Ο Στίβεν Μπέρκοφ στη μονολογική παράσταση «Οι μοχθηροί του Σαίξπηρ» |
Συγκεκριμένα από τις 18 έως τις 20 του Μάη (9μμ) ο φημισμένος, βραβευμένος Αγγλος συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης Στίβεν Μπέρκοφ θα παρουσιάσει, με ερμηνευτή τον ίδιο, την παράσταση (όλες οι παραστάσεις έχουν ελληνικούς υπέρτιτλους) «Οι μοχθηροί του Σαίξπηρ». Ο Μπέρκοφ, αυτοσκηνοθετούμενος, θα επιδοθεί σε ένα υποκριτικό σόλο, με αποσπάσματα από μεγάλους, χαρακτηριστικούς σαιξπηρικούς ρόλους. Μια παράσταση που σημείωσε μεγάλη επιτυχία όπου παρουσιάστηκε και η οποία καταλήγει σε διάλογο του Μπέρκοφ με το κοινό. Ο Μπέρκοφ εν είδει υποκριτικού «μάστερ κλας» ερμηνεύει τα εξής πρόσωπα: Ριχάρδο Γ', Αμλετ, Μάκβεθ, Ιάγο, Σάιλοκ και Ομπερον. Ο ηθοποιός, έχοντας ερμηνεύσει διάφορους σαιξπηρικούς ήρωες, επέλεξε αυτά τα πρόσωπα, διαπιστώνοντας καθώς τα μελετούσε ότι «είναι περισσότερο ενδιαφέροντες και ότι η ψυχολογία τους είναι λεπτομερειακώς αναπτυγμένη από εκείνη των άλλων ηρώων αυτών των κειμένων. Είναι πιο εκφραστικοί». Περίπλοκοι, πολύπαθοι, φιλόδοξοι, μοχθηροί, βίαιοι, ζηλιάρηδες, κακόβουλοι, μηχανορράφοι, άτεγκτοι και τελικά βαθιά τραγικοί χαρακτήρες, κυριεύονται από τα πάθη τους και δρουν προκαλώντας και τη δική τους μοίρα.
Η παράσταση αρχίζει με μια μικρή, παιδαγωγικού χαρακτήρα, διάλεξη του Μπέρκοφ για τα σαιξπηρικά πρόσωπα. Και ακολούθως, με την υποκριτική του δεινότητα, αποτελεί ένα «μάθημα» ιστορίας του θεάτρου.
«Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» |
«Wunschkonzert» |
Με αυτή - την αμετάφραστη στα ελληνικά - λέξη τιτλοφορούνταν μια ραδιοφωνική εκπομπή λόγου και μουσικής του Γ' Ράιχ, από την άνοδο μέχρι την ήττα του, αλλά και μια ναζιστική ταινία, που γυρίστηκε το 1940 και η οποία παρέπεμπε και στη ραδιοφωνική εκπομπή. Με αυτή τη λέξη τιτλοφόρησε, σκόπιμα, ο Γερμανός δραματουργός Φραντς Ξαβιέ Κρετς το τελειοθηρικά λεπτομερές σε σκηνικές οδηγίες, αλλά χωρίς ούτε μια λέξη, άκρως πολιτικό έργο του «Wunschkonzert», που ενώ γράφτηκε το 1975, σήμερα γίνεται όλο και πιο επίκαιρο. (Στην Ελλάδα το έργο πρωτοπαρουσίασε στο «Απλό Θέατρο» ο Αντώνης Αντύπας, με τίτλο «Τα αγαπημένα μου τραγούδια», με την Αλέκα Παΐζη, σε μια αλησμόνητη ερμηνεία του μοναδικού ρόλου του έργου). Μαρξιστής, κατήγορος της καπιταλιστικής κοινωνίας, πεισματικά ρεαλιστής - ακόμα και έως ωμότητας σε μερικά έργα του - ο Κρετς με το σύνολο του έργου καταγγέλλει την πολύμορφη - φανερή και κρυφή, άμεση και έμμεση - κοινωνία εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ο Κρετς δεν αμφιβάλλει ότι γεννήματα του καπιταλισμού είναι όχι μόνο ο φασισμός, αλλά κάθε μορφής αποχαύνωση, χαλιναγώγηση, μιζέρια, «στείρωση» και εκμηδένιση της ζωής των ανθρώπων των λαϊκών στρωμάτων. Εργάτες και υπάλληλοι είναι τα πρόσωπα των έργων του. Το μεροκάματο, η ανεργία, η μιζέρια, τα βάσανα της ζωής των «μοιραίων και άβουλων αντάμα» και η παθητικότητά τους σε ό,τι τους ρημάζει τη ζωή. Τέτοιο πρόσωπο είναι η ανύπαντρη, ανέραστη, προς τα πενήντα, δεσποινίς Ρας, που το μόνο που κάνει - χρόνια και χρόνια - είναι να εργάζεται για το μεροφάι από το πρωί, να γυρνά νύχτα και να κουρνιάζει στη σιγουριά του «κλουβιού» της, στην απαστράπτουσα από καθαριότητα γκαρσονιέρα της, να βυθίζεται στην «εκκωφαντική» σιωπή της μοναξιάς της, μια σιωπή εύγλωττη, μια σιωπή που κραυγάζει την απόγνωση, τον εσωτερικό, βουβό σπαραγμό της έρημης γυναίκας. Σιωπή που διακόπτεται για λίγο, από μια μουσική, ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή, να παίρνει υπνωτικό μήπως και καταφέρει να κοιμηθεί, για να συνεχίσει την άλλη και παράλλη μέρα την ίδια και απαράλλαχτη ρουτινιασμένη ζήση της. Καθωσπρεπική, αποστειρωμένη, «στείρα», απόμακρη από την κοινωνία, από οτιδήποτε θα της έδινε κάποιο νόημα, κάποιο σκοπό, κάποιο λόγο να ζήσει, η Ρας, σαν από καιρό αποφασισμένη, αυτολυτρώνεται από την αδιέξοδη ζωή της με την αυτοκτονία. Το έργο - δηλαδή η περιγραφή της σκηνικής δράσης - σε πιστή γλωσσικά μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, με απόλυτα ρεαλιστικό σκηνικό και αρμόζοντα στο ρόλο κοστούμια της Μαρίας Κονομή, με φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη που αναδεικνύουν το σκηνικό, με ήχους και μουσικές επιλογές του Σταύρου Γασπαρινάτου, σκηνοθέτησε με λεπτομερή ρεαλιστική ακρίβεια η Ζωή Χατζηαντωνίου, στηριζόμενη προπάντων στην ψυχοπνευματικά καλοδουλεμένη, εσωτερικής αλήθειας, απέριττη σε όλα τα εκφραστικά μέσα της, ερμηνεία της Δέσποινας Κούρτη.