(β' μέρος)
Αριστερή όχθη του ποταμού Εβρου, Ισπανία, 1938. Η τελευταία παρέλαση των Διεθνών Ταξιαρχιών, πριν αποχαιρετήσουν την Ισπανία |
Η μετάβαση στην Ισπανία διά ξηράς υπήρξε ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη υπόθεση. Πολλοί συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν ή ακόμα και «εξαφανίστηκαν» στην πορεία. Συγκριτικά, η θαλάσσια οδός ήταν πιο ασφαλής (αν και όχι πάντα). Ετσι, οι περισσότεροι εθελοντές μαχητές μετέβαιναν στη Γαλλία (δήθεν ως οικονομικοί μετανάστες) και κατόπιν, με την καταλυτική συνδρομή της Ναυτεργατικής Ενωσης (που είχε μεταφέρει την έδρα της στη Μασσαλία), περνούσαν στην Ισπανία.
Τον Ιούλη του 1937, με πρωτοβουλία των κομμουνιστών, συγκροτήθηκε επίσης ένας αμιγώς ελληνικός λόχος, που πήρε το όνομα «Ν. Ζαχαριάδης» (μετέπειτα «Ρήγας Φεραίος»). Πρώτος διοικητής του λόχου διετέλεσε ο Γιάννης Παντελιάς, υποδιοικητής ο Αναγνώστης Δεληγιάννης και πολιτικός επίτροπος ο Κυριάκος Στεφόπουλος. Η δύναμή του αρχικά ήταν 40 μαχητές, ενώ στο απόγειό του έφτασε τους 125.7
Οι Ελληνες πολέμησαν σε όλα τα μέτωπα του πολέμου, δίνοντας αλλεπάλληλες σκληρές μάχες: Στον Χαράμα (όπου πολλοί Ελληνες μαχητές προήχθησαν για την ανδρεία τους), στο Μπρουνέτ και στο Μπελτσίτε - Κουίντο (όπου ο ελληνικός λόχος κράτησε τις θέσεις που κατέλαβε παρά τις αλλεπάλληλες αντεπιθέσεις του εχθρού - από τους 75 μαχητές του επέζησαν μόλις οι 17...αλλά κράτησαν! «Ετσι», αναφέρει ο Α. Δεληγιάννης, «ο λόχος μας έγραψε εκείνες τις μέρες μια από τις καλύτερες σελίδες στην ιστορία του εμφυλίου πολέμου της Ισπανίας δοξάζοντας το λαό μας και το ΚΚΕ»8). Κατόπιν, ο ελληνικός λόχος ανασυγκροτήθηκε (με νέους εθελοντές και όσους τραυματίες είχαν αναρρώσει) και συνέχισε να μάχεται στο Τερουέλ, στην Αραγονία, έως και την τελική μάχη που έλαβαν μέρος οι Διεθνείς Ταξιαρχίες στον ποταμό Εβρο. Από το νοσοκομείο όπου βρισκόταν, ο ναυτεργάτης Κ. Μαρκόπουλος, έγραφε τον Απρίλη του 1938: «Κανένας μας δεν μένει πίσω. Αν και δεν έχουμε βάλει μπουκιά στο στόμα μας δύο ολόκληρες μέρες, αν και τα χείλια μας είναι κατάξερα (...) Μια φωνή, ένας όρκος επικρατεί παντού: "No Pasaran!"».9
Ξεχωριστή, τέλος, ήταν η συνδρομή των Ελλήνων ναυτεργατών (υπό την καθοδήγηση της Ναυτεργατικής Ενωσης), που με εξαιρετική αυτοθυσία και ηρωισμό επάνδρωσαν τα ισπανικά πλοία, μεταφέροντας πολεμοφόδια, συχνά με το όπλο στο χέρι. Οι θαλάσσιες μεταφορές προς τη Δημοκρατική Ισπανία ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνες, αφού τα πλοία βάλλονταν συνεχώς από τη γερμανική αεροπορία και τα ιταλικά υποβρύχια. Εξίσου κινδύνευαν και τα πληρώματα των ελληνικών εμπορικών πλοίων (οι Ελληνες εφοπλιστές έκλειναν συμφωνίες και με τις δύο πλευρές του Εμφυλίου, αποκομίζοντας αστρονομικά κέρδη, εξαιτίας του «υψηλού ρίσκου» του ταξιδιού). Πολλοί ναυτεργάτες έχασαν τη ζωή τους ή κατέληξαν αιχμάλωτοι.
Σε αρκετές περιπτώσεις, με πρωτοβουλία των κομμουνιστών ναυτεργατών, τα πληρώματα των πλοίων με προορισμό τα λιμάνια που ήλεγχαν οι φασίστες κατέβηκαν σε απεργία ή στασίασαν μεταφέροντας τα φορτία τους στη Δημοκρατική Ισπανία. Οι ενέργειες αυτές είχαν εξαιρετική σημασία δεδομένου ότι με την επιστροφή τους στην Ελλάδα οι ναυτεργάτες αντιμετώπιζαν με βεβαιότητα, είτε τη φυλακή, είτε την πείνα (σε μια εποχή όπου η ανεργία στους ναυτεργάτες ήταν τρομακτική).
Βαρκελώνη 1937 Κουβανοί εθελοντές των Διεθνών Ταξιαρχιών |
Το στοιχείο του προλεταριακού διεθνισμού αντικατοπτριζόταν χαρακτηριστικά στη σύνθεση των Διεθνών Ταξιαρχιών, οι μαχητές των οποίων προέρχονταν από 53 συνολικά χώρες. Η ουσία του όμως έγκειτο πρώτα και κύρια στο περιεχόμενο της πάλης τους. Πολεμώντας υπέρ του εργαζόμενου ισπανικού λαού, οι μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών είχαν συνείδηση πως πολεμούσαν ταυτόχρονα και για την υπόθεση της δικής τους και της παγκόσμιας εργατιάς. «Ο μόνος δρόμος πίσω στη Γερμανία είναι μέσα από τη Μαδρίτη», είχε πει χαρακτηριστικά ένας Γερμανός, ο H. Beimler. Αντίστοιχα, όπως έγραφε ο Κατσούνης από τo μέτωπο, οι Ελληνες μαχητές «πολεμώντας εδώ στην Ισπανία πολεμούν και το μεταξικό φασισμό στην Ελλάδα». «Η ύπαρξη και μόνο καθαυτή ενός τέτοιου στρατού», επεσήμανε ο Αμερικανός κομμουνιστής και μαχητής των Διεθνών Ταξιαρχιών A. Bessie, αποτελούσε «κατηγορηματική απόδειξη ότι [η παγκόσμια εργατιά] έχει κοινό συμφέρον και σκοπό».10
Μπριγάδα «Α. Λίνκολν» |
Στην Ισπανία δεν συγκρούστηκε μόνο ο ντόπιος ένοπλος εργαζόμενος λαός με ντόπιες αστικές στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις. Συγκρούστηκαν επίσης οι Γερμανοί κομμουνιστές και εργάτες με τη γερμανική «Λεγεώνα του Κόνδορα», οι Ιταλοί με τους στρατιώτες του ιταλικού εκστρατευτικού Σώματος, οι Πορτογάλοι με τους συμπατριώτες τους της «Λεγεώνας Βιριάτο», οι Γάλλοι με τους φασίστες ομοεθνείς τους του τάγματος «Ζαν Ντ' Αρκ», οι Σοβιετικοί με τους Ρώσους αντεπαναστάτες που έσπευσαν να καταταχθούν στο στρατό του Φράνκο, κ.ο.κ.12Οπως πολύ χαρακτηριστικά τόνισε ο δικτάτορας της Πορτογαλίας Α. Σαλαζάρ, επρόκειτο για «μια διεθνή σύγκρουση σε ένα εθνικό πεδίο μάχης».13
Βεβαίως, η διεθνής του διάσταση και η σημασία της διεθνιστικής αλληλεγγύης, δεν παραγράφει το γεγονός πως ο Ισπανικός Εμφύλιος διεξαγόταν στο εθνικό πεδίο πάλης, που αποτελεί το κύριο πεδίο πάλης για κάθε ΚΚ - και τότε και σήμερα.
Ελληνες εθελοντές των διεθνών Ταξιαρχιών στον Ισπανικό Εμφύλιο. Από αριστερά : Πέντε από τα στελέχη των Ελλήνων εθελοντών των Δ. Ταξιαρχιών. Από αριστερά: Γιάννης Σακαρέλλος, Παντ. Παντελιάς, Παν. Αϊβατζής, Αναγν. Δεληγιάννης και Νίκος Βαβούδης |
Γενικά, μια ακριβής εκτίμηση των θυσιών σε απώλειες των Διεθνών Ταξιαρχιών είναι εξαιρετικά δύσκολη, για μια σειρά από λόγους. Ωστόσο, η πλειονότητα των πηγών συγκλίνει στο γεγονός ότι υπήρξαν ιδιαίτερα υψηλές, κυμαινόμενες στο 1/3 του συνόλου. Αυτό ισχύει και για τους Ελληνες, των οποίων οι απώλειες «οπωσδήποτε ξεπερνούν τους 100».14 Οι μεγάλες απώλειες οφείλονταν τόσο στο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μαχητών ήταν εργατόπαιδα, που δεν είχαν ξαναπιάσει όπλο στη ζωή τους, όσο και στο ότι οι Διεθνείς Ταξιαρχίες αξιοποιήθηκαν γενικά ως «δύναμη κρούσης», στις πιο επικίνδυνες αποστολές και μέτωπα. Οφείλονταν, τέλος, στο γεγονός ότι οι ίδιοι οι μαχητές, πεπεισμένοι για την υπόθεση του πολέμου, ρίχνονταν στη μάχη με απαράμιλλη αυτοθυσία, έτοιμοι πάντοτε να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους για αυτή.
Για κείνους που επέζησαν, πάντως, το μέλλον διαγραφόταν εξαιρετικά δυσοίωνο, δεδομένου ότι στις χώρες των περισσοτέρων κυριαρχούσαν φασιστικά - δικτατορικά καθεστώτα. Την εχθρότητα της αστικής τάξης της χώρας τους αντιμετώπισαν και όσοι προέρχονταν από τις αστικές δημοκρατίες. Το Βέλγιο και η Ολλανδία τους στέρησε την ιθαγένεια με το αιτιολογικό ότι υπηρέτησαν σε ξένο στρατό. Στις ΗΠΑ, πολλοί συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση, ενώ άλλοι απελάθηκαν. Στην Ελβετία καταδικάστηκαν σε φυλάκιση και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Από τους Ελληνες μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών, πολλοί πήραν την ισπανική ιθαγένεια και συνέχισαν να μάχονται μέχρι το τέλος. Κάποιοι μάλιστα παρέμειναν και μετά την επικράτηση του Φράνκο μετέχοντας σε αντάρτικες μονάδες. Οσοι πέρασαν στη Γαλλία, κλείστηκαν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης (όπου συγκρότησαν δύο οργανωμένες ομάδες, στο Περπινιάν και στα Κάτω Πυρηναία). Απ' αυτούς, κάποιοι κατάφεραν να διαφύγουν εντασσόμενοι στη γαλλική αντίσταση. Αλλοι, όπως το στέλεχος του ΚΚΕ Αναγνώστης Δεληγιάννης, παραδόθηκαν στις μεταξικές αρχές (ο Δεληγιάννης εξορίστηκε στον Αϊ - Στράτη και κατόπιν παραδόθηκε στους κατακτητές και εκτελέστηκε το 1943). Οι ναυτεργάτες συνέχισαν την πάλη τους μέσα από τις γραμμές της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ).
Στην πλειοψηφία τους οι κομμουνιστές μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών δεν έπαψαν ποτέ να παλεύουν για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Χαρακτηριστική είναι π.χ. η περίπτωση του Νίκου Καραγιάννη, που μετά την Ισπανία ηγήθηκε του ΕΑΜικού κινήματος στη Μέση Ανατολή και κατόπιν πολέμησε στον ΔΣΕ για να πεθάνει στην πολιτική προσφυγιά. `Η του Νίκου Βαβούδη, που το 1951, δουλεύοντας στον παράνομο μηχανισμό του Κόμματος, προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να παραδοθεί ζωντανός στα χέρια της Ασφάλειας. `Η του Κώστα Βιδάλη, ανταποκριτή του «Ριζοσπάστη» στον Ισπανικό Εμφύλιο, που το 1946 δολοφονήθηκε με άγρια βασανιστήρια από παρακρατικούς του Σούρλα, όντας σε αποστολή για την αστική τρομοκρατία στη Θεσσαλία. Και τόσων, τόσων άλλων...
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
5. Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ. 4ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1975, σελ. 421.
6. Σφήκας Θ., Η Ελλάδα και ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, εκδ. «Στάχυ», Αθήνα, 2000, σελ. 225 - 226.
7. «Ριζοσπάστης», 5 Οκτώβρη 1975 και 16 Νοέμβρη 1980.
8. Τσερμέγκας Στ. & Τσιρμιράκης Λ., No Pasaran. Ελληνες αντιφασίστες εθελοντές στην Ισπανία, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 44.
9. Τσερμέγκας Στ. & Τσιρμιράκης Λ., ό.π., σελ. 44. No Pasaran («Δεν θα περάσουν»): Σύνθημα που βροντοφώναξε κατά την πολιορκία της Μαδρίτης το ηγετικό στέλεχος του ΚΚ Ισπανίας Ντ. Ιμπαρούρι - η θρυλική «πασιονάρια» - για να γίνει κατόπιν η φράση - σύμβολο όλου του αγώνα.
10. Regler G., The owl of Minerva, εκδ. «Farrar, Straus & Cudahy», N.Y., 1959, Τσερμέγκας Στ. & Τσιρμιράκης Λ., ό.π., σελ. 24 και Bessie A, Men in Battle, εκδ. «Chandler & Sharp», N.Y., 1939, σελ. 343.
11. Carroll P. N., The Odyssey of the Abraham Lincoln Brigade, εκδ. «Stanford University Press», Stanford, 1994, σελ. 18.
12. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί πως μεταξύ των Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών υπήρξαν αρκετά «κρούσματα» αυτομολήσεων προς την άλλη πλευρά, όπως π.χ. στη μάχη του Χαράμα και της Γκουανταλαχάρα. Στην περίπτωση της τελευταίας, δε, ήταν τόσα πολλά, που το επιτελείο του Φράνκο αναγκάστηκε να διατάξει την «αποχώρηση των ιταλικών μονάδων από τον τομέα» («Ριζοσπάστης», 16 Νοέμβρη 1980).
13. Κατσούδας Κ., «Οι Ισπανοί εθνικιστές και η 4η Αυγούστου», στο Μνήμων, τ. 26, 2004, σελ. 168.
14. Παλαιολόγος Δ., ό.π., σελ. 102.
Πώς έβλεπε η κρατική ασφάλεια τη δράση του αδούλωτου λογοτέχνη
Ο Θέμος Κορνάρος |
Επίσης, τα άρθρα του «εδημοσίευεν εις τον Ριζοσπάστην». Και όχι όποια κι όποια άρθρα αλλά «κατά την διάρκειαν των γεγονότων της Θεσσαλονίκης τον Μάϊον του 1936 μεταβάς επί τόπου απέστειλεν άρθρα εις την ανωτέρω εφημερίδα (Ριζοσπάστην) τα οποία έγραψεν με καθαρόν κομμουνιστικόν πνεύμα» (σ.σ. τα ρεπορτάζ του Κορνάρου για τον Μάη του '36 συνιστούν από μόνα τους ένα συγκλονιστικό χρονικό αυτής της μεγάλης εξέγερσης και συνάμα ένα εξαιρετικό μάθημα στρατευμένης στην υπόθεση της εργατικής τάξης δημοσιογραφίας).
Αλλά δεν έγραφε μόνο: «Την 13-5-36 συνελήφθη διότι μετ' άλλων συγκεντρωθέντων ελιθοβόλησεν επί της οδού Πεσματζόγλου τα κατερχόμενα τροχιοδρομικά οχήματα τραυματίσαντες και τους επιβαίνοντας».
Απόσπασμα από τον φάκελο που διατηρούσε η κρατική ασφάλεια για τον Θέμο Κορνάρο |
Κι αν έκανε αυτά τα φοβερά στην κατοχή, ήταν χειρότερα τα μετά:
«Διαρκούντως του κινήματος του 1944 συνελήφθη οπλοφορών και απεστάλη εις στρατόπεδον συγκεντρώσεως "Γουδί».
Ενώ, «Την 26-6-45 υπέγραψεν διαμαρτυρίας διά την δήθεν ασκούμενην τρομοκρατίαν κατά το 1945 προς τον τότε Αντιβασιλέα, την Κυβέρνησιν και τους Αρχηγούς κομμάτων, ήτις εδημοσιεύθη εις τον Ριζοσπάστην και "Ελεύθερη Ελλάδα"».
Στη συνέχεια «την 16-6-46 υπέγραψε επίσης διαμαρτυρία προς τη Βουλή και την διεθνή κοινή γνώμην κατά του ψηφίσματος "περί εκτάκτων μέτρων" του 1946».
«Το 1946 συνέγραψε και εξέδωσε βιβλίον υπό τον τίτλον "Αγύρτες και Κλέφτες εις την εξουσίαν" εις ό κατεφέρετο κατά του Μητροπολίτου Μεσολογγίου, δι ήν αιτίαν κατεδικάσθη υπό του κακουργιοδικείου Μεσολογγίου εις 2ετή φυλάκισιν"» (σ.σ. πρόκειται για το βιβλίο του Κορνάρου που ξεσκεπάζει τους δοσίλογους και που για τον Ιερόθεο Μεσσολογίου καταγράφει το γεγονός ότι μιλώντας στο Αγρίνιο, σε μνημόσυνο για 120 πατριώτες που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, είπε: «Ομολογώ όμως ότι καλώς έπαθον, διότι ήσαν προπαγανδισταί του Κομμουνισμού").
Πρόσθετο επιβαρυντικό γι' αυτόν το γεγονός ότι «με την ανωτέρω καταδίκην του (...) ησχολήθη και η Βουλγαρική εφημερίς του Πατριωτικού Μετώπου "ΟΤΕΤΣΕΣΤΒΕΝ ΦΡΟΝΤ" της 15-12-46 καταφερθείσα κατά της Ελλάδος διά τα εις βάρος του Δημοκρατικού λαού διαπραττόμενα εγκλήματα».
Ο συντάκτης της σχετικής έκθεσης μας πληροφορεί πως και «μετά την αποφυλάκισίν του εξηκολούθησε μετά του αυτού ζήλου την αντεθνικήν του δράσιν».
Γι' αυτό και στις 28-11-49 τον στέλνουν πάλι εξορία, στη Μακρόνησο αυτήν τη φορά.
Αλλά ούτε κι εκεί κάθεται στα αυγά του: «Εκ Μακρονήσου απέστειλεν άρθρον εις την εφημερίδα "ΜΑΧΗ" υπό τον τίτλον "Μία φωνή από εκεί..."».
Στο σημείο αυτό, ο ασφαλίτης προσφέρει στην ιστορία καθώς είναι αναλυτικός παραθέτοντας ολόκληρο απόσπασμα από το άρθρο του Κορνάρου: «το εκτενές τούτο άρθρο (...) διεκτραγωδεί με τα μελανώτερα χρώματα τα δήθεν βασανιστήρια άτινα υφίστανται οι εν Μακρονήσω κρατούμενοι και καταλήγει "από τους τίμιους εργάτες του πνεύματος ζητώ να πάρουνε θέσεις στη μεγάλη μάχη για την κατάργησιν της Μακρονήσου που είναι η μεγάλη μάχη για τη σωτηρία του πολιτισμού και της Ελευθερίας του Πνεύματος. Ενα πρέπει να είναι το σύνθημα των πνευματικών ανθρώπων όλης της Γης. Προστασία της ανθρώπινης συνείδησης. Τα ρέστα θα είναι κούφια και άνοστα λόγια, είτε με στίχους γράφονται, είτε σε πεζό λόγο"».
Από τον φάκελο μαθαίνουμε αναλυτικά για το κίνημα συμπαράστασης για την αποφυλάκισή του σ' όλο το διάστημα από το 1950 μέχρι και το 1957, ενώ βρίσκουμε επίσης την καταγραφή: «Το 1956 εις Αγιον Ευστράτιον ηρνήθη να υποβάλη δήλωσιν αποκηρύξεως του ΚΚΕ».
Στις 23 Ιούλη 1962 η καταγραφή αναφέρει «διεκόπη οριστικώς η εκτόπισίς του».
Στοιχεία από τη δράση του κομμουνιστή ποιητή, όπως καταγράφεται μέσα από τους τέσσερις φακέλους που διατηρούσε γι' αυτόν η κρατική Ασφάλεια
Ο Κώστας Βάρναλης |
Στο φάκελο με αριθμό 35796 που συνοψίζει το περιεχόμενο τριών ακόμα φακέλων (τους φ. 2558, φ. 18370 και φ. 30047), διαβάζουμε για τον Κώστα Βάρναλη πως «τυγχάνει κομμουνιστής από της προπολεμικής περιόδου. Την 4-8-34 ανεχώρησε μετά του Γληνού Δημητρίου ατμοπλοϊκώς ίνα λάβη μέρος εις το εν Μόσχα Συνέδριον των διανοουμένων».
Ο φάκελος στην πορεία εμπλουτίζεται με στοιχεία για την ίδια τη συμμετοχή του στο κομμουνιστικό κίνημα, οπότε και αναφέρεται: «Εν έτει 1940 παρεσχέθη η πληροφορία ότι συντάκτης της εφημερίδος "Πρωΐα" τυγχάνων είχε σχηματίσει κομμουνιστικόν πυρήνα μετά των Ν. Μαραβέλη και Χ. Μήτσιου και ότι επροπαγάνδιζεν υπέρ του κομμουνισμού».
Οι πληροφορίες συγκεντρώνονται και κατά τη διάρκεια της τριπλής Κατοχής, οπότε και διαπιστώνεται ότι «υπήρξε συντάκτης της εφημερίδος "Η φωνή του λαού" όργανον του ΕΑΜ Δυτικής Στερεάς Ελλάδος».
Στη διάρκεια του ηρωικού Δεκέμβρη '44, που και οι χωροφύλακες είχαν άλλη φωτιά στα μπατζάκια τους, χάνουν τα ίχνη του, οπότε στο σχετικό φάκελο αναγράφεται εκ των υστέρων: «Κατά το Δεκεμβριανόν Κίνημα 1944 δεν διεπιστώθη ανάμιξίς του εις αντεθνικάς οργανώσεις». Ομως, «μετά την Συμφωνίαν της Βαρκίζης ειργάσθη ως συντάκτης εις τα εφημερίδας "Ριζοσπάστης", "Ελεύθερη Ελλάδα" και "Ρίζος της Δευτέρας"».
Για το αμέσως επόμενο διάστημα, ανάμεσα στις σχετικές καταγραφές στο φάκελό του διαβάζουμε πως: «Συνυπέγραψε διαμαρτυρίαν Ελλήνων διανοουμένων διά την δήθεν ασκούμενην τρομοκρατίαν». Οπως και «διαμαρτυρίαν κατά των εκτάκτων μέτρων τάξεως», ενώ δεν περνά απαρατήρητο και το γεγονός ότι «ήτο μέλος της οργανωτικής επιτροπής για το πολιτικόν μνημόσυνον του κομμουνιστού δημοσιογράφου Κ. Βιδάλη όπερ ετελέσθη την 11-9-46».
Απόσπασμα από το φάκελο που διατηρούσε η κρατική Ασφάλεια για τον Κώστα Βάρναλη |
Στα 1955, πλέον, καταγράφεται γιατί «υπέγραψεν έκκλησιν υπέρ της ειρήνης και της καταργήσεως των ατομικών όπλων».
Στα επόμενα χρόνια, οι καταγραφείς ακολουθούν κατά βήμα τη δραστηριότητά του που σχετίζεται με τις σοσιαλιστικές χώρες και διαβάζουμε ενδεικτικά ότι «εν έτη 1958 του απενεμήθει το βραβείο Λένιν», ενώ για τα προηγούμενα χρόνια ότι «αλληλογραφούσε με τον ραδιοσταθμό της Σόφιας» και ότι ήταν μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Το 1959 ότι «εξελέγη μέλος της διοικούσας επιτροπής της ΕΔΑ» και το 1960 «μέλος του ΔΣ του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου».
«Την 1-5-60 εδημοσιεύθη εις την εφημερίδα Λιτερατούρναγια Γκαζέτα άρθρον του εις ό εξεθείαζε τα επιτευχθέντα υπό του κομμουνιστικού καθεστώτος», ενώ το 1961 βρίσκουμε καταγραφή ότι «ζήτησε την απελευθέρωση του Γλέζου» κι ότι τον ίδιο χρόνο «παρέστη σε δεξίωση του πρέσβη της Κούβας».
«Κληθείς την 23-4-62 εις Ι' Παράρτημα Ασφαλείας Αθηνών ηρνήθη να υποβάλη δήλωσιν αποκηρύξεως του ΚΚΕ» και λίγο αργότερα «δυνάμει της υπ' αριθ. 35796/112213/7-9-62 διαταγής του υπουργείου Εσωτερικών, εκρίθη εθνικώς ασύμφορος η μετάβασίς του εις Βουλγαρίαν μετά της συζύγου του».
Οι αναφορές για τη σχέση του Κ. Βάρναλη με τον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο πιάνουν κοντά τις δύο σελίδες στον έναν από τους φακέλους που διατηρούσαν γι αυτόν. Και μάλιστα με καταγραφές έως και για δεκάλεπτα περάσματά του από τα γραφεία του Συνδέσμου: «Περί ώραν 20.35 επεσκέφθη τα γραφεία του Ελληνοσοβιετικού αναχωρήσας εκ τούτων την 20.45».
Στις 25 Ιούνη 1968, ο Βάρναλης, 87 ετών πλέον, ζητάει από την Ασφάλεια την επαναλειτουργία του τηλεφώνου του (του το 'χαν κόψει προφανώς), σημειώνοντας πως επειδή τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του είναι «αθεραπεύτως ανάπηροι», πρέπει να επανασυνδεθεί το τηλέφωνο ώστε να μπορούν να καλούν γιατρό. Το αρμόδιο όργανο αποφαίνεται: «Εγένετο πρότασις επανεξετάσεως την 15-7-68» και βεβαίως το τηλέφωνο δεν συνδέθηκε...