Τετάρτη 30 Νοέμβρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Α. Μάτεσης, Ξενόπουλος, Μποστ

«Ο κόκκινος βράχος»
«Ο κόκκινος βράχος»
«Ο βασιλικός» και «Ο κόκκινος βράχος» στο Εθνικό Θέατρο

«Φιλικός», πνευματικός συνοδοιπόρος του συμπατριώτη του Διονυσίου Σολωμού, πρωτεργάτης της μετεπαναστατικής, νεοελληνικής δραματουργίας, ο Αντώνης Μάτεσης (1794-1875), επηρεασμένος από τον επαναστατικό ευρωπαϊκό και ελληνικό Διαφωτισμό και την προοδευτικής κοινωνικής αντίληψης θεατρική θεματολογία και αισθητική του Ντιντερό, κόντρα στην αριστοκρατική καταγωγή του και το καταπιεστικό «λίμπρο ντόρο», που στήριζε η Αγγλοκρατία, γράφει - στη ζακυνθινή διάλεκτο - το «Βασιλικό» (1829-1830). Ενα πεντάπρακτο πολιτικο-κοινωνικού, κατ' ουσίαν, ερωτικο-οικογενειακό έργο, δραματουργικά σύνθετο, μέσα από μια αλληλουχία δραματικών σκηνών αλλά και αριστοτεχνικά γραμμένων κωμικών επεισοδίων. Ενα δράμα, με κωμικές πτυχές, που διαδραματίζεται στη Ζάκυνθο, 120 χρόνια πριν, εποχή αφυπνιστικών εξεγέρσεων των καταδυναστευόμενων ποπολάρων κατά της φεουδαρχίας και βενετοκρατίας. Φανερή πρόθεση του Μάτεση ήταν να «τιμωρήσει» με το δίκαιο και ευτυχές τέλος του έργου του τη ραδιούργα, καταπιεστική και εκμεταλλευτική ιδεολογο-πολιτικο-οικονομική εξουσία του αγγλικού και ζακυνθινού αρχοντολογιού και τους «υπηρέτες» τους και υπερασπίζοντας τα δικαιώματα του ανθρώπου για ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα και αυτοδιάθεσή του. Ο συγγραφέας «τοιχογράφησε» και κατάγγειλε το πολιτικοκοινωνικό καθεστώς της φεουδαρχίας και τους κατώτερων κοινωνικών τάξεων «ρουφιάνους» της, μέσω μιας δίπολης μυθοπλασίας. Η μια πτυχή της εκτυλίσσεται στο αρχοντικό του αυταρχικού Ρονκάλα, τυραννικού «πατριάρχη» και της οικογένειάς του, και η άλλη έξω, στην κοινωνία, στα σοκάκια της Ζακύνθου. Ο φεουδάρχης απεχθανόμενος κάθε μη όμοιό του, προκειμένου να μην παντρευτεί η κόρη του τον αγαπημένο της Φιλιππάκη - άρχοντα μεν αλλά όχι μεγαλοφεουδάρχη - καταπιέζει όλο και περισσότερο και εξευτελίζει τη γυναίκα του, απειλεί να αποκληρώσει τον ιδεολογικά προοδευτικό γιο του, χρησιμοποιεί ρουφιάνους πληροφοριοδότες και πληρωμένους φονιάδες κατά του αγαπημένου της κόρης του - νομίζοντας ότι αυτός έκλεψε μια γλάστρα με βασιλικό από το μπαλκόνι του - και αποφασίζει να κλείσει την κόρη του σε μοναστήρι. Η τυραννία του, όμως, τιμωρείται διπλά, αφού αποκαλύπτεται, αφ' ενός ότι η κόρη του είναι έγκυος και, επομένως, πρέπει να ανεχθεί το γάμο της και αφ' ετέρου ότι ο φονιάς που χρησιμοποίησε, αντί να σκοτώσει τον Φιλιππάκη, χτύπησε ένα λαϊκό άνθρωπο, που με τους φίλους του ένα βράδυ, μεθυσμένοι, βάλθηκαν να κλέψουν το βασιλικό του Ρονκάλα, δολοφονική πράξη που πάση θυσία πρέπει να κουκουλωθεί. Με καθοριστικό συντελεστή το απέριττα επιβλητικό σκηνικό, με εναλλαγές εσωτερικών και εξωτερικών χώρων (με φόντο φωτογραφημένα τμήματα βενετσιάνικων κτιρίων και χαρακτηριστικά έπιπλα) και τα κοστούμια εποχής του Γιώργου Πάτσα και την αρμόζουσα στην εποχή του έργου μουσική του Γιάννη Αναστασάκη, ο βαθύς γνώστης του Επτανησιακού Θεάτρου Σπύρος Ευαγγελάτος σκηνοθέτησε μια παράσταση σεβασμού στο ήθος, στο περιεχόμενο και την εποχή του έργου, ενώ διαθέτει ρεαλιστικό μέτρο στις δραματικές σκηνές, το χάνει ολότελα στις κωμικές σκηνές, επιτρέποντας στους ηθοποιούς που υποδύονται τους μεγαλύτερους λαϊκούς κωμικούς ρόλους να επιδοθούν σε μια εκκωφαντικά, αντιαισθητικά, αντιθεατρικά χοντροκομμένη, εξυπναδίστικη και επιδεικτική υποκριτική υπερβολή, συμπαρασύροντας και τους ηθοποιούς που παίζουν μικρότερους λαϊκούς κωμικούς ρόλους, τόσο αφύσικη, χοντροκομμένη υπερβολή που να «καίγεται» κάθε κωμική χροιά και να «παγώνει» και το παραμικρότερο χαμόγελο. Μετά την κυρίαρχη ερμηνεία του Νικήτα Τσακίρογλου (Ρονκάλας), οι αξιολογότερες ερμηνείες είναι των Γιώργου Βελέντζα, Ευδοκίας Ρουμελιώτη, Θανάση Κουρλαμπά, Νικόλα Παπαγιάννη, Γιωργή Τσαμπουράκη, Κατερίνας Χέλμη, Θανάση Δήμου, Μίνας Αδαμάκη.

«Φαύστα»
«Φαύστα»
Από τους σπουδαιότερους «πρωτομάστορες» της ελληνικής δραματουργίας στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος κατέλειπε έργα ανθεκτικά στο χρόνο «διαμάντια», αλλά και κάποια που ορισμένοι τα θεωρούν πεπερασμένα (θεματολογικά και αισθητικά). Ισως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι η Ρούλα Πατεράκη, με συνεργάτη τον Ακη Βλουτή, προτίμησε να ανεβάσει μια δική της κειμενική σύνθεση, με τίτλο «Ο κόκκινος βράχος», βασιζόμενη σε τρία κείμενα του Ξενόπουλου. Στη δραματική νουβέλα (εμπνευσμένη από τη γενέτειρά του Ζάκυνθο) «Ο κόκκινος βράχος» (1905), στη θεατροποιημένη από τον ίδιο τον Ξενόπουλο νουβέλα με τίτλο «Φωτεινή Σάντρη» (1908) και την αυτοβιογραφία του «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα». Θέμα της νουβέλας και του θεατρικού έργου είναι η αυτοκτονία (πήδημα από ένα βράχο) της έφηβης Φωτεινής - κόρης μιας αστικής οικογένειας της Ζακύνθου, ερωτευμένης και αποπλανημένης από τον σαραντάρη Αθηναίο πρωτοξάδελφο της μητέρας της, Αγγελο, όταν μαθαίνει το γάμο του με άλλη γυναίκα. Η κειμενική σύνθεση, εμπλουτισμένη με «πινελιές» για την πολιτική ιστορία, την κοινωνική και φιλολογική ζωή, τους θεσμούς, τις αξίες, τα ήθη, τα αισθητικά γούστα, τον τρόπο ζωής της ζακυνθινής πρωτίστως (στη Ζάκυνθο διαδραματίζεται το έργο) και της αθηναϊκής αστικής τάξης, αλλά και με δημοφιλέστατα τραγούδια των αρχών του 20ού αιώνα, παρότι «φιλολογίζουσα», με σεβασμό αλλά και αντιμελοδραματική «ματιά» αναδεικνύει την ηθογραφική και ψυχογραφική δύναμη του δράματος που έπλασε ο Ξενόπουλος και, παραλλήλως, το «κλίμα» και το «άρωμα» της εποχής. Ολα τα «συστατικά» της κειμενικής σύνθεσης υπηρετήθηκαν με το καλό γούστο, την αίσθηση του χιούμορ, την ελαφράδα της σκηνοθεσίας. Με τα παλιά μελωδικά τραγούδια (διδασκαλία Μελίνας Παιονίδου). Τη μουσική και πιανιστική συνοδεία του Νίκου Πλάτανου. Τα κοστούμια (Αγγελος Μέντης), την απέριττη σκηνογραφία (Εύα Νάθενα), τους εύστοχους φωτισμούς (Αλέκος Γιάνναρος). Υπηρετήθηκαν και με τις καλές ερμηνείες των Κοσμά Φουντούκη (άφησε και στο ρόλο του Κοσμά το εξαιρετικό υποκριτικό «στίγμα» του), του πάντα μετρημένου Θεμιστοκλή Πάνου, της λιτά φυσικής Ιωάννας Παππά, της Θέμιδας Μπαζάκα (χιουμοριστικά αναδεικνύει τον αστικό επαρχιωτισμό). Αξιόλογες οι ερμηνείες των Θανάση Ευθυμιάδη (Αγγελος) και Δημήτρη Μοθωναίου. Υπερβολικός ο Αργύρης Πανταζάρας. Πολύ καλή η ερμηνεία της ελπιδοφόρας, νέας ηθοποιού Γιούλικα Σκαφιδά (Φωτεινή) και πολύ ενδιαφέρουσα της καλλίφωνης και στα τραγούδια Αμαλίας Τσεκούρα.

«Ο βασιλικός»
«Ο βασιλικός»
«Φαύστα» από τη «Στοά»

Ακατάβλητοι είναι οι ιδεολογοαισθητικοί «δεσμοί» του θεάτρου «Στοά» με τη μοναδικής - στο είδος της - «ελληνικής ταυτότητας» δραματουργία του αλησμόνητου Μέντη Μποστατζόγλου (Μποστ). Μια δραματουργία αγέραστη, αξιολάτρευτη, ανατρεπτικά «λυτρωτική» όχι μόνο στους παρελθόντες, αλλά και στους σημερινούς δεινούς για τις λαϊκές μάζες καιρούς, καιρούς εκτροχιασμένους - ιδεολογικά, οικονομικά, κοινωνικά - από τα εκάστοτε κυβερνώντα πολιτικά «τζάκια» και τους «εθνοσωτήρες» που ρήμαξαν και ρημάζουν αυτόν τον τόπο. Μεγάλη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία, στο παρελθόν, της «Στοάς», η αριστουργηματική «Φαύστα» του Μποστ ξαναπαίζεται φέτος, προσφέροντας στους γνώστες και μη του μποστικού έργου μια εξαιρετική «διαφυγή» από την αγωνία, την κατήφεια, την απαισιοδοξία, το άγος και άχθος των ημερών μας. Προσφέροντάς μας τη δυνατότητα ενός «θεραπευτικά» χορταστικού γέλιου. Γέλιου χλευασμού της παράλογης, υποκριτικής, ψευδολόγου, αναίσθητης, ανάλγητης αστικής κοινωνίας και των παρακατιανών ταξικά «μαϊμούδων» της. Να αναφερθεί η στήλη στη μυθοπλοκή της «Φαύστας» θα ήταν περιττό για όσους γνωρίζουν το έργο. Αλλά και για όσους - παλιότερων ή νεότερων γενεών - δεν το γνωρίζουν, αν την αποκαλύψει θα ήταν σαν να τους άρπαζε τη νοστιμιά από το στόμα. Για τους γνωρίζοντες το - γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο - έργο, με το σκόπιμο γλωσσικό και κωμωδιογραφικό «ιδίωμα» του Μποστ, η παράσταση δίνει μια ευκαιρία για να ξαναθυμηθούν, ξαναεπικοινωνήσουν, ξαναχαρούν. Για τους μη γνωρίζοντας, αν προσεκτικά το ακούσουν, την πληθωρική, δυνατή λαϊκή κωμική «φλέβα» του, αλλά και την ιδεολογοπολιτικοκοινωνική σάτιρά του και σκεφθούν τα φανερά και υπόκρυφα νοήματα και «σινιάλα» του θα είναι μεγάλη έκπληξη, ένα πραγματικό πνευματικό, γλωσσικό, θεατρολογικό, γενικότερα πολιτιστικό και προπάντων κοινωνικό κέρδος. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, αγαπώντας όλη τη (πολύμορφη μάλιστα) δημιουργία του Μποστ, αλλά έχοντας εμβαθύνει σε όλες τις προφανείς αλλά και υπόγειες πτυχές της, στην ιδεολογία και την αισθητική της, στην καλπάζουσα φαντασία της, στη σπιρτόζα σάτιρά της, στους έμμεσα διδακτικούς στόχους της, στα σκόπιμα γλωσσικά και νοηματικά τερτίπια της, ανέβασε το έργο με μια σαρκαστικά γκροτέσκα «ματιά», έχοντας εξαιρετικούς συνδημιουργούς τον Βασίλη Δημητρίου και την εύφορη μουσική του, την Λέα Κιούση, με το σκηνικό και τα παιγνιώδη κοστούμια της, που «σχολιάζουν» την επιδειξιομανή μικροαστική αισθητική και τις συνολικά ευφρόσυνες ερμηνείες όλων των ηθοποιών, με πρώτη και καλύτερη της Λήδας Πρωτοψάλτη, που στο φινάλε προκαλεί μέχρι δακρύων γέλιο με τις αλλεπάλληλες υποκλίσεις της, ως «ξεμωραμένο» θεατρικό ψώνιο! Επιδιδόμενοι σε μια ομόψυχα κεφάτη υποκριτική άμιλλα, με «όχημα» το λόγο του αθάνατου Μποστ, θαυματουργούν και οι Θανάσης Παπαγεωργίου, Εύα Καμινάρη (σε τρεις ρόλους), Βάσω Ορκοπούλου (εκπληκτικά κωμική), Παναγιώτης Μέντης, Νίκη Χαντζίδου, Κοραλία Τσόγκα.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ