Κυριακή 10 Αυγούστου 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ του Εμμανουήλ Ροΐδη

Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1836 και πέθανε στην Αθήνα το 1904. Οι γονείς του άνηκαν σε πλούσιες και αριστοκρατικές οικογένειες. Το 1841 η οικογένεια του Ροΐδη εγκαταστάθηκε στη Γένοβα. Το 1849 επέστρεψε στην Ερμούπολη για σπουδές.

Το 1862 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, αποφασισμένος να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα γράμματα. Το 1866 γράφει την προκλητική και σατιρική «Πάπισσα Ιωάννα».

Στα επόμενα χρόνια δημοσιεύει πολιτικά και φιλολογικά κείμενα, συνεργάζεται με τις γαλλόφωνες εφημερίδες «La Grece» και «Independance Hellenique» και το 1870 γίνεται διευθυντής της «Grece». Το 1873 χάνει σχεδόν όλη την περιουσία του και ζει πια απ' τη συγγραφική του εργασία.

Υπέρμαχος της δημοτικής σε όλες τις γλωσσικές του μελέτες. Ο ίδιος γράφει τα κείμενά του στην καθαρεύουσα (με εξαίρεση το παραμύθι «Η μηλιά»). Ο γραπτός του λόγος, όμως, αποδεικνύει ότι ήταν έξοχος στυλίστας της καθαρεύουσας και ότι εισηγήθηκε ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Από το 1876 γράφει και μεταφράζει διηγήματα, ενώ στη δεκαετία 1891-1901 δημοσιεύει το πλουσιότερο διηγηματογραφικό του έργο. Το 1876 ιδρύεται το περιοδικό «Εστία» και το 1877 ο «Παρνασσός», είναι μέλος της συντακτικής τους επιτροπής, ενώ ως το τέλος της ζωής του συνεργάζεται με πολλά ακόμη φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.

«Ψυχολογία Συριανού συζύγου»

Απόσπασμα από τη συλλογή «Συριανά Διηγήματα»

Γρηγοριάδης Κώστας

Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Πέρασαν οκτώ μήνες αφ' ότου υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο κυριώτερος λόγος διά τον οποίον την επήρα ήτο, ότι δεν μου ήρεσκε διόλου η κατάστασις ερωτευμένου. Δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη αρρώστια τόσον βασανιστική. Ούτε όρεξιν είχα, ούτε ύπνον, ούτε διάθεσιν να εργασθώ ή να διασκεδάσω. Εκτός της Χριστίνας, όλα τα άλλα τα εύρισκα άνοστα, ανάλατα, ανούσια και πληκτικά. Ενθυμούμαι ότι μιαν ημέραν εις το ξενοδοχείον έκαμα όλον τον κόσμον να γελάση, παραπονεθείς ότι ήτο ανάλατη η λακέρδα. Οι συγγενείς μου δεν ήθελαν αυτόν τον γάμον, διά τον λόγον ότι εκείνη δεν είχε τίποτε, και ούτ' εγώ πολλά: την πατρικήν μου οικίαν, τρεις χιλιάδας δραχμάς εισόδημα από δύο αποθήκας και μιαν θέσιν εκατόν εξήντα δραχμών. Πώς λοιπόν ήτο δυνατόν να ζήσωμεν με αυτά αφού η νέα, αν και χωρίς προίκα, ήτο μοναχοκόρη καλομαθημένη και αγαπούσε τον καλόν κόσμον, τας διασκεδάσεις, τα στολίδια και τους χορούς.

Όσα μου έλεγαν τα εύρισκα όλα σωστά! Δεν ημπορώ καν να είπω προς δικαιολογίαν μου ότι μ' ετύφλωσε το πάθος, ούτε πιστεύω να υπάρχη άνθρωπος θετικώτερος από εμέ. Οι άλλοι ερωτευμένοι φαντάζονται την απόλαυσιν της φιλτάτης των ευτυχίαν τόσον μεγάλην, ώστε δεν φοβούνται να γελασθούν αγοράζοντες αυτήν εις οποιανδήποτε τιμήν. Εγώ όμως δεν ήμουν ρομαντικός. Τίποτε έκτακτον δεν ωνειρευόμην, άλλα μόνον να επανέλθουν τα πράγματα εις την τακτικήν αυτών κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο πριν ερωτευθώ. Την μακαρίαν εκείνην κατάστασιν την ενθυμούμην με τον φλογερόν πόθον, με τον οποίον ενθυμείται ο άρρωστος τον καιρόν όπου ήτο υγιής. Την Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον διά να την απολαύσω, να την χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω, να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και κοντσίναν εις την λέσχην.

***

[...]Η αμηχανία μου ήτο μεγάλη, όταν ήλθε να καθίση πλησίον μου ο παλαιός μου φίλος Ευάγγελος Χαλδούπης, ο εξυπνότερος, αλλά και ο πλέον διεστραμμένος των Συριανών, αδιάντροπος ως πίθηκος και κυνικώτερος του Διογένους. Διά ν' αποφύγη τα σκώμματα του κόσμου είχεν εφεύρει να γελά ο ίδιος δυνατώτερα παντός άλλου διά τας πολλάς και επιφανείς της μακαρίτιδος συζύγου του απιστίας. Εις τον τοίχον του γραφείου του είχε κρεμάσει τας εικόνας του Ηφαίστου, του Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Βελισαρίου, του Ερρίκου Δ' και την ιδικήν του φωτογραφίαν πλησίον των «ενδόξων αυτού συναδέλφων». Καθ' όλην την πενταετή διάρκειαν του συζυγικού αυτού βίου ουδέποτε εξέφυγεν από τα χείλη του, ούτε παράπονον, ούτε επίπληξις, ούτε μομφή, ούτε παρατήρησις καμμία, αλλά μόνον ειρωνείαι, σκώμματα και μειδιάματα τόσον φαρμακερά, ώστε ζήτημα απέμενε διά πολλούς αν πράγματι απέθανεν από καρκίνον, ή μάλλον εκ της δριμύτητος αυτών η μακαρίτις. Οπωσδήποτε ευθύς μετά την λήξιν του πένθους εκηρύχθη και πάλιν υποψήφιος γαμβρός. Εκ φόβου όμως, ως έλεγε, μην εξαντληθή το πνεύμα του, αν ηναγκάζετο να κάμη όσην πριν κατάχρησιν αυτού, προς υπεράσπισιν της τιμής του, απήτει ήδη παρά της μελλούσης κυρίας Χαλδούπη τρία τινά να είναι άσχημη, κουτή και πλουσία. Την περιζήτητον ταύτην τριάδα προσόντων είχεν εύρει συνηνωμένην εις το πρόσωπον της δεσποινίδος Παναγιώτας Τουρλωτής, είδος τι νεαρού ιπποποτάμου, του οποίου ο όγκος εφόβιζε πάντας τους άλλους προικοδιώκτας.

Ο αλλόκοτος ούτος άνθρωπος, αφού με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς με οχληράν επιμονήν.

-- Τι έχεις; με ηρώτησε. Τα μούτρα σου είναι βουρκωμένα σαν τα βουνά της Γούρας.

-- Τίποτε, απεκρίθην με πονεί ολίγον το κεφάλι.

-- Και πολύ περισσότερον σε πονεί ότι δεν με ήκουσες, όταν σου έλεγα ότι δεν είναι διά σένα η Χριστίναότι έχει εις τας φλέβας της πολύ αίμα και κάποιαν ομοιότητα με την μακαρίτισσάν μου εις την φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά της τον παλαιόν της φίλον Κάρολον Βιτούρην, επρόσθεσε δεικνύων τον εξακολουθούντα να συνομιλή μετ' αυτής ξανθόν νεανίσκον. Φαίνεται ότι έχουν πολλά να ειπούν.

-- Τον παλαιόν της φίλον; ηρώτησα εγώ. Πώς γίνεται να μη τον γνωρίζω; Πρώτην φορά τον βλέπω.

-- Διά τον λόγον ότι μόνον προχθές επέστρεψεν από την Ευρώπην. Προ πέντε ετών, πριν αποκατασταθής συ εις την Σύραν, ήτο ερωτευμένος τρελλός με την Χριστίναν, την οποία δεν του έδωκαν διότι δεν είχε τα μέσα να την συντηρήση. Η απελπισία του ήτο τόση, ώστε ήθελε ν' αυτοχειριαστεί, και θα το έκαμνεν ίσως, αν δεν ανελάμβανεν η γυναίκα μου να τον παρηγορήση. Ήτο, νομίζω, ο πρώτος της εραστής. Τους συνέλαβα επ' αυτοφώρω εις τον κήπον του Κωυμού, μίαν ημέραν, όπου είχα υπάγει να επισκεφθώ την Αννίκαν. Η γυναίκα μου τον εβαρέθη ογλήγορα, διότι ήτο παρά πολύ αισθηματικός. Έπειτα φαίνεται, ότι εξηκολούθη να ενθυμείται την ιδική σου. Τον έστειλαν τότε εις την Γαλλίαν να τας λησμονήση και τας δύο και να σπουδάση φαρμακευτικήν διά να διαδεχθή τον πατέρα του. Φαίνεται όμως ότι δεν κατώρθωσε να εύρη λησμοβότανον. Παρατήρησε πώς τρώγει την Χριστίναν με τα μάτια. Σε συμβουλεύω να τον προσέχης και να μη συχνοφέρνης την γυναίκα σου εις τους χορούς.

-- Θ' ακολουθήσω την συμβουλήν σου.

-- Μη λησμονήσης ότι, αν φανής ζηλιάρης, αν την στενοχωρήσης και ζητήσης να την περιορίσης, είναι ακόμη βεβαιότερον ότι θα την πάθης.

-- Τι θέλεις τότε να κάμω;

-- Ούτε εγώ δεν ηξεύρω. Αφού δεν ήκουσες την συμβουλήν μου, το καλύτερον όπου έχω τώρα να σου συστήσω, είναι να μιμηθής το παράδειγμά μου, και, ότι και αν σου συμβή, να μην το πάρης κατάκαρδα. Να σκεφθής ότι το πράγμα καθ' εαυτό δεν είναι τίποτε και να κρεμάσης και συ εις τον τοίχον σου τας εικόνας του Αγαμέμνονος, του Ηφαίστου, του Μενελάου...

Ηγέρθην αποτόμως φοβούμενος μήπως δεν δυνηθώ ν' αντισταθώ εις τον πειρασμόν να πτύσω εις τον πρόσωπον του παλιανθρώπου εκείνου. Κατ' εκείνην την στιγμήν ήρχιζε το cotillon, το οποίον μ' εφάνη ατελεύτητον. Δόξα τω Θεώ ετελείωσε κ' εκείνο και ήρχισεν ο κόσμος να φεύγη. Επήγα να φέρω την γούναν της γυναικός μου, την εκουκούλωσα και εβαδίζαμεν προς την θύραν, όταν μας έφραξαν τον δρόμον τρεις χορευταί, ισχυριζόμενοι ότι απέμενε να χορευθή το galopo finale και ότι η κυρία μου το είχεν υποσχεθή και εις τους τρεις. Εκείνη δεν ενθυμείτο καλά. Ο απλούστατος και συνηθισμένος τρόπος συμβιβασμού των απαιτήσεων ήτο να είπη, ότι είναι κουρασμένη και να μη χορεύση με κανέναν. Αντί τούτου επρότεινε να τραβήξουν κόμπο.

Η τύχη, ίσως δε και κάποια λαθροχειρία, ηυνόησε τον Βιτούρην και το μαρτύριόν μου παρετάθη άλλην μίαν ώραν [...]


Του
Εμμανουήλ ΡΟΪΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ