργανωτής ενός ειδικού τύπου δικαστηρίου, που με μερικές μικροαλλαγές θα το ξεσήκωναν και οι Ιταλοί συνάδελφοί του για πολλούς αιώνες!
Τελικά ποιος ήταν ο Τόμας Τορκεμάδα, ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής που θα έμενε στην ιστορία ως ένας σατανάς με ανθρώπινη όψη; Ηταν ψηλός, στεγνός, αδύνατος και κοιμόταν πάνω σε ένα απλό στρώμα αλλά φυσικά δεν έτρωγε ποτέ κρέας. Ισως γιατί προτιμούσε να το βλέπει να ψήνεται... και για να ξεδιψάσει έπινε αίμα. Ο Τορκεμάδα υπήρξε ο προσωπικός εξομολογητής της Ιζαμπέλας, της Καθολικής Βασίλισσας αλλά και ο διώκτης των χιλιάδων καταδικασμένων, που το αίμα τους φωνάζει ακόμα, που παρακαλεί και εκλιπαρεί για εκδίκηση. Κατά τη γνώμη του Αντριάνο Πρόσπερι, του Ιταλού μελετητή της Ιεράς Εξέτασης, (καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πίζας) ο Τορκεμάδα υπήρξε η «ψυχή», ο εμπνευστής και ο ιδρυτής ενός δικαστηρίου που είχε μεν σχήμα θρησκευτικό αλλά στόχο καθαρά πολιτικό. Ο Ιεροεξεταστής αυτός, ήταν έτοιμος να δώσει ακόμη και την ίδια του τη ζωή προκειμένου να εκπληρώσει το θεάρεστον έργο του...
Τρομερά πράγματα συνέβησαν στην ιστορία της ανθρωπότητας από τη στιγμή που κάθε... αιρετικός όφειλε να καεί, να βασανιστεί, να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Τρομερά πράγματα για τα οποία κανείς πρέπει να ντρέπεται ακόμη και όταν τα διαβάζει ή τα σκέπτεται. Δυστυχώς, οι περισσότερες σελίδες της ανθρωπότητας είναι γραμμένες με πόνο, με αναστεναγμούς, δάκρυα και αντί για μελάνι, με αθώο αίμα. Τα γράφουμε όλα αυτά γιατί νομίζουμε ότι χρειάζεται να διαβάζουμε συνεχώς Ιστορία. Να ρίχνουμε, συχνά, μια δεύτερη ματιά στο παρελθόν, να ζούμε βέβαια το παρόν, αλλά να γνωρίζουμε ακριβώς τι πρέπει να εμποδίσουμε να συμβεί, στο μέλλον. Με όλες μας τις δυνάμεις.
Εμείς απλώς προτείνουμε, εσείς αποφασίζετε όμως. Λέμε να φάμε σουβλάκι από ψάρι σήμερα. Τι λέτε; Το σουβλάκι αυτό γίνεται από το κρέας μεγάλων ψαριών, αυτό μην το ξεχνάμε. Κόβουμε το κρέας του ψαριού σε κομματάκια και τα βάζουμε αμέσως σε μια σουπιέρα, τα περιχύνουμε με λάδι, λεμόνι, φέτες κρεμμυδιού, μαϊντανό και φύλλα δάφνης, αλάτι και πιπέρι. Τα αφήνουμε σκεπασμένα στο ψυγείο για 2 ώρες και κατόπιν ετοιμάζουμε το σουβλάκι. Περνάμε, δηλαδή, τα κομματάκια από το ψάρι στις βέργες, περνώντας ανάμεσά τους φέτες ντομάτας, πράσινης πιπεριάς, μανιτάρια και φύλλα δάφνης. Ψήνουμε τα σουβλάκια σε ηλεκτρική ψηστιέρα, στο φούρνο, κάτω από το γκριλ ή ακόμα και στα κάρβουνα. Θα τα σερβίρουμε σε μια πιατέλα καυτά και θα τα συνοδεύσουμε με ένα μπολ με κάρυ και λεμόνι.
Τα διαπιστευτήριά της μας φαίνονται άψογα. Οταν είσαι μια πόλη σε ένα νησί από τα πρώτα εδάφη της Αμερικής όπου πάτησε το πόδι του ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο οποίος, σε μια άλλη κρίση ισχυρογνωμοσύνης, επέμενε ότι η Κούβα δεν ήταν νησί και έβαλε και το πλήρωμά του να ορκιστεί ότι δεν ήταν (ένα ακόμη παράδειγμα του πώς οι ένορκες διαβεβαιώσεις δεν αλλάζουν την πραγματικότητα), η πρώτη πόλη που ίδρυσαν οι Ευρωπαίοι στο Νέο Κόσμο και, για πολλά χρόνια, η μόνη τέτοια μεγαλούπολη εκεί, δε χρειάζεσαι πολλά περισσότερα για να κατακτήσεις μια τέτοια θέση.
Η Ιστορία, όμως, είναι μια πολύ πολύπλοκη δουλιά. Αυτή είναι μια ιδέα που δεν μπορεί κανείς να μη σκεφθεί καθώς περιδιαβάζει στους δρόμους της κουβανικής πρωτεύουσας. Η ίδια η πόλη του το δείχνει. Κάτω από τον καυτερό ήλιο της Καραϊβικής και την αύρα του Κόλπου του Μεξικού μπορεί να περάσει μπροστά από τα πάμπολλα μνημεία της αποικιακής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, τις πολυάριθμες εκκλησίες καθεδρικού τύπου, τους στενούς δρόμους κλπ, που, εδώ, έχουν κατορθώσει να ξεφύγουν από την έφοδο της σκαπάνης του οικοδομικού και αρχιτεκτονικού «εκσυγχρονισμού». Από την άλλη, όμως, μεριά, βλέπεις σε μεγάλη έκταση και κάτι άλλο. Κάτι που, δεδομένων των συνθηκών της ημέρας, φαίνεται σαν το αποκορύφωμα της ιστορικής ειρωνείας: Τη μεγάλη επιρροή των ΗΠΑ.
Η πόλη είναι ένα ιστορικό μνημείο και από μια άλλη άποψη. Οπως είπαμε παραπάνω, έχει γλιτώσει από την επιδρομή του οικοδομικού και αρχιτεκτονικού "εκσυγχρονισμού". Αυτό, όμως, οφείλεται και σε ένα γενικότερο λόγο: Στο ότι οι αλλαγές που έχουν γίνει στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες είχαν σαν επίκεντρο την ύπαιθρο μάλλον παρά τις πόλεις. Στην Αβάνα, ήδη υπερτροφική για τη συγκεκριμένη κατάσταση της χώρας το 1960, οι αλλαγές ήταν ακόμη μικρότερες.
Αυτά τα εξαιρετικά γράφει ο θανάσης Παπαρήγας, που είχε την τύχη να επισκεφτεί και να φωτογραφίσει την πόλη. Εμάς όμως δε μας αρκούν οι τόσο χρήσιμες πληροφορίες. Εμείς, όταν πρόκειται για την Κούβα, γινόμαστε άπληστοι. Τα θέλουμε όλα η έστω λίγο απ' όλα. Θέλουμε να γνωρίσουμε τη ζωή, να ακούσουμε το γέλιο αυτών ανθρώπων με τη χρυσή καρδιά -έτσι λένε όσοι έχουν πάει εκεί- και να το μοιραστούμε. Εμείς ζητάμε πολλά. Θέλουμε αν είναι δυνατόν να απολαύσουμε τη μουσική, να κολυμπήσουμε στη θάλασσά της, να μαυρίσουμε κάτω από τον καυτερό ήλιο, να μάθουμε περισσότερα για τη λογοτεχνία της, μέχρι που σκεφτήκαμε να μάθουμε Ισπανικά για να μπορέσουμε να διαβάσουμε στο πρωτότυπο τον υπέροχο Αλεχο Καρπαντιέρ, το μεγάλο αυτόν συγγραφέα. θέλουμε. Ολο Θέλουμε. Θέλουμε να μάθουμε ακόμη πολλά, πάρα πολλά, αλλά να που όλο ονειρευόμαστε αυτό το ταξίδι, όλο λέμε: ότι να, μόλις κερδίσω το λαχείο θα κάνω το όνειρο πραγματικότητα, μα το όνειρο έχει μάθει να περιμένει και παραμένει πιστό, αφού το λαχείο δεν κερδίζεται έτσι εύκολα, γνωστό είναι αυτό - και εμείς συνεχίζουμε να ταξιδεύουμε με «δανεικές» εμπειρίες. Να βρισκόμαστε εκεί, να διαβάζουμε, να χορεύουμε, να τρώμε να αγαπάμε, να νοσταλγούμε, να επιθυμούμε και πολλά άλλα. Μα κάποτε θα πάμε. Πότε; Ποιος ξέρει.