Τρίτη 16 Δεκέμβρη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Για την παρέμβαση στους αυτοαπασχολούμενους και στο κίνημά τους

Στις Θέσεις της ΚΕ, με τις οποίες συμφωνώ, γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στα καθήκοντά μας για την παρέμβαση στους αυτοαπασχολούμενους της πόλης και στο κίνημά τους.

Σωστά, θεωρώ, διαπιστώνουμε μια βελτίωση της επιρροής μας στους ΕΒΕ. Μία βελτίωση που έχει αυξομειώσεις, λόγω και δικών μας αντικειμενικών και υποκειμενικών δυσκολιών, που οφείλουμε να δούμε με προσοχή προκειμένου άμεσα να προχωρήσουμε σε βελτιωτικές κινήσεις, αλλά και λόγω της σύνθετης και πολύπλευρης παρέμβασης του αντιπάλου, που δεν πρέπει να υποτιμάμε.

Από τη μια πλευρά, ενώ η συνδικαλιστική μας δράση αναγνωρίζεται από χιλιάδες επαγγελματίες στην Αττική, που όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν στην ΟΒΣΑ την πρωτοπόρα στάση της σε όλα τα ζητήματα που τους απασχολούν, με κάποιες χιλιάδες να συμμετέχουν στις αρχαιρεσίες και στα ψηφοδέλτια των Ενώσεων και κλαδικών σωματείων, η συμμετοχή στις κινητοποιήσεις παραμένει γενικά χαμηλή. Εξαίρεση αποτέλεσαν κάποιες καμπές αγώνων, όπως η ψήφιση του ν. 5073/23 (τεκμαρτή φορολόγηση) ή οι κινητοποιήσεις των Τεμπών, με κορυφή την καθολική συμμετοχή τους με κλειστά μαγαζιά την 28η του περασμένου Φλεβάρη.

Οι παράγοντες που επιδρούν σε ένα μεγάλο τμήμα των αυτοαπασχολούμενων που τελικά δεν συμπορεύονται μαζί μας είναι αρκετοί και σίγουρα δεν χωράνε σε ένα μικρό κείμενο, ούτε κι εγώ ισχυρίζομαι ότι μπορώ να τους αναλύσω όλους. Θα αναφερθώ σε ορισμένους που ξεχωρίζω στη σκέψη μου.

Πέρα από την παρέμβαση του αντιπάλου, η οποία είναι πολύπλευρη και φτάνει και σε μεγάλο ιδεολογικοπολιτικό βάθος - δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι απευθύνεται σε μικροϊδιοκτήτες μέσων παραγωγής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο συνείδησης - εμείς οφείλουμε να δούμε με προσοχή τα μέτρα που πρέπει να πάρουμε για να βελτιώσουμε τη δική μας καθοδηγητική δουλειά.

Το γεγονός ότι δεν λειτουργούν οι κομματικές ομάδες όπως θα έπρεπε, για να συζητιέται η πείρα και να εξειδικεύεται το πλαίσιο της διαπάλης, μπαίνει εμπόδιο στη βελτίωση της παρέμβασής μας και την απόσπαση περισσότερων αυτοαπασχολούμενων από την επιρροή της αστικής τάξης και των κομμάτων της. Θεωρώ ότι θα είναι βοηθητικό να μας απασχολήσει αν συζητιέται όσο συχνά θα έπρεπε στα Γραφεία των ΚΟΒ η πείρα από τη διαπάλη στο κίνημα των ΕΒΕ, για να μπορούν να σχεδιάσουν την παρέμβαση στον χώρο ευθύνης τους, καθοδηγώντας τελικά τις κομματικές ομάδες πιο αποτελεσματικά. Αν συγκεντρώνεται η εικόνα μετά από κάποια εξόρμηση, όχι για το τι λέμε εμείς στους επαγγελματίες και αν τα λέμε καλά, αλλά τι μας απαντάνε κι εκείνοι. Γιατί συχνά μένουμε στη γενικότερα καλή αντιμετώπιση που έχουμε πλέον στις εξορμήσεις και στη γενική συμφωνία στα προβλήματα, και δεν εξετάζουμε με μεγαλύτερη προσοχή πως αυτή απλά μπορεί να κρύβει απόψεις κυβερνητικής εναλλαγής, αλλά και απόψεις που ονειρεύονται κατά βάθος μία επιστροφή στο «καλύτερο» παρελθόν του καπιταλισμού.

Η συζήτηση για το πλαίσιο των αιτημάτων, τις μορφές ενός αγώνα αλλά και τον προσανατολισμό του, χρειάζεται να γίνεται και στα Διοικητικά Συμβούλια των Ενώσεων και των κλαδικών όπου ή είμαστε πλειοψηφία ή έχουμε τη θέση του προέδρου με έναν - δύο συμπορευόμενους στο ΔΣ, κι ας μην υπάρχουν απέναντί μας οργανωμένες δυνάμεις. Γιατί είναι προφανές ότι όταν σε μια σειρά κινητοποιήσεις συμμετέχουν μόνο τα κομματικά μέλη, στους υπόλοιπους επιδρούν άμεσα ή έμμεσα άλλες πολιτικές απόψεις που προωθούν την ατομική λύση (υπερεργασία για να αντεπεξέλθεις, καλύτερο μάρκετινγκ κ.λπ.) ή / και τη μοιρολατρία (τίποτα δεν αλλάζει, είναι μάταιος ο αγώνας). Αυτές οι απόψεις στηρίζονται από επαγγελματικά / βιοτεχνικά επιμελητήρια, από δημοτικές και περιφερειακές αρχές, αλλά και από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες των τριτοβάθμιων οργάνων (ΓΣΕΒΕΕ & ΕΣΕΕ), που με τη στάση τους θάβουν κάθε προσπάθεια συλλογικής διεκδίκησης από τα κάτω.

Σε γενικές γραμμές, με όσους και όσες έχουν συμπορευτεί μαζί μας συμφωνούμε σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο αιτημάτων - κι αυτό δεν πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο, ούτε να το υποτιμάμε - αλλά όχι στον τρόπο και στον δρόμο του αγώνα. Αυτό σε έναν βαθμό επιδρά και στις δικές μας δυνάμεις και δεν ανοίγουμε τελικά σε μεγαλύτερο βάθος τη συζήτηση με βάση το Πρόγραμμά μας. Συμβιβαζόμαστε σε χαμηλότερους στόχους από αυτούς που επιβάλλει η εποχή και η στρατηγική του Κόμματος και γινόμαστε έτσι, άθελά μας, εμείς οι πρώτοι που υποτασσόμαστε στον αρνητικό συσχετισμό που αντικειμενικά υπάρχει.

Είναι αναγκαίο να ενισχύσουμε οργανωμένα την ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση στους ΕΒΕ και να στηρίξουμε καθοδηγητικά τις λίγες κομματικές δυνάμεις που έχουμε στο στρώμα, βοηθώντας να αντιμετωπίζουν και να ξεπερνούν οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες, στο μέτρο που είναι αυτό δυνατό, τα αντικειμενικά προβλήματα που προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής ενός αυτοαπασχολούμενου, την υπερεργασία για να αντεπεξέλθει, τα ακανόνιστα ωράρια, το άγχος, το κυνήγι των χρεών κ.λπ.

Να στοχεύσουμε να ανέβει το επίπεδο της ιδεολογικοπολιτικής συζήτησης και να βελτιωθεί η λειτουργία των Διοικητικών Συμβουλίων των Ενώσεων και των κλαδικών, μιας και εκεί βρίσκεται η μαγιά που μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για μια πιο πλατιά δουλειά.

Να προσανατολίσουμε τη συζήτηση στο να κατανοηθούν από κάθε κομματικό μέλος και από τον περίγυρό μας στους ΕΒΕ οι βασικές νομοτέλειες του καπιταλισμού, η τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, που την υπηρετούν με διάφορους τρόπους όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και κυβερνήσεις. Να γίνουμε πιο ικανοί να πείθουμε πως ακόμα και στο σήμερα, έστω για μια μικρή κατάκτηση ή απόκρουση ενός αντιλαϊκού νομοσχεδίου, απαιτείται ένα κίνημα που θα έρχεται σε ρήξη με αυτές τις πολιτικές, γιατί υπηρετούν συγκεκριμένη οικονομία. Ενα κίνημα που θα αμφισβητεί όλο και περισσότερο το αστικό κράτος και τους θεσμούς του. Ενα κίνημα που δεν θα οπισθοχωρεί με τις προσωρινές ήττες, ούτε θα συμβιβάζεται με κάποιες προσωρινές νίκες, και που για να τα καταφέρει, στον πυρήνα του πρέπει να είναι σε συμμαχία με την εργατική τάξη και τη μικρή αγροτιά και ενιαία τελικά να αμφισβητεί την τάξη που βρίσκεται στην εξουσία.

Για να γίνει αυτό χρειάζεται θαρρετά να συζητήσουμε με τους αυτοαπασχολούμενους την προγραμματική μας θέση για την ένταξή τους στην κεντρικά σχεδιασμένη κοινωνική παραγωγή στον Σοσιαλισμό, και πως αυτό αντικειμενικά θα δώσει λύση σε μια σειρά σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και τους οδηγούν διαρκώς σε νέα και μεγαλύτερα αδιέξοδα. Αυτή η προοπτική είναι που θα πείσει τελικά για μεγαλύτερη και πιο ενεργητική συμμετοχή στους αγώνες και θα αναδείξει τα πιο πρωτοπόρα στοιχεία, έτσι ώστε αυτό να μεταφραστεί και σε οργανωτική ενίσχυση του Κόμματός μας, με νέες στρατολογίες από το στρώμα των αυτοαπασχολούμενων.


Βαγγέλης Γκίνης
Μέλος της Τομεακής Επιτροπής Βορειοδυτικής Αττικής του ΚΚΕ

Για την ανάγκη ισχυρού μορφωτικού ρεύματος

Δημιουργούμε ισχυρό μορφωτικό ρεύμα που θα ανοίγει νέα ρήγματα στο παλιό και θα παρασέρνει μαζί του ό,τι πιο πρωτοπόρο, προκειμένου να διευρύνεται η πρωτοπορία που παλεύει για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Υπάρχουν σήμερα ανησυχητικά στοιχεία που μαρτυρούν την απαξίωση του διαβάσματος, πρόβλημα είναι όμως και το τι διαβάζεται. Ο κύριος όγκος της εκδοτικής παραγωγής αναπαράγει εκ των πραγμάτων την κυρίαρχη ιδεολογία, με κύριο χαρακτηριστικό τις νέες εκφάνσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Ακόμα και σε βιβλία που αφορούν παιδιά 2-3 χρονών, με εκλεπτυσμένο, προσεγμένο τρόπο περνάει η αντίληψη ότι «ο καθένας είναι ό,τι αισθάνεται». Εννοιες όπως «διαφορετικότητα», «συμπερίληψη», «ατομικός δικαιωματισμός» δουλεύονται ήδη στις τρυφερές ηλικίες και μέσω των βιβλίων, για να διαμορφώσουν τις συνειδήσεις της νέας γενιάς.

Τη στιγμή που οι έννοιες αυτές στον περίγυρό μας εξακολουθούν να έχουν θετική χροιά, γίνεται κατανοητό ότι πρέπει καταρχήν στις γραμμές μας να δυναμώσουμε ιδεολογικά, να μελετήσουμε σε βάθος τις επεξεργασίες στις οποίες με κόπο έχουμε καταλήξει ως Κόμμα. Να αντιμετωπίσουμε καθοδηγητικά το πρόβλημα, κατανοώντας ότι για κάποιον που έχει «εκπαιδευτεί» με αυτά τα ιδεολογήματα να ερμηνεύει την πραγματικότητα δεν υπάρχει στέρεη, αντικειμενική βάση που να του επιτρέπει να προσδιορίζει τη θέση του στην κοινωνική πραγματικότητα. Αυτή είναι μια δουλειά που απαιτεί αξιοποίηση του «Ριζοσπάστη», της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης» και των εκδόσεων της «Σύγχρονης Εποχής», ώστε να περάσουμε πιο δυναμικά στην αντεπίθεση.

Δεν μας απασχολεί το «διάβασμα για το διάβασμα». Πρέπει, όμως, σε βάθος να μας απασχολήσει το πώς και κυρίως το τι διαβάζουμε, το πώς αυτά καθοδηγούν την καθημερινή δράση. Γι' αυτό είναι ανάγκη το διάβασμα να γίνει καθημερινή μας συνήθεια. Ανάγκη που απορρέει από τον στόχο να μπορέσουμε να γνωρίσουμε σε βάθος τον κόσμο, για να μπορέσουμε να τον αλλάξουμε επαναστατικά.

Στη σημερινή σκληρή πραγματικότητα, όπου βαραίνουν καθημερινές δυσκολίες, το μέλος του Κόμματος πρέπει να «δημιουργεί» τον χρόνο για διάβασμα, και αυτό δεν μπορεί να λυθεί με «επικλήσεις», απαιτούνται μέτρα. Το βασικό είναι να κατανοείται η ανάγκη, να καλλιεργείται συλλογικά το ενδιαφέρον, με ευθύνη των στελεχών.

Είναι η συλλογική, η οργανωμένη δουλειά που μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα. Αυτή που κονταροχτυπιέται με τη συνήθεια, τον εύκολο δρόμο. Στην ΤΟ μας π.χ. κάποια πρώτα βήματα τα κάναμε όταν είδαμε συλλογικά ως όργανο το πρόβλημα με τη σχολή νέων μελών, αφού κάθε δεύτερη Κυριακή είχαμε τη λειτουργία των καταστημάτων και τις άστατες βάρδιες, που δεν άφηναν κανένα περιθώριο προγραμματισμού για τους νέους συντρόφους που δουλεύουν στο Εμπόριο, με αποτέλεσμα να αφήνουν τη σχολή στη μέση. Χρειάστηκε η κατάλληλη ευελιξία και η ανάληψη της ευθύνης από το καθοδηγητικό όργανο ακόμα και για να ολοκληρωθεί η σχολή.

Αυτό επιβεβαιώνουν πολλά παραδείγματα νέων συντρόφων που ολοκληρώνουν τις οργανωμένες σχολές αυτομόρφωσης. Εχουμε πολλές περιπτώσεις νέων εργατών και εργατριών, ακόμα και μεγαλύτερων ηλικιών, που κάνουν το βήμα να ενταχθούν στις γραμμές μας. Που παρά τις δυσκολίες με τα σπαστά ωράρια, τις υποχρεώσεις των παιδιών, παρά το γεγονός ότι μπορεί και να είχαν να πιάσουν βιβλίο στα χέρια τους από το σχολείο, όχι μόνο ολοκληρώνουν με επιτυχία τις σχολές των δόκιμων μελών, αλλά και τους ανοίγει η όρεξη για διάβασμα. Κρατάνε στη συνέχεια ως συνήθεια το διάβασμα, κάνουν στέκι το βιβλιοπωλείο της «Σύγχρονης Εποχής».

Αυτό επαληθεύουν οι πρωτοβουλίες που παίρνουμε, με βιβλιοπαρουσιάσεις, θεματικές συζητήσεις κ.λπ. Μαρτυρούν τη δίψα που υπάρχει συχνά ευρύτερα απ' ό,τι την αντιλαμβανόμαστε.

Μόνο ανεβάζοντας το συνολικό ιδεολογικό - πολιτικό επίπεδο μπορεί να γίνει πράξη ο στόχος που θέτουμε για διάχυση του ιδεολογικού προγράμματος στο σύνολο της δράσης μας. Ετσι θα ξεπερνιούνται φαινόμενα εμπειρισμού ή συνδικαλιστικοποίησης, θα ξεπερνάμε την ασύμβατη με τον χαρακτήρα του Κόμματός μας λογική της «αυτάρκειας». Θα συνειδητοποιούμε πως όλα ξεκινάνε από τη στρατηγική μας, την προβολή της πρότασής μας.

Συνηθίζουμε να περιγράφουμε σύγχρονα προβλήματα, χωρίς να είμαστε εξίσου κατατοπιστικοί στο ποια είναι η διέξοδος. Ξεκινάμε συνήθως ανάποδα, περιμένοντας να «καταλήξουμε» στο διά ταύτα, αντί να ξεκινάμε με την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, το ότι χρειάζεται να αλλάξει ο σκοπός της παραγωγής, ο τρόπος που θα γίνει αυτό εφικτό κ.λπ.

Τέτοιο ζήτημα είναι και το να έχει ένα μέλος του Κόμματος την αντίληψη ότι δεν έχουν να του προσφέρουν κάτι παραπάνω επεξεργασίες όπως αυτές που εκδώσαμε π.χ. πρόσφατα «Υποδομές - Νερό» ή για το «Αλκοόλ», ή ότι δεν τον αφορούν οι επεξεργασίες μας για την Προσχολική Αγωγή επειδή δεν έχει ο ίδιος παιδιά σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα κ.ο.κ. Σαφώς, κανένα μέλος του Κόμματος δεν θα δηλώσει κάτι τέτοιο, ούτε και θα μπορούσε να έχει συνειδητά τέτοια αντίληψη, αλλά η ουσία είναι ότι μετριόμαστε με τις πράξεις μας. Γι' αυτό και ο πήχης των απαιτήσεων πρέπει να ανέβει.

Με την «αυτάρκεια» μπορεί να έχουν να κάνουν και άλλα ζητήματα, όπως το να μη διαβάζει (ή να μη διαβάζει πια) ένα μέλος, πόσο μάλλον στέλεχος του Κόμματος, λογοτεχνία, θεωρώντας ότι δεν έχει κάτι παραπάνω να του προσφέρει. Κι όμως, αυτή όχι μόνο καλλιεργεί τη συνείδηση, μεταδίδει συμπυκνωμένη κοινωνική πείρα, αλλά αναπτύσσει παραπέρα και τα συναισθήματα. Γιατί σαφώς το καθοριστικό είναι η γνώση των νομοτελειών της κοινωνικής εξέλιξης για να μπορέσει η πρωτοπορία να καθοδηγήσει την επανάσταση, για να χαράξει σωστά και στέρεα βήματα για την καθοδήγηση της εργατικής τάξης, αλλά χρειάζεται και «ζεστή καρδιά».

Ενα «καλό» λογοτεχνικό βιβλίο μπορεί να συμβάλει να καλλιεργηθούν αυτές οι ευαισθησίες που θα οδηγήσουν στην αντοχή. Σαφώς μέσα στην ίδια τη ζωή και δράση της Οργάνωσης, μέσα στην πολιτική δράση και την παρέμβαση στο κίνημα, η λογοτεχνία μπορεί να βάλει κι αυτή το λιθαράκι της στο να σφυρηλατηθεί μια προσωπικότητα που θα έχει όλα τα χαρακτηριστικά που χρειάζεται κάποιος για να μπορέσει να αναδειχθεί σε ηγέτη, όπως αποφασιστικότητα και καρτερία, εφευρετικότητα και επαναστατική αδιαλλαξία, τόλμη.

Απαιτείται μετά την αυτοκριτική μας, συλλογικά, στην πράξη να μετρηθούμε. Αυτό επιτάσσει το ότι η αστική τάξη της χώρας μας παλεύει με δυσκολίες να αναμορφώσει το πολιτικό σύστημα και τα ευήκοα ώτα για μας είναι περισσότερα, αν και με πολύ θολά κριτήρια. «Χρειάζεται να έχεις καταλάβει κάτι καλά για να μπορέσεις να το εξηγήσεις απλά». Αυτό επιτάσσει κυρίως το γεγονός ότι μέσα σε σύνθετες εξελίξεις, που «φωνάζουν» την ένταση των πολεμικών αναμετρήσεων, εμείς ως Κόμμα πρέπει να είμαστε κάθε στιγμή «έτοιμοι για όλα».


Ιωάννα Παπαγεωργάκη
Μέλος του Γραφείου της Τομεακής Επιτροπής Εμπορίου -Υπηρεσιών Αττικής του ΚΚΕ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ