Πέμπτη 7 Νοέμβρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΤΖΕΪ ΣΙ ΤΣΑΝΤΟΡ
Ολα χάθηκαν

Για ιστιοπλόους, η πολύ ιδιαίτερη, σχεδόν «ειδικού ενδιαφέροντος» ταινία, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ σε μια παράσταση του ενός. Μόνος, σιωπηλός, πεισματάρης και εφευρετικός, στη δίωρη διάρκεια της δεύτερης, μεγάλου μήκους, ταινίας του Τζέι Σι Τσάντορ, που υπογράφει και το σενάριο. Αποφασισμένος να επιβιώσει πάνω στο ρημαγμένο ιστιοφόρο του που το χτυπούν αλύπητα κακοτυχία και τροπικές καταιγίδες, στο μέσο ενός αφιλόξενου Ινδικού Ωκεανού που μαίνεται απειλητικά ως εκεί που χάνεται το βλέμμα...

Η ταινία έκανε ιδιαίτερα θετική εντύπωση στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών, όπου προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού. Με τις εξαίρετα ρεαλιστικές της εικόνες, που σφύζουν από λεπτομέρεια, αποτέλεσμα των δύσκολων και αριστοτεχνικών λήψεων... Με την αγχωτική ατμόσφαιρα της μάχης με τα θεριά της φύσης για την επιβίωση αλλά και την ύπουλη γαλήνη μετά τη θύελλα - συνεισφορά μέγιστη της ηχητικής μπάντας... Αλλά και με την αναπόφευκτη μονοτονία της! Χαμένος στο μέσο του πελάγου και ρημαγμένος από κύματα και κακουχίες ο Ρέντφορντ προσφέρει μια από τις καλύτερες και πιο σημαντικές του ερμηνείες σε μια ταινία - σπάνια κινηματογραφική εμπειρία... Καλού - κακού, πάντως, πάρτε μαζί σας και δραμαμίνες!

Παίζει ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΝΑΣ
Miss Violence

Παρακολούθησα, τυχαία αρχικά, κάποια στιγμιότυπα από την πορεία της δεύτερης - δεν έχουμε δει την πρώτη - ταινίας του Αλέξανδρου Αβρανά, που συμμετείχε στο διαγωνιστικό του 70ού Φεστιβάλ Βενετίας, ένα «διαγωνιστικό με πολλά χασμουρητά και περιορισμένες εκπλήξεις», κατά την κρίση των αυτοχθόνων δημοσιογράφων. Η ιταλική RAI μετέδιδε κάθε βράδυ δεκαπεντάλεπτα ρεπορτάζ πάνω στις «προβολές» της κάθε μέρας. Εκανε εντύπωση ότι οι 9 στους 10 «διαπιστευμένους» που έβγαιναν από τη «MISS VIOLENCE» εξέφρασαν αρνητικά σχόλια... Το γεγονός μου προκάλεσε περιέργεια που μετεξελίχτηκε - όταν η ταινία βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα - σε δικαιωματικά αυθαίρετα συμπεράσματα, δεδομένου ότι, τελευταία, επικρατεί η τάση να «βραβεύονται» σε διεθνή φεστιβάλ ελληνικά πονήματα που προκαλούν επιεικώς «μειδιάματα κατανόησης». Ο Αβρανάς, πάντως, φάνηκε ότι δεν είναι Λάνθιμος...

...να προσβλέπει στον εντυπωσιασμό μέσα από σχηματική μίμηση, που καταλήγει σε αφηγηματικές ασυναρτησίες με μεταμοντέρνο «άλλοθι».

Η εντεκάχρονη Αγγελική με ένα μυστηριακό μειδίαμα αυτοκτονεί τη μέρα των γενεθλίων της, πηδώντας από το μπαλκόνι, ενώ στο εσωτερικό του διαμερίσματος η υπόλοιπη οικογένεια γιορτάζει μηχανικά τα γενέθλιά της. Η αυτοκτονία της μικρής ανατρέπει την αρχική «ισορροπία» της οικογένειας που μέχρι τότε έρεε ομαλά και αυτονόητα, «κεκλεισμένων των θυρών», χωρίς αντιρρήσεις ή ενδοιασμούς από κάποιο μέλος της. Η καινούρια κατάσταση έρχεται να ανατρέψει την αρχική ισορροπία. Οι ανακρίσεις για τα αίτια της αυτοκτονίας της μικρής από αστυνομία και κοινωνικές υπηρεσίες αφενός, οι ερωτήσεις από το σχολείο και τον κοινωνικό περίγυρο αφετέρου - που όμως, ουδόλως αμφισβητούν την επιφανειακή τάξη των πραγμάτων - εξαναγκάζουν την οικογένεια υπό την απόλυτη εποπτεία του «καθώς πρέπει» μικροαστού πατέρα/ παππού, του απόλυτου εξουσιαστή ζωής και θανάτου όλων των μελών, σε στάση άμυνας. Ταυτόχρονα, γραμμικές αφηγηματικές διαδικασίες δείχνουν ξεκάθαρα τις σχέσεις ιεραρχίας της εξουσίας στην οικογένεια και παράλληλα εμβαθύνουν στα ενδότερα αυτών των σχέσεων, αποκαλύπτοντας, με πράγματι καλοσχεδιασμένο σταγονόμετρο, τις σχέσεις που διέπουν τα άτομα της οικογένειας καθώς και την ιδιαίτερη σχέση του εξουσιαστή με το χρήμα και την εργασία...

Το πράγμα δεν έχει να κάνει με πατριαρχία ή μητριαρχία - αμφότεροι δείχνονται με ισοβαρείς ευθύνες. Εχει να κάνει μόνο με την εξουσία, και Νόμος εδώ είναι το δίκιο του εξουσιαστή που κρατά και το πεπόνι και το μαχαίρι. Μιας εξουσίας που ενισχύεται χάρη στην υπαναχώρηση των άλλων: Εξάρτηση, υποταγή, τρόμος, στέρηση, καταπίεση. Και ακόμη; Αιμομιξία και παιδεραστία (γιατί όχι; Στην ευρωενωσιακή προοδευτική Ολλανδία οι παιδεραστές έχουν και δικαιώματα και κόμμα στη Βουλή...). Κι όλα αυτά μέσα από μια σιωπηρή, ανατριχιαστική αναπαράσταση των τελετουργιών της καθημερινότητας, με τάση αυτή να συνεχιστεί στο διηνεκές...

Η ταινία είναι ελληνική, λίγοι όμως θα αναγνωρίσουν ως ρεαλιστικό το μουντό και καταθλιπτικό γκρίζο, το μόνιμα αναμμένο ηλεκτρικό, σε μια χώρα με εκθαμβωτικό φως... Λίγοι θα αναγνωρίσουν ως ρεαλιστική τη λουθηρανική αισθητική και αξίες, την «ομερτά» των θυμάτων και τη θανατηφόρα αόρατη βία. Η παραβολή του Αβρανά με τη στέρεη κατασκευή διέπεται εμφανώς από πολιτική διάσταση σε επίπεδο συμβολικό, μεταφορικό και αλληγορικό.

Για το ποιος οργανώνει τη ζωή, την εργασία, την παραγωγή, τις λέξεις και τις σκέψεις των υπηκόων... Για το σεξ - χωρίς ηδονοβλεπτική χυδαιότητα ή διάθεση επίδειξης - που εξασφαλίζει κέρδη χωρίς δουλειά σ' αυτόν που το πουλά σαν εμπόρευμα που υπόκειται κι αυτό στη συμβατότητα και τον κομφορμισμό. Για την ποταπότητα του ανθρωπόμορφου τέρατος, του πατέρα, κατάλοιπο της τάξης των «νικητών του εμφυλίου» που επάνδρωσαν τους μηχανισμούς του κράτους και παρακράτους κι έγιναν εξουσία διδάσκοντας τη βία, αραδιάζοντας μυριάδες δικά της παραδείγματα... Ετσι, με τη βία, οι υπήκοοι κρατιούνται αμόλυντοι από συλλογικότητες ενώ με μαθηματική ακρίβεια - πού θα πάει; - μετατρέπονται αργά ή γρήγορα σε στρατιές φοβισμένων, εξαθλιωμένων και υπάκουων τομαριστών που πλημμυρίζουν τον τόπο...

Μινιμαλιστική και δυστοπική η αντίληψη του Αβρανά στο πορτρέτο της μικροαστικής κτηνωδίας που ξεκινά από ένα πυρήνα, όπου και αναπαράγεται αλλά θεριεύει με την ανοχή όλων. Εδώ, αντικείμενα, χώροι και χρώματα μυρίζουν μούχλα, κλεισούρα και σαπίλα. Χωρίς ίχνος φρεσκάδας, απόλυτη μικροαστική μιζέρια, μικρομεσαία και προβληματική που αρκείται στα ψίχουλα γιατί πάντα ρουφιάνευε και ζητιάνευε, ποτέ δεν απαιτούσε... Ταινία μορφικά πολύ φροντισμένη και κομψή με την κάμερα συνήθως ακίνητη ή με κινήσεις κυκλικές και απειροελάχιστα πλάνα σεκάνς. Με σιωπές και λεπτομέρειες που προσπερνιούνται με νόημα και σημείο αναφοράς την αισθητική του Χάνεκε. «Ηταν το φιλμ που μου επέβαλε το ρυθμό, λέει ο Αβρανάς. Στην ταινία, στην επιφάνεια δεν συμβαίνει τίποτα. Η πραγματική βία είναι πολύ λίγη. Η άλλη βία είναι τεράστια...».

Το μαχαίρι μπαίνει κάποτε στο κόκαλο, επέρχεται μια καινούρια ισορροπία, για να αντικατασταθεί όμως από τι; Από την εξουσία ενός άλλου ανθρωπόμορφου τέρατος της οικογένειας που θα συνεχίσει την πεπατημένη, όπως ακριβώς τη διδάχθηκε ή με παραλλαγές ενός άλλου μείγματος; Κι εδώ κείται και η ιδεολογική μου αντίρρηση στο φιλμ του Αβρανά. Στην επαναστατική του διαπίστωση θα ήθελα πολύ μια επαναστατική λύση...

Παίζουν: Θέμης Πάνου, Ρένη Πιττακή, Μηνάς Χατζησάββας, Σίσσυ Τουμάση, κ.ά.

Παραγωγή: Ελλάδα (2013).

ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ ΜΠΕΡΤΟΛΟΥΤΣΙ
Εγώ κι εσύ

Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι διαθέτει αποδεδειγμένη την ιδιότητα / ικανότητα να μπορεί να αφηγείται άξια διαφορετικές εποχές και διαφορετικές νεαρές ηλικίες «τρυγώντας» τους πάντα το απόσταγμα. Η τελευταία του ταινία «ΕΓΩ ΚΙ ΕΣΥ», γυρισμένη εξ ολοκλήρου στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερα περιορισμένης αφηγηματικής περιμέτρου - σε ένα υπόγειο, που σαν χώρος και «κατάσταση» είναι βολικά, πρακτικά, για τον 71χρονο σκηνοθέτη που καλείται πια να «διευθύνει» τα γυρίσματα καθήμενος σε αναπηρική καρέκλα, με υλικό τη νεανική ανησυχία, όχι τόσο ποσοτικά όσο ποιοτικά, κάτι με το οποίο το ιταλικό σινεμά έχει συνοπτικά ασχοληθεί. Η ταινία αυτή, με πρωταγωνιστές δυο νεαρά άτομα, δυο ετεροθαλή αδέλφια, δεν συνιστά δοκίμιο για τους νέους του σήμερα, αλλά κάτι το πολύ πιο σύνθετο...

Το έβδομο, σύντομο μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Νικολό Αμανίτι, που αποτελεί τη βάση της ομότιτλης κινηματογραφικής μεταφοράς, ο Μπερτολούτσι το κάνει δικό του... Μπαίνει στις πτυχές του, το απογυμνώνει από τις πιθανές αφηγηματικές ασυναρτησίες που υποβάλλει το πρωτογενές κείμενο και εκμεταλλεύεται σκηνοθετικά κάθε στοιχείο για να μεταδώσει στο θεατή τον πλούτο και τη συνθετικότητα του πραγματικού κόσμου. Ο ίδιος δηλώνει ότι του είναι αδύνατο να αντισταθεί σε ιστορίες που μιλούν για νέους ανθρώπους, για τις συνεχείς τους αλλαγές, το συνεχές τους «μεγάλωμα» στη δύσκολη και καθοριστική πορεία της ωρίμανσής τους... «On n' est pas tres serieux quand on a 17 ans» (ο 17χρονος δεν είναι και πολύ σοβαρός...) διαπιστώνουν οι στίχοι του Ρεμπό... και ο Μπερτολούτσι πατάει πάνω τους. Παίρνει το πρωτογενές λογοτεχνικό κείμενο και το ξανα-δημιουργεί, το ξανα-αφηγείται με την κατάδική του γραφή και μεταμορφώνει το «κεκλεισμένων των θυρών» δράμα, σε μια μικρή, πανέμορφη κινηματογραφική ταινία με γεύση νεανικής μπαλάντας, χωρίς ψευδαισθήσεις, χωρίς να ξεφεύγει από την πραγματικότητα, με στίγμα άξιου σινεμά τέχνης.

Ο 14χρονος εσωστρεφής Λορέντσο εγκλωβίζεται σε ένα αθώο ψέμα: Θα λείψει για μια βδομάδα σε σχολική εκδρομή για σκι. Κλείνεται όμως στο μεγάλο υπόγειο της αστικής του κατοικίας. Εκεί θα ζητήσει καταφύγιο αποτοξίνωσης από την ηρωίνη και η, υπέρ το δέον «ανοιχτή», ετεροθαλής, 25χρονη αδελφή του Ολίβια. Το υπόγειο μετατρέπεται στον κλειστοφοβικό («κλειστοφιλικό», τον ονομάζει ο σκηνοθέτης) τόπο όπου δύο νεανικές ανησυχίες σε σύγχυση, εξαναγκασμένες κι έχοντας ανάγκη ανθρώπινης επαφής ανακτούν τη διάσταση του ανοίγματος του ενός προς τον άλλον. Ξαναβρίσκονται μαζί, μοιράζονται το χώρο, μαθαίνουν να κάνουν πίσω, να κοιμούνται... μαθαίνουν την τεχνική της πιο ριζοσπαστικής διαφωνίας, μετατοπίζονται και μαζί τους το σινεμά του Μπερτολούτσι αποκαλύπτεται σε όλη του τη γενναιοδωρία και την ανεξάντλητη δύναμή του να κινείται με κομψότητα σε στενούς «χώρους», φυσικούς και διανοητικούς. Αναπόφευκτα, αρχίζει ο χορός του ονείρου εκείνου, που εξακολουθεί να ποθεί την επανάσταση. Την αληθινή... Η αναγκαιότητα της συνάντησης μετατρέπεται σε μια πανέμορφη δοκιμασία περιπλεγμένη από τις δύσκολες πραγματικότητες των 2 νεαρών.

Ο Μπερτολούτσι δένει με μαεστρία μαζί όλα τα νήματα που «τράβηξε». Χειρίζεται τη μουσική με τρόπο σημαντικό αφηγηματικά, όπου οι μουσικές στιγμές αποκτούν βάρος «ποιητικού διαστήματος», μέσα στο οποίο αδελφός και αδελφή εγκαταλείπονται, αφήνονται, σε μια πράξη αποδοχής ο ένας του άλλου, σε μια πράξη αναγνώρισης... Ο Μπερτολούτσι ζυγιάζει τους ήχους (επιδρά ισχυρά η ηχητική πολυφωνική ύφανση που συνενώνει τη μουσική της ταινίας, κάποιες διεθνείς επιτυχίες, κλάματα, ουρλιαχτά, μουρμουρητά...), διαχειρίζεται τους χρόνους, μεταβάλλει τους φωτισμούς και βάζει τους πρωταγωνιστές του να χορέψουν (ο χορός για το σκηνοθέτη συνιστά «φετίχ», είναι στοιχείο που συναντάται σε όλο του το έργο) και δίνει ένα φινάλε ανοιχτό και αισιόδοξο που ξεπηδά από την εικόνα της κλεισούρας.

Η πολιτική θέση του Μπερτολούτσι μοιάζει σαφής: Για να συνεχίσουμε να ζούμε πρέπει να επιστρέψουμε στην παρανομία... κάτω από τη γη, σαν τον Ορφέα στην αναζήτηση της Ευρυδίκης.

Παίζουν: Τέα Φάλκο, Σόνια Μπεργκαμάσκο, Γιάκομπο Ολμο Αντινόρι, Τομάζο Ράνιο, κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία (2012).

ΑΛΦΟΝΣΟ ΚΟΥΑΡΟΝ
Gravity

Το τρισδιάστατο διαστημικό δράμα του Μεξικανού Αλφόνσο Κουαρόν εμφανίζεται αναγνωρισμένο διεθνώς, με περίσσια ομοψυχία. Ηδη πριν την προβολή του στην τελευταία Μόστρα της Βενετίας, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, οι πολυεθνικοί διαφημιστικοί μηχανισμοί πήραν φωτιά και θα συνεχίσουν να καίνε ακατάπαυστα μέχρις ότου υπερκαλύψουν και την τελευταία σπιθαμή εδάφους στη Γη αυτή. Η εξαιρετικά μέτρια αυτή ταινία καταστροφής και επιστημονικής φαντασίας, με τις εντυπωσιακές σκηνές και τη λαμπρή τεχνική, εντάσσεται στον κινηματογράφο - θέαμα. Στο είδος αυτό, η καταστροφή, ο μέγας κίνδυνος, προέρχεται από τη φύση, την αναπτυγμένη τεχνολογία ή κάποιον άλλο πλανήτη... Ο Κουαρόν, σκηνοθέτης με ετερόκλητη φιλμογραφία, κατορθώνει πάντα να φτιάχνει «συναρπαστικά» δράματα για το «ευρύ» κοινό... Η περίπτωση του «GRAVITY», ωστόσο, συνιστά κάτι πιο σοφιστικέ, μιας που εδώ δεν πρόκειται για διαστημική «δράση» με μοντέλα εξωγήινων ή άλλα πράσινα όντα... Εδώ έχουμε δύο μόνο ανθρώπους σε ένα τρομαχτικό κενό αέρος... κενό που ο Κουαρόν δεν φαίνεται να είναι ο πλέον κατάλληλος να γεμίσει!

Αυτό γίνεται εμφανές όταν το αποτέλεσμα της εκθαμβωτικής τεχνικής - η μαγευτική εισαγωγή και οι ρηξικέλευθες διαστημικές εικόνες που επιβραδύνουν την ξεκάθαρη λειτουργία του «μυαλού» - αρχίζει να προκαλεί τον κορεσμό. Μετά την ισχυρή σκηνή καταστροφής, που η δρ. Ράιαν Στόουν (Σάντρα Μπούλοκ), ερευνήτρια, στην πρώτη, πραγματική της αποστολή στο Διάστημα και ο έμπειρος αστροναύτης Ματ Κοβάλσκι (Τζορτζ Κλούνεϊ) στο δρόμο της συνταξιοδότησης, εκτοξεύονται στην ανυπαρξία... Μετά την αδιαμφισβήτητη δεξιοτεχνία της κάμερας και τις ανεπαίσθητες κινήσεις της πάνω στους δυο κοσμοναύτες που παλεύουν με την έλλειψη οξυγόνου - μακριά από κάθε βοήθεια από τη Γη... και μετά την εισχώρηση της κάμερας στο θολό σκάφανδρο της γυναίκας... Η ταινία του Κουαρόν, από το σημείο εκείνο, «αφήνεται» στο εύθραυστο σενάριό της και ολόκληρη η κινηματογραφική κατασκευή αρχίζει να τρίζει...


Ο ρόλος/χαρακτήρας του Κλούνεϊ είναι συμβατικά αντρικός, εγκάρδια πρόσχαρος και χωρίς ενδοιασμούς, με τη ζωή να εξασθενεί έξω από τη διαστημική στολή... Η δρ. Στόουν, της Μπούλοκ, προσπαθεί να πιαστεί από την αναστάτωση, αλλά όταν τα πράγματα επιδεινώνονται αποκαλύπτεται υστερική. Ο σκηνοθέτης δεν αρκέστηκε να αφήσει την Ράιαν να ναυαγήσει στο Διάστημα, μέσα σε μια κατάσταση που θα λύγιζε τους πάντες, αλλά διανθίζει το «όλο» με μια κλισέ ιστορία που στέκεται στο φόντο, ένα πεθαμένο παιδί, έτσι που οι θεατές να νιώσουν πραγματικά το πόσο άσχημη είναι η θέση αυτής της γυναίκας, που βρίσκεται αβοήθητη έτη φωτός μακριά από το σπίτι της. Βέβαια, ο Θεός υπάρχει - αφού εκεί πάνω μένει - και της συμπαραστέκεται.

Μπαίνεις στην αίθουσα να δεις μια, κατ' απόλυτη ομοφωνία, μεγάλη ταινία που πλασάρεται σαν πυκνό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, σαν τρομερή και φοβερή εμπειρία για το ερεβώδες άπειρο του Διαστήματος και βγαίνεις απογοητευμένος από τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες. Το φιλμ είναι μια περιπέτεια στο Διάστημα και όχι θρίλερ, δομημένη γύρω από έναν αστείρευτο ανεφοδιασμό έντονων, αγωνιωδών σκηνών που στοιβάζονται σωρευτικά η μια πάνω στην άλλη. Ετσι, γύρω από την καθαυτή ιστορία δημιουργείται ένα κέντημα από μεταφορές, υπαρξιακά θέματα και εικόνες που φιλοσοφούν για τη γέννηση και το θάνατο, για το ένστικτο της επιβίωσης και την άνευ όρων δύναμη της ζωής. Κι όλα λειτουργούν. Η Μπούλοκ, ο περιβάλλων χώρος, αριστοτεχνικός και απύθμενος, η τεχνική 3D που δεν έχει υπάρξει πιο κοντινή και εντυπωσιακή. Το πρόβλημα όμως παραμένει: Ολα αυτά δεν φτάνουν! Η ταινία μοιάζει με τηλεοπτικό παιχνίδι και η αίσθηση ότι βρίσκεσαι στο Πλανητάριο και όχι στο σινεμά είναι έντονη.

Αυτό που ενοχλεί ακόμη περισσότερο είναι η ψευδοψυχολογία και τα μπανάλ φιλοσοφικά αποφθέγματα που αλέθονται μέσα στους διαλόγους και τους μονολόγους κατά τη διάρκεια του κομψού κατά τ' άλλα περίπατου στο Διάστημα. Η ταινία δεν μπορεί παρά να στοχεύει στη γειτνίαση με προγενέστερα, κλασικά, υπαρξιακά επιτεύγματα του είδους, «ΣΟΛΑΡΙΣ» του Ταρκόφσκι ή «ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ» του Κιούμπρικ. Μη κατορθώνοντας όμως να απογειωθεί σε τέτοια ύψη, μένει στη γωνιά, συναισθηματική και χριστιανική... Και σε τελική ανάλυση, τόσο δυσάρεστα κλειστοφοβική που κάπου παύει να είναι συναρπαστική...

Παίζουν: Τζορτζ Κλούνεϊ, Σάντρα Μπούλοκ.

Παραγωγή: ΗΠΑ, Μ. Βρετανία (2013).

Μια καλή βδομάδα!

Δυο - τρεις οι ενδιαφέρουσες πρεμιέρες τη βδομάδα αυτή, που κύλησε στους ήχους της μεγάλης χτεσινής πανελλαδικής απεργίας και τους μακρινούς απόηχους του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Επανέρχεται απόψε ο για καιρό σε λήθαργο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι των «Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ», «ΚΟΝΦΟΡΜΙΣΤΑ», «1900» και «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΝΓΚΟ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ». Στα 71 του μοιάζει πιο νέος από ποτέ, συνομήλικος λες, των δυο του νεαρών πρωταγωνιστών της ταινίας «ΕΓΩ ΚΙ ΕΣΥ». Του δεκατετράχρονου αγοριού και του πανέμορφου, δέκα χρόνια μεγαλύτερού του κοριτσιού, που διανύουν στην ταινία, ως ετεροθαλή αδέλφια, μια φάση ωρίμανσης κι επίγνωσης, καθοριστική για τη ζωή τους. Εκπληξη ευχάριστη και ανέλπιστη η ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά, η βραβευμένη στη Βενετία. Συγκροτημένος λόγος χωρίς σημασιολογικά χάσματα, ένα δυστοπικό πορτρέτο του παρόντος μέσα από αδυσώπητη κριτική της μικροαστικής ιδεολογίας και πρακτικής. Η ταινία του Τζέι Σι Τσάντορ με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο ρόλο του ηλικιωμένου ακούραστου ιστιοπλόου που παλεύει με τα κύματα στο μέσο του Ινδικού Ωκεανού, ενδιαφέρουσα, αλλά και ζαλιστική από το πολύ κούνημα... Σας υπενθυμίζουμε, τέλος, ότι συνεχίζεται στο «Τιτάνια» και την «Αλεξάνδρα» (Καλλιθέα) η προβολή του αξιολογότατου σοβιετικού φιλμ «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ» (1955) για το έργο και τις μεθόδους του εκπαιδευτικού Αντόν Μακαρένκο...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ