Παρασκευή 15 Αυγούστου 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ
Εγραφε «απλά και τίμια για το λαό»

Πέρασαν 57 χρόνια από την κτηνώδη δολοφονία του κομμουνιστή δημοσιογράφου Κώστα Βιδάλη

Με λέξεις μεστές και απέριττες, μετά από πυρετώδη έρευνα για την εξακρίβωση της αλήθειας, και, μονάχα για το λαό, απ' τη δική του τη σκοπιά και για τα δικά του τα συμφέροντα. Ετσι δούλευε ο Κώστας Βιδάλης, ο κομμουνιστής δημοσιογράφος που δολοφονήθηκε από ληστοσυμμορίτες επειδή τόλμησε να αναζητήσει την «είδηση στην πηγή της», όπως του υπαγόρευε η συνείδησή του. Και δούλευε σκληρά, «χτυπώντας αλύπητα» με την πένα του, σα σφυρί σιδερένιο, καμωμένο από ανεξάντλητη ανθρώπινη θέληση ν' αποκαλυφθεί η αδικία, τους ντόπιους και ξένους δυνάστες του λαού, πριν και μετά την Κατοχή, αλλά και στα χρόνια του εμφυλίου. Δούλεψε για να «θρέψει» τη λαοκρατία, την κυριαρχία ενός λαού που πρόσμενε να θερίσει τις θυσίες των παιδιών του για τη λευτεριά κι ήθελε να οικοδομήσει επιτέλους τη δική του κοινωνία.

Αυτός ήταν ο Βιδάλης

Θρέμμα της εργατιάς ο Κώστας Βιδάλης, γεννήθηκε στα 1904 στην Αθήνα, από πατέρα μαρμαρά και μάνα ράφτρα. Στα 12 χρόνια του, ορφάνεψε από πατέρα και, προσωρινά, παράτησε το σχολείο για να δουλέψει σε περιβόλι, και αργότερα σε καφενείο. Στα 1922 άρχισε να δημοσιογραφεί. Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, την «Καθημερινή», την «Πρωία», τα «Χρονικά», το «Νέο Κόσμο» κ.ά., ώσπου το 1924 πήγε στο «Ριζοσπάστη», ως πολιτικός και οικονομικός συντάκτης. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ενωσης Συντακτών, το 1924, και δυναμικός συνδικαλιστής. Οι συντάκτες, ανεξάρτητα από φρονήματα, διέκριναν σ' αυτόν έναν υπερασπιστή των συμφερόντων τους από από τους πιο «δυνατούς». Με τα ρεπορτάζ του, έφτανε το μαχαίρι στο κόκαλο, κι ας το πλήρωνε. Οπως όταν τον εξόρισαν στα Κύθηρα, αφού αποκάλυψε σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον επιχειρηματία της εποχής Μποδοσάκη. Το 1941 γίνεται μέλος του ΚΚΕ. «Λογική συνέχεια της στάσης του και των αγώνων του στο επάγγελμα και στο σωματείο καθώς και του ιδεολογικού του κατασταλάγματος», χαρακτήρισε την πράξη του αυτή. Με την έναρξη της Εθνικής Αντίστασης γίνεται γραμματέας της Επιτροπής Κεντρικής Διαφώτισης του ΕΑΜ.

«Σταματούσε μόνο όταν πετύχαινε», έλεγαν οι συνάδελφοί του για τον Βιδάλη. Και δεν έλεγαν ψέματα. Απερίγραπτο είναι το πείσμα με το οποίο συνέβαλε στην παράνομη κυκλοφορία του αριστερού Τύπου στην Κατοχή. Στην έκδοση της «Ελεύθερης Ελλάδας», του «Απελευθερωτή», της «Επιμελητείας του Αντάρτη», στην αναζήτηση τυπογραφικών μηχανημάτων. Στο ξετρύπωμα και στη μεταφορά «σιδερικών» με... καροτσάκια για μωρά, μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα, δίπλα ακριβώς στο θάνατο. «Το παιχνίδι με τον κίνδυνο (δηλαδή επί γερμανικής κατοχής με το θάνατο) ήταν για το Βιδάλη κάτι τόσο φυσικό όσο κι ο αέρας που ανέπνεε», σημείωνε ο Κ. Καραγιώργης, διευθυντής τότε του «Ρ».

Δεν τον χώραγε η καρέκλα

«Εμπαινε στο δημοσιογραφικό γραφείο ορμητικός γεμάτος χαρούμενη απορρόφηση από τη δουλιά του, διαχυτικός και πάντα ανικανοποίητος. Επιζητούσε τη συζήτηση. Προσπαθούσε διαρκώς να ολοκληρώσει το ρεπορτάζ του, κάνοντας πολλές φορές επιχειρηματολογική για τούτο αντιδικία με το συνομιλητή του. Εκοβε ξαφνικά τη συζήτηση για ν' αρπάξει το ακουστικό του τηλεφώνου, αναζητώντας με κάθε τρόπο μιαν εξακρίβωση. Αρχιζε να γράφει. Διέκοπτε απότομα το γράψιμο για να πεταχτεί κάπου για μια συμπλήρωση, που την εύρισκε κείνη τη στιγμή απαραίτητη...», θυμόταν ο δημοσιογράφος Ν. Καρβούνης για το συνάδελφό του στο πολιτικό μνημόσυνο που έγινε το Σεπτέμβρη του 1946. «Δεν τον χώραγε η καρέκλα, παρά μόνο όταν ήταν να καταγράψει τα στοιχεία που είχε μαζέψει».

Στον Κ. Βιδάλη πήρε σάρκα και οστά μια πύρινη ζύμωση του δημοσιογράφου με τον κομμουνιστή. Το άσβεστο πάθος για την αλήθεια αντάμωσε με την πίστη στο συλλογικό αγώνα, την πίστη στους ανθρώπους που οργανώνονται και δίνουν ό,τι μπορεί ο καθένας για να αποκτήσουν όλοι αυτά που έχουν ανάγκη. Κι ο Βιδάλης δεν μπόρεσε να κρατηθεί ούτε στιγμή μακριά από κείνη τη θαυμαστή πάλη του λαού. Δύο είναι τα θέματα που ξεχώρισε περισσότερο: το ένα αφορούσε την Κυβέρνηση του Βουνού, για την οποία έλεγε ότι «έκανε τόσα σε 15 μέρες όσα δεν μπόρεσαν να κάνουν ολόκληρες τετραετίες παλιών Βουλών». Το άλλο, γράφτηκε για την Μάχη της Σοδειάς: δεκάδες σελίδες που με λόγια απλά αποτύπωναν την αγωνιώδη προσπάθεια του θεσσαλικού λαού να γλιτώσει τη σοδειά του από τους Γερμανούς, που τα 'χαν βρει σκούρα (καλοκαίρι 1944) και τη χρειάζονταν. Αν οι Θεσσαλοί αποτύχαιναν, ο ΕΛΑΣ δε θα άντεχε να κρατήσει τον πόλεμο στα βουνά... «Ο κάμπος έχει χρυσώσει από τη μια ως την άλλη μεριά. Τα βαριά, μεστωμένα και πολύτιμα στάχυα έχουν γείρει από το βάρος του ώριμου καρπού...». «Δεν υπάρχει κεφαλοχώρι, χωριό, καλύβα, τσαρδάκι, μέσα στον πλούσιο κάμπο, δεν υπάρχει χωριάτης, που επί ένα ολόκληρο μήνα, να μην ακούει: οι Γερμανοί και οι προδότες θέλουν να μας πάρουν τη σοδειά. Ούτε σπυρί στάρι στον κατακτητή και στους προδότες...». «Ενας οργασμός έχει καταλάβει όλο τον κάμπο. Η δουλιά του θεριστή προχωρεί κανονικά, γρήγορα, όπως τη διέγραψε το γενικό σχέδιο για τη μάχη της σοδειάς. Οι χωριάτες βαλαντωμένοι από το λιοπύρι γύριζαν πίσω στο χωριό και δίνανε στην πλατεία την αναφορά τους, σαν καλοί αποσπασματάρχες...».

Η κτηνώδης δολοφονία

Ανθρωποι σαν τον Βιδάλη, και μέσα σε κείνες τις συνθήκες, δεν ήταν περίεργο να δολοφονηθούν. Η ίδια τους η ύπαρξη ήταν τρομερή απώλεια για τον εχθρό, που λυσσασμένα αποζητούσε το θάνατό του.

Τον Αύγουστο του '46, ο Βιδάλης πήγε στη Θεσσαλία. Ο Καραγιώργης τον εμπόδισε. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Η απάντηση του Βιδάλη ήταν τελεσίδικη: «Φεύγω.» Οταν ληστοσυμμορίες (με «εξέχουσα» αυτή του Σούρλα) σκορπούσαν τρόμο και αίμα στους χωρικούς, έκαιγαν, βίαζαν, εκτελούσαν με την ανοχή της κυβέρνησης, που δήλωνε... άγνοια, δεν ήταν «τίμιο», όπως φώναζε, να μη βρεθεί εκεί. Στις 11 του μηνός έφυγε. Στις 13 ταξίδευε από Λάρισα για Βόλο. Ηταν η μέρα που ο «Ρ» πήρε το τελευταίο του μήνυμα: «Λογαριάζω να 'μαι αυτού Παρασκευή βράδυ, 16 του μηνός. Μάζεψα φοβερό υλικό. Θα τα πούμε». Στον Πλατύκαμπο, σταματούν το τρένο συμμορίτες του Σούρλα. Πάνοπλοι εισβάλλουν στο τρένο και, μπροστά σε αξιωματικούς του εθνικού στρατού, απαγάγουν τον Βιδάλη. Ακόμα και στο μικρό καφενείο του χωριού Μελία όπου τον οδηγούν, εκείνος κάνει ρεπορτάζ, μιλώντας με χωρικούς για τη ζωή τους, για τη σοδειά.

Λίγες ώρες μετά, ο Βιδάλης οδηγείται στο νεκροταφείο, κι εκεί, οι συμμορίτες του Σούρλα, με πρωτεργάτη τον Τζορτζ (τον διαβόητο Αγγλοκύπριο αξιωματικό) τον βασανίζουν. Χτυπούν με ρόπαλα το γυμνό κορμί του Βιδάλη, με μαχαίρια. Κι όταν, ένας από τους βασανιστές του, τον ρωτά ειρωνικά τι θα του δώσει για όσα έκανε, ο Βιδάλης, έβγαλε από την τσέπη του ένα τελευταίο πενηνταράκι... Με πέντε σφαίρες τον αποτέλειωσαν, και πέταξαν το σώμα του σ' ένα χωράφι, πιστεύοντας ότι ο Βιδάλης τέλειωσε. Πόσο ηλίθιοι ήταν...

Γροθιά από μελάνι που δε σβήνει

Μένει ακόμα βαρύ το τίμημα που θα πληρώσει ο λαός ως την ώρα του λυτρωμού απ' τους δυνάστες του, μυριάδες τα είδη της θυσίας. Οπως εκείνη του Κώστα του Βιδάλη, που δε βούλιαξε την πένα του ούτε στην «ουδετερότητα», ούτε στην «αντικειμενικότητα», αλλά την έταξε, σωστό πολυβόλο, στον τίμιο αγώνα για τη λαοκρατία.

Αν ζούσε σήμερα, θ' αντάμωνε τους ναυτεργάτες πίσω απ' την μπουκαπόρτα, τους αγρότες την ώρα του θερισμού, τους οικοδόμους πάνω στη σκαλωσιά. Θα κρατούσε σημειώσεις για το λιγοστό μεροκάματο, τις συντάξεις - κοροϊδία, τα βιβλία και τα φάρμακα που τείνουν να γίνουν είδος πολυτελείας...

«Πρέπει να μάθουμε», έλεγε. Κι είναι η φράση του όρκος που πρέπει να δίνουν ευλαβικά οι γραφιάδες στη μνήμη του. Γιατί τις μεγάλες αλήθειες οι αφεντάδες του κόσμου τις κρύβουν. Αναπαύσου λοιπόν, σύντροφε. Και να θυμάσαι πως η πνοή που σου 'κλεψαν πριν 57 χρόνια στη Μελία, σπαρταρά ατόφια σε εκατομμύρια θεριεμένες φωνές ανθρώπων, εκείνων που υψώνουν τη γροθιά τους ενάντια στην εξαθλίωση, στην εκμετάλλευση, στον πόλεμο, ενώ δίπλα, ο καπιταλισμός σαπίζει αργά, μα σταθερά...


Αναστασία ΜΟΣΧΟΒΟΥ

ΝΙΚΟΣ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ
Εζησε και πέθανε κομμουνιστής

Χτες έκλεισαν 49 χρόνια από την εκτέλεση του λαϊκού αγωνιστή, που κράτησε ως το θάνατό του ψηλά τη σημαία του ΚΚΕ

«Ηξερα πως η σύλληψη εσήμαινε τον θάνατο, όμως δε με στενοχωρούσε, γιατί θα πέθαινα μέσα στη μάχη πολεμώντας τον εχθρό. Οταν στην Ασφάλεια διάβασα την ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Ρακιτζής και οι άλλοι πρόσεχαν τις ψυχικές εκδηλώσεις μου και ρωτούσαν "τι λες, τι απαντάς;". Για μια στιγμή είπα "μου κάνει κατάπληξη". Αμέσως όμως συνέχισα "για να το λένε, κάτι θα χουν, δικαίωμά τους να πιστεύουν ό,τι θέλουν. Εγώ δεν είμαι προδότης". Δεν μπόρεσαν να μου πάρουν ούτε λέξη αγανάκτησης ενάντια στο Κόμμα.(...)Ημουν και είμαι αποφασισμένος να πεθάνει ο Πλουμπίδης ατιμασμένος, αλλά να πεθάνει σαν ανώτατο στέλεχος του Κόμματος, κρατώντας ως τον τάφο ψηλά τη σημαία του ΚΚΕ», έγραφε σε γράμμα του σε συγγενικό του πρόσωπο το Γενάρη του '54 ο δάσκαλος Νίκος Πλουμπίδης. Πέρασαν 49 χρόνια από τότε που «έφυγε» και για όλους μας η ζωή και ο θάνατός του αποτελούν μάθημα ανδρείας και κομμουνιστικής στάσης, μπροστά σε κάθε κίνδυνο, στις πιο σκληρές συνθήκες. Κράτησε ψηλά ως τον τάφο τη σημαία του ΚΚΕ, όπως ήθελε. Νίκησε. Εζησε και πέθανε κομμουνιστής!

Σαν χτες, 14 Αυγούστου του 1954. Ωρα 5.25 π.μ. Στη θέση Αγία Μαρίνα στο Δαφνί, ο κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Πλουμπίδης πέφτει νεκρός από τα πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος και περνάει στην αιωνιότητα. Σαν χτες το τότε αιματοβαμμένο καθεστώς δολοφόνησε τον άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στην εργατική τάξη και τον ελληνικό λαό, την κοινωνική προκοπή, το σοσιαλισμό. Οι εφημερίδες λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του έγραφαν: «Ο Πλουμπίδης εξετελέσθη την αυγήν ζητωκραυγάζων υπέρ του ΚΚΕ»...

Προέταξε το κύριο

Λίγο πριν ζητωκραυγάσει τα τρία κόκκινα γράμματα και προστεθεί στο πάνθεον των ηρώων του λαού μας, δήλωσε: «Δεν έχω κανένα βάρος στη συνείδησή μου και πιστεύω πως φεύγοντας αφήνω στο παιδί μου ένα όνομα τίμιο. Εχω όμως να εκδηλώσω την τελευταία επιθυμία που μου ζητάτε: Να πείτε στο παιδί μου πως ο πατέρας τους ήταν ένας τίμιος αγωνιστής». Ετσι απλά, με τα στερνά αυτά λόγια, έφυγε όπως ήθελε: Προέταξε το κύριο, την υπεράσπιση του τίμιου αγώνα του Κόμματος και της τάξης του. Αφησε πίσω την πικρία από την τραγικά εσφαλμένη και άδικη άποψη, που είχε διαμορφώσει γι' αυτόν το Κόμμα και τον χαρακτήριζε προδότη, σίγουρος πως θα επανορθώσει.

Το ΚΚΕ τον δικαίωσε. Το Μάρτη του 1956 αποκατέστησε τη μνήμη του Ν. Πλουμπίδη με απόφαση της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ και από τότε τον τιμά με κάθε τρόπο.

Το ήξερε... «Μια μέρα το Κόμμα θα με αποκαταστήσει -είχε πει- γιατί θα πληροφορηθεί τι ακριβώς συμβαίνει. Θα παραδεχτεί το σφάλμα του. Το ΚΚΕ παραδέχεται τα σφάλματά του... Οι πληροφορίες για μένα πάνω στις οποίες στηρίχτηκε το Κόμμα ήταν εσφαλμένες και υποβολιμαίες. Είναι νίκη της Ασφάλειας που κατάφερε να τις μεταδώσει». Απαντώντας στις ασφαλίτικες συκοφαντίες ότι συνελήφθη επειδή τον πρόδωσε το ΚΚΕ, θα τονίσει: «Γνωρίζω ποιος με πρόδωσε, αλλά δε χρειάζεται να το αποκαλύψω. Πάντως δεν είναι το Κόμμα. Γιατί το Κόμμα δεν προδίδει ποτέ, ακόμα και αυτούς τους προδότες του. Τους αφήνει στη λάσπη της Ιστορίας, περιφρονημένους».

Σε όλη τη διάρκεια της δίκης του ο κόκκινος δάσκαλος με απαράμιλλο κομμουνιστικό ήθος και ατράνταχτη πίστη στο όραμα του σοσιαλισμού στάθηκε όρθιος και υπεράσπιζε αυτά που πίστευε: «Σήμερα, κύριοι, δε δικάζετε άτομα. Δικάζετε το ΚΚΕ. Και επ' αυτού δηλώνω, παρόλο ότι σήμερα όχι μόνο δεν έχω την τιμή να εκπροσωπώ το Κόμμα μου, αλλά έχω και πολεμική εναντίον μου, δηλώνω, ότι αναλαμβάνω πλήρως τις ευθύνες για την πολιτική του Κόμματός μου»... «Ματαιοπονείτε, αν πιστεύετε ότι θα με κάνετε να στραφώ ενάντια στο Κόμμα μου», απάντησε στον πρόεδρο του δικαστηρίου με σταθερή φωνή, όταν αυτός προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τη λαθεμένη απόφαση.

Ο βασιλικός επίτροπος συνέχισε τις βρωμερές προκλήσεις του προέδρου: «Τι αγωνίζεσαι Πλουμπίδη; Χαφιέ σε λέει ο Ζαχαριάδης»... Ο αταλάντευτος κομμουνιστής απάντησε με σιγουριά: «Εχει εσφαλμένες πληροφορίες ο αρχηγός του Κόμματος». Ο επίτροπος συνέχισε το «έργο του»: «Σε εξευτέλισαν Πλουμπίδη»... Με υπερηφάνεια ο κομμουνιστής έδωσε απάντηση - παρακαταθήκη για κάθε μέλος του τιμημένου ΚΚΕ: «Τιμή μου είναι η τιμή του Κόμματός μου». Σε όλη τη διαδικασία κατέρριψε το κατηγορητήριο, κατήγγειλε τη σκηνοθετημένη δίκη, ξεσκέπασε το αμερικανόδουλο καθεστώς και πρόβαλε ως μόνη λύση για το βασανισμένο ελληνικό λαό την πολιτική του ΚΚΕ.

Πλούσια αγωνιστική δράση

Ο Νίκος Πλουμπίδης γεννήθηκε στα Λαγκάδια Αρκαδίας στις 31 Δεκέμβρη του 1902, μεγάλωσε στη φτώχεια και τις στερήσεις αφού καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ηταν δάσκαλος. Νέος ανέπτυξε δράση στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Το 1926 έγινε μέλος του ΚΚΕ στη Μηλέα Ελασσόνας, όπου ήταν δάσκαλος.

Το 1929 σε μία διαδήλωση στην Αθήνα συλλαμβάνεται και ξυλοκοπείται. Οι γιατροί διαπιστώνουν ότι είναι φυματικός και του δίνουν έξι μήνες ζωή. «Αφού πρόκειται να πεθάνω σε έξι μήνες, ας τους ζήσω όσο μπορώ πιο έντονα, πιο αγωνιστικά», ήταν η απάντηση του μεγάλου κομμουνιστή.

Συνεχίζει, μπροστάρης στη δράση του και εκλέγεται μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας των Δημοσίων Υπαλλήλων, μέλος της Γραμματείας της Ενωτικής ΓΣΕΕ και αφιερώνεται στη δουλιά του Κόμματος. Τον Αύγουστο του 1935 παίρνει μέρος στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ εκλέγεται αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ. Το 1938 εκλέγεται μέλος του ΠΓ και γράφει για εκείνη τη σύσκεψη: «Ηταν δράμα. Από τα 16 τακτικά και τα 12 αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ, ήμασταν μόνο 3 ταχτικοί και 5 αναπληρωματικοί, οι άλλοι είχαν πιαστεί». Το 1938-39 καθοδηγεί το Γραφείο Περιοχής Μακεδονίας - Θράκης. Το Μάη του '39 ο Μπάρμπας, (όπως ήταν το ψευδώνυμο της παρανομίας του Ν. Πλουμπίδη) πιάνεται στην Αθήνα και βασανίζεται φρικτά στην Ασφάλεια, αν και βαριά άρρωστος. Στέλνεται εξορία αλλά δραπετεύει, με εντολή του Κόμματος, και παίρνει μέρος ενεργά στην Εθνική Αντίσταση. Ως μέλος του ΠΓ καθοδηγεί την Κομματική Οργάνωση Αθήνας (ΚΟΑ) του ΚΚΕ. Στη διάρκεια του εμφυλίου δουλεύει ακατάπαυστα στην Αθήνα, παράνομα, παρόλο που η αρρώστια του προχωράει.

Μετά τη σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη κάνει υπέρτατες προσπάθειες να σώσει το σύντροφό του, με αποκορύφωμα τη γνωστή ανοιχτή επιστολή του. Ο Μπελογιάννης εκτελείται (30.12.52) με εντολή των Αμερικανών και του Παλατιού και λίγους μήνες αργότερα συλλαμβάνεται και προφυλακίζεται ο Πλουμπίδης, για να δικαστεί με τη «γνωστή» κατηγορία περί κατασκοπίας.

Το αμερικανόδουλο μετεμφυλιακό καθεστώς μαζί του δίκασαν ερήμην και την ηγεσία του ΚΚΕ, τον Ν. Ζαχαριάδη, τον Γ. Ιωαννίδη, τον Β. Μπαρτζώτα, τον Μ. Πορφυρογένη κ.ά. Η δίκη, μνημείο μισαλλοδοξίας του αντιδραστικού ελληνικού κράτους, ξεκίνησε την Παρασκευή 24 Ιούλη του '53 και ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα 3 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, με την έκδοση της απόφασης. «Δις εις θάνατον» στον Πλουμπίδη και την ηγεσία του ΚΚΕ.

«Θα πεθάνω κομμουνιστής»

Ο κόκκινος δάσκαλος τίμησε με κάθε τρόπο τον τιμημένο τίτλο του μέλους του ΚΚΕ.

«Τιμή μου εγώ, πάνω απ' όλα έχω την τιμή του Κόμματος(...) Εγώ, εκείνα που δίδασκα τα εφαρμόζω πρώτος εγώ. Ημουν πιστός στο Κόμμα τότε που με περιέβαλε με στοργή και με ανέβαζε στα ανώτερα αξιώματά του, είμαι πιστός και τώρα που -καλά ή κακά, δίκαια ή άδικα- με κατηγορεί και με στιγματίζει. Θα παραμείνω για πάντα πιστός και θα πεθάνω κομμουνιστής. Ο εχθρός δουλεύει και δουλεύει με πολλά μέσα για να διαλύσει το Κόμμα, να σπείρει σύγχυση στις μάζες και να στρέψει τα στελέχη του Κόμματος ενάντια στην ηγεσία. Κρατιέμαι με τα δόντια στη ζωή για να δώσω ακόμα δύο μάχες. Τη μάχη της δίκης και τη μάχη του εκτελεστικού αποσπάσματος. Θα προφθάσω; Θα μ' αφήσουν;», γράφει μεταξύ άλλων σε γράμμα - ντοκουμέντο ο μεγάλος δάσκαλος.

Ο Νίκος Πλουμπίδης νίκησε όλες της μάχες της ζωής του.


Μάκης ΧΟΛΕΒΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ