Κυριακή 1 Φλεβάρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορα περιοδικά, κυρίως με κλαδικά έντυπα, όπως «Η φωνή της ΓΣΕΕ», όπου είχε τη στήλη του χρονογραφήματος και «Η φωνή των φαρμακοϋπαλλήλων», που υπηρέτησε ανιδιοτελώς δεκαετίες, καθότι φαρμακοϋπάλληλος.

Οταν έγινε συνταξιούχος πια, έκανε την παρουσία του στα Γράμματα με δέκα έως τώρα βιβλία, κάποια εκ των οποίων έχουν βραβευτεί.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευματικών Ενώσεων.

Οι κοκκινολαίμηδες

Γρηγοριάδης Κώστας

Ξέπνοη από την κούραση, την αγωνία και το καυσαέριο της πολύβουης μεγαλούπολης γύρισε πάλι άπρακτη στο σπιτικό της μετά από την ομαδική πορεία που έκαναν όλες οι απολυμένες του εργοστασίου, επειδή ο εργοδότης βρήκε αλλού φθηνότερο εργατικό δυναμικό. Αυτά που κέρδιζε από τον ιδρώτα των εκατό και πλέον γυναικών τού φαίνονταν λίγα και μετέφερε την επιχείρηση σε γειτονική χώρα με μεροκάματα πείνας. Οχι πως το εισόδημά της ήταν ικανοποιητικό, ωστόσο, είχε προσαρμοστεί σ' ένα επίπεδο ζωής απλά υποφερτό, χωρίς κανένα περιττό έξοδο. Το κάθε ευρώ που έβγαζε από το τσαντάκι της έπιανε τόπο. Εργάτρια, νοικοκυρά, μητέρα, αυτή έπρεπε να φροντίζει για το κάθε τι, αφού ατύχησε να χάσει το σύντροφο νωρίς, που εκτός από τη βαθιά τυπωμένη μέσα ανάμνησή του, της άφησε και μια πενιχρή σύνταξη και δύο μικρά παιδιά.

Το υπουργείο και τούτη τη φορά αρκέστηκε σε υποσχέσεις και αόριστα ΘΑ!

Ομως για κείνη παραμένει το ερώτημα: Τι θ' απογίνει τώρα χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι; Ο ήλιος, όταν ανοίγοντας την εξώπορτα γύρισε και είδε ψηλά, βρισκόταν εκθαμβωτικός καταμεσής του διαστήματος και η επαφή του με το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της δεν ήταν θωπεία αλλά ...πυρωμένο τούβλο. Εκαιγε! Βιάστηκε να μπει μέσα στο ισόγειο δυαράκι και με το που την πήραν είδηση τα πιτσιρίκια της, πρόφεραν με μια φωνή: «Τι μας έφερες μαμά;» Εκείνη, που έτσι τα είχε μαθημένα να τα γλυκαίνει επιστρέφοντας από τη δουλειά, τους έβαλε στο στόμα από ένα μπισκότο, λέγοντας: «Φάτε τώρα αυτό και όταν πιάσω δουλειά όπως μας υποσχέθηκαν, θα σας κεράσω παγωτό, έτσι βλαστάρια μου;»

Υστερα, αφού τα φίλησε όσο πιο γλυκά μπορούσε, έβαλε την ποδιά της κουζίνας και την κατσαρόλα στο ηλεκτρικό μάτι με κάτι ζυμαρικό και, αν είχε τον καθρέφτη μπροστά της θα έβλεπε τα δάκρυα που σχημάτισαν δυο ρυάκια από τη μια και την άλλη μεριά της ομορφοκαμωμένης μύτης.

Στο τραπέζι την ώρα του φαγητού τούς πέτυχε ένα δυνατό μπααμ! Τρόμαξαν από τον ξαφνικό θόρυβο και το πέσιμο του γερόπευκου καταγής. Η αλήθεια, είναι ότι δεν τον έβαλε σημάδι το αυτοκίνητο, εκείνος βγήκε από το πεζοδρόμιο και πλάγιασε λοξά πάνω από το δρόμο με αποτέλεσμα να πληγώνεται συνεχώς από τα ψηλοτάβανα λεωφορεία και φορτηγά, που κόβοντας τα κλαδιά του... προειδοποιούσαν για το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί, μα εκείνο το στραβόξυλο, πώς να συμμαζευτεί πια, στο χώρο που του ανήκε;

Μετά το φοβερό κρότο κι ένα κρακ, γέμισε η γειτονιά κόσμο που είδε την μπουλντόζα ν' απομακρύνεται ανενόχλητη και το τεράστιο τμήμα του δέντρου που είχε κοντοζυγώσει την αντικρινή ακακία, πεσμένο στην άσφαλτο να εμποδίζει την κυκλοφορία. Ανάμεσα στις πευκοβελόνες και τα δύο πολύχρωμα καλλικέλαηδα πουλάκια, που το χτύπημα τα βρήκε κατακέφαλα και δε θα ξανακουστούν πια. Τύχη κι αυτή; να πάνε από τροχαίο, προς θλίψη των γειτόνων, που έστηναν αυτί και απολάμβαναν τις φωνητικές ικανότητες των κοκκινολαίμηδων. Τέτοια μάζωξη, η άτυχη γυναίκα είχε να δει από το σεισμό της Πάρνηθας στο σημείο του συμβάντος. Είχαν κατέβει από τα διαμερίσματα και τους δόθηκε η ευκαιρία να αλληλογνωριστούν οι συγκάτοικοι των πολυκατοικιών.

«Πολύ κακό για το τίποτα», ψιθύρισε η μάνα, αποκρύπτοντας από τα παιδιά τη θανάτωση των πουλιών από την πρόσκρουση του φορτηγού πάνω στο μακρύ και χοντρό μπράτσο του γερόπευκου. Πώς να τους το πει, ότι δε θ' ακουστεί πια το γλυκοκελάηδημά τους και δε θα αντικρίσουν ξανά τα σκέρτσα τους και τα καμώματά τους. Για τα παιδιά που έχασαν τόσο νωρίς τον καλό τους πατέρα σε εργατικό ατύχημα, θα είναι ένας μικρός θάνατος και η έλλειψη των πουλιών, τόσο πολύ τα είχαν συνηθίσει.

Τρόμαξαν κι έφυγαν, πήγαν αλλού, είπε όταν τη ρώτησαν, όπως θα φύγουμε κι εμείς από το σπίτι, αν χρειαστεί. Πού θα πάμε μαμά κλαψούρισαν μαζί τα παιδιά; -- Οπου είναι κοντύτερα στη δουλειά, όταν βρεθεί, ακούστηκε ανάμεσα σε αναστεναγμούς η φωνή της. Οταν βρεθεί, επανέλαβε απελπισμένη, με τα δάκρυα να κυλούν από τη μια και την άλλη μεριά της μύτης σαν ρυάκια, μουσκεύοντας το ρούχο της. Μετά, την «έπιασαν» τα παιδιά να παραμιλά: «Αχ, πότε τα πλήθη των αδικημένων θ' ανταμώσουν στα σταυροδρόμια για να γίνουν εμπόδιο στην μπουλντόζα των κερδοσκόπων, που κατεδαφίζει ψυχές στο ξέφρενο πέρασμά της;»

-- Τι θα πει αυτό μαμά; είπε το μεγαλύτερο.

-- Σαν μεγαλώσεις θα μάθεις, αποκρίθηκε εκείνη αγκαλιάζοντας και τα δύο τρυφερά.


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ