ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
Βασικά συμπεράσματα από τις εξελίξεις και τη δράση μας στο κίνημα της Παιδείας.
Κατευθύνσεις και προγραμματισμός δουλιάς
ΓΕΝΑΡΗΣ 2002
Το Κόμμα μας, καιρό τώρα, έχει αναδείξει την υπόθεση της Παιδείας σε βασικό πεδίο της ταξικής πάλης. Εγκαιρα έχει καταθέσει τις θέσεις του για το χαρακτήρα της προωθούμενης, από την κυβέρνηση και την ΕΕ, εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, καθώς και για τις ώριμες, ριζικές, αλλαγές που η εκπαίδευση χρειάζεται, προκειμένου να ανταποκριθεί στις σύγχρονες λαϊκές απαιτήσεις. Σήμερα, συνεκτιμώντας τα αποτελέσματα και τα νέα αρνητικά δεδομένα που διαμορφώνει η κυβερνητική παρέμβαση, συνεχίζει και εντείνει την προσπάθειά του να επικοινωνήσει με όλο το λαό και ιδιαίτερα με την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας μας, που έχουν άμεσο συμφέρον να αντιπαλέψουν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και την πολιτική τής ακόμη σκληρότερης υλικής και πνευματικής εκμετάλλευσής τους.
Α. Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή της «μεταρρύθμισης» μετά την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου της
Τέσσερα χρόνια μετά την εφαρμογή της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης», επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις του Κόμματός μας για τις δραματικές συνέπειές της στη μόρφωση και τη ζωή της νεολαίας, ιδιαίτερα των παιδιών των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων:
α) Οι ταξικοί φραγμοί ενισχύθηκαν. Η διαρροή από την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση (δημοτικό και γυμνάσιο) συνεχίζεται. Με την ίδρυση μάλιστα των «σχολείων β` ευκαιρίας» που δεν πληρούν ούτε τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις ενός σχολείου, η υποχρεωτική εκπαίδευση υπονομεύεται και η διαρροή νομιμοποιείται.
Ο αριθμός των μαθητών που διεκδίκησαν φέτος απολυτήριο λυκείου έφτασε μόλις τις 63.768, ενώ το 1997, πριν την εφαρμογή της «μεταρρύθμισης», απολυτήριο αποκτούσαν διπλάσιοι μαθητές (περισσότεροι από 120.000). Το χειρότερο είναι ότι ένα σημαντικό ποσοστό των μαθητών που δε συνεχίζει στο Λύκειο, δε φοιτά ούτε στα ΤΕΕ ή σταματά στον πρώτο κύκλο τους. Ετσι το 25% των αποφοίτων του Γυμνασίου σταματά εντελώς πριν τα 18 του χρόνια το σχολείο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό πριν την εφαρμογή της «μεταρρύθμισης» ήταν 2%. Συγκεκριμένα από τους 120.430 αποφοίτους του Γυμνασίου της σχολικής χρονιάς 1997-1998, κάπου 30.000 εγκατέλειψαν κάθε μορφής εκπαίδευση.
Οι απόφοιτοι των ΤΕΕ, αν και τυπικά έχουν το δικαίωμα συμμετοχής σε ειδικές εξετάσεις για την εισαγωγή τους στα ΤΕΙ, ουσιαστικά δεν μπορούν να το ασκήσουν, αφού η υποβαθμισμένη εκπαίδευσή τους είναι απαγορευτική για τη συνέχιση των σπουδών. Ενδεικτικά, μόνον οι μισοί από τους μαθητές που φοιτούσαν στο Β` κύκλο των ΤΕΕ (14.710 από τις 26.675 μαθητές), τόλμησαν να συμμετάσχουν στις φετινές εξετάσεις και μόλις το 10% των μαθητών (2.721 μαθητές) κατόρθωσε να εισαχθεί, ενώ οι διατιθέμενες θέσεις ήταν 3.500.
Η ανώτατη εκπαίδευση μαζικοποιείται αλλά ταυτόχρονα πολυκατηγοριοποιείται και διασπάται σε κύκλους (προπτυχιακό και μεταπτυχιακούς διαφόρων κατηγοριών). Ετσι υποβαθμίζεται και μετατοπίζεται στα μεταπτυχιακά, για πολύ λιγότερους και ταξικά επιλεγμένους, με εξετάσεις και δίδακτρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ΤΕΙ, που πρόσφατα εντάχθηκαν χωρίς καμία προϋπόθεση αναβάθμισής τους στην ανώτατη εκπαίδευση, ένα πολύ μικρό ποσοστό των σπουδαστών ολοκληρώνει τις σπουδές του. Η συντριπτική πλειοψηφία τις εγκαταλείπει, εξ αιτίας του χαμηλού επιπέδου και του υψηλού, και χωρίς αντίκρισμα, κόστους τους. Π.χ., στο ΤΕΙ Πειραιά που αποτελεί ένα από τα κεντρικά ΤΕΙ, μόλις το 25% των σπουδαστών αποκτά πτυχίο.
β) H ιδιωτικοποίηση - εμπορευματοποίηση εντείνεται. Η λαϊκή οικογένεια διπλοπληρώνει το αντιδημοκρατικό, αναχρονιστικό σύστημα της εκπαίδευσης. Σε 1.000 δισ. δραχμές περίπου, όσο ο κρατικός προϋπολογισμός για την Παιδεία, έφτασαν οι ιδιωτικές δαπάνες για φροντιστήρια, εξωσχολικά μαθήματα και δραστηριότητες, βιβλία, σχολικά είδη, έξοδα σπουδών (νοίκι και διατροφή φοιτητών), επαγγελματική «κατάρτιση» κλπ. Για τα παιδιά των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων, το κόστος της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα στο Λύκειο και στα ΑΕΙ - ΤΕΙ, μετατρέπεται σε ανυπέρβλητο εμπόδιο στη συνέχιση των σπουδών τους: Τα φροντιστήρια γενικών μαθημάτων, που επιβάλλονται σαν αναγκαίο συμπλήρωμα του Λυκείου, στοιχίζουν έως και 150.000 - 200.000 δραχμές μηνιαία, το φροντιστήριο ξένης γλώσσας, που αν και απολύτως αναγκαία, διδάσκεται υποτυπωδώς στα σχολεία, κοστίζει 30.000 - 50.000 δραχμές μηνιαία και οι σπουδές εκτός τόπου κατοικίας το λιγότερο 1.500.000 δραχμές ετήσια.
Η κυβέρνηση
δημαγωγεί και υποκρίνεται, όταν
παρουσιάζεται σαν αντίπαλος των
φροντιστηρίων, γιατί παράλληλα
προωθεί μέτρα, ώστε το δημόσιο
εκπαιδευτικό σύστημα να
λειτουργεί όλο και περισσότερο
ενισχυτικά, για τον ιδιωτικό
τομέα: Η ανικανότητα του σχολείου
να ολοκληρώσει το εκπαιδευτικό
του έργο και το βαθμοθηρικό
πνεύμα του, έχει σαν αποτέλεσμα
τα φροντιστήρια να ξεκινούν
νωρίτερα, ακόμη και από το
δημοτικό. Η ένταξη των εξετάσεων
εισαγωγής στα πανεπιστήμια, μέσα
στο Λύκειο, καθιστά τα
φροντιστήρια απαραίτητα όχι μόνο
για εκείνους που ενδιαφέρονται
να συνεχίσουν στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, αλλά
και για εκείνους που θέλουν να
ολοκληρώσουν το Λύκειο. Η
ανυπαρξία κρατικού συστήματος
γλωσσομάθειας με πυρήνα του το
δημόσιο σχολείο (και απονομή,
μέσα απ' αυτό, των αντίστοιχων
κρατικών τίτλων επάρκειας στην
ξένη γλώσσα), τροφοδοτεί τους
μεγαλοφροντιστηριούχους,
ντόπιους και ξένους. Περίπου 6 δισ.
δραχμές χαρίζονται κυριολεκτικά,
μέσω των ξένων κρατικών
ιδρυμάτων (Γκαίτε, Βρετανικό
Συμβούλιο, Γαλλικό Ινστιτούτο
κλπ.) στα ισχυρά ιμπεριαλιστικά
κράτη, μόνο για τις εξετάσεις
απόκτησης των διάφορων τίτλων
γλωσσομάθειας. Η επιμόρφωση των
δημόσιων εκπαιδευτικών στη χρήση
των ηλεκτρονικών υπολογιστών
δωρίζεται στους
μεγαλοϊδιοκτήτες των Κέντρων
Ελευθέρων Σπουδών και των
ιδιωτικών ΙΕΚ. Οι διαλυτικές
καταστάσεις στα ΤΕΕ, πριμοδοτούν
αντικειμενικά τα ιδιωτικά ΤΕΕ
και οδηγούν σταδιακά στην έξοδό
τους από τη δημόσια
δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με
σκοπό την υπαγωγή τους και τυπικά
στο, ελεγχόμενο από τους ιδιώτες,
σύστημα «επαγγελματικής
κατάρτισης», μαζί με τα ΙΕΚ και τα
ΚΕΚ. Η επιβίωση των πανεπιστημίων
και ο βαθμός κρατικής
επιχορήγησής τους συνδέεται
σταδιακά με την ανταπόκρισή τους
στις «ανάγκες της αγοράς», με την
ιδιωτικοοικονομική λειτουργία
τους, (π.χ. την επιβολή διδάκτρων,
προς το παρόν στα μεταπτυχιακά).
Στα παραπάνω προστίθεται ο εντεινόμενος εξαναγκασμός των γονιών να συμβάλουν στα έξοδα ακόμη και του δημόσιου σχολείου.
γ) Η υποβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου της νεολαίας επιδεινώνεται δραματικά. Το σημερινό σχολείο έχει χάσει και τα ελάχιστα ψήγματα μορφωτικής λειτουργίας που του είχαν απομείνει. Ο όγκος της διδακτέας ύλης, η αναγωγή των επιδόσεων και των εξετάσεων σε αυτοσκοπό, περιορίζει στο ελάχιστο τα περιθώρια δημιουργικής παρέμβασης των εκπαιδευτικών στο περιεχόμενο του. Ετσι ως «καλό» σχολείο αναγορεύεται αυτό που μιμείται το φροντιστήριο. Αυτό δηλαδή που, αντί να οργανώνει επιστημονικά τη γνώση, ως σύστημα ερμηνείας της πραγματικότητας και πολύτιμο εφόδιο για τη ζωή, τυποποιεί, συσκευάζει και παραδίδει αποσπασματικές γνώσεις, ως εμπόρευμα για κατανάλωση στις εξετάσεις. Σαν αναπόφευκτη συνέπεια της φροντιστηριοποίησης του σχολείου, το περιεχόμενό του γίνεται ακόμη πιο φορμαλιστικό, σχολαστικό, ανιαρό. Το πρόγραμμά του υπερφορτώνεται με ολοένα και περισσότερες ανούσιες και ασύνδετες μεταξύ τους λεπτομέρειες, που καταβροχθίζουν άσκοπα, όχι μόνο τον ελεύθερο χρόνο του μαθητή, αλλά και εκείνον που χρειάζεται για να σκεφθεί, να αφομοιώσει, να προβληματιστεί. Το βαθμοθηρικό ανταγωνιστικό πνεύμα, που δεν ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση της νεολαίας, εντείνεται στο έπακρο. Αποτέλεσμα είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών παγιδεύεται στην αποστροφή προς το διάβασμα και το σχολείο, ενώ ακόμη και εκείνοι οι λίγοι μαθητές που κατακτούν υψηλές επιδόσεις, δεν αποκτούν ουσιαστικές γνώσεις. Εξαντλούνται στη στείρα αποστήθιση και ξεχνούν όσα έμαθαν την επόμενη των εξετάσεων. Ενα μεγάλο μέρος των μαθητών, κάτω από την πίεση για πάνω από 75 ώρες εβδομαδιαία εργασία (π.χ. στο Λύκειο), εκφράζει την αντίδρασή του προς το σχολείο, σπρώχνοντας, όπως - όπως, τα μαθήματα για να περάσει οριακά τις εξετάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μορφωτικές αποσκευές των σημερινών φοιτητών είναι πολύ λιγότερες από εκείνες πριν τη «μεταρρύθμιση». Ούτε γενική παιδεία αποκτούν, ούτε τις ειδικές γνώσεις που απαιτεί το επιστημονικό αντικείμενο που σπουδάζουν.
Στο πλαίσιο της εξοντωτικής αυτής λειτουργίας, που καταστρέφει τον ψυχικό δυναμισμό της νεολαίας και οδηγεί την πλειοψηφία των μαθητών στην υποτίμηση και την αποστροφή, όχι απλά του σχολείου, αλλά της μόρφωσης γενικά, η κοινωνικοπολιτική συνείδηση της νεολαίας υπονομεύεται βαθιά. Γεγονός που δεν αποτυπώνεται μόνο στη σχολική πράξη, αλλά και σε όλες τις εκφράσεις της νεολαιίστικης ζωής, όπως π.χ. στην ψυχαγωγία. Ο εξουθενωμένος, αλλά και ο παρατημένος από κάθε προσπάθεια μόρφωσης μαθητής, αναζητά υποκατάστατα χαράς μέσα από την εκτόνωση και την κατανάλωση των μαζικών, εμπορευματοποιημένων πολιτιστικών υποπροϊόντων, αντί να ζει αληθινά τη ζωή, μέσα από το πλάτεμα των πνευματικών του οριζόντων, τη συλλογική δημιουργία, την κοινωνική δραστηριότητα.
Η κατάσταση διαμορφώνεται πολύ χειρότερη στα ΤΕΕ, όπου ο ίδιος ο χαρακτήρας τους, ως προθάλαμος της κατάρτισης, με τις συνεχείς αλλαγές ειδικοτήτων στο μέσον των σπουδών και την έλλειψη υποδομών, αναπαράγει τα αδιέξοδα και την ψυχολογία της παραίτησης από κάθε μορφωτική προσπάθεια, τη διάθεση του «να τελειώνουμε να φύγουμε».
Σοβαρός παράγοντας που επιδρά στην υποβάθμιση του σχολείου, είναι η υποβάθμιση της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και Ερευνας, από τις οποίες το σχολείο τροφοδοτείται σε περιεχόμενο και έμψυχο δυναμικό. Γιατί η σημαντικότερη επίπτωση της πλήρους υποταγής της Ανώτατης Εκπαίδευσης στο μονοπωλιακό κεφάλαιο -που προχωρεί ραγδαία- είναι η ολοσχερής αναίρεση της όποιας κοινωνικής αποστολής της επιστήμης, η υπονόμευση της εξέλιξής της και η διαστροφή του περιεχομένου της. Συνακόλουθα, τα εφόδια της πλειοψηφίας των αποφοίτων των προπτυχιακών σπουδών περιορίζονται στο επίπεδο αποφοίτων επαγγελματικών σχολών, ενώ οι απόφοιτοι των μεταπτυχιακών ειδίκευσης, στο μεγαλύτερο μέρος τους, θα αντιστοιχηθούν με τους, ως σήμερα, αποφοίτους των προπτυχιακών. Οι προπτυχιακές σπουδές προσανατολίζονται στη μαζική χορήγηση ρηχών γνώσεων και αποσπασματικών επαγγελματικών δεξιοτήτων, απογυμνωμένων από τη θεωρητική τους θεμελίωση, για μια ληξιπρόθεσμη απασχόληση στο πλαίσιο της διαρκούς εναλλαγής επαγγελμάτων, ή μετατρέπονται σε δεξαμενές ανέργων, μέσα από ένα γενικόλογο, σεμιναριακό και αποσπασμένο από την εφαρμογή, περιεχόμενο σπουδών. Παράλληλα, ο ρόλος των Πανεπιστημίων στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας ενισχύεται και η ιδεολογική επίθεση καθυπόταξης της φοιτητικής νεολαίας στη λογική της παντοδυναμίας της αγοράς και των καπιταλιστικών προτύπων, δυναμώνει, μέσα και από νέες μορφές παρέμβασης του μονοπωλιακού κεφαλαίου στο περιεχόμενο και τη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης.
δ) Επιβεβαιώνεται καθημερινά το αδιέξοδο της ατομικής λύσης για τη λαϊκή οικογένεια, που ολοένα και περισσότερο σφίγγει τη ζώνη, για να προσφέρει στα παιδιά της μια εκπαίδευση χωρίς αντίκρισμα για τη ζωή και το μέλλον τους. Η συνεχής αύξηση της ανεργίας κάνει αδυσώπητο τον ανταγωνισμό για περισσότερα «εκπαιδευτικά» εφόδια. Ωστόσο, για την πλειοψηφία των νέων, ακόμη και των αποφοίτων των πανεπιστημίων, γίνεται ολοένα και πιο παρατεταμένη, ασταθής και δύσκολη η πορεία ένταξής τους στην παραγωγή. Ταυτόχρονα, η νεολαία αποτελεί το πρώτο θύμα της ανατροπής των εργασιακών σχέσεων. Παρατηρείται μια τεράστια αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης όσων νέων κατορθώνουν να εξασφαλίσουν εργασία, χωρίς ωράριο, ασφάλιση και άλλα στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα.
Ο κεντρικός στόχος της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης είναι η στενότερη και αποδοτικότερη υπαγωγή της εκπαίδευσης στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, στη διαμόρφωση του «απασχολήσιμου» και προπαντός ελεγχόμενου ανθρώπινου δυναμικού. Πρόκειται για την πολιτική που επιτάσσουν οι αντιθέσεις και τα κυρίαρχα συμφέροντα της «οικονομίας της αγοράς», σε πλήρη αντίθεση με τις ώριμες λαϊκές ανάγκες και δυνατότητες της εποχής μας για ποσοτική και ποιοτική διεύρυνση της εκπαίδευσης, για πλήρη εργασία με δικαιώματα και δημιουργικό ελεύθερο χρόνο. Τα αποτελέσματά της αποτελούν απόδειξη της κρίσης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, που υποτάσσει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πρώτα και κύρια του ανθρώπου, στα στενά όρια του μονοπωλιακού υπερκέρδους.
Ωστόσο, η διαμόρφωση του νέου εκπαιδευτικού τοπίου, σε συνδυασμό με το εργασιακό, βρίσκεται σε εξέλιξη και χρειάζεται διαρκής παρακολούθηση και καταγραφή των νέων στοιχείων που αναδεικνύονται.
Β. Η κυβερνητική πολιτική και η στάση των άλλων πολιτικών δυνάμεων
Η επίθεση της κυβέρνησης θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Θεωρώντας ότι το νέο σύστημα «ισορρόπησε» και με κεντρικό προπαγανδιστικό σύνθημα την «έμφαση στην ποιότητα», ετοιμάζεται να εξαπολύσει ένα νέο μπαράζ αντιδραστικών μέτρων και αυταρχικών ρυθμίσεων, που αυτή τη φορά, μαζί με τις καθιερωμένες υποσχέσεις για βελτίωση των υποδομών, ακουμπούν βαθύτερα το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας: τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία, τους εκπαιδευτικούς ως βασικούς συντελεστές της εκπαιδευτικής πράξης.
Σύμφωνα με αυτές:
Οι «νέες» αυτές «παιδαγωγικές» πρακτικές εμφυτεύονται στο γόνιμο έδαφος της διανοητικής σύγχυσης που καλλιεργούν οι παραδοσιακές μορφές διδασκαλίας και τα σχολικά βιβλία.
Οι πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης για μείωση της διδακτέας ύλης και «διαθεματική» προσέγγιση κάθε μαθήματος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, παρότι ακουμπούν σε υπαρκτά προβλήματα, δε θα δώσουν ουσιαστικά λύσεις. Αποτελούν επιφανειακή προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα κραυγαλέα προβλήματα του λειτουργικού αναλφαβητισμού (τα οποία εντείνονται κάτω από την υπερφόρτωση των βιβλίων και των προγραμμάτων), χωρίς να αντιπροσωπεύουν καμιά ποιοτική αλλαγή στο περιεχόμενο του σχολείου. Γιατί ο σκοπός της εκπαίδευσης, που είναι να παρέχει στους πολλούς τόσα μόνον εφόδια ώστε να μη ζημιώνονται τα συμφέροντα των λίγων, παραμένει και ενισχύεται.
Η αξιολόγηση ανάγεται γενικότερα σε βασικό μοχλό προσαρμογής όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων (από το δημοτικό έως και το πανεπιστήμιο) σε μια επιχειρηματική λογική, που αντιμετωπίζει την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης με την απόδοσή της σε, ειδικά για την εκπαίδευση, θεσπισμένους από την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ, δείκτες. Δείκτες που αποτιμούν το βαθμό προσαρμογής της εκπαίδευσης στις σημερινές απαιτήσεις του κεφαλαίου (π.χ. συγκεκριμένες γνωστικές επιδόσεις και δεξιότητες, προγράμματα σπουδών και έρευνας για τις τρέχουσες ανάγκες των μονοπωλίων κλπ.), αντί για το μορφωτικό - παιδαγωγικό και γενικότερα κοινωνικό της έργο. Τα όσα προαναφέρθηκαν για το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της σημερινής εκπαίδευσης αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα της «ποιότητας» και της αποδοτικής λειτουργίας της, κάθε άλλο παρά είναι ζήτημα αξιολόγησης και θεσμών. Είναι ζήτημα του σκοπού της εκπαίδευσης, των γενικότερων αντιλαϊκών οικονομικών και κοινωνικών στόχων που έρχεται να εξυπηρετήσει.
Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, αποδεχόμενες και στηρίζοντας την ουσία της κυβερνητικής πολιτικής, διαπραγματεύονται δευτερεύουσες πτυχές της. Η πολιτική τους αυτή εκφράζεται σε όλα τα κεντρικά ζητήματα της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης:
Στο συνδικαλιστικό κίνημα, η πολιτική των άλλων δυνάμεων εκδηλώνεται με την υποταγή της πλειοψηφίας των οργάνων του στη διαχειριστική λογική του μερεμετίσματος της αντιλαϊκής πολιτικής κυβέρνησης και ΕΕ, με την υπονόμευση της σύνδεσης του κινήματος της Παιδείας και του γενικότερου εργατικού -λαϊκού κινήματος.
Με βάση τα παραπάνω, η σχέση των προβλημάτων της Παιδείας με τα γενικότερα κοινωνικά προβλήματα και η ανάγκη σύνδεσης του αγώνα για την αντιμετώπισή τους με τον αγώνα για ριζική αναδιοργάνωση της Παιδείας και της κοινωνίας, αποτελεί την κεντρική διαχωριστική γραμμή της πολιτικής του ΚΚΕ από εκείνη των αστικών και μικροαστικών κομμάτων.
Γ. Οι αγώνες που αναπτύχθηκαν, η συνέχεια και η προοπτική τους
Οι αγώνες που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια είχαν μαζικότητα, διάρκεια, σωστό προσανατολισμό, μπόλιασαν, εκτός από τους μαθητές, βασικά τμήματα του χώρου της εκπαίδευσης, όπως ένα μέρος των γονιών και των εκπαιδευτικών, έφεραν κάποιες μικρές κατακτήσεις. Εξανάγκασαν όχι μόνο την κυβέρνηση αλλά και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις σε ελιγμούς, με προσαρμογές στις θέσεις τους. Ανέδειξαν τις διαθέσεις αμφισβήτησης από τη νεολαία όχι μόνο του σχολείου, αλλά και ουσιαστικών πλευρών της συνολικότερης κοινωνικής πραγματικότητας που οικοδομείται, τις δυνατότητες που υπάρχουν στη νεολαία, παρά την επίθεση αποπροσανατολισμού που δέχεται, να προσεγγίσει, μέσα από τις δικές της εμπειρίες, την πολιτική του κόμματός μας. Προπαντός, όμως, αποτελούν παρακαταθήκη για το μέλλον, υπερβαίνοντας τον χαρακτήρα μιας απλής διαμαρτυρίας για την υπεράσπιση των όποιων κεκτημένων, με την προβολή ριζοσπαστικών, σ' ένα βαθμό, αιτημάτων διεκδίκησης και διεξόδου. Αιτημάτων που μπορούν να εμπνεύσουν και να συσπειρώσουν την εργατική τάξη και πλατιά λαϊκά στρώματα στην πάλη για τη μόρφωση και τη ζωή της νεολαίας. Παρ' όλα αυτά, οι αγώνες αυτοί ήταν σε αναντιστοιχία με την ένταση της επίθεσης, αναδείχνοντας τις δυνατότητες, τις δυσκολίες και τις νέες απαιτήσεις από τη δουλιά μας. Καταγράφηκε η αδυναμία και απουσία ενός ταξικού εργατικού κινήματος, ικανού να δώσει ώθηση και συνέχεια, ενσωματώνοντας συνειδητά και ολοκληρωμένα τα βαθύτερα στοιχεία που αναδείχτηκαν. Ενός κινήματος που θα προβάλλει καθαρότερα τη διέξοδο μέσα από το συντονισμένο, κοινό αγώνα εργατικής τάξης και νεολαίας για την Παιδεία, την εργασία και τις αναγκαίες γενικότερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές.
Το Κόμμα μας και η ΚΝΕ είχαν μια σημαντική συμβολή στην ανάπτυξή τους. Πρωτοστάτησαν, συνέβαλαν στο συντονισμό και στην αλληλεγγύη ανάμεσα στα διάφορα τμήματα νεολαίας, γονιών, εκπαιδευτικών και, σ' ένα βαθμό, του εργατικού κινήματος. Ωστόσο, αναδείχτηκε έντονα η αναγκαιότητα μιας βαθύτερης και πολυμέτωπης δουλιάς για την Παιδεία, ώστε να καταχτιέται το περιεχόμενο της διεξόδου και οι πολιτικοί όροι της. Μιας δουλιάς για την καταξίωση του κόμματός μας ως πρωτοπορίας, όχι μόνο στους αγώνες, αλλά και στη συνολική ιδεολογική, πολιτική, παιδαγωγική διαπάλη για το κέρδισμα της νέας γενιάς, μέσα στο σχολείο και έξω απ' αυτό. Γιατί η εκπαίδευση δεν αποτελεί το μοναδικό κρίκο του κοινωνικού συστήματος με τον οποίο διαμορφώνει συνείδηση η νεολαία. Δίπλα στο σχολείο, υπάρχει το σχολείο της ζωής, όπου γίνεται μια αδιάκοπη διαδικασία «διαπαιδαγώγησης» της νεολαίας και όπου «παιδαγωγός» είναι το κοινωνικό περιβάλλον, η οικογένεια, η παρέα, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και μια σειρά άλλοι μηχανισμοί, με τους οποίους η αστική ιδεολογία και το κυρίαρχο σύστημα αξιών επιδρά στη συνείδησή της. Η χειροτέρευση της εκπαίδευσης σε συνδυασμό με τη γενικότερη πνευματική και ηθική κρίση παγιδεύουν μεγάλα τμήματα της νεολαίας στον ατομισμό και στην αδιαφορία. Δημιουργούν προϋποθέσεις για μελλοντική διεύρυνση των φαινομένων περιθωριακής ψυχολογίας και συμπεριφοράς, που ήδη αναπτύσσονται και στη χώρα μας.
Οι επισημάνσεις αυτές αναδείχνουν ακόμη πιο έντονα την αναγκαιότητα αντιμετώπισης του προβλήματος της Παιδείας, ταυτόχρονα με το πρόβλημα της κοινωνικής προοπτικής και των προϋποθέσεων για την επίλυσή του. Γιατί τα οξυμένα προβλήματα της εκπαίδευσης δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης προγραμματισμού, προχειρότητας ή κακής διαχείρισης από την πλευρά της κυβέρνησης, όπως ισχυρίζονται -καθένα με τον τρόπο του - τα άλλα κόμματα που αποδέχονται την ουσία της πολιτικής της. Η πολιτική που προσποιείται ότι οικοδομεί το «σχολείο του αύριο», χρησιμοποιώντας τα ίδια παλιά υλικά του χτες, δεν μπορεί παρά να επιδεινώνει τα προβλήματα της Παιδείας και να υποβαθμίζει το μορφωτικό επίπεδο της νεολαίας. Εκπαιδευτική «αναγέννηση» δεν μπορεί να προέλθει από την πολιτική που γεννά τη φτώχεια και την ανεργία, το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, την ανατροπή των εργασιακών δικαιωμάτων, τον πόλεμο. Ο αγώνας για την ανασυγκρότηση της Παιδείας, σε όφελος του λαού και της νεολαίας, συνδέεται και ενισχύεται από τον αγώνα για γενικότερες, ριζικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Ετσι, το κίνημα για την Παιδεία δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε κάποιες μάχες για την άμβλυνση των επιπτώσεων της αντιδραστικής επέλασης, ή τη διατήρηση των ελάχιστων κατακτήσεών του. Χρειάζεται να αναδείξει και να προτάξει στις διεκδικήσεις του στόχους για μια Παιδεία που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες λαϊκές απαιτήσεις και κοινωνικές ανάγκες, τις οποίες οι αντικειμενικές υλικές προϋποθέσεις γεννούν. Να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά ενός όχι μόνο πανεκπαιδευτικού, αλλά παλλαϊκού κοινωνικού μετώπου. Ν' αναδείξει το βαθύτερο πυρήνα του εκπαιδευτικού προβλήματος, ότι η αναγκαία αναδιοργάνωση της Παιδείας είναι αναπόσπαστη από την ανάγκη μιας νέας οργάνωσης ολόκληρης της κοινωνίας, σε αντίθεση και ρήξη με τη λογική της παντοδυναμίας της «οικονομίας της αγοράς» και του κέρδους, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτός ο αγώνας δεν είναι αγώνας του αύριο. Είναι αγώνας που απαντά στο σήμερα: Στα πιεστικά καθημερινά προβλήματα και αδιέξοδα στη μόρφωση και στη ζωή των νέων ανθρώπων, που όσο ο παραγόμενος πλούτος αυξάνεται, όσο η επιστήμη και η τεχνική προοδεύουν, αντί να περιορίζονται, πολλαπλασιάζονται.
Δ. Οι άμεσοι στόχοι της δουλιάς μας. Ο σχεδιασμός μας στο μαζικό κίνημα
1. Η γενικευμένη και εφ' όλης της ύλης εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, που προωθεί η κυβέρνηση, οξύνοντας τα προβλήματα της εκπαίδευσης, αντικειμενικά απασχολεί και κινητοποιεί μεγάλες κατηγορίες κοινωνικών δυνάμεων (εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές, φοιτητές-σπουδαστές, πανεπιστημιακοί), με την αντίστοιχη συνδικαλιστική τους έκφραση. Ωστόσο, η εναπόθεση του προβλήματος της Παιδείας μόνο στις δυνάμεις, που πιο άμεσα εμπλέκονται στο χώρο της εκπαίδευσης, δεν αρκεί για την ανάδειξη του κοινωνικού χαρακτήρα του και των όρων για την επίλυσή του.
Χρειάζεται ποιοτική στροφή στον τρόπο αντιμετώπισής του, ώστε να γίνει υπόθεση όλων των Κομματικών Οργανώσεων, συνοικιακών και κλαδικών, με στόχο την παρέμβαση του εργατικού κινήματος. Είναι και αυτός ένας δρόμος για να δοθεί αποτελεσματική βοήθεια στο μέχρι σήμερα δομημένο κίνημα της Παιδείας, να ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση, ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών, που αποτελεί συστατικό κομμάτι του εργατικού κινήματος, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, στηριζόμενο και στηρίζοντας το ευρύτερο εργατικό κίνημα. Η ευθύνη και ο ρόλος του κινήματος, που δρα άμεσα στο χώρο της εκπαίδευσης, δεν περνά σε δεύτερη μοίρα. Ομως, πρέπει να φανεί και να καταγραφεί ο ρόλος της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, που οι αναδιαρθρώσεις προχωρούν και αγκαλιάζουν όλες τις σφαίρες της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής, προπαντός τις εργασιακές σχέσεις. Ετσι, θα αναδειχτεί καλύτερα ο ταξικός χαρακτήρας της Παιδείας και θα ανοίξει ο δρόμος ώστε το κίνημα της Παιδείας να αποτελέσει βασικό μέτωπο συσπείρωσης και πάλης, μέσα από το οποίο θα προωθούνται οι προϋποθέσεις για μια πραγματική διέξοδο στα προβλήματα της Παιδείας μαζί και της κοινωνίας.
Η προώθηση αυτής της κατεύθυνσης επιβάλλει τη συσπείρωση, σ' ένα κοινό ταξικό ρεύμα, όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Παιδείας, των εκπαιδευτικών και των εργαζόμενων γονιών.
Παράλληλα, χρειάζεται να αναβαθμίσουμε τη συμβολή μας στα προβλήματα του χώρου της ιδιωτικής εκπαίδευσης, ιδιαίτερα της επαγγελματικής κατάρτισης (ΟΑΕΔ, ΙΕΚ, ΚΕΚ, ΚΕΣ κλπ.), που συγκεντρώνει τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, στους αδιόριστους εκπαιδευτικούς και στους φορείς της ΤΑ.
Επιδίωξή μας είναι η συνέχιση των αγώνων κάθε χώρου και κυρίως η διαμόρφωση ενός ενιαίου κινήματος που να διεκδικεί μια Παιδεία η οποία να αντιστοιχεί στο επίπεδο των σύγχρονων λαϊκών αναγκών και δε θα αρκείται στην προηγούμενη κατάσταση ή σε παραλλαγές της.
2. Η τακτική μας για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου, παλλαϊκού κινήματος για την Παιδεία:Δουλεύουμε για να ενισχύεται η δημοκρατική λειτουργία, η συλλογικότητα και η πρωτοβουλία των φορέων του μαζικού κινήματος, για να προωθείται η μαζικότητα, η ενεργοποίηση των εργαζομένων και η συμπαράταξη, για να διαμορφώνονται κέντρα ανάπτυξης των αγώνων για την Παιδεία, μέσα από τις δομές των μαζικών φορέων και των επιτροπών αγώνα, καθώς και για το συντονισμό τους σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο.
α. Βασικοί άξονες κοινής δράσης και πάλης
Απαλλαγή της λαϊκής οικογένειας από τα δυσβάστακτα οικονομικά βάρη της εκπαίδευσης και τον εξαναγκασμό σε ένα δεύτερο σχολείο, μετά το σχολείο.
ΟΧΙ στη μόρφωση-εμπόρευμα, που ανάλογα με την τσέπη σου αγοράζεις. Κάλυψη του συνόλου των εκπαιδευτικών αναγκών μέσα από το δημόσιο και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα, στην κατεύθυνση της κατάργησης κάθε μορφής ιδιωτικής εκπαίδευσης.β. Αιτήματα και διεκδικήσεις που η ζωή έχει καταγράψει και εκφράζουν το παραπάνω πλαίσιο
Διεύρυνση του ανώτατου χαρακτήρα των πανεπιστημίων και των προπτυχιακών πανεπιστημιακών σπουδών. Οχι στις υποβαθμισμένες σχολές καταρτισιακού ή σεμιναριακού χαρακτήρα, όχι στο διαχωρισμό της ανώτατης εκπαίδευσης σε πανεπιστημιακή και τεχνολογική, όχι στους κύκλους σπουδών, που αποσκοπούν να αποκλείσουν την πλειοψηφία των φοιτητών από την απόκτηση ανώτατης εκπαίδευσης. Ισοτιμία όλων των ΑΕΙ.
3. Η αυτοτελής δράση μας για την προώθηση της συσπείρωσης και της πολιτικής συμμαχιών του Κόμματος προϋπόθεση για τον προσανατολισμό του κινήματος και την ωρίμανση των πολιτικών όρων διεξόδου
Για να μαζικοποιηθεί, να ανέβει η πολιτικοποίηση και η αποτελεσματικότητα του μαζικού κινήματος χρειάζεται, πέρα από την παρέμβασή μας σε αυτό, μια αυτοτελής, πλατιά εκλαϊκευτική πολιτική και ιδεολογική δουλιά με βάση τις θέσεις μας, ώστε να ακουμπά στην εργατική τάξη, στη νεολαία, στους εκπαιδευτικούς και σε ένα ευρύτερο επιστημονικό δυναμικό και ανθρώπους κύρους. Οσες προσπάθειες και αν κάνουμε στο μαζικό τομέα, δε θα είναι αποτελεσματικές, αν δε στηρίζονται στη γενικότερη πολιτικοϊδεολογική δουλιά του Κόμματος με όλες τις μορφές.
Κριτήρια της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας της συνδικαλιστικής μας δράσης είναι οπωσδήποτε οι κατακτήσεις που μπορεί να αποσπαστούν, η μαζικότητα και η ωρίμανση του μαζικού κινήματος, αλλά και η συσπείρωση νέων δυνάμεων στους πολιτικούς όρους και προϋποθέσεις για την οριστική αντιμετώπιση των προβλημάτων, η προώθηση της πολιτικής συμμαχιών του Κόμματός μας, η στράτευση στην κατεύθυνση του λαϊκού μετώπου. Η επικοινωνία και η ανάπτυξη ουσιαστικών δεσμών με τον πλατύ κόσμο που συσπειρώνεται και δρα στο μαζικό κίνημα πρέπει να ενισχύεται με το στόχο του μετασχηματισμού της συνδικαλιστικής επιρροής σε βαθύτερη συνείδηση στράτευσης στη συνολικότερη πολιτική διεξόδου του Κόμματος.
Η καταγραφή, η επικοινωνία, η ανάπτυξη ουσιαστικών δεσμών με τον πλατύ κόσμο που συσπειρώνουμε, πρέπει, με ευθύνη των κομματικών οργανώσεων και των κομματικών ομάδων, να οργανωθεί συστηματικά, με στόχο τη μετατροπή της συνδικαλιστικής μας επιρροής, ή της αποσπασματικής στήριξης πλευρών της πολιτικής μας, σε μια βαθύτερη συνείδηση στράτευσης στη συνολικότερη γραμμή διεξόδου του κόμματος.
Ε. Ορισμένες πλευρές της πολιτικοϊδεολογικής διαπάλης που σχετίζονται άμεσα με τον προσανατολισμό και την αποτελεσματικότητα του κινήματος
Το κεφάλαιο, για τη στήριξη της πολιτικής που στοχεύει στον ποσοστιαίο και ποιοτικό περιορισμό της βασικής, γενικής, μόρφωσης της πλειοψηφίας των νέων και την υποκατάστασή της με σύντομες, ευέλικτες και τυποποιημένες «καταρτίσεις» που θα συλλέγονται ατομικά και επί πληρωμή, εφ' όρου ζωής, προβάλλει και προωθεί μια σειρά από αντιλήψεις, οι κύριες από τις οποίες είναι οι παρακάτω:
Η αναζωπύρωση τα τελευταία χρόνια της αστικής παιδαγωγικής θεωρίας των φυσικών χαρισμάτων, σύμφωνα με την οποία οι επιδόσεις στις σπουδές οφείλονται σε ιδιαίτερες κλίσεις και ταλέντα και όχι στους καθοριστικούς κοινωνικούς, υλικούς, παιδαγωγικούς παράγοντες που επιδρούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Η θεωρία αυτή, σε συνδυασμό με την προπαγάνδα ότι οι μακροχρόνιες σπουδές εκτρέπουν σε αντιπαραγωγικές γνώσεις τροφοδοτώντας την ανεργία και τα περί «επαγγελμάτων του μέλλοντος», που έχουν καλύτερη προοπτική γιατί τα «ζητά η αγορά» και μάλιστα χωρίς κοπιαστικές σπουδές και πολλά έξοδα, γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη, όσο ακουμπά στα πλατιά λαϊκά στρώματα.
ΣΤ. Τα κύρια προβλήματα της καθοδηγητικής δουλειάς και της δημιουργικής εφαρμογής της πολιτικής μας. Βασικά μέτρα
Το άμεσο ζήτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι, τα ζητήματα της παιδείας να διαπεράσουν όλο το φάσμα της καθοδηγητικής μας δουλιάς, ώστε να γίνει υπόθεση όλων των κινημάτων και πρώτα από όλα της εργατικής τάξης. Ολες οι κομματικές ομάδες και οι ΚΟΒ πρέπει να έχουν στο πρόγραμμά τους το θέμα της Παιδείας, επεξεργασμένο βεβαίως και προσαρμοσμένο στο χώρο τους. Ταυτόχρονα πρέπει να ανέβει η καθοδήγηση στις ΚΟΒ που έχουν άμεση σχέση με το χώρο της Παιδείας και την ΚΝΕ. Πιο ειδικά να αντιμετωπίσουμε τη βελτίωση της καθοδήγησης των ΚΟΒ Παιδείας, και των οργανώσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Η καθοδήγησή μας στις οργανώσεις που κινούνται άμεσα στο χώρο Παιδείας πρέπει να περιλαμβάνει και το μεγάλο ζήτημα του περιεχομένου της μόρφωσης, στο οποίο εκδηλώνεται ανάγλυφα ο ταξικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης. Αν αναβαθμιστεί η δουλιά μας με βάση τις κατευθύνσεις που έχουμε διαγράψει παραπάνω, μπορεί να έχουμε πρακτικά αποτελέσματα και στο εξίσου σημαντικό μέτωπο, της ποσοτικής και ποιοτικής ενίσχυσης των δυνάμεών μας, ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών, που, από τη θέση τους, έχουν ιδιαίτερο ρόλο να παίξουν στον αγώνα για τα μορφωτικά δικαιώματα του λαού και της νεολαίας.
Στα πλαίσια αυτά χρειάζεται καλύτερα να αντιμετωπίσουμε προβλήματα που εμποδίζουν την ανάπτυξη και την αποτελεσματικότητα της δράσης μας:
Το ΚΚΕ για άλλη μια φορά επισημαίνει ότι τέτοια βασικά και ουσιώδη κοινωνικά δικαιώματα, όπως η μόρφωση και η εργασία, δεν πρόκειται να χαριστούν στο λαό. Γι' αυτό παλεύει ώστε η κατεύθυνση, το περιεχόμενο και οι όροι της εκπαίδευσης των νέων ανθρώπων να μην καθορίζονται από την «ιδιωτική πρωτοβουλία», για το στενό συμφέρον της, να μην αποτελούν υπόθεση μόνον κάποιων «ειδικών», που με επιστημονικοφάνεια προσπαθούν να επιβάλλουν τις πιο αντιλαϊκές και αντιεκπαιδευτικές ρυθμίσεις σαν αδήριτη ανάγκη των καιρών. Θέτει σαν βασικό στόχο του το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα της Παιδείας να γίνει υπόθεση όλου του λαού, της νεολαίας, της εργατικής τάξης, ενός ευρύτερου λαϊκού μετώπου.
Το ΚΚΕ, δεμένο με τις ανάγκες και τους αγώνες του λαού, θα συνεχίσει την προσπάθειά του να βαθύνει και να αναπτύξει ακόμη τις θέσεις του στα ζητήματα της Παιδείας, με πίστη ότι οι ανεξάντλητες δημιουργικές δυνατότητες του λαού μας όχι μόνο θα τις πλουτίσουν αλλά και θα τις προωθήσουν στη ζωή.
Η ΚΕ του ΚΚΕ