ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 30 Οχτώβρη 2003
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΟΜΙΣΙΟΝ
Επιδείνωση των δεικτών της ελληνικής οικονομίας

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (του ανταποκριτή μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ).--

Η Κομισιόν, με τις καθιερωμένες «φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις» για την περίοδο 2003 - 2005, που δημοσιεύτηκαν χτες στις Βρυξέλλες, επιβεβαίωσε επίσημα τις εκτιμήσεις για ραγδαία επιδείνωση, μετά το 2004, των βασικών δεικτών της ελληνικής οικονομίας, με διπλασιασμό των δημοσιονομικών (κυβερνητικών) ελλειμμάτων μέσα στη διετία 2002 - 2004, οπισθοχώρηση της ετήσιας μεταβολής του ΑΕΠ και κατρακύλισμα των «ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου», το μεγαλύτερο αρνητικό «ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τον υπόλοιπο κόσμο» σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), τη δεύτερη μεγαλύτερη ανεργία, το δεύτερο μεγαλύτερο πληθωρισμό και το τρίτο μεγαλύτερο συσσωρευμένο δημόσιο χρέος.

Πρόκειται για προβλέψεις της Κομισιόν που διαγράφουν έναν επικίνδυνο ορίζοντα για τη χώρα μας, καταδείχνοντας ότι η ένταξη στην ΟΝΕ εξουδετέρωσε τις όποιες αναπτυξιακές δυνατότητες και η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ αποδεκάτισε το πλουτοπαραγωγικό δυναμικό και τους μόχθους δεκαετιών του ελληνικού λαού. Η περιβόητη «προσαρμογή στην ΟΝΕ» δε φαίνεται να ενδιαφέρει τους κρατικούς εργολάβους, που λεηλατούν ενόψει (...) αποχώρησης από το ταμείο, αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια.

Ειδική αναφορά στην αύξηση του ετήσιου δημοσιονομικού ελλείμματος της Ελλάδας έκανε χτες και ο αρμόδιος επίτροπος Π. Σόλμπες, επιβεβαιώνοντας και «διαφορές εκτιμήσεων» των στοιχείων μεταξύ Βρυξελλών και Αθήνας. Οι «προβλέψεις» της Κομισιόν, όμως, δημοσιεύονται πάντα μετά από συνεργασία με τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΕ. Κατά συνέπεια, ο επίτροπος δημοσιοποιεί πολιτική αντιπαράθεση με την ελληνική κυβέρνηση, εκφράζοντας σαφώς τη δυσαρέσκεια των Βρυξελλών για τα «μαγειρέματα» και τις λοβιτούρες των κυβερνητικών λογιστών. Η Κομισιόν ζητά λογαριασμό από τη χώρα, ανεξάρτητα ποιος κυβερνά. Οσον αφορά στο σύνολο της ΕΕ, η Κομισιόν επιβεβαιώνει και επίσημα τη φετινή «απογοητευτική ανάπτυξη για τρίτο συνεχόμενο έτος», αφού, το 2003, το ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ αναμένεται ν' αυξηθεί «μόλις 0,4%». Παρ' όλα αυτά, η Κομισιόν εκφράζει την αισιοδοξία ότι «κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2003 θα εκδηλωθούν οι πρώτες ενδείξεις της ανάκαμψης, η οποία θα επιταχυνθεί καθ' όλη τη διάρκεια του 2004, όπου προβλέπεται επιστροφή σε μέσους αναπτυξιακούς ρυθμούς 1,8% για τη ζώνη του ευρώ».

Η «έξοδος» θα γίνει, κι αυτή τη φορά, σε βάρος των εργαζομένων, αφού «παρά την προβλεπόμενη ανάκαμψη της οικονομίας, η παρατεταμένη περίοδος υποτονικής ανάπτυξης που προηγήθηκε έχει αφήσει τα ίχνη της στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας». Η Κομισιόν ανακοινώνει τη ...λυπητερή αφού «για πρώτη φορά μετά το 1994 υπάρχει απώλεια περίπου 200.000 θέσεων εργασίας στη ζώνη του ευρώ» και «το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να φθάσει σε 8,9% το 2003 και σε 9,1% το 2004». Και απαιτεί τις γνωστές αντιλαϊκές συνταγές με «ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς», «μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας», «μισθολογική συγκράτηση», «αύξηση της παραγωγικότητας» ώστε να μπορέσουν «να εκδηλωθούν οι πρώτες ενδείξεις της ανάκαμψης που καθυστερεί και αναμένονταν νωρίτερα το έτος αυτό».

Επικίνδυνες «προβλέψεις»
για την ελληνική οικονομία

Η Κομισιόν διαπιστώνει «περαιτέρω επιδείνωση του ελλείμματος» στη ζώνη ευρώ, κυρίως στη Γερμανία και τη Γαλλία, αλλά οι αρνητικές «προβλέψεις» για την Ελλάδα αποκτούν ιδιαίτερα επικίνδυνο χαρακτήρα, αφ' ενός εξαιτίας της «ευθραυστότητας» της ελληνικής οικονομίας και αφ' ετέρου γιατί τα στοιχεία φαίνεται να αποκρύπτουν μια, ακόμη πιο ανησυχητική, πραγματικότητα. Το ετήσιο δημοσιονομικό (κυβερνητικό) έλλειμμα στην Ελλάδα ήταν μείον 1,2% του ΑΕΠ, το 2002, «εκτιμάται» ότι θα αυξηθεί σε μείον 1,7% του ΑΕΠ το 2003, και «προβλέπεται» να εκτιναχτεί στο μείον 2,4% του ΑΕΠ το 2004. Δηλαδή, θα διπλασιαστεί μέσα σε μία, μόλις, διετία (!!!) Και αυτό παρ' όλο που η κυβέρνηση παρανόμως και αθετώντας τις σχετικές συμβάσεις της ΟΝΕ του Μάαστριχτ χρηματοδοτεί με τις «αποκρατικοποιήσεις» και τα «διπλά βιβλία» όχι τη μείωση του συσσωρευμένου δημόσιο χρέους αλλά των καθημερινών ελλειμμάτων. Το «ακαθάριστο χρέος» παραμένει και το 2003 το τρίτο μεγαλύτερο στην ΕΕ, ανερχόμενο στο 100,6% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος είναι μόλις 70,4% του ΑΕΠ στη ζώνη ευρώ και 64,1% στην ΕΕ.

Το αντίστοιχο χρέος, για παράδειγμα, της Πορτογαλίας είναι 57,5% του ΑΕΠ και της Κύπρου 60,3% του ΑΕΠ. Τόσο το ετήσιο έλλειμμα, όσο και το χρέος, εμπίπτουν στις διατάξεις περί «πειθαρχίας» του Συμφώνου Σταθερότητας (ΣΣ) της ΟΝΕ του Μάαστριχτ. Πλεόνασμα στον ετήσιο προϋπολογισμό έχουν το Βέλγιο, η Δανία, η Ισπανία, η Φινλανδία και η Σουηδία. Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν ήδη υπερβεί από το 2002 την «τιμή αναφοράς» (μείον 3%) του ΣΣ για το έλλειμμα. Αλλά το έλλειμμα δεν είναι το μόνο ανησυχητικό στοιχείο για την Ελλάδα. Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,1% το 2003 είναι η μεγαλύτερη της ΕΕ, αλλά αυτό έχει αποδειχθεί παραπλανητικό και άχρηστο για τον ελληνικό λαό, εδώ και χρόνια. Η Κομισιόν «προβλέπει» για το 2005 μείωση στο «3,4%».

Κατρακύλα προβλέπεται και στις «ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου». Αυτός ο δείκτης, με μέσο ποσοστό ετήσιας μεταβολής 15,9% την πενταετία 1996-2000, «εκτιμάται» να κινηθεί στο 7,7% το 2003, «προβλέπεται» ένα 6,6% για το 2004 και (...) ξαφνικά κατρακυλά στο 3,0% για το 2005 (!!!) Πρόκειται για ιστορικά χαμηλό ποσοστό, αφού ακόμη και την εικοσαετία 1971-1990 κινιόταν στο 3,5%.

Η Ελλάδα, το 2003, έχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ, που ανέρχεται στο 9,5% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Πρωτεύει η Ισπανία με 11,3%. Η Ελλάδα το 2003 έχει το δεύτερο μεγαλύτερο πληθωρισμό στην ΕΕ που ανέρχεται στο 3,6%. Πρωτεύει η Ιρλανδία με 4,1%, ενώ ο μέσος όρος στη ζώνη ευρώ ανέρχεται σε 2,1%. Η Ελλάδα βρίσκεται εκτός των υποχρεώσεων της ΟΝΕ του Μάαστριχτ και για τον πληθωρισμό.

Η χώρα μας διατηρεί και τη θλιβερή πρωτιά στην ΕΕ όσον αφορά στο μεγαλύτερο αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τον υπόλοιπο κόσμο, που ανέρχεται στο μείον 5,2% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος για τη ζώνη ευρώ είναι θετικό ισοζύγιο συν 1,0% του ΑΕΠ.

Διευρυμένη ΕΕ και κόσμος

Η Κομισιόν δηλώνει «απογοήτευση» για το ρυθμό ανάπτυξης το 2003 στη ζώνη ευρώ που ανέρχεται «σε μόλις 0,4%». Είναι η τρίτη συνεχής χρονιά «χαμηλών επιδόσεων», μετά το 1,6% του 2001, και του 0,9% του 2002. «Προβλέπεται» να αυξηθεί το 2004 σε «1,8%». Η Κομισιόν εκτιμά ότι «οι οικονομίες της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ δεν κατόρθωσαν να αποκτήσουν την απαιτούμενη ώθηση». Σύμφωνα με τις Βρυξέλλες «αρκετοί λόγοι εξηγούν τις απογοητευτικές αυτές οικονομικές επιδόσεις και την καθυστέρηση της ανάκαμψης που αναμενόταν νωρίτερα το έτος αυτό. Η εμπιστοσύνη τόσο σε επίπεδο καταναλωτών όσο και επιχειρήσεων υπονομεύτηκε σε παγκόσμιο επίπεδο από τις γεωπολιτικές πιέσεις που συνδέονταν με τον πόλεμο στο Ιράκ, ο οποίος δημιούργησε αβεβαιότητες για την τιμή του πετρελαίου. Για τον καταναλωτή της ζώνης του ευρώ, η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε λόγω των αβεβαιοτήτων που συνδέονταν με τη μελλοντική εξέλιξη των μισθών και των συντάξεων και τις δυσμενείς συνέπειες της παρατεταμένης καθόδου του χρηματιστηρίου στην αύξηση του πλούτου. Οι πολύ υψηλές επενδύσεις των επιχειρήσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η μεγάλη διάρκεια της οικονομικής επιβράδυνσης, οι λογιστικές προσαρμογές των ισολογισμών και η αύξηση του κόστους των εξωτερικών κεφαλαίων λόγω της καθόδου του χρηματιστηρίου δεν άφησαν ανεπηρέαστη την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων». Αλλά η Κομισιόν είναι αισιόδοξη για «αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, χάρη στη μείωση των γεωπολιτικών ενστάσεων». Προβλέπονται «αυξανόμενοι αναπτυξιακοί ρυθμοί από την Ασία (ιδίως την Κίνα), τις ΗΠΑ και την Αυστραλία». Προβλέπεται επίσης «μείωση των τιμών του πετρελαίου» που θα κυμανθεί σε ένα μέσο όρο 28,3 δολ. ΗΠΑ το βαρέλι για το 2003 συνολικά και 25,6 δολ. ΗΠΑ το βαρέλι για το 2004. Προβλέπεται και «ανάκαμψη» των χρηματιστηρίων, αφού «από τα μέσα Ιουνίου, οι τιμές των μετοχών έχουν σταθεροποιηθεί και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων παρουσίασαν αρκετά σημαντική αύξηση».

Αλλά και πάλι η Κομισιόν είναι διστακτική στην ανάκαμψη, αφού «το διεθνές περιβάλλον ενδέχεται να αποβεί λιγότερο ευνοϊκό από ό,τι προβλέπεται». Διατυπώνεται «περιορισμένη αβεβαιότητα» γιατί «οι μακροχρόνιες μακροοικονομικές ανισορροπίες ενδέχεται να αποτελέσουν τροχοπέδη για μια σταθερή μεγέθυνση της οικονομίας των ΗΠΑ. Η οικονομία της Ιαπωνίας βρίσκεται ακόμη στα πρώιμα στάδια της ανάκαμψης μετά από μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης».



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ