Την κινητικότητα ως μόνιμο μηχανισμό αξιοποίησης των υπαλλήλων επανέφερε χτες, μιλώντας σε ραδιοφωνική εκπομπή η υφυπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Εύα Χριστοφιλοπούλου. Οπως είπε, «στόχος του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης είναι, η κινητικότητα να καταστεί ένας μόνιμος μηχανισμός αξιοποίησης των υπαλλήλων, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε κενά ή πλεονάσματα σε θέσεις να αντιστοιχίζονται». Στο ίδιο μήκος κύματος είχε κινηθεί και ο υπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, προχτές, που είχε τονίσει πως «το ελληνικό κράτος χρειάζεται ένα μόνιμο μηχανισμό κινητικότητας».
Πρέπει να γίνει σαφές πως αυτό που αναφέρουν ως «μόνιμο μηχανισμό κινητικότητας» στην πραγματικότητα είναι μία μόνιμη εργασιακή ανασφάλεια για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς θα χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για απολύσεις, διαρκή χειραγώγηση και εκφοβισμό των εργαζομένων. Οσο κι αν προσπαθούν να το παρουσιάσουν ως ανάγκη για ένα καλύτερο δημόσιο τομέα, μακριά από «κοπανατζήδες» και υπηρεσίες όπου «δεν υπήρχαν ελλείψεις σε ωραία γραφεία, όπου πολλές φορές δεν χτυπούσαν και κάρτα» όπως είπε, οι υπάλληλοι θα ζουν με ένα διαρκή φόβο που θα είναι η ένταξη στο καθεστώς αυτό. Και όσο κι αν επιθυμούν να αποδείξουν πως από τους 25.000 υπαλλήλους που θα μπουν στην κινητικότητα ως το τέλος του χρόνου, «ελάχιστοι δεν θα επανατοποθετηθούν», υπενθυμίζουμε πως αρχικά, υπογραμμιζόταν σε όλους τους τόνους πως κανείς δεν πρόκειται να απολυθεί. Στόχος μέσα απ' αυτές τις διαδικασίες η κατάργηση της σταθερής δουλειάς με δικαιώματα.
Γράφαμε σε προηγούμενο σχόλιο ότι περίπου οι μισοί Ιταλοί δεν κατάφεραν φέτος να πάνε ούτε μια μέρα διακοπές, εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά νοικοκυριά από την αστική διαχείριση της κρίσης. Ενα νέο στοιχείο, αυτή τη φορά για την αγορά εργασίας στην Ιταλία, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα γίνονται υποζύγιο για το ξεπέρασμα της κρίσης προς όφελος του κεφαλαίου και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του, είτε με μνημόνιο, είτε χωρίς. Σύμφωνα με τα (συμβιβασμένα έτσι κι αλλιώς) συνδικάτα της Ιταλίας, ξεπερνούν τα εννέα εκατομμύρια οι άνεργοι και όσοι βρίσκονται σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει τους ανέργους (αυτούς που αναζητούν και αυτούς που έχουν πάψει πλέον να αναζητούν εργασία), καθώς και εργαζόμενους κι εργαζόμενες σε επισφαλείς θέσεις εργασίας ή σε θέσεις μερικής απασχόλησης, οι οποίοι ωστόσο αναζητούν πλήρη απασχόληση. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2013, οι Ιταλοί που συγκαταλέγονται στις κατηγορίες αυτές έφτασαν τα 9.117.000. Σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2012, ο αριθμός αυτός εμφανίζεται αυξημένος κατά 10,1%. Σε σύγκριση, μάλιστα, με το πρώτο τρίμηνο του 2007, η αύξησή τους φθάνει το 60,9%! Το κεφάλαιο είναι παντού το ίδιο: Τσακίζει τις εργασιακές σχέσεις για να κάνει τους εργάτες πιο φτηνούς, με δεξιές, κεντρώες και «αριστερές» κυβερνήσεις, σε ανάπτυξη και κρίση. Γκρέμισμα θέλει το κεφάλαιο και η εξουσία του, για να δει ο λαός χαΐρι και όχι ρετουσάρισμα της εκμετάλλευσης, όπως θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ, ζητώντας να διαχειριστεί ως κυβέρνηση τον καπιταλισμό.
Οσο προχωράει η ανάλυση των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν με την απογραφή πληθυσμού του 2011, τόσο επιβεβαιώνεται η άποψη των κομμουνιστών ότι το δημογραφικό ζήτημα στις κοινωνίες του καπιταλισμού, είναι άμεσα συνυφασμένο με τις συνθήκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, ή με άλλα λόγια με τις συνθήκες διαβίωσης του λαού. Το ξεχωριστό χαρακτηριστικό σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης και σκληρής οικονομικής πολιτικής για το λαό, τα διάφορα χαρακτηριστικά που αφορούν τα δημογραφικά στοιχεία εμφανίζονται πιο έντονα από άλλες εποχές.
Οι νεότερες επεξεργασίες και αναλύσεις των στοιχείων της απογραφής για τα λεγόμενα κοινωνικά χαρακτηριστικά της, που δημοσιοποιήθηκαν πριν λίγες μέρες από την ΕΛΣΤΑΤ, μαζί με τη διαπίστωση ότι για πρώτη φορά στην ιστορία των απογραφών έχουμε απόλυτη μείωση του πληθυσμού, έχει ακόμα ένα ενδιαφέρον εύρημα: Εξακολουθεί να περιορίζεται ο μέσος αριθμός των μελών των νοικοκυριών. Η μέση οικογένεια στη χώρα μας αποτελούνταν από 3 άτομα το 1991, και ήδη το 2011 έχει μειωθεί στα 2,6, μέσος όρος που θα ήταν μικρότερος, αν δεν υπήρχε αυξημένος αριθμός οικογενειών μεταναστών, όπου κατά τεκμήριο ο μέσος αριθμός των μελών του κάθε νοικοκυριού είναι αυξημένος.
Τα παραπάνω στοιχεία, που στην πραγματικότητα δείχνουν μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν οι οικογένειες, δείχνουν το πώς επιδρά στις οικογένειες η συνεχής επιδείνωση των συνθηκών ζωής και οι ολοένα και περισσότερες δυσκολίες που παρουσιάζονται στην ανατροφή των παιδιών, σε μια περίοδο που δεν υπάρχει εργασία για τους γονείς, παιδικοί σταθμοί και μόρφωση για τα παιδιά, δημόσια υγεία για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας.
Ουσιαστικά με το νομοσχέδιο, ορίζεται το ποιος θα μαθαίνει, τι θα μαθαίνει και πού θα το μαθαίνει. Με τα παιδιά της εργατικής τάξης να είναι εκείνα που θα αποτελέσουν τη μεγάλη μάζα του 70% σύμφωνα με τις προσδοκίες της κυβέρνησης, τις επιθυμίες κυρίως των μονοπωλίων, που θα σπρωχθούν από τα 15 τους στην επαγγελματική κατάρτιση η οποία «εμπλουτίζεται» και με τη μαθητεία. Το ελιτίστικο προσδεδεμένο στην εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση λύκειο και οι κάλπικες υποσχέσεις για άμεση έξοδο στην παραγωγή μετά το επαγγελματικό λύκειο, αποτελούν το μαστίγιο και το καρότο. Και στην πραγματικότητα, μετά το γυμνάσιο τα παιδιά δεν καλούνται να επιλέξουν. Εχουν επιλέξει άλλοι γι' αυτούς. Κανένας γόνος αστικής οικογένειας δε θα ακολουθήσει το επαγγελματικό λύκειο και τις άλλες δομές κατάρτισης, που προορίζονται αποκλειστικά για τα παιδιά της λαϊκής οικογένειας, το αυριανό φθηνό εργατικό δυναμικό.
Εδώ δεν πρόκειται για απλό λάθος, αλλά για κάτι χειρότερο κι από το «φύκια για μεταξωτές κορδέλες».
Επαναλαμβάνοντας τη φράση «να φύγει η κυβέρνηση» τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν ίσως ότι με την επανάληψη διαμορφώνουν το αναγκαίο για το κόμμα τους κλίμα. Παράλληλα, όμως, καλούν την εργατική τάξη να ξεχάσει ό,τι η ίδια η εμπειρία της διδάσκει: Οτι την ανεργία τη γεννά ο καπιταλισμός είτε είναι σε κρίση είτε όχι. Η ανεργία υπάρχει με και χωρίς μνημόνια. Η ανεργία υπάρχει με φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Η ανεργία φουντώνει στον καιρό της κρίσης, μιας κρίσης που έχει όνομα: Καπιταλιστική.
Από την αρχή της κρίσης αποφεύγουν να μιλήσουν γι' αυτήν. Της δίνουν διάφορα ονόματα, αλλά ποτέ με το όνομά της. Τώρα, όμως, το χοντραίνουν κι από πάνω: Ζητάνε από τους εργάτες να δεχτούν ότι αλλάζοντας γκιουλέκα στο σβέρκο τους θα δούνε άσπρη μέρα. Επί της ουσίας, καλούν την εργατική τάξη να αποδεχτεί ένα σύστημα που έχει από καιρό σαπίσει, να αφοπλιστεί την ώρα που πρέπει να παλέψει για την κατάργηση των μονοπωλίων, για την δική της εξουσία.
Αυτά, λένε, είναι μακρινά πράγματα, για τη δευτέρα παρουσία. Κι επειδή αυτοί επιμένουν να απολαύσουν τον υπαρκτό καπιταλισμό, ζητάνε να τους δοθεί η δυνατότητα να γευτούν ολίγη από την γλύκα της κυβέρνησης με αδιατάραχτη την εξουσία των μονοπωλίων.
Για κακή τύχη των επίδοξων κυβερνητών σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης έχουν μάθει να ξεχωρίζουν την ήρα από το στάρι. Κι ακόμα καλύτερα, σε χώρους δουλειάς όλο και πιο συχνά η κουβέντα καταλήγει στο «μπορούμε χωρίς αφεντικά». Αρα και χωρίς τους πολιτικούς διαχειριστές της εξουσίας των αφεντικών.
Εννιακόσια και πλέον μαχητικά αεροσκάφη εξελιγμένου τύπου, συνολικού κόστους 52,4 δισ. δολαρίων, πουλήθηκαν από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα την τριετία 2009 - 2012, ενώ έχουν υπογραφεί συμβόλαια να παραδοθούν επιπλέον 529 εντός του 2016, σύμφωνα με στοιχεία του αμερικανικού επιμελητηρίου. Στον αντίποδα, οι πωλήσεις γαλλικών, βρετανικών και καναδικών τύπων ήταν μικρές και δεν αναφέρονται. Να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που η Ρωσία βρίσκεται στην κορυφή των πωλήσεων μαχητικών για την περίοδο 2009 - 2012, με 384 αεροσκάφη, αξίας 17,1 δισ. δολαρίων. Η Αμερική πούλησε την ίδια τριετία 339 μαχητικά, αλλά σε αξία ξεπέρασε τη Ρωσία, εισπράττοντας 31,4 δισ. δολάρια. Η Κίνα, η οποία έκανε την εμφάνισή της στο διεθνή εμπορικό χώρο των μαχητικών αεροσκαφών στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, πούλησε 187 τζετ αξίας 3,7 δισ. δολαρίων. Οι πωλήσεις υπερσύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών υπολογίζεται ότι θα «περιοριστούν» την περίοδο 2013 - 2016 σε 549 τζετ αξίας 41,4 δισ. δολαρίων. Η αιτία, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι ότι η σειρά των νέων μαχητικών που σχεδιάζεται στις τρεις χώρες δεν πρόκειται να βγει στο διεθνές εμπόριο πριν από το 2020 και επιπλέον μειώνονται εξαιτίας της κρίσης τα κονδύλια για τους εξοπλισμούς που κάνουν όλες οι χώρες. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία δείχνουν τον ανταγωνισμό για τους εξοπλισμούς ανάμεσα στα μονοπώλια του πολέμου. Σ' αυτόν τον εξοπλισμό, και στο συγκεκριμένο είδος (πολεμικά αεροσκάφη) οι ευρωενωσιακοί επιχειρηματικοί όμιλοι φαίνεται πως υπολείπονται των ανταγωνιστών και ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους σε επίπεδο ΕΕ προωθείται τώρα η αναδιάρθρωση της «αμυντικής» βιομηχανίας, σε όφελος των ισχυρότερων οικονομικά χωρών. Οπως και να 'χει, οι εξοπλισμοί παραμένουν μια ιδιαίτερα κερδοφόρα μπίζνα στον καπιταλισμό, καθώς αξιοποιούνται για να επιβάλλουν τα μονοπώλια τα ανταγωνιστικά τους συμφέροντα, είτε με πόλεμο, είτε με «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών.