Κυριακή 10 Οχτώβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ

Στο πλαίσιο της διακηρυγμένης προτεραιότητας της κυβέρνησης της ΝΔ και του υπουργείου Παιδείας για «διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας», που δε διαφοροποιείται σε τίποτα από την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, είναι ήδη έτοιμο κι έχει δοθεί για παρατηρήσεις στα πανεπιστήμια, το νομοσχέδιο «περί Διά Βίου Μάθησης». Πρόκειται για μια νομοθετική πρωτοβουλία που ξεκινάει από το αξίωμα και της σημερινής κυβέρνησης, η Παιδεία στην υπηρεσία της αγοράς. Δηλαδή εξυπηρέτηση των αναγκών του κεφαλαίου για παραγωγή μισομορφωμένων αποφοίτων όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, που θα περιπλανιούνται ανάμεσα σε καταρτίσεις και επανακαταρτίσεις, θα περνάνε από την ανεργία στην κατάρτιση και τούμπαλιν για ν' ανανεώνουν τις «δεξιότητες» που κάθε φορά θα καθορίζει η αγορά.

Σε αυτή τη λογική κινείται το νομοσχέδιο αυτό που παρουσιάζει σήμερα αναλυτικά ο «Ρ». Ταυτόχρονα σήμερα παρουσιάζουμε και την καθοριστική συμβολή της συναινετικής ηγεσίας της ΓΣΕΕ, που μπαίνει μπροστάρης στην προώθηση αυτής της πολιτικής μέσω του λεγόμενου «Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής» (ΚΑΝΕΠ - ΓΣΕΕ). Το καταστατικό αυτής της εταιρείας, στοιχεία του οποίου δημοσιεύουμε σήμερα, δείχνει ότι η ΓΣΕΕ θα μπορεί να εμπλέκεται ουσιαστικά σε κάθε τομέα της εκπαίδευσης. Από το να ιδρύσει εκπαιδευτήρια έως να αξιολογεί εκπαιδευτικές δομές και να πιστοποιεί δεξιότητες, ανάλογα με το πού και πότε θα τις χρειάζονται η παρούσα ή οι μελλοντικές κυβερνήσεις, προκειμένου να «ντυθεί» με το μανδύα της συναίνεσης η εφαρμοζόμενη αντιεκπαιδευτική αντιλαϊκή πολιτική.

ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΣΕΕ
Εμπροσθοφυλακή στις αντιεκπαιδευτικές αλλαγές

Στο πνεύμα της μετατροπής της κατάρτισης σε κύριο εκπαιδευτικό σύστημα, που προϋποθέτει τη δημιουργία ενός ολόκληρου δικτύου φορέων παροχής κατάρτισης, αλλά και φορέων αξιολόγησης των παρεχόμενων δεξιοτήτων και πιστοποίησής τους, έρχεται να καταθέσει τα διαπιστευτήρια της συναίνεσής της και να παίξει ενεργό ρόλο και η ΓΣΕΕ.

Συγκεκριμένα, η ΓΣΕΕ εξήγγειλε τη δημιουργία «μη κερδοσκοπικής» εταιρίας με την επωνυμία «Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής» (ΚΑΝΕΠ - ΓΣΕΕ), πρώτος στόχος της οποίας σύμφωνα με το καταστατικό της είναι: «Η ανάπτυξη δομής για την εκπόνηση στρατηγικής για τη μετάβαση όλων στην κοινωνία της γνώσης και το σχεδιασμό, ανάπτυξη, αξιολόγηση και εφαρμογή εκπαιδευτικών πολιτικών σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης (τυπική - άτυπη)». Μέσα από αυτή την εταιρία δηλαδή, η ΓΣΕΕ θα μπορεί να κάνει λίγο - πολύ τα πάντα στον τομέα της εκπαίδευσης, από το να ιδρύσει εκπαιδευτήρια έως να αξιολογεί εκπαιδευτικές δομές και να πιστοποιεί δεξιότητες, ανάλογα με το πού και πότε θα τη χρειαστεί η παρούσα ή οι μελλοντικές κυβερνήσεις, προκειμένου να ντύσει με το μανδύα της συναίνεσης την εφαρμοζόμενη αντιεκπαιδευτική πολιτική.

Για όσους, δε, μπορεί να τρέφουν ακόμα κάποιες αυταπάτες ότι η ΓΣΕΕ φτιάχνει το ΚΑΝΕΠ για να παρέμβει προς όφελος των εργαζομένων στην πολιτική για την παιδεία, το σχέδιο καταστατικού της υπό ίδρυσης επιχείρησης αρκεί για να αποδείξει το αντίθετο.

Στόχοι σύμφωνοι με την κυβερνητική πολιτική

Ανάμεσα στους σκοπούς της εταιρίας αναφέρονται η «βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης», η «αξιολόγηση» και η «διερεύνηση των βέλτιστων πρακτικών στην εφαρμογή των εκπαιδευτικών πολιτικών», στόχοι που περιγράφονται με τις ίδιες ακριβώς λέξεις στα προγράμματα τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ! Πουθενά δεν αναφέρεται η λέξη «αγώνας», πουθενά δε γίνεται καμιά νύξη για ριζικές αλλαγές του εκπαιδευτικού συστήματος προς όφελος του λαού, παρόλο που προφορικά η ηγεσία της ΓΣΕΕ παραδέχεται ότι αυτό παραμένει άνισο και ταξικό.

Το ζήτημα του αποκλεισμού ενός μέρους των παιδιών της εργατικής τάξης από την εκπαιδευτική διαδικασία το αντιμετωπίζει ως κάτι δεδομένο και στο καταστατικό της εταιρίας προβλέπει την «ανάπτυξη μηχανισμών οικονομικής υποστήριξης για ένταξη όλων όσοι επιθυμούν να συμμετάσχουν σε εκπαιδευτικές διαδικασίες χωρίς αποκλεισμούς». Απαλλάσσει δηλαδή το κράτος από την ευθύνη του να εξασφαλίζει δημόσια δωρεάν παιδεία για όλο το λαό και αναλαμβάνει να φτιάξει «φιλανθρωπικό ταμείο» για την υποστήριξη των «αναξιοπαθούντων»!

Επίσης, η εταιρία θα προσφέρει «σχετική με τους σκοπούς της αναπτυξιακή βοήθεια σε άλλα κράτη ιδίως της Βαλκανικής», δηλαδή θα γίνει όχημα για την ιμπεριαλιστική διείσδυση στις γειτονικές χώρες.

Η εταιρία της ΓΣΕΕ θα εντάσσει τις δραστηριότητές της σε έξι τομείς: α) Προσχολική αγωγή, β) πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γ) μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση δ) διασύνδεση εκπαίδευσης με αγορά εργασίας, ε) Ακαδημία της εργασίας που θα χρηματοδοτείται από το Λογαριασμό Απασχόλησης και Εργατικής Κατάρτισης (ΛΑΕΚ)(δηλαδή χρήματα των εργατών) και στ) ανάληψη εκπαιδευτικών και άλλων προγραμμάτων υπό την εποπτεία του υπουργείου Παιδείας.

Στην περιγραφή του πλαισίου δραστηριοτήτων της εταιρίας σε κάθε έναν από αυτούς τους τομείς δεν εμφανίζεται κανένας προβληματισμός σχετικά με το περιεχόμενο του σχολείου, την αλματώδη ιδιωτικοποίηση λειτουργιών της εκπαίδευσης, την υποταγή του περιεχομένου των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων κλπ.

Παραγωγή συνδικαλιστών της συναίνεσης

Ειδικά ο πέμπτος τομέας αφορά στην ίδρυση Ακαδημίας της Εργασίας, η οποία σε πρώτη φάση θα επιμορφώνει συνδικαλιστές και στόχος της ΓΣΕΕ είναι να λειτουργήσει την 1 Σεπτέμβρη του 2005. Πρόκειται για το ίδρυμα που η ΓΣΕΕ διαφήμισε προεκλογικά ως «ιδιωτικό πανεπιστήμιο» και η υπουργός Παιδείας στην πρόσφατη συνάντηση που είχε με τη Συνομοσπονδία είπε ότι μπορεί να λειτουργήσει όπως ένα Ινστιτούτο Διά Βίου Εκπαίδευσης. Παρά το κύρος που προσπαθούν να δώσουν σ' αυτό το εγχείρημα με τους βαρύγδουπους τίτλους, η «Ακαδημία» δε θα είναι τίποτε άλλο από ένα κέντρο κατάρτισης συνδικαλιστών. Αναρωτιόμαστε, αφού όλο το πνεύμα του ΚΑΝΕΠ - ΓΣΕΕ είναι σύμφωνο με τη δομή και την ουσία του ισχύοντος εκπαιδευτικού συστήματος, μήπως η «Ακαδημία» θα διαφοροποιείται από αυτό το πνεύμα;

Οπως αναφέρεται στο καταστατικό του ΚΑΝΕΠ, στην ακαδημία «θα προσφέρονται θεμελιώδεις γνώσεις ενδεικτικά σε Οικονομία, Κοινωνιολογία, Πολιτικές Επιστήμες, Συνταγματικό Δίκαιο, Κοινωνική Ιστορία - Φιλοσοφία, Εργατικό Δίκαιο και εργασιακές σχέσεις». Αυτές οι θεμελιώδεις γνώσεις άραγε, σύμφωνα με το σκεπτικό της ΓΣΕΕ, δε θα έπρεπε να δίνονται στη βασική και στην ανώτατη εκπαίδευση σε όλους τους μελλοντικούς εργαζόμενους μέσα από το δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας; Η ουσία είναι ότι μέσα από την «Ακαδημία» φιλοδοξούν να βγάζουν συνδικαλιστές - εργατοπατέρες κομμένους και ραμμένους στα μέτρα της πολιτικής της συναίνεσης και του συμβιβασμού που η ίδια η ΓΣΕΕ ακολουθεί.

Ολη η φιλοσοφία του ΚΑΝΕΠ, λοιπόν, κινείται γύρω από τις αντιδραστικές, αντιλαϊκές αλλαγές που ήδη έχουν ξεκινήσει στο εκπαιδευτικό σύστημα. Είναι ένας μηχανισμός που θα παρέχει φθηνή κατάρτιση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων, θα αξιολογεί και θα πιστοποιεί δεξιότητες και θα αναλάβει ρόλο εμπροσθοφυλακής στην υπόθεση «σύνδεσης της εκπαίδευσης» με τις επιχειρήσεις με μια οργανωτική δομή που θα απλώνεται σε όλη την Ελλάδα.

Αντίθετο το ΠΑΜΕ

Αντίθετο σε αυτή τη λογική της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, που εμφανίζεται σε ρόλο προαγωγού της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής, είναι το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο. Οπως επισημαίνει, «η θέση της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ για ίδρυση Ακαδημίας της Εργασίας, σαν πανεπιστήμιο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα όπως το ονομάζει, δεν είναι τυχαία. Εντάσσεται αυτή η θέση στην πολιτική υποστήριξης με συγκεκριμένα μέτρα των επιλογών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των κομμάτων που τη στηρίζουν. Συστρατεύεται και προωθεί τη στρατηγική της "διά βίου εκπαίδευσης", είναι ευθυγραμμισμένη με την τακτική της λεγόμενης "κατάρτισης" μέσω της οποίας δεκάδες δισεκατομμύρια διολισθαίνουν στις τσέπες των βιομηχάνων, χωρίς να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας».


Γιάννα ΣΤΡΕΒΙΝΑ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ
Κατάρτιση: Το κύριο εκπαιδευτικό σύστημα!

Η κυβέρνηση της ΝΔ, παίρνοντας ως βάση προηγούμενα νομοσχέδια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (που δεν έφτασαν να ψηφιστούν στη Βουλή), εισηγείται τη δημιουργία «Ινστιτούτων Διά Βίου Εκπαίδευσης» (ΙΔΒΕ) μέσα στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ, τα οποία θα είναι δομές που θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και θα παρέχουν κατάρτιση, προσδίδοντας ουσιαστικά ένα ρόλο στα ΑΕΙ που δε συνάδει με την Ανώτατη Εκπαίδευση κι ανοίγοντας το δρόμο για τη συνολικότερη υποβάθμισή της.

Εξίσωση της εκπαίδευσης με την κατάρτιση σημαίνει αναλώσιμες γνώσεις

Το κύριο βάρος της εκπαιδευτικής πολιτικής της ΕΕ δίνεται στην κατάρτιση κι η κυβέρνηση σπεύδει να εφαρμόσει αυτές τις κατευθύνσεις μεταβάλλοντας την κατάρτιση στο κύριο σύστημα «εκπαίδευσης». Και, βέβαια, όταν λένε κατάρτιση εννοούν τη μετάδοση συγκεκριμένων γνώσεων χωρίς το επιστημονικό τους υπόβαθρο, οι οποίες έχουν κάποια χρηστική αξία στην παραγωγή σε δεδομένη χρονική περίοδο αλλά απαξιώνονται γρήγορα, και το βάρος της «επανακατάρτισης» που καθίσταται αναγκαία σ' αυτή την περίπτωση πέφτει στις πλάτες των καταρτιζόμενων. Γι' αυτό, στη λογική ότι «η οικονομία κινείται γρήγορα» και «τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς», γίνεται προσπάθεια να δοθεί το κύριο βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην κατάρτιση και στην άτυπη εκπαίδευση.

Στο νομοσχέδιο γίνεται προσπάθεια να αποσαφηνιστούν οι όροι εκπαίδευσης, κατάρτισης κτλ., κι ορίζεται ως «Διά βίου Εκπαίδευση»: «Κάθε διαδικασία απόκτησης γνώσης, γενικής και επιστημονικής, η οποία αναλαμβάνεται καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου με σκοπό την απόκτηση ή τη βελτίωση γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων, τόσο στο πλαίσιο διαμόρφωσης μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας όσο και στο πλαίσιο εισόδου στην απασχόληση». Η «Διά βίου Κατάρτιση», σύμφωνα πάντα με το νομοσχέδιο, διαφέρει από τα παραπάνω ως προς το ότι αφορά σε «διαδικασία εξειδικευμένης μόρφωσης», στα πλαίσια «συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας», ενώ ως ξεχωριστός από τους δυο παραπάνω παρουσιάζεται ο όρος «επιμόρφωση επαγγελματιών», που έχει σκοπό την «επικαιροποίηση των γνώσεών τους».

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η «Διά βίου Εκπαίδευση» δεν υπηρετεί τις ανάγκες επιμόρφωσης (αφού η επιμόρφωση αναφέρεται ως κάτι διαφορετικό) αλλά την εκπαίδευση που θα είναι απαραίτητη στους αποφοίτους για να αλλάζουν επάγγελμα δυο και τρεις φορές στη ζωή τους. Οσο για την «εξειδικευμένη μόρφωση» που χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τι είναι κατάρτιση, είναι μάλλον παραπλανητικός όρος αφού δεν αφορά σε επιστημονική ολοκληρωμένη ειδίκευση (ειδικός = ειδήμονας, επιστήμονας), αλλά σε αποσπασματικές, αναλώσιμες δεξιότητες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα προγράμματα «διά βίου εκπαίδευσης» και τα προγράμματα «διά βίου κατάρτισης» διαφέρουν μεταξύ τους μόνο ως προς την ονομασία, συγκροτούνται από διδακτικές ενότητες που δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τις 250 ώρες διδασκαλίας κι η διδασκαλία μπορεί να πραγματοποιείται ακόμα και τις νυχτερινές ώρες, τα Σάββατα, τις αργίες, τις θερινές διακοπές. Η διάρκεια των προγραμμάτων και το σπάσιμό τους σε διδακτικές ενότητες αποδεικνύουν ότι πρόκειται για σκόρπιες αποσπασματικές γνώσεις κι όχι για ολοκληρωμένη εκπαίδευση. Τα προγράμματα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από σεμινάρια, που οδηγούν σε πιστοποιητικά ανάλογα με τη διάρκειά τους: α) Μέχρι 50 ώρες σε Πιστοποιητικό Επιμόρφωσης, β) μέχρι 175 ώρες σε Πιστοποιητικό Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης/Κατάρτισης και γ) μέχρι 250 ώρες σε Πιστοποιητικό Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης/Κατάρτισης.

Από την αρχή ξεκαθαρίζεται, επίσης, ότι οι φορείς παροχής τέτοιων προγραμμάτων μπορεί να είναι είτε ιδιωτικοί είτε δημόσιοι (π.χ., ιδιωτικά ΙΕΚ), ενώ για το συντονισμό των διαφόρων προγραμμάτων ιδρύεται με το εν λόγω νομοσχέδιο «Επιτροπή Διά βίου Μάθησης», υπό την προεδρία της υπουργού και με τη συμμετοχή διαφόρων στελεχών του υπουργείου Παιδείας. Στα «ψιλά γράμματα» των μεταβατικών διατάξεων του νομοσχεδίου, μάλιστα, αναφέρεται ότι με απόφαση της υπουργού μπορούν «να ορίζονται κι άλλοι Φορείς Παροχής Διά Βίου Εκπαίδευσης» πέραν των όσων αναφέρονται στο νομοσχέδιο, δηλαδή δεν είναι απίθανο να δούμε και επιχειρήσεις να πιστοποιούνται ως τέτοιοι φορείς.

Παραμάγαζα υποβαθμισμένων ιδρυμάτων

Με το νέο νομοσχέδιο δίνεται η δυνατότητα να δημιουργηθεί σε κάθε πανεπιστήμιο και ΤΕΙ από ένα «Ινστιτούτο Διά βίου Εκπαίδευσης» (ΙΔΒΕ), το οποίο θα είναι αρμόδιο για την οργάνωση και λειτουργία των προγραμμάτων διά βίου εκπαίδευσης του οικείου ιδρύματος. Τα προγράμματα των ΙΔΒΕ θα απευθύνονται σε αποφοίτους πανεπιστημίων και ΤΕΙ (άρ. 2 παρ. 2), πράγμα που σημαίνει ότι το πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης υποβαθμίζεται τόσο ώστε ο απόφοιτος θα έχει ανάγκη από διαρκείς επανακαταρτίσεις στη διάρκεια της ζωής του, όπως ακριβώς κι ο απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Τα ΙΔΒΕ έρχονται να αντικαταστήσουν τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ), που είχαν κριθεί πολλές φορές αντισυνταγματικά και στόχος του εγχειρήματος είναι να δοθεί στο σύστημα κατάρτισης κύρος, μέσω της ανάληψης αυτής της διαδικασίας από τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης. Σχετικά με όποια ΠΣΕ λειτουργούν μέχρι σήμερα, αναφέρεται στο νομοσχέδιο ότι θα διακόψουν τη λειτουργία τους στο τέλος του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους.

Τα οικεία ιδρύματα θα χρηματοδοτούν τα ΙΔΒΕ με κονδύλια που θα παίρνουν από ειδικό κωδικό του τακτικού προϋπολογισμού του υπουργείου Παιδείας, αλλά αυτή η χρηματοδότηση θα συμπληρώνεται από δίδακτρα που θα πληρώνουν οι φοιτητές, «ειδικές εισφορές και χρηματοδοτήσεις από φορείς του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα και από διεθνείς οργανισμούς», δηλαδή απευθείας χρηματοδότηση από επιχειρήσεις ή κι από ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, καθώς και «έσοδα από εκπόνηση μελετών και εκτέλεση ερευνητικών έργων που αφορούν τη διά βίου εκπαίδευση», δηλαδή εμπορική δραστηριότητα των ίδιων των Ινστιτούτων. Παράλληλα, θα χρηματοδοτούνται από τον Ειδικό Λογαριασμό του οικείου ιδρύματος, ο οποίος περιλαμβάνει επίσης χρηματοδότηση από ιδιώτες.

Τα «μαγαζιά» αυτά των ΑΕΙ και των ΤΕΙ θα υπόκεινται σε εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση. Η εξωτερική αξιολόγηση «διενεργείται περιοδικά, ανά τέσσερα έτη, από φορέα αξιολόγησης, ο οποίος επιλέγεται κατόπιν ανοιχτού διαγωνισμού» υπό την ευθύνη του οικείου ιδρύματος. Δηλαδή, μπορεί να δούμε ακόμα και επιχειρήσεις να αξιολογούν απευθείας τα προγράμματα.

Κριτήρια αξιολόγησης των προγραμμάτων των ΙΔΒΕ θα είναι, μεταξύ άλλων, η «ζήτηση» για τα προγράμματά τους, το επίπεδο, η προέλευση και η γνώμη των εκπαιδευομένων σε αυτά, η γνώμη αποφοίτων και διδασκόντων, καθώς και «η γνώμη των φορέων απασχόλησης των αποφοίτων για την αποτελεσματικότητα των Προγραμμάτων», δηλαδή η γνώμη των εργοδοτών και των επιχειρήσεων για το αν τους κάνουν οι «γνώσεις» που θα αποκτούν οι απόφοιτοι. Αναφέρεται, δε, ρητά ότι η εξωτερική αξιολόγηση ενός προγράμματος μπορεί να οδηγεί ακόμη και στην οριστική διακοπή της λειτουργίας του. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις θα παραγγέλνουν κι ανάλογα θα χρηματοδοτούν ή θα οδηγούν σε κλείσιμο τα συγκεκριμένα προγράμματα.

Αυτή η σχέση των ΙΔΒΕ με τις επιχειρήσεις θα αποτελέσει δέλεαρ και «κράχτη» για αντίστοιχες δραστηριότητες των ΑΕΙ και ΤΕΙ, πολλά από τα οποία οδηγούνται λόγω της υποχρηματοδότησης να ψάχνουν για ιδιωτικούς φορείς που θα τα χρηματοδοτούν μέσα από διάφορες φόρμουλες.

Τέλος, από το άρθρο 10 (παρ. 4 και 5) του νομοσχεδίου αποκαλύπτεται ότι τα ΙΔΒΕ θα λειτουργούν με εκπαιδευτικό προσωπικό των οικείων πανεπιστημίων ή ΤΕΙ, που θα λαμβάνει γι' αυτή τη δουλιά υπερωριακή αποζημίωση, πράγμα που προκαλεί ερωτήματα καθώς υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις ΔΕΠ στα πανεπιστήμια και κυρίως ΕΠ στα ΤΕΙ.

Ολη αυτή η δραστηριότητα των ΙΔΒΕ είναι φανερό ότι δεν έχει καμιά σχέση με την ανάγκη συνεχούς επιστημονικής επιμόρφωσης για το σύνολο του επιστημονικού δυναμικού.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ