Πέμπτη 10 Γενάρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Απόλυτο φαβορί η «Μάνα»

Λιγοστές οι πρεμιέρες της βδομάδας με ξεκάθαρο φαβορί των φρέσκων παραγωγών, το αξιόλογο -και σαφέστατα προπαγανδιστικό- χολιγουντιανό θρίλερ «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ: ΑΡΓΩ». Βέβαια, απόλυτο φαβορί είναι μόνο «Η ΜΑΝΑ» του Σοβιετικού, Βσέβολοντ Πουντόβκιν, ταινία που το 1958, στις Βρυξέλλες, 117 κριτικοί κινηματογράφου από 26 χώρες, κατέταξαν στην 8η θέση, της κλίμακας των 12 καλύτερων όλων των εποχών. Σημειωτέον ότι την απόλυτη πρωτιά στην κατάταξη κατάλαβε το άλλο σοβιετικό μεγαθήριο, το «ΘΩΡΗΚΤΟ ΠΟΤΕΜΚΙΝ» του Σεργκέι Αϊζενστάιν.

Σκηνοθέτης του αμερικάνικου θρίλερ της βδομάδας ο -κακός- ηθοποιός Μπεν Αφλεκ που επέδειξε διαπιστευτήρια δεξιότητας με τις δυο προηγούμενές του ταινίες «GONE BABY GONE» (2007) και «THE TOWN» (2010). Το εν λόγω θρίλερ βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, χωρίς να είναι ντοκιμαντέρ, κάτι που λύνει τα χέρια του σκηνοθέτη που παίρνει κάποιες «ελευθερίες» μυθοπλασίας σε σχέση με ό,τι συνέβη στην πραγματικότητα...

Επίσης, στις αρχές του φετινού Γενάρη πρωτοβγήκε στις αγορές η ταινία και με ταχύτητα φωτός ήρθε κι εδώ... Ο λόγος για το άλλο αμερικάνικο θρίλερ, αυτό τρόμου, «Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΡΙΟΝΙ 3D» στο οποίο ο σκηνοθέτης Τζον Λούσενχοπ εκθέτει, τρισδιάστατα, τη δική του βερσιόν για το πώς κάνει κανείς στο Τέξας κιμά από ανθρώπινο κρέας με τη βοήθεια αλυσοπρίονου. Πατρόν για το ριμέικ, η κλασική «επιτυχία» «Ο ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΡΙΟΝΙ» από την δεκαετία του '70... Μπορεί η κριτική να «ξέσκισε» το πόνημα: «Νέα έκδοση με ίδια ρούχα / Τεμπέλικο και κυνικό μείγμα προβλέψιμου τρόμου/ Χωρίς φαντασία φόνοι, οι περισσότεροι κλεμμένοι αυτολεξεί από το αρχικό φιλμ...» και άλλα τέτοια... Το κοινό όμως απτόητο... Ανέβασε την ταινία σε ύψη σούπερ κερδοφόρα!

Τέλος, στον αντίποδα των παραπάνω εδράζεται η γερμανικο - ινδική παραγωγή «BREATH OF THE GODS (A JOURNEY TO THE ORIGINS OF MODERN YOGA)». Πρόκειται για μεγάλης διάρκειας ντοκιμαντέρ του 2011, σε σκηνοθεσία του Γερμανού, Γιαν Σμιτ - Γκαρ. Ενδιαφέρον ταξίδι στις ρίζες και την ιστορία της γιόγκα που περιλαμβάνει σπάνιο αρχειακό υλικό, σπάνια ιστορικά πλάνα και πλούσιες αναπαραστάσεις...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΒΣΕΒΟΛΟΝΤ ΠΟΥΝΤΟΒΚΙΝ
Η Μάνα

Ο Πουντόβκιν είναι, μετά τον Αϊζενστάιν, ο δεύτερος στη σειρά μεγάλος σκηνοθέτης του βωβού σοβιετικού κινηματογράφου και ήταν κυρίως η πρώτη του ταινία «Η ΜΑΝΑ» που τον κατέταξε σ' αυτήν τη θέση. Η ιστορία της ταινίας τοποθετείται στις μέρες της επανάστασης του 1905 και στηρίζεται, κατά βάση, στο πασίγνωστο, ομότιτλο έργο του Μαξίμ Γκόρκι, από το 1906. Το 1932 και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ διασκεύασε το μυθιστόρημα του Γκόρκι για τη θεατρική σκηνή και αυτή η χαρακτηριστικά στιλιζαρισμένη διασκευή - με την προσθήκη μελοποιημένων ιντερλούδιων - παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα αντίθεση σε σχέση με την ταινία του Πουντόβκιν.

«

Η ΜΑΝΑ» του Πουντόβκιν (1926) συνάντησε αμέσως διεθνή επιτυχία, αντίστοιχη με κείνη του «ΘΩΡΗΚΤΟ ΠΟΤΕΜΚΙΝ» (1925), για παρεμφερείς λόγους... Πρόκειται για ταινία με αρμονικές αναλογίες, με φροντισμένη φωτογραφία και με εκπληκτικό μοντάζ, από τον ίδιο τον Βσέβολοβ Πουντόβκιν. Η δράση της εξελίσσεται ρυθμικά μέσα από τέσσερα συμμετρικά μέρη και το εφέ, το αποτέλεσμα του μοντάζ ελέγχεται άγρυπνα, με θαυμαστή δεξιοτεχνία. Η ταινία, κατά πολλούς τρόπους, είναι πολύ περισσότερο αθόρυβη και πολύ λιγότερο θεαματική από το «ΠΟΤΕΜΚΙΝ». Ενώ ο Αϊζενστάιν θεωρείται ο μέγας δάσκαλος της επικής αφηγηματικής «των μαζών», η σκηνοθετική προσέγγιση του Πουντόβκιν είναι πιο «προσωπική». Ο Γάλλος κριτικός Λεόν Μουσινάκ απέδωσε τη σχέση αυτή ως «μια ταινία του Αϊζενστάιν είναι κραυγή, του Πουντόβκιν είναι τραγούδι»... Ο Πουντόβκιν είχε διδαχθεί από τον Γκρίφιθ (είναι γνωστό ότι οι ταινίες που τον «καθόρισαν» ήταν η «ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑ» του Γκρίφιθ, «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ» του Τσάπλιν και το «ΠΟΤΕΜΚΙΝ» του Αϊζενστάιν) να θέτει σε αντιπαράθεση σκηνές μαζικής δράσης με το πιο εσωτερικό, προσωπικό δράμα «μικρών ανθρώπων» που οι ζωές τους καθρεφτίζονται στο δράμα αυτό. Ο Πουντόβκιν έμαθε, επίσης από τον Γκρίφιθ, τη σπουδαιότητα της κινηματογραφικής ερμηνείας, να είναι δηλαδή συναισθηματικά πιστευτή. Φρόντισε λοιπόν να πείσει τους δύο ηθοποιούς / πρωταγωνιστές της ταινίας του, την Βέρα Μπαρανόφσκαγια (Μάνα) και τον Νικολάι Μπατάλοφ (γιο/ Πάβελ), οι οποίοι του έδωσαν καταπληκτικές ερμηνείες. Και μόνο η παρουσία τους ποτίζει την ταινία με συναισθηματικό λυρισμό, στοιχείο ολότελα ξένο στο έργο του Αϊζενστάιν.

Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την αμεσότερη επίκληση της συγκίνησης στην εν λόγω ταινία, το μοντάζ του Πουντόβκιν ήταν το ίδιο σοφιστικέ, ραφιναρισμένο και επιτηδευμένο, όσο του Αϊζενστάιν, από τον οποίο ο Πουντόβκιν αλλά και το σύνολο των Σοβιετικών σκηνοθετών είχαν διδαχθεί πάρα πολλά. Υπάρχουν κάποιες σεκάνς στη «ΜΑΝΑ» ενδεικτικές του εκπληκτικού μοντάζ του δημιουργού της, συμπεριλαμβανομένης εκείνης, στην οποία η μάνα θρηνεί τον άνδρα της δίπλα στο άψυχο σώμα του. Πλάνα της μάνας εναλλάσσονται με πλάνα από νερό που στάζει από τη στέγη και πέφτει αργά σε μια τσίγκινη λεκάνη. Η σεκάνς της λυρικής φαντασίωσης του γιου / Πάβελ για τη δραπέτευσή του από τη φυλακή, όπου εικόνες ανοιξιάτικες εναλλάσσονται με κείνες που δείχνουν το πρόσωπό του να χαμογελά στη σκέψη της ελευθερίας.

Ο Πουντόβκιν ενεργοποιεί επίσης το μέγα κληροδότημα από το «Εργαστήρι του Κουλέσοφ», εκείνο που προσδίδει στο μοντάζ και μεταφορική λειτουργικότητα, πάνω και δίπλα, στην αφηγηματική. Για παράδειγμα: Στην αρχή της ενότητας που λειώνουν οι πάγοι, εναλλάσσονται πλάνα από μπλοκ πάγων που κυλούν κατά τη ροή των νερών του ποταμού, με εικόνες από τους εργάτες στη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς που πορεύονται συγκροτημένα προς το εργοστάσιο και την ηρωική τους αναμέτρηση με τις ένοπλες δυνάμεις καταστολής. Οσο ο ποταμός «μπουκώνει» από την ορμή των πάγων, άλλο τόσο, οι γραμμές των εργατών φουσκώνουν μέχρι που ξεχειλίζουν τα κράσπεδα του δρόμου... Η αφηγηματική λειτουργία των μπλοκ του πάγου, γίνεται απόλυτα εμφανής, από τη στιγμή που βλέπουμε ότι ο ποταμός κυλά πλάι στη φυλακή και ότι οι πάγοι θα γίνουν το μέσο που θα χρησιμοποιήσει ο γιος / Πάβελ για να δραπετεύσει. Τέλος, το σύνθετο μοντάζ της σφαγής προς τον επίλογο της ταινίας - μοντάζ που «στέκεται» επάξια δίπλα στο μοντάζ του «ΠΟΤΕΜΚΙΝ» στα σκαλιά της Οδησσού - προξενεί στο θυμικό, ένα συναίσθημα επαναστατικής κορύφωσης σε μια ταινία που επηρεάζει με έντονο συγκινησιακό τρόπο. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το μοντάζ του Πουντόβκιν, ακόμα και στις πιο συμβολικές του στιγμές, υπηρετεί τη σαφήνεια των αφηγηματικών στόχων.

Σε αντίθεση με τον Αϊζενστάιν, ο Πουντόβκιν εμπλέκεται σπάνια σε διανοητικής τάξης αφαιρέσεις. Την επιλογή του αυτή στήριζε θεωρητικά. Θεωρούσε ότι η διαδικασία του μοντάζ είχε διαφορετική λειτουργία από εκείνη που της προσέδιδε η «σύλληψη» του Αϊζενστάιν. Για τον Πουντόβκιν η «διαδικασία - κλειδί» στο μοντάζ δεν ήταν συγκρουσιακής τάξης (collision) αλλά συνδετικής (linkage). Οπως ο ίδιος σημειώνει στην εισαγωγή της γερμανικής έκδοσης του βιβλίου του, θεωρίας του κινηματογράφου, που εκδόθηκε το 1926 υπό τον τίτλο «Film Technique and Film Acting» ... «Η έκφραση, η ταινία "γυρίζεται" (is shot) είναι ολοκληρωτικά λανθασμένη και θα έπρεπε να εξαφανιστεί από τη γλωσσική χρήση. Μια ταινία δεν "γυρίζεται" αλλά δομείται (built) και αναπτύσσεται, πάνω στις χωριστές ταινίες του σελουλόιντ, που συνιστά το ακατέργαστο υλικό της».

Εν κατακλείδι η «αντίθεση» μεταξύ Αϊζενστάιν και Πουντόβκιν συνίσταται σε μικρότερο βαθμό στις μορφικές πλευρές του μοντάζ, όσο κυρίως στην ψυχολογία του θεατή. Ο Αϊζενστάιν εκτιμούσε ότι «κινηματογραφικό νόημα» γεννιέται από τη γνωστική σύγκρουση εννοιών, μέσα στο μυαλό του θεατή, ενώ ο Πουντόβκιν ότι αυτό παράγεται από τη γνωστική τους σύνδεση.

Παίζουν: Βέρα Μπαρανόφσκαγια, Νικολάι Μπατάλοφ, κ.ά.

Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1926)

ΜΠΕΝ ΑΦΛΕΚ
Επιχείρηση: Αργώ

Με πολύ σωστό τάιμινγκ και ευθυγράμμιση με το τόξο του επίκαιρου και εν εξελίξει «κρεσέντο» στην επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ - Ιράν, εξαπολύουν τα μονοπώλια της αμερικάνικης βιομηχανίας κινηματογράφου στη διεθνή αγορά, την αξιόλογη από τεχνικής πλευράς κινηματογραφική ταινία «AΡΓΩ», ως συνειρμική αντήχηση ενός «κακού» παρελθόντος... Ο σκηνοθέτης της, Μπεν Αφλεκ, είχε δηλώσει ότι δεν ήθελε να κάνει ένα φιλμ που να θυμίζει τις πολιτικές ταινίες της δεκαετίας του '70. Αυτό το κατόρθωσε εν μέρει, δεδομένου ότι ο χωροχρόνος και η ατμόσφαιρα της ταινίας παραπέμπουν σε κλασικό θρίλερ αντικατασκοπείας. Ωστόσο το σενάριο, αναμφισβήτητα, δεν είναι παρά πολιτικό, απ' όποια πλευρά κι αν το γυρίσει κανείς...

Πρόκειται κατ' αρχήν για ένα συμβατικό φιλμ, ένα πυκνό θρίλερ, με γερές δόσεις ίντριγκας, αγωνίας αλλά και χιούμορ, βασισμένο σε ένα πραγματικό περιστατικό, με σφραγίδα «απόρρητου» έως πρότινος, που έλαβε χώρα στην Τεχεράνη, στις 4 Νοέμβρη του 1979, στις μέρες κορύφωσης της επανάστασης κατά του καθεστώτος του σάχη. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Κάρτερ, έδωσε στο σάχη της Περσίας άσυλο στις ΗΠΑ και αρνιόταν την έκδοσή του στην καινούργια εξουσία του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Ετσι, πλήθος εξοργισμένων στρατιωτών, πολιτοφυλάκων και διαδηλωτών εισέβαλε στην αμερικάνικη πρεσβεία και έθεσε σε ομηρία 52 Αμερικανούς διπλωματικούς υπαλλήλους, για 444 μέρες. Εξι Αμερικανοί κατάφεραν να διαφύγουν στη διπλανή κατοικία του πρέσβη του Καναδά. Η κατάστασή τους παρά ταύτα παραμένει άκρως επισφαλής με τον κίνδυνο σύλληψής τους να αυξάνει κάθε ώρα που περνά. Οι 6 αυτοί, πρέπει πάση θυσία να διασωθούν... Ιδού μια καλή ιστορία. Αφενός εμπορεύσιμη και αφετέρου εκμεταλλεύσιμη προπαγανδιστικά (ειδικά σήμερα). Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια...


Πώς θα ήταν δυνατόν το Χόλιγουντ και οι «παραγωγοί» να μείνουν αδιάφοροι; Ο μέχρι χτες, υποτιμημένος ηθοποιός Μπεν Αφλεκ, αναλαμβάνει από το αναβαθμισμένο πόστο του σκηνοθέτη να αφηγηθεί κινηματογραφικά, το χρονικό της διάσωσης των 6 που φυγαδεύονται μέσα από μια «σκηνοθετημένη» κινηματογραφική παρωδία... Εγκέφαλος στο σχέδιο διαφυγής, ο πράκτορας της CIA Τόνι Μέντεζ που με περίσσιο θάρρος καταφέρνει να πείσει την υπηρεσία του και το Λευκό Οίκο. Το σχέδιο επεξεργάζεται και ενορχηστρώνει η CIA με την πληθώρα επαφών που διαθέτει στη βιομηχανία του θεάματος... Μια εικονική καναδέζικη ταινία επιστημονικής φαντασίας, με εικονικά γυρίσματα σε «εξωτικές» τοποθεσίες (στο Ιράν εν μέσω «επανάστασης») θα είναι η «καλύτερη, χειρότερη εναλλακτική» πρόφαση για να δραπετεύσουν από τη χώρα οι 6, εφοδιασμένοι με ψεύτικα χαρτιά, σαν μέλη του καναδέζικου κινηματογραφικού συνεργείου.

Ο ειδικός επί των «απομακρύνσεων» Τόνι Μέντεζ κρατά για τον εαυτό του το ρόλο του «Ράμπο σε επικίνδυνες αποστολές». Υποδύεται τον Καναδό παραγωγό της ταινίας, με ψεύτικο κινηματογραφικό συνεργείο, ψεύτικο σκηνοθέτη, ψεύτικο στούντιο, ψεύτικη αφίσα και συνέντευξη Τύπου... Τα ψέματα δεν νοούνται ψέματα αν δεν μοιάζουν με αλήθεια και, ποιος μπορεί να ψεύδεται αποτελεσματικότερα από το Χόλιγουντ;

Φιλμ μέσα στο φιλμ, με το υλικό που συνθέτει το σφιχτό και γοητευτικά παράλογο σενάριο, να χρησιμοποιείται, στα χέρια του Αφλεκ με τον καλύτερο τρόπο.

Πρωταγωνιστικοί ρόλοι, σύμφωνα με την κλασική έννοια του όρου, ρόλοι που ο θεατής μπορεί να πλησιάσει ή και να ταυτιστεί, δεν υπάρχουν. Απόλυτος πρωταγωνιστής είναι η ιστορική προοπτική... Η ταινία, με απειροελάχιστες εξαιρέσεις επιδεικνύει συμπαγή επιδεξιότητα και στιλιστική σιγουριά. Με φροντισμένα πλούσιες λεπτομέρειες χτίζει σκηνογραφικά το περιβάλλον, την ατμόσφαιρα, το κλίμα και τους τόνους της δεκαετίας του '70 που δίνουν την αίσθηση του αυθεντικού. Δεν υπάρχει το παραμικρό που να προϊδεάζει ότι η ταινία γυρίστηκε 30 χρόνια αργότερα. Τα κοστούμια, οι κομμώσεις, οι ωχρές καφετί αποχρώσεις, η μόδα, το στιλ της ερμηνείας ακόμα και ο «κόκκος» στη φωτογραφία, εφαρμόζουν γάντι στην κομψή σκηνοθεσία, γεμάτη λεπτομέρειες, στο πλαίσιο μιας αισθητικής που παραπέμπει σε πρώιμο Κόπολα περασμένων φυσικά εποχών. Και η χιουμοριστική πλευρά λειτουργεί εξισορροπητικά ώστε η ήρεμη γοητεία της εποχής του '70 να είναι σταθερά παρούσα. Τα γένια του Αφλεκ, οι φαβορίτες του Κράνστον, τα μεγάλα γυαλιά της Ντιβάλ... Πιστός καθρέφτης του χρόνου.

Ο πράκτορας Μέντεζ, που είναι της πανουργίας και της διπλωματίας και όχι των πυροβόλων και των εκρήξεων, έχει το άχαρο καθήκον να «καθαρίσει» το χάος που προκάλεσαν οι μυστικές υπηρεσίες στο Ιράν, κάτι που εκτείνεται βαθιά στο παρελθόν. Η ιστορική αναδρομή σχηματοποιείται μέσα από το κλασικό κολάζ ειδήσεων, επικαίρων και voice-over, χωρίς να είναι ντοκιμαντέρ. Αυτό είναι απόλυτο δικαίωμα του αφηγητή ιστοριών. Το πραξικόπημα που οργάνωσε η CIA και οι αγγλικές μυστικές υπηρεσίες το 1953 - αμφότεροι με μακρά παράδοση στην οργάνωση και χρηματοδότηση αντιλαϊκών πραξικοπημάτων διεθνώς - πήγε στραβά. Ο πρωθυπουργός Μοσαντέκ, που έδωσε το πετρέλαιο στο λαό, ανατράπηκε από τον σάχη Ρεζά Παχλαβί που, βυθισμένος σε αναίσχυντη χλιδή, δημιούργησε, σε συνεργασία με τη CIA, την απάνθρωπη μυστική αστυνομία Σαβάκ...

Ο Αφλεκ κάνει χρήση κάμερας στον ώμο. Οι κινήσεις της κάμερας αγχώδεις και με συσπάσεις. Με δεξιοτεχνία αντιμετωπίζει τις αντιθέσεις όταν η δράση εναλλάσσεται ανάμεσα στην Τεχεράνη και το Χόλιγουντ. Η αφήγηση έχει νεύρο και ισορροπία ανάμεσα στις «τρέλες» του Χόλιγουντ και την έρπουσα σουσπάνς στο Ιράν. Ο Αφλεκ τεμαχίζει τη δράση και αποδεικνύεται πολύ καλός στο να μας κάνει να βυθιζόμαστε στην αγωνία και να καθόμαστε στο χείλος της καρέκλας από νευρικότητα. Η πατριωτική στρατηγική του φιλμ υπαγορεύει πρώτα την γοργή και αυτοκριτική αφήγηση για τον ξεδιάντροπο ρόλο των ΗΠΑ στο Ιράν και κατόπιν, τη ρήψη στο στερεοτυπικό λάκκο των λεόντων, του λαού και της χώρας. Και σαν «σούμα» βλέπουμε να βγαίνει έρποντας στο προσκήνιο ο πατριωτισμός σαν «feel good» συναίσθημα, εμπλουτισμένος από άστοχους και ξενέρωτους χαιρετισμούς με κυματίζουσες αστερόεσσες, εικόνες των πραγματικών ομήρων, για τους άπιστους που θεωρήσουν ότι το φιλμ δεν έχει πραγματική βάση, εναγκαλισμούς με τη σύζυγο και κλου η voice-over του Τζίμι Κάρτερ να υμνεί τις προσπάθειες των εμπλεκομένων. Ακόμα και η δυνατότητα να αγοράσει κανείς αλκοόλ πάνω στο αεροπλάνο, γίνεται σύμβολο ελευθερίας εναντίον του Ιράν.

Παρ' όλ' αυτά το αξιόλογο θρίλερ «Αργώ» - μέχρι το αδικαιολόγητα υπερφορτωμένο τέλος του - δεν απεικονίζει μόνο ένα άγνωστο επεισόδιο από τη σύγχρονη ιστορία, αλλά και την ίδια την Αμερική και την εικόνα που έχει για τον εαυτό της. Η μασκαράτα γύρω από την εικονική «AΡΓΩ» δείχνει ότι η «βιομηχανία ονείρων» δεν είναι ικανή να ξεγελά μόνο ξένους οργισμένους επαναστάτες, αλλά περισσότερο τους δικούς της συμπολίτες.

Παίζουν: Μπεν Αφλεκ, Αλαν Αρκιν, Τζον Γκούντμαν, Βίκτορ Γκάρμπερ, Μπράιαν Κράνστον, Τέιτ Ντόνοβαν, Κλέα ΝτιΒάλ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ