Παίζουν: Κάγια Σκοντελάριο, Σάνον Μπιρ, Σόλομον Γκλέιβ, Τζέιμς Χόσον, κ.ά.
Παραγωγή: Μ. Βρετανία (2011).
Παίζουν: Ματιέ Αμαλρίκ, Μαρία ντε Μεντέιρος, Κιάρα Μαστροϊάνι, Ιζαμπέλα Ροσελίνι κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία (2011).
Ο Ζαν Γκαμπέν υποδύεται τον Μαρεσάλ, έναν ανεπιτήδευτο μηχανικό που προβιβάστηκε σε υπολοχαγό χάρη στη σημασία που απόκτησε η αεροπορία στη διεξαγωγή του πολέμου. Ο Μαρεσάλ δεν μπορεί να κατανοήσει τη σοφιστικέ κομψή συμπεριφορά και την επιφυλακτική απόσταση που κρατά ο αριστοκράτης συγκρατούμενός του - τον οποίο υποδύεται ο Πιέρ Φρενέ - που ως επί το πλείστον επιθυμεί να μένει μόνος, να ρίχνει πασιέντζες και απευθύνεται στον πληθυντικό στους συντρόφους του ενώ πλένει με σχολαστικότητα τα λευκά του γάντια. Ωστόσο, ο Γάλλος αριστοκράτης επικοινωνεί πολύ ευκολότερα με το Γερμανό ευγενή φύλακά του, ένα στρατιωτικό καριέρας με μονόκλ και επίσης λευκά γάντια, που υποδύεται ο μέγας Εριχ φον Στρόχαϊμ - επίκαιρος την ερχόμενη εβδομάδα με τη σκηνοθετική του ιδιότητα, λόγω της ταινίας του «ΑΠΛΗΣΤΙΑ», που βγαίνει στις αίθουσες. Και οι δυο αξιωματικοί ανήκουν σε έναν κόσμο υπεράνω «εθνικών συνόρων», που διέπεται από τις ίδιες τελετουργικές αβρότητες και το ίδιο επιτηδευμένα εξιδανικευμένο στιλ. Και οι δυο τους είναι σε θέση να συζητούν για αγώνες ιπποδρομίας που κέρδισαν τρόπαια ή για την αισθησιακή Φιφί, που αμφότεροι συνάντησαν το 1913 στο Παρίσι, στο «Maxim's». Η κοσμοπολίτικη κουλτούρα τους, τους παρέχει τη δυνατότητα να μιλά ο ένας τη γλώσσα του άλλου ή ακόμα και να συνδιαλέγονται σε μια τρίτη γλώσσα, που αμφότεροι χειρίζονται άριστα, στην προκειμένη περίπτωση τα αγγλικά, που εδώ μετατρέπονται σε γλώσσα ταξική, η οποία τους διαχωρίζει από τον περίγυρο των συμπατριωτών τους.
Ο Γάλλος όμως ξεχωρίζει σε κάτι από το Γερμανό ομογάλακτό του: Είναι ένας «διαφωτισμένος» αριστοκράτης, ενώ ο Γερμανός, ο Πρώσσος φαλακρός ευγενής, είναι ένα απολίθωμα που πεισματικά αρνείται να αποδεχθεί ότι ανήκει σε μια κοινωνική τάξη που ήδη έχει ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής της. Οταν ο Γάλλος αριστοκράτης επισημαίνει ότι «άνδρες σαν τον Μαρεσάλ (Ζαν Γκαμπέν) είναι καλοί αξιωματικοί και καλοί στρατιώτες» ο Γερμανός ευγενής χαχανίζει περιφρονητικά: «Κομψό δώρο της Γαλλικής Επανάστασης!». Ο Γάλλος αριστοκράτης αντίθετα από τον Γερμανό αποδέχεται ορθολογικά ότι ο Μαρεσάλ ανήκει σε μια ανερχόμενη κοινωνική τάξη λέγοντας ότι «κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι για να εμποδίσει τη ροή του χρόνου». Και λίγο πριν πεθάνει, απευθυνόμενος στον Γερμανό ισότιμό του αναφέρει:
«Για έναν άνθρωπο του λαού, να πεθαίνει στον πόλεμο είναι φριχτό. Για σάς και για μένα είναι μια καλή λύση».
Με την αυτοθυσία του, ο Γάλλος αριστοκράτης, εισέρχεται στη σφαίρα μιας αδελφότητας (τάξης εθνικής) που μέχρι τώρα φρόντιζε να κρατά σε απόσταση, όπου οι ταξικές διαφορές «συμφιλιώνονται». Η προνομιούχα - προηγουμένως - τάξη υποκλίνεται στην εξέλιξη που συνοδεύει αναπόφευκτα το πέρασμα του χρόνου και παραμερίζει για να προσφέρει τη θέση της στην καινούργια - φτάνει να μην είναι απειλητική - ανερχόμενη τάξη. Βλέπετε... η ευγένεια υποχρεώνει ή μάλλον noblesse oblige!
Βέβαια, κατά τον συν-σεναριογράφο Spaak, στο σενάριο θα έπρεπε να τονίζεται ιδιαίτερα και η αμοιβαία αντιπάθεια των δύο Γάλλων, εκπροσώπων δύο διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, που μπορεί ο πόλεμος να τοποθέτησε στο ίδιο στρατόπεδο, η ειρήνη όμως θα τους ξανάστελνε σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, ενεργοποιώντας εκ νέου την αναμεταξύ τους αντιπαλότητα. Εξ ου και ο τίτλος «Χίμαιρα», για την αγία συμμαχία πέρα από ταξικά σύνορα.
Με χωλαίνουσα ταξική ανάλυση, ο Ρενουάρ αποφεύγει να τοποθετήσει τον πόλεμο σε οικονομικο-πολιτικά πλαίσια και να επεξηγήσει τις αιτίες που τον προκαλούν. Αντί για τη φρικιαστική περιγραφή της κόλασης του μετώπου, μας οδηγεί σε ψυχολογικά πλαίσια και σε συναρπαστικές στιγμές καταμέτρησης της δύναμης και του συσχετισμού ανάμεσα στους κρατούμενους και τους κρατούντες.
«Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην πρεμιέρα της τον Ιούνη του 1937 και ομόθυμη σχεδόν η κριτική την εξύψωσε στα ουράνια. Η ταινία έγινε κάτι σαν τεστ Rorschach (για περιπτώσεις δικανικής αξιολόγησης) με τις εναλλαγές και την ύφανση στον ιστό της διαφορετικών στρώσεων από μοτίβα και συναισθηματικούς τόνους πράγματι αντιθετικά που όμως εδώ λειώνει το ένα μέσα στο άλλο χάρη στην «αντικειμενικότητα» προς όλες τις πλευρές που βρίσκεται στην υπηρεσία ενός ουμανιστικού πάθους για τον Ανθρωπο. Αδελφότης και Ειρήνη. Η Αριστερά έκανε αναλύσεις επί αναλύσεων για το πώς οι ταξικές διαφορές και η αλληλεγγύη έξω από τα εθνικά σύνορα λειτουργεί πιο έντονα απ' όσο εντός συνόρων ανάμεσα στις τάξεις, ενώ αντίθετα η Δεξιά τόνιζε πως ο πόλεμος και η αιχμαλωσία μπορούν να συνενώσουν τις κοινωνικές τάξεις σε μια εθνική αδελφότητα. Μετά από κάποιον καιρό η εφημερίδα του ΓΚΚ «Humanite» σημείωνε ότι στον επίλογο της ταινίας ο Μαρεσάλ δεν έμεινε τελικά με την Γερμανίδα αγρότισσα, από τη σύμμαχη κοινωνική τάξη που τον περιέθαλψε, αλλά έφυγε. Το γεγονός κατακρίνεται ως μορφή λιποταξίας...
Παίζουν: Ζαν Γκαμπέν, Πιέρ Φρενέ, Εριχ φον Στρόχαϊμ, Ντιτά Παρλό κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (1937).
Οι καιροί είναι δύσκολοι και τα προγνωστικά τούς θέλουν ακόμα δυσκολότερους. Οι περισσότεροι κινηματογραφόφιλοι εξαναγκάστηκαν να κόψουν το σινεμά, πηγαίνουν πια «στη χάση και τη φέξη», όπως λένε οι ίδιοι, μια που ακόμα και η λαϊκότερη ψυχαγωγία κατάντησε πολυτέλεια. Υπάρχουν μάλιστα μαρτυρίες που αναφέρουν ότι νέοι κυρίως άνθρωποι, ίσως φοιτητές, ίσως άνεργοι, ακόμα και εργαζόμενοι, φτάνουν μέχρι το ταμείο έτοιμοι να βγάλουν εισιτήριο ...κι όταν μετρούν τα κέρματα στη χούφτα τους κάνουν σιωπηλά μεταβολή, γιατί είναι λειψά. Τώρα πια η πραγματικότητα μοιάζει να πιέζει για οργάνωση, επιβάλλει και στους κινηματογραφόφιλους να αρχίσουν να οργανώνονται σε λέσχες, σε παρέες ίσως, σε συντροφιές μικρές και μεγαλύτερες, να «οργανώνουν» προβολές ταινιών ή γιατί όχι DVD και βίντεο και συζητήσεις, έστω και σε χώρους «μη ειδικευμένους», όπως σε σπίτια με τηλεόραση ...μεγάλης οθόνης. Τολμήστε να πειραματιστείτε με σοβαρότητα και σεβασμό στο αντικείμενο και όχι το χώρο. Σας προτείνουμε τις μέρες αυτές να δοκιμάσετε την επιτυχία της πρακτικής εφαρμογής. Προτείνουμε να ψάξετε να βρείτε και να δείτε τρεις γαλλικές «κλασικές» ταινίες που άπτονται του λιμανιού της Χάβρης, όλες «προπαρασκευαστικές», με ποικίλους τρόπους, της τελευταίας, ώριμης παραγωγής του Φινλανδού Ακι Καουρισμάκι «ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΧΑΒΡΗΣ» που πρόκειται να βγει στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη. Γράφουμε επίσης και τον πρωτότυπο τίτλο για διευκόλυνση στην έρευνά σας. «ΑΤΑΛΑΝΤΗ» του Ζαν Βιγκό από το 1934 («L' ATALANTE» Jean Vigo) και την ταινία «φόρο τιμής» σ' αυτήν που έκανε ο Λεό Καράξ το 1988 «ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΝΤ ΝΕΦ» («LES AMANTS DU PONTNEUF» Leos Carax). Πάνω απ' όλα όμως μνημονεύουμε το μέγιστο επίτευγμα του Μαρσέλ Καρνέ από το 1938 «ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ» («LE QUAI DES BRUMES» Marcel Carne). Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Ζαν Γκαμπέν, που, λιποτάκτης από την Ινδοκίνα, φθάνει στη Χάβρη να μπαρκάρει για τον Παναμά ή κάπου εκεί μετά την καταθλιπτική απογοήτευση που μυρίζει η ατμόσφαιρα ιδιαίτερα μετά τον Οκτώβρη του 1938 που διαλύεται και τυπικά το Λαϊκό Μέτωπο. Ο Γκαμπέν δε λιποτάκτησε για πολιτικούς λόγους, αλλά γιατί σκότωσε κάποιον. Και στο τέλος τον σκοτώνει πυροβολώντας τον ένας γκάνγκστερ και όχι η αστυνομία. Η γεύση που αφήνει η ταινία είναι μόνο μια ασαφής νοσταλγική θύμηση για τις προσδοκίες που ξεπουλήθηκαν από το πολλά υποσχόμενο, αλωμένο από τους αστούς Λαϊκό Μέτωπο.
Από την ταινία του Μαρσέλ Καρνέ ξεπηδούν συνειρμοί προς ένα άλλο αριστούργημα της γαλλικής κινηματογραφίας της περιόδου του ποιητικού ρεαλισμού τη «ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» (LA GRANDE ILLUSION, Jean Renoir) του Ζαν Ρενουάρ από το 1937, που σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα να δείτε και να ξαναδείτε σε DVD. Η ταινία φτιάχτηκε με την αισιοδοξία της ταινίας που δεν είδε το τέλος της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου και τα κροκοδείλια δάκρυα του Μπλουμ για το Ιρούν. Που δεν είδε τη Βουλή που ανέδειξε το Λαϊκό Μέτωπο το 1936 - στις αρχές του Σεπτέμβρη 1939 που αρχίζει ο πόλεμος με τη Γερμανία - να οδηγεί στην απαγόρευση το ΚΚ, στην καθαίρεση τους βουλευτές του, στη σύλληψη τους ηγέτες του και την παράδοσή τους στους Ναζί...