Ο Ρεφν συνεχίζει τη συνεργασία του με τον Ράιαν Γκόσλινγκ, που εδώ περιφέρει το μπόι του πέρα - δώθε και το παίζει δύσκολος... Ο ρόλος που υποδύεται - έναν ψυχοπαθή έμπορο ναρκωτικών με άρρωστο οιδιπόδειο σύμπλεγμα με την επίσης διαταραγμένη μητέρα του (Κριστίν Σκοτ Τόμας - με λουκ Σόφι Ζαννίνου) - μπορεί στα χαρτιά να είναι διαφορετικός από το ρόλο του στο «DRIVE», στην πραγματικότητα όμως στηρίζεται στα ίδια θεμέλια, στην ίδια νοοτροπία, εκείνη του δυνατού, σιωπηλού άνδρα που υποφέρει όταν βασανίζει τους ανθρώπους... Σκατοδουλειά μεν, αλλά... ΠΡΕΠΕΙ να την κάνει... Σας θυμίζει τίποτα;
Ο Δανός Ρεφν μοιάζει να έχει σαν αποστολή τον αργό αλλά σταθερό υποβιβασμό του ηθοποιού σε φιγουρατζή με κύρια ή μάλλον μοναδική έκφραση τη μηδενιστική όψη κι ένα επίμονο, υποτίθεται αισθαντικό, βλέμμα... Ο αδιαμφισβήτητα ταλαντούχος Γκόσλινγκ στο ρόλο του Τζούλιαν δεν κάνει πολύ περισσότερα από το να παίρνει πόζες μανεκέν υπό τον φωτισμό γελοίων συνθέσεων που ενδιαφέρονται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο για το πώς πέφτει το φως στον αξύριστο πρωταγωνιστή...
Ο σκηνοθέτης και η ομάδα του είναι χωρίς άλλο βιρτουόζοι στην τεχνική, στη φωτογραφία, μουσική, σκηνογραφία κ.λπ. Η αρχιτεκτονική ορίζει το χώρο με τρόπο υποβλητικό. Με νοσηρά τεχνητούς κόκκινους τόνους σε απειλητικό μαύρο φόντο και εφιαλτικά ιδιότροπη λογική. Ετσι στην εικόνα προσδίδεται ένα κλειστοφοβικό εφέ.
Στην πορεία είναι παντελώς ασαφές τι είναι πυρετώδης παραίσθηση και τι πραγματικό και πόσο πραγματική είναι η πραγματικότητα, σε αυτή την περίπτωση. Ισως ο στόχος να είναι το κοντράστ ανάμεσα στη ρευστή και διάχυτη υπέρβαση των ορίων αφενός και τη λαμπερή, μεθυστική βία αφετέρου. Εδώ συνυπάρχει και το οπτικό χάδι και το σαδιστικό χαστούκι ταυτόχρονα, σε μια συστηματική, στερεοφωνική επίθεση στις αισθήσεις μας... Η ταινία εξερευνά την ευθεία σύνδεση κινήσεων και ενστίκτων του εγκεφάλου ενός ερπετού, χωρίς να περνά μέσα από ψηλότερα επίπεδα συνείδησης και φίλτρα διανοητικότητας. Η ταινία, εν ολίγοις, απαιτεί από τον θεατή να σταματήσει να σκέφτεται...
Ο Θεός μπορεί να συγχωρεί, αλλά ο άσκοπος και ναρκισσιστικός σαδισμός της ταινίας δεν μπορεί να συγχωρεθεί... Οι χαρακτήρες και το θέμα είναι κούφια, δεν λένε τίποτα και χρησιμοποιούνται μάλλον προς ικανοποίηση της επιθυμίας του σκηνοθέτη να βγάζει μάτια και να πετσοκόβει μέλη του σώματος με έναν οπτικά κομψό τρόπο. Αυτό θα μπορούσε να είναι αποδεκτό αν επρόκειτο για πειραματική ταινία διάρκειας 5 - 10 λεπτών, αλλά, τώρα, αυτή η ανόητα αυτάρεσκη ταινία λειτουργεί σαν προληπτικό υπόδειγμα τρόμου που διδάσκει τους ταλαντούχους - στο εικαστικό μέρος - κινηματογραφιστές το πώς να βρίσκουν χορηγούς... Ο Ρεφν θα έπρεπε να γνωρίζει πως μια ταινία αλά Λιντς, μπορεί να κάνει μόνο ο Λιντς...
Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Βιτάγια Πανσρίνγκαρμ, Τομ Μπουρκ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Ταϊλάνδη, Γαλλία, Σουηδία (2013)
Τώρα, συμπαραγωγή Αμερικής, Βρετανίας και Γερμανίας η νέα ταινία του Ρον Χάουαρντ «RUSH» (2013) που, με «βέβηλα» κλασικό τρόπο αφηγείται την ιστορία δύο κορυφαίων αντιπάλων της Φόρμουλα 1 κατά το ιδιαίτερο -όπως το ορίζει η ταινία - έτος, 1976. Δύο τεράστια ονόματα του παρελθόντος, δύο αρχέτυποι της Formula 1, ο Αυστριακός Νίκι Λάουντα και ο Βρετανός Τζέιμς Χαντ επιλέγονται για αντίπαλοι στην ίντριγκα που δεν εμβαθύνει, δεν αναζητά τίποτα παραπάνω απ' όσα έχουν ήδη γίνει γνωστά στο ευρύ κοινό. Ετσι η ταινία συνιστά προσέγγιση από καθαρά κινηματογραφική οπτική, αποφεύγοντας να επηρεάσει ιδιαίτερα τα σημεία όπου η «ιστορία» διαφοροποιείται για τις ανάγκες της αφήγησης. Οι πιλότοι της Φόρμουλα 1 ήταν σταρ... Ασωτοι και αναγνωρίσιμοι στη «στάση» τους, όσο περισσότερο έλαμπαν τόσο μεγαλύτερο κοινό κατάφερναν να «φέρνουν» στους επικερδέστατους αγώνες. Ο Λάουντα και ο Χαντ, αρχέτυποι μιας διπροσωπίας, με όρους που καθορίζονται αμοιβαία μέσα από την αντίθεση αλλά και την αφήγηση με τα μέσα του σήμερα μιας ιστορίας από ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πια, όταν το άτομο βρισκόταν στο επίκεντρο και ήταν το χάρισμα ή τα καπρίτσια που αποφάσιζαν την έκβαση του αγώνα... ούτε οι χορηγοί ούτε η δικτατορία της τηλεόρασης...
Ο Εμεριχ είναι γνωστός και για τον απόλυτο σεβασμό του προς τους πελάτες των κινηματογράφων «μούλτιπεξ». Γι' αυτό (γι' αυτούς) κάνει πάντα την «ίδια» ταινία, και σε δεκαπέντε χρόνια δεν έχει προχωρήσει ούτε στο ελάχιστο... Πολλοί πελάτες του θα θεωρήσουν το θεαματικό αυτό φιλμ, το γρήγορο και υπερδυναμικό, στα όρια μιας αμφιλεγόμενης παρωδίας, καθαρή απόλαυση. Και είναι (γεμάτη ενοχές). Μια που πρόκειται για διασκέδαση αντιφατική, ξεπερασμένη και πολύ βαθύτερα κακοήθη απ' όσο φαντάζει... Δευτεροκλασάτη με βούλα... με το ηρωικό ντουέτο Τζέιμι Φοξ και Τσάνινγκ Τέιτουμ να «παίζει» με χιούμορ μπαγιάτικο και αδέξια ανέκδοτα, με τις σκηνές δράσης - συχνά γκροτέσκες και καρικατουρίστικες - να μην αξιοποιούν παρά στο ελάχιστο τη δυναμική του ντεκόρ... με την προφανή έλλειψη δεξιοτεχνίας με την οποία ο σκηνοθέτης εκτονώνει τις εφιαλτικές προκλήσεις από τη χιονοστιβάδα δράσης και τον ακροβατικό πατριωτισμό, που δίνει μια αίσθηση «ατέλειας»... Το προϊόν αυτό παρακαλείσθε να το εκλάβετε γι' αυτό που είναι και να σεβαστείτε την προϋπόθεση που το ίδιο επιβάλλει για τη θέασή του: αποσυνδέστε τον εγκέφαλό σας και μη σκέφτεστε καν τα κίνητρα «κακών τε και καλών»...
Παίζουν: Τσάνινγκ Τέιτουμ, Τζόι Κινγκ, Τζέιμι Φοξ, Τζέισον Κλαρκ, Μάτζι Γκίλενχααλ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).
Το στοιχείο της «τέχνης» δε χαρακτηρίζει τη γραμμική αφήγηση του «success-story» του Τζομπς, που μοιάζει δομημένο σε τρία μέρη και συντίθεται από σειρά τηλεοπτικών πλάνων που αρκούνται στην αναπαράσταση. Μακριά από το θεαματικό μπρίο του «SOCIAL NETWORK» η ταινία του Στερν, είναι φτιαγμένη χωρίς ιδιοφυΐα, αλλά και με την κουτοπονηριά του να μη πέφτει στην αναγνωρίσιμη αγιογραφία. Κάπου το φιλμ μοιάζει με αισθητική μάρκας, είναι παγερό με στείρες σχέσεις κλεισμένες στις συνεδριάσεις των μετόχων και επιφανειακή επαφή. Το επίθετο «επιφανειακή» χαρακτηρίζει όλη την ταινία. Αναρωτιέμαι όμως, τι το σπουδαίο θα περίμενε να ανακαλύψει κανείς σκάβοντας κάτω από την επιφάνεια; Γιατί αν κρίνουμε από τη «μίμηση» της μορφής που ο κωμικός ηθοποιός Αστον Κούτσερ μας κοινωνεί, ο Τζομπς μάλλον έπρεπε να μοιάζει με φιγούρα εκτοπλάσματος, με άκαμπτο ζόμπι σε ένα θλιβερά μοναχικό κάμπο...
Ταινία πομπώδης, άψυχη, με σκηνοθεσία επίπεδη, χωρίς ίχνος μαγείας, κακέκτυπο του «SOCIAL NETWORK» που χωρά όλα τα στερεότυπα της επιτυχίας «α λα αμερικάνα»... summa summarum: χαμένο δίωρο...
Παίζουν: Αστον Κούτσερ, Τζος Γκαντ, Τζέιμς Γουντ, Αμάντα Κρου, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013)
Η διαφορά είναι ότι ο Λιντς δεν μένει μόνο στην ίντριγκα του θρίλερ ενός τέτοιου παραμυθιού. Τουναντίον, αναποδογυρίζει όλα τα στοιχεία σε τέτοιο βαθμό που ό,τι απομένει να θυμίζει είτε μια γκροτέσκα φάρσα είτε μια εφιαλτική παραίσθηση που όμως στηρίζει την ίντριγκα. Στο εγχείρημα βοηθά η τεχνική και οι θαυμαστές λεπτομέρειες, η φανταστική φωτογραφία, το αιχμηρό μοντάζ και η θαυμάσια μουσική...
Ο μάτσο Νίκολας Κέιτζ και η θηλυκή Λόρα Ντερν συνιστούν το ερωτικό ζευγάρι που το ενδιαφέρον που παρουσιάζει συνοψίζεται στο ότι ο ένας επιτρέπει στον άλλον να είναι αυτός που είναι! Στην ίντριγκα ρίχνεται η «τρελή» μαμά της Λόρα και στη συνέχεια ένας «τρελός», καθόλου ελκυστικός ψυχοπαθής, και τα πράγματα μπαίνουν για τα καλά σε κίνηση. Το ταξίδι του ζεύγους που διασχίζει με αυτοκίνητο έναν τσαπατσούλικο αμερικάνικο νότο, γίνεται το κομβικό σημείο αυτού του roadmovie, μετά από μια εκρηκτική εισαγωγή! Στο τοπίο που το ζεύγος διασχίζει εμφανίζονται διάσπαρτοι κάποιοι εκκεντρικοί χαρακτήρες, παρόντες πάντα στον κόσμο του Λιντς που με τον τρόπο του δημιουργεί «περιεχόμενο» που συνίσταται αποκλειστικά από επιφάνεια και μόνο. Ο στόχος δεν είναι το τι λέει η ταινία αλλά, με ποιο τρόπο αυτό παρουσιάζεται.
Παίζουν: Νίκολας Κέιτζ, Λόρα Ντερν, Γουίλεμ Νταφόε, Νταϊάν Λαντ, Ιζαμπέλα Ροσελίνι κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1990).