ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Νοέμβρη 2006
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το χτύπημα του δικομματισμού...

Η νεολαία της ΚΝΕ, πρωτοπόρα στους αγώνες, δίνει πάντα το δικό της στίγμα στο νεολαιίστικο κίνημα
Η νεολαία της ΚΝΕ, πρωτοπόρα στους αγώνες, δίνει πάντα το δικό της στίγμα στο νεολαιίστικο κίνημα
«Η ΚΕ εκτιμά ότι ανεξάρτητα από τις όποιες μετακινήσεις πραγματοποιήθηκαν εσωτερικά του δικομματισμού, το ποσοστό του παραμένει υψηλό, σε αντίθεση με το ογκούμενο ρεύμα δυσαρέσκειας. Ακριβώς γι' αυτό δεν είναι προς το συμφέρον των λαϊκών στρωμάτων που υποφέρουν...».

Τα παραπάνω τονίζονται στην πρώτη εκτίμηση της ΚΕ του Κόμματος μετά τον πρώτο γύρο των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών. Με αφορμή τα εκλογικά αποτελέσματα και την παραπάνω εκτίμηση του ΚΚΕ, πολύ μελάνι χύθηκε μέχρι σήμερα, συνηθισμένο και μονότονο πράγμα άλλωστε σε όλες σχεδόν τις εκλογικές αναμετρήσεις, όπου τα ίδια επιχειρήματα, με διαφορετική γαρνιτούρα, έρχονται και επανέρχονται. Αρκετά, μάλιστα, δεν έχουν αλλάξει στο ελάχιστο από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και κάποια ακόμα από τη δεκαετία του '80.

Η βασική λογική τους είναι η εξής: «Το ΚΚΕ, η Αριστερά, έχει μόνιμα στόχο το δικομματισμό, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, και θέλει να τον χτυπήσει, να ελαττωθεί αυτός σε άθροισμα και σε ξεχωριστά ποσοστά μετά από κάθε εκλογές. Αλλά αυτό δεν το πετυχαίνει. Πάντα ο δικομματισμός στέκει το ίδιο δυνατός, μόνο εσωτερικές μετακινήσεις γίνονται. Πολλοί τη μια ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ, την άλλη ΝΔ και αντίστροφα. Για την κατάσταση αυτή φταίει το ίδιο το ΚΚΕ και η πολιτική του. Η οποία δεν είναι ανοιχτή σε άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, όπως ο ΣΥΝ, ή σε άλλα κόμματα εκτός Δεξιάς, όπως το ΠΑΣΟΚ. Φταίει το ΚΚΕ γιατί δεν έχει λόγο ανανεωτικό, σύγχρονο, μένει σε στερεότυπα, αρνείται τη συμμετοχή στο κυβερνητικό και αυτοδιοικητικό παιγνίδι, αφού δεν πραγματοποιεί γενικότερες ή έστω τοπικές συμφωνίες στη βάση των τοπικών κοινωνιών, για να κερδίσουν κάτι οι εργαζόμενοι...».


Μάλιστα. Για να δούμε, λοιπόν, πιο συγκεκριμένα την πραγματικότητα με βάση τα παραπάνω επιχειρήματα και προβληματισμούς.

Ενα ζήτημα που προκύπτει είναι τι ακριβώς είναι αυτός ο δικομματισμός και πώς τον εννοεί η κάθε πολιτική δύναμη, όπως κι αν αυτοπροσδιορίζεται αυτή, αριστερή ή όχι. Δικομματισμός δεν είναι απλά και μόνο δύο κόμματα, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση. Τα δύο αυτά αστικά κόμματα μπορεί να έχουν ιστορικές καταβολές διαφορετικές μεταξύ τους, μπορεί να μην ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο μέχρι τη σημερινή διαμόρφωσή τους, όμως έχουν κοινή στρατηγική υπεράσπισης του συστήματος, κοινές στρατηγικές επιλογές, στηρίζονται από τους ίδιους επιφανείς εκπροσώπους των επιχειρηματικών ομίλων, τα συμφέροντα των οποίων υπηρετούν με την πολιτική τους, τόσο στην κεντρική κυβέρνηση, όσο και στους νομούς και στους δήμους μέσω των εκλεγμένων εκπροσώπων τους.

Με την τακτική τους, την πολιτική τους, στη Βουλή και στους δήμους και τις νομαρχίες, όχι μόνο επιδιώκουν να εγκλωβίσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αλλά και λόγω του σημερινού συσχετισμού καταφέρνουν και διαμορφώνουν και μια γραμμή αντίθεσης που δεν ξεπερνά τη διεκδίκηση ορισμένων επιμέρους λύσεων που μπορεί προσωρινά να ανακουφίζουν και να «πλανίζουν» κάπως, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, πλευρές, από τα πιο οξυμένα προβλήματα ορισμένων τμημάτων του λαού. Τα προβλήματα αυτά, όμως, με μαθηματική ακρίβεια, επανέρχονται με μεγαλύτερη ένταση αργότερα, αφού τα ίδια τα ημίμετρα «ανακούφισης» προετοιμάζουν με τη σειρά τους, μόλις έρθει η κατάλληλη στιγμή, και νέα αντιλαϊκά μέτρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις κάνουν «παραχωρήσεις» που τις χρησιμοποιούν μετά για να καταργήσουν δικαιώματα, όπως, π.χ., το αναπηρικό επίδομα. `Η παίρνουν τέτοια μέτρα που στη συνέχεια αυτά βοηθούν για τη λήψη νέων μέτρων ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα. Ιδιαίτερα στους δήμους και τις νομαρχίες ο εγκλωβισμός της δυσαρέσκειας αποτελεί για τους εκλεκτούς του δικομματισμού ουσιαστικό ζήτημα, βασικό μέλημα του δικομματισμού από την επομένη κιόλας κάθε εκλογικής μάχης.

Μέλη, οπαδοί και φίλοι του ΚΚΕ, αταλάντευτα μπραστά, για τα μικρά και μεγάλα προβλήματα του λαού και του τόπου
Μέλη, οπαδοί και φίλοι του ΚΚΕ, αταλάντευτα μπραστά, για τα μικρά και μεγάλα προβλήματα του λαού και του τόπου
Το αστικό σύστημα γνωρίζει πολύ καλά ότι εκλεγμένοι που έχουν τα χέρια τους ελεύθερα από δεσμεύσεις, που αντιστέκονται, που διεκδικούν, που προσπερνάνε τα γλοιώδη χειροφιλήματα και τα παρακάλια, τα οποία το μόνο που κάνουν είναι να μην οδηγούν πουθενά πέρα από μια ρουσφετολογία για λίγους, είναι μόνον οι κομμουνιστές, οι ριζοσπάστες, οι αγωνιστές της συνεργασίας σε όλη τη χώρα. Αυτοί είναι που με τη δύναμη του δίκαιου, με τη δύναμη της οργάνωσης της λαϊκής πρωτοβουλίας και αυτενέργειας, θα μπορέσουν να τραβήξουν τα λαϊκά στρώματα μακριά από τη μοιρολατρική αποδοχή του δικομματισμού, θα τους κάνουν ενεργούς στην αντίσταση απέναντι στους ευρωενωσιακούς και ελληνικούς «μονόδρομους».

Το σύστημα τρέμει όπως ο διάολος το λιβάνι ακριβώς τη λαϊκή χειραφέτηση, τη συσπείρωση που είναι κάθετα αντίθετη στο δικομματισμό, είτε τον γνωστό, δηλαδή της εναλλαγής μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, είτε τον κεντροδεξιό και κεντροαριστερό δικομματισμό των γνωστών επίσης σεναρίων και εφαρμογών. Γιατί ο δικομματισμός εμφανίζεται με πολλές μορφές, πέραν των δύο κλασικών κομμάτων. Και επειδή αυτό δεν το βλέπουμε σήμερα τόσο χειροπιαστά δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει ή ότι δε γίνεται.

Δικομματισμός εξακολουθεί να είναι και όταν, παραδείγματος χάριν, εκφράζεται με αποκρυστάλλωση πολιτικών κεντροαριστερών σχημάτων, όπως της Ελιάς στην Ιταλία υπό τον Πρόντι ή αλλού. Στο πεδίο των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών η κάθοδος τέτοιων συγγενών σχημάτων, κυρίως ΠΑΣΟΚ- ΣΥΝ, ήταν γεγονός και σε αυτές τις εκλογές στη χώρα μας.

Μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα ότι σε αυτές τις περιπτώσεις των 80 περίπου δήμων και νομαρχιών που πραγματοποιήθηκε αυτή η κοινή κάθοδος ή στήριξη, είχαμε αγώνα κατά του δικομματισμού, όπως διατυμπάνιζε η ηγεσία του ΣΥΝ; Η συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ενταχθεί στον αγώνα κατά του δικομματισμού; Δηλαδή, σε αυτούς τους δήμους και νομαρχίες είχαμε προσπάθεια χειραφέτησης από αντιλαϊκές επιλογές που αφορούν στην εργασία, στο εισόδημα, στα δικαιώματα των εργαζομένων, στους πολέμους στην περιοχή, στη φορομπηχτική πολιτική, στην Παιδεία, στην Υγεία, στην κοινωνική πολιτική, επιλογές δηλαδή τις οποίες με συνέπεια υλοποιούσε χτες ως κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ και υπηρετεί σήμερα ως αξιωματική αντιπολίτευση; Ή μήπως δεν φάνηκε από τον πρώτο γύρο ακόμα και πιο ξεκάθαρα στο δεύτερο γύρο η λειτουργία της αρχής των «συγκοινωνούντων δοχείων», ανάμεσα στους υποψήφιους υποστηριζόμενους από την ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το ΣΥΝ και τους δήθεν «αντάρτες» τους; Το γεγονός φυσικά είναι ένα: Ούτε «στον αιώνα τον άπαντα» μπορεί να προκύψει έτσι καμιά χειραφέτηση από το δικομματισμό!


Πραγματική, συνεπής πάλη κατά του δικομματισμού σημαίνει, ως πολιτική δύναμη, να δίνεις και στον καθημερινό αγώνα, στο μαζικό κίνημα και στην ψήφο σου, στην εκλογική δουλιά, κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο που να ανοίγει δρόμους. Να δημιουργεί μέτωπα πάλης, να χειραφετεί συνειδήσεις, όχι γενικά και αφηρημένα, αλλά με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις που σηματοδοτούνται από την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της συγκέντρωσης κεφαλαίου, της ανατροπής των εργασιακών σχέσεων, της ανεργίας, της απασχολησιμότητας, της μείωσης των πραγματικών μισθών, συντάξεων, κοινωνικών παροχών, της πλήρους εμπορευματοποίησης της κοινωνικής πολιτικής, της Παιδείας, του αθλητισμού και του πολιτισμού.

Και, βέβαια, για όσους βιαστούν να πουν ότι αυτά δεν έχουν σχέση με τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές θα τους πούμε για μια ακόμα φορά ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι θεσμός που αποκεντρώνει τα άγρια νεοφιλελεύθερα μέτρα (όπως τα λένε και σωστά μόνο στα λόγια τα εξορκίζουν) στη γειτονιά που ζει ο κόσμος, στην επιχείρηση που δουλεύει, στο δήμο όπου ανήκει, στην περιφέρεια. Ακριβώς εδώ, σε τοπικό επίπεδο, αναπαράγονται όλα τα προβλήματα που προκαλεί η κεντρική εξουσία και ο σημερινός συσχετισμός δύναμης, που καταγράφεται υπέρ του δικομματισμού και των μικρότερων δυνάμεων εκείνων που έχουν παραπλήσια προγράμματα με το δικομματισμό. Τέτοια δύναμη, π.χ., αποδείχτηκε για μια ακόμα φορά και σε αυτές τις εκλογές ο ΣΥΝ, που λόγω της φύσης του, του προγράμματός του, είναι δεμένος με ομφάλιο λώρο με το δικομματισμό. Εναν ομφάλιο λώρο που δεν μπορεί να κόψει, αφού είναι ο ίδιος ο δικομματισμός που τον κρατά στη ζωή, χρήσιμο - έστω και μικρό - στήριγμα και ανάχωμα της ριζοσπαστικοποίησης και χειραφέτησης λαϊκών συνειδήσεων.

Ολες αυτές οι δυνάμεις -στην πραγματικότητα οργανικά στοιχεία του αστικού πολιτικού συστήματος - στοχεύουν εξ αντικειμένου στη χειραγώγηση της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Αλλωστε, ο δικομματισμός, ως εναλλαγή της φιλελεύθερης και σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, καλλιεργεί όχι μόνο το συντηρητισμό, την αντιδραστικοποίηση συνειδήσεων, αλλά ταυτόχρονα και το ρεφορμισμό-οπορτουνισμό στις λαϊκές μάζες.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλες οι βασικές δυνάμεις-υποστυλώματα του συστήματος, από την κυβέρνηση της ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, έως τις συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, βγαίνουν με τη σημαία του «διαλόγου» είτε στο μέτωπο της Παιδείας, είτε αλλού, ενώ τελευταία και περισσότερο προεκλογικά ορισμένες από αυτές τις δυνάμεις κράδαιναν τη σημαία της αντίστασης και της ρήξης. Μοναδικός τους στόχος η ενσωμάτωση και ο αποπροσανατολισμός και όχι η ουσιαστική προώθηση και επίλυση των προβλημάτων σε όφελος του λαού και της νεολαίας, αφού συμφωνούν «μέχρι τα μπούνια» με τις ονομαζόμενες μεταρρυθμίσεις. Η στάση τους είναι πάνω - κάτω ίδια σε όλες τις εκφράσεις του κινήματος. Συμμετέχουν ή πυροδοτούν κινητοποιήσεις κυρίως όταν εκτιμούν ότι θα έχουν κομματικό πολιτικό όφελος και όχι με βάση τα συμφέροντα του κινήματος. Μερικές μάλιστα φορές έχεις τη βεβαιότητα, παρακολουθώντας τις εξελίξεις, ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για τον παροπλισμό και τη διάλυση του κινήματος, τη ρεφορμιστική κατεύθυνση στο περιεχόμενό του, παρά για την ανάπτυξή του, πολύ περισσότερο τη συνεπή ταξική μαζικοποίηση και ανάπτυξή του στην κατεύθυνση της ρήξης. Πρωτοστατεί φυσικά το ΠΑΣΟΚ και μαζί του ο ΣΥΝ και ορισμένες δυνάμεις αριστεριστών. Το πολύ πολύ να φτάνουν μέχρι μια κούφια αντιδεξιά ρητορεία που δε θίγει όμως στο ελάχιστο όχι «τα βάθρα του συστήματος» αλλά ούτε καν τις γυψοσανίδες του.

Υπάρχουν αρκετοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι που μερικές φορές απογοητεύονται, που περιμένουν πολλά από μια εκλογική μάχη. Οσο κι αν είναι κατανοητή η στενοχώρια τους καλό θα είναι να σκεφτούν τούτο εδώ: Είναι ρεαλιστικό, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, να φτάσει ένα εκλογικό σώμα να ανατρέψει το δικομματισμό και το σύστημά του μαζικά, έστω σε τοπικό επίπεδο; Να μας επιτρέψουν να απαντήσουμε κατηγορηματικά αρνητικά. Ο συσχετισμός δύναμης δεν αλλάζει με κάποια κόλπα, επειδή έτσι το θέλουμε εμείς ή με τυχοδιωκτικές τακτικές υποχωρήσεων από αρχές απλά για να «μπούμε στο παιγνίδι». Ο συσχετισμός δύναμης αλλάζει, προχωράει, άλλοτε αργά και βασανιστικά όπως σήμερα, άλλοτε απότομα, σε καμπές και στροφές της κοινωνικής εξέλιξης, αφού έχουν διαμορφωθεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις.

Παραπέρα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει από το μυαλό ότι συνολική ανατροπή στις συνειδήσεις και με έκφρασή τους στη λαϊκή ψήφο προϋποθέτει δυναμική κίνηση μαζών. Προϋποθέτει Μέτωπο κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων με σαφή προσανατολισμό, αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό, προϋποθέτει λαϊκή απόφαση και θέληση για ρήξεις και αλλαγές μέχρι και το επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, που να μπορούν να εκφραστούν και εκλογικά σε τοπικές ή γενικότερες εκλογές. Προϋποθέτει άλλη κατάσταση, κατάσταση όπου οι πάνω δε θα μπορούν να κυβερνάνε όπως πριν και οι κάτω δε θα θέλουν να κυβερνηθούν από αυτούς όπως πριν.

Αυτό όμως καθόλου δε σημαίνει ότι εμείς πρέπει να σταματήσουμε να λέμε στο λαό ότι πρέπει τώρα, όσο γίνεται πιο γρήγορα, να μειώσει το δικομματισμό, να φύγει όσο γίνεται μακρύτερα από τα αστικά κόμματα, να τα εγκαταλείψει όσο γίνεται πιο μαζικά, να ανοίξει το δρόμο.

Εμείς δε βάζουμε τους πολιτικούς στόχους μας, δε διαμορφώνουμε τα συνθήματα ζύμωσης και πάλης μας ως εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος, ούτε ως πρόβλεψη δημοσκόπησης. Λέμε ως Κόμμα τη θέση μας στο λαό, για το ποιο είναι το πραγματικό του συμφέρον και πώς κατά την άποψή μας πρέπει να παλέψει γι' αυτό το ταξικό συμφέρον του.

Αν υποκύπταμε απλά στο σημερινό συσχετισμό και στην εκτίμηση του «ρεαλιστικού» και του «εφικτού», θα πηγαίναμε, όπως κάποιοι άλλοι, να πέσουμε στην αγκαλιά του δικομματισμού, και μάλιστα εθελοντικά, χωρίς να μας χρειάζονται οι προεκλογικές και μετεκλογικές προξενήτρες, ρόλο που παίζουν κάποιοι αρθρογράφοι του κατεστημένου.

Δεν πετάμε στα σύννεφα. Γι' αυτό και μερικοί αναρωτιούνται ακόμα, για την αποφασιστικότητα και την αισιοδοξία μας από το πρώτο κιόλας βράδυ, πριν καν βγουν τα τελικά αποτελέσματα. Ξέραμε και πριν τα αποτελέσματα το βράδυ της Κυριακής ότι δε θα είχαμε καμιά ριζική ανατροπή. Αλλιώς αυτή θα «περπατούσε» στους δρόμους. Θα φαινόταν στα μάτια του κόσμου, στην απόφασή του για κάτι διαφορετικό. Θα φαινόταν στις κινητοποιήσεις του μαζικού λαϊκού κινήματος. Γιατί αυτή η υπόθεση θέλει πλάτες γερές να βάλουμε όλοι. Δε λύνεται με ευχολόγια. Εξάλλου, οι κομμουνιστές πάντα ξεκάθαρα μιλάμε και για τις υποκειμενικές αδυναμίες και ελλείψεις μας αλλά και για τις μεγάλες δυνατότητές μας.

Σωστά τόνιζε η ανακοίνωση της ΚΕ στην πρώτη εκτίμησή της μετά τις δημοτικές εκλογές:

«Απαιτείται σκληρή δουλιά και προσπάθεια, ώστε εργατικές και γενικότερα λαϊκές μάζες που έχουν φθάσει ως ένα βαθμό στο συμπέρασμα ότι τα δυο κόμματα δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές ή και ότι έχουν την ίδια στρατηγική, να κάνουν ένα βήμα εμπρός: Να αποκτήσουν συνείδηση της δύναμής τους, να συσπειρωθούν στο δρόμο της πάλης ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική που υπηρετεί τα κέρδη και την ιμπεριαλιστική πολιτική, να διαφοροποιήσουν και να ανατρέψουν τον πολιτικό συσχετισμό προς όφελος της αντεπίθεσης και της προοπτικής...».


Του
Δημήτρη ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΑ μέλους του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ