Ας πάμε στις ταινίες της εβδομάδας, που κυμαίνονται σε μέτρια επίπεδα, με το «Animal» της Σοφίας Εξάρχου να ξεχωρίζει τόσο από τη βδομάδα όσο και από τις ελληνικές ταινίες της σεζόν.
Κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο, οι ανιματέρ που δουλεύουν σε ένα all-inclusive ξενοδοχείο προετοιμάζονται για την τουριστική σεζόν. Η Κάλια είναι η αρχηγός της ομάδας. Καθώς το καλοκαίρι κορυφώνεται και η πίεση αυξάνεται, οι νύχτες τους γίνονται βίαιες και ο αγώνας της Κάλιας αποκαλύπτεται στο σκοτάδι. Αλλά όταν ανάψουν ξανά τα φώτα, το σόου θα πρέπει να συνεχιστεί.
Μια αλληγορική «γροθιά στο στομάχι». Θρυμματίζει τη βιτρίνα του τουριστικού θαύματος, δείχνοντας το σαθρό παρασκήνιό της. Ισως υπερβολικά, για να ισχυροποιήσει την αντίθεση. Γιατί τη βιτρίνα και όχι την πιο αθέατη πλευρά; Γιατί η βιτρίνα πρέπει να γίνεται κομμάτια. Οσο η βιτρίνα αντέχει, κρύβει. Οι εργαζόμενοι που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή «πέφτουν στη μάχη», αλλοτριώνονται μέχρι το μεδούλι, συνεχίζουν να είναι μέρος του ρόλου τους και όταν βρίσκονται εκτός δουλειάς, μέχρι να καταρρεύσουν. Πότε τελειώνει η δουλειά; Εχει ωράριο; Εχει δικλίδες ασφαλείας; Οι εργαζόμενοι εξαντλούνται σωματικά και ψυχολογικά για να βγάλουν το μεροκάματο. Ποιος ξέρει τι θα κάνουν τους υπόλοιπους μήνες; Μαθαίνουν με πολύ δύσκολο τρόπο το γεγονός ότι είναι αναλώσιμοι και αντικαθίστανται στο δευτερόλεπτο από την επόμενη παρτίδα φτηνού, «ευέλικτου» εργατικού δυναμικού. Αλλωστε όλοι μπορούν να κάνουν «κωλοτούμπες». Μαθαίνουν, αφού φτάσουν στον πάτο, ότι αυτό που κάνουν για την επιβίωσή τους δεν είναι Τέχνη, δεν είναι σε τίποτα διαφορετικό από αυτό που κάνει ένας οποιοσδήποτε εργαζόμενος στον εξαντλητικό τουριστικό τομέα. Είναι γρανάζια μιας καλοστημένης μηχανής, που βγάζει κέρδος πάνω στις πλάτες τους και στοιχειώνει ακόμα και τον ύπνο τους. Δεν βλέπουν όνειρα, δεν κάνουν όνειρα, είναι παραδομένοι στη μοιρολατρία, γνωρίζουν εν τέλει τον «σκοπό» τους. Ξυπνάνε άραγε ποτέ από τον εφιάλτη; Η δυστοπία είναι εδώ, έχει όνομα, έχει αιτία. Δίνει η Εξάρχου λύση; Ανατρέπει τα καθιερωμένα; Μήπως οργανώνεται κανείς στο σωματείο του και διεκδικεί καλύτερες συνθήκες; Οχι. Στοχεύει στα ενδότερα ένστικτα, αυτά της επιβίωσης. Αφήνει όμως μια μικρή χαραμάδα φωτός μέσα στη νύχτα. Βλέπουμε σπάνια κοινωνικές ταινίες στα ελληνικά δεδομένα τα τελευταία χρόνια, ας είμαστε λιγότερο αυστηροί. Η φετινή χρονιά ήταν η χρονιά που «καταλάβαμε» τις δυνατότητες της Δήμητρας Βλαγκοπούλου, τόσο με το αγαπημένο μας μικρού μήκους «Αερολίν» όσο και με τούτο δω το θηρίο... Η ερμηνεία της είναι παραπάνω από τη μισή ταινία, μόνο και μόνο γι' αυτήν την ερμηνεία αξίζει να τη δει κανείς. Αν σε έναν έστω άνθρωπο ξυπνήσει το «γαμώτο», είναι κέρδος. Εξαιρετική και η πρωτοεμφανιζόμενη Φλομαρία Παπαδάκη.
Οταν η έφηβη Πρισίλα συναντά τον Ελβις Πρίσλεϊ σε ένα πάρτι, ο άντρας που είναι ήδη ένας σούπερ σταρ του rock 'n' roll γίνεται κάποιος άλλος σε ιδιωτικές στιγμές. Μέσα από τα μάτια της ίδιας βλέπουμε την αθέατη πλευρά ενός μεγάλου αμερικανικού μύθου, μια μεγάλη αγάπη, αλλά και έναν ταραχώδη γάμο που άφησε εποχή.
Η Σοφία Κόπολα σκηνοθετεί ένα σχεδόν αδιάφορο ρομάντζο, μια αγιογραφία της έφηβης Πρισίλα, αφήνοντας αιχμές ότι ο Ελβις ναι μεν την αγάπησε αλλά στην πραγματικότητα ήθελε ένα κορίτσι για σπίτι, ώστε να εστιάσει στην καριέρα του... Περνάει όμως ακροθιγώς το ότι ο Ελβις ήταν ένας άνθρωπος εξαρτημένος στις ουσίες, καθοδηγούμενος και εκμεταλλευόμενος από τον πατέρα του. Αυτό το γεγονός απηχούσε παντού στην ίδια του την ύπαρξη και οδήγησε στην καταστροφή και στον θάνατό του, την πιο προσωπική του σχέση δεν θα αλλοίωνε; Η ταινία έχει πραγματικά πολύ ωραία ατμόσφαιρα εποχής, αλλά αφενός στερείται αντικειμενικότητα, αφετέρου εμβαθύνει ελάχιστα στην πιο σκληρή όψη των πραγμάτων, αφού ταξιδεύει σε ένα διαρκές ροζ / μελό συννεφάκι. Το μόνο που καταφέρνει είναι να λειτουργεί «συμπληρωματικά» στις υπόλοιπες ταινίες για τον Ελβις.
Η αληθινή ιστορία των αχώριστων αδερφών φον Εριχ, που έγραψαν Ιστορία στον απίθανα ανταγωνιστικό κόσμο της επαγγελματικής πάλης στις αρχές της δεκαετίας του '80. Μέσα από τραγωδίες και θριάμβους, κάτω από τη σκιά του επιβλητικού πατέρα και προπονητή τους, τα αδέρφια επιδιώκουν με κάθε κόστος να αφήσουν το ανεξίτηλο σημάδι τους στα πιο διάσημα ρινγκ.
Η ταινία έχει ενδιαφέρουσα θεματολογία, ιδιαίτερα επειδή βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Ο Ντέρκιν όμως δεν έχει την πρόθεση να ψάξει βαθύτερα, όπως φαίνεται. Μας δείχνει ότι η μεγάλη οικογένεια των παλαιστών ξεκληρίζεται και τα ίδια τα μέλη της το εκλαμβάνουν ως μια «οικογενειακή κατάρα». Η πραγματική κατάρα όμως είναι ο πατέρας, ο χαμηλών τόνων ενορχηστρωτής της ζωής όλων τους. Ενας πατέρας - αφέντης, που καταφέρνει με αληθινά εμψυχωτικό λόγο να καθοδηγήσει τα παιδιά του για την εκπλήρωση των δικών του φιλοδοξιών, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ολα τα αγόρια της οικογένειας θα μπουν στο ρινγκ, κι ας μην τους αρέσει, μόνο και μόνο για να διατηρήσουν «άρρηκτους» τους «οικογενειακούς δεσμούς», και το πληρώνουν με τίμημα την ίδια τους τη ζωή. Πραγματικά θα μπορούσαμε με ένα πιο στιβαρό και διεισδυτικό σενάριο να παρακολουθήσουμε μια εκπληκτική ταινία, που θα καυτηρίαζε το αμερικάνικο όνειρο, αλλά αντί γι' αυτό έχουμε μια αποθέωσή του. Κρίμα, γιατί μέσα από μια τέτοια ιστορία ακόμα και το κοινωνικό πλαίσιο θα μπορούσε να είναι πιο εμφανές και πιο ολοκληρωμένο.
Με φόντο τα υπό εξαφάνιση νησιά κατά μήκος του επικίνδυνα φουσκωμένου ποταμού Βραχμαπούτρα στο Μπανγκλαντές, το ντοκιμαντέρ αναδεικνύει τον γενναίο αγώνα της 12χρονης Αφρίν, η οποία προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο που πολιορκείται από τις ανελέητες δυνάμεις της φύσης. Οταν το σπίτι της βουλιάζει από τις πλημμύρες, η Αφρίν εκτοπίζεται με τη σχεδία της στην Ντάκα, μια μητρόπολη που σφύζει από ζωή. Εκεί θα αναζητήσει τον πατέρα της ανάμεσα σε αμέτρητους κλιματικούς πρόσφυγες και θα ξεκινήσει το δικό της ταξίδι ενηλικίωσης.
Γυρισμένο κατά τη διάρκεια πέντε ετών, είναι ένα εντυπωσιακό docudrama, δηλαδή στο μεταίχμιο μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Ο σκηνοθέτης πραγματικά εντυπωσιάζει με τα πλάνα του, την επιμονή και την υπομονή του να γυρίσει την ταινία του σε τόσο αντίξοες και βάρβαρες συνθήκες, τις συνθήκες στις οποίες ζουν εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, στις πιο δυσπρόσιτες περιοχές του πλανήτη. Ο Ράλλης με τον φακό του καταγράφει αυτόν τον ατέρμονο αγώνα επιβίωσης στο πρόσωπο ενός μικρού ορφανού κοριτσιού, χωρίς περιττούς διάλογους, με ποιητική κινηματογράφηση. Πραγματικά αναρωτιέται κανείς πόσο «ποιητική» μπορεί να χαρακτηριστεί η κινηματογράφηση σε αυτές τις συνθήκες και, παράλληλα, γεννιέται το «ρητορικό» ερώτημα πώς μπορεί ο φακός να βλέπει αυτό το κορίτσι να παλεύει και απλώς να αφήνεται να το κινηματογραφεί. Σίγουρα η εθνογραφική απεικόνιση που επιχειρείται είναι ένας τρόπος να μάθουμε μέσα από τα μάτια του την ιστορία των εκατομμυρίων εκτοπισμένων της περιοχής. Ομως φταίει η κλιματική αλλαγή για τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, την εξαθλίωση των λαών; Και εδώ αρχίζει η θεμελιώδης ένσταση σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο αλλά και τη διαχείριση της μορφής. Γιατί ζουν αυτοί οι άνθρωποι στα χαμόσπιτα μέσα στις λάσπες, στην απόλυτη ένδεια, με κίνδυνο της ζωής τους; Πώς αφήνονται όλα αυτά τα παιδιά έρμαια των συνθηκών; Ποιος έχει την ευθύνη για εκείνα; Τι είναι αυτή η κλιματική αλλαγή και πώς κορυφώνεται; Το 2024 οι άνθρωποι δεν μπορούν να προστατευτούν από τις πλημμύρες; «Τις πταίει»; Αυτό το «ποιος φταίει» δεν το βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ, ούτε καν υπονοείται. Ωραία και μαγική η απεικόνιση, αλλά όταν δεν αναδεικνύει τα αίτια είναι απλώς τροφή για τα μάτια και όχι για σκέψη.
Τη συναυλία παρακολούθησε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, ο οποίος συνεχάρη τους συντελεστές, καθώς και ο Θανάσης Παφίλης, μέλος της ΚΕ και βουλευτής του ΚΚΕ.
Χαιρετισμό απηύθυνε ο Περικλής Παγκράτης, πρόεδρος της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, ενώ για το έργο του Θεοτόκη μίλησε η Ερη Σταυροπούλου, καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Παρουσιάστηκαν σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση μελοποιημένα σονέτα του λογοτέχνη για τον έρωτα, την κοινωνία και τον πόλεμο, καθώς και συναφείς μελωδίες, τα οποία συνέθεσαν οι αρχιμουσικοί Αλκης Μπαλτάς, Σπύρος Μαυρόπουλος και Σπύρος Προσωπάρης, καθώς και μελωδία του Μπετόβεν σε ποίηση του Γκαίτε, μεταφρασμένη από τον Κερκυραίο λογοτέχνη.
Διεύθυνε ο διακεκριμένος μαέστρος Ανδρέας Πυλαρινός και βασικός σολίστ των σονέτων ήταν ο ερμηνευτής Παναγιώτης Πράτσος, βαρύτονος της Οπερας της Βιέννης.
Την ορχήστρα συγκρότησαν οι μουσικοί: Δημήτρης Δεσύλλας (κρουστά), Μερκούρης Κάραλης (κλαρινέτο), Βαγγέλης Καραμπάς (τρομπόνι), Γιάννης Καραμπέτσος (τρομπέτα), Σπύρος Μουρίκης (κλαρινέτο), Παναγιώτης Μπαλαμός (τρομπέτα), Αλέξανδρος Οικονόμου (φαγκότο), Γιάννης Οικονόμου (όμποε), Χρυσή Πιλαφτσή (φλάουτο), Γιώργος Ραράκος (τούμπα), Κώστας Σίσκος (κόρνο) και Μαρία Φωτιά (κόρνο).