Την Τρίτη 1/12 η εκδήλωση της ΚΟ Κατασκευών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ, με αφορμή την απεργία των οικοδόμων την 1η Δεκέμβρη του 1960
Η απεργία των οικοδόμων της 1ης Δεκέμβρη του 1960, από την οποία φέτος συμπληρώνονται 55 χρόνια, πέρασε στην Ιστορία σαν «η μέρα που κάναμε πέρα το φόβο και ξηλώσαμε τα πεζοδρόμια». Παραμένει σημείο αναφοράς για την πάλη όλων των εργατών, σταθμός του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος για τη μαχητικότητα και την αποφασιστικότητα των απεργών οικοδόμων, που έγιναν σύμβολο και εμπροσθοφυλακή του εργατικού κινήματος εκείνη την εποχή, αλλά και αργότερα. Είναι ένας αγώνας που, όπως όλες οι μικρές και μεγάλες μάχες εργαζομένων στην ιστορική διαδρομή της ταξικής πάλης, φέρνει τη σφραγίδα της πρωτοπόρας δράσης των κομμουνιστών και του ΚΚΕ. Η επέτειος δίνει αφορμή για να φωτιστεί η πορεία που διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις να οξυνθεί η ταξική πάλη, να αναδειχθεί ο αναντικατάστατος ρόλος του Κόμματος ως πολιτικής πρωτοπορίας, η δράση των κομμουνιστών σε δύσκολες και σύνθετες συνθήκες. Τα συμπεράσματα αυτού του αγώνα είναι χρήσιμο όπλο στις αυξημένες απαιτήσεις της ταξικής πάλης σήμερα στο δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση από τα δεσμά της εξουσίας του κεφαλαίου.
Η απεργία δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Προετοιμάστηκε από τα προηγούμενα χρόνια με αγώνες του κλάδου. Οι δυσμενείς συσχετισμοί δύναμης προς όφελος του κυβερνητικού, εργοδοτικού συνδικαλισμού έβαζαν εμπόδιο στη συσπείρωση και αποτελεσματικότητα των αγώνων. Παρ' όλα αυτά, υπήρξαν νικηφόρες μάχες. Η απεργία των μπετατζήδων της Αθήνας, το 1953, με αίτημα την αύξηση του μεροκάματου, οι απεργίες των οικοδόμων στη Θεσσαλονίκη το 1953, 1954 που πέτυχαν τη υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κινητοποιήσεις άνεργων οικοδόμων και η απόσπαση ορισμένων επιδομάτων. Το 1957 έγινε η πρώτη μαζική απεργιακή κινητοποίηση.
Η αντιπαράθεση των δύο γραμμών μέσα στο οικοδομικό κίνημα και γενικότερα δυνάμωνε. Ταυτόχρονα, δυνάμωνε και η επιρροή του ταξικού κινήματος. Το 1959 οκτώ ταξικά σωματεία της Αθήνας και του Πειραιά συγκρότησαν τη Συντονιστική Επιτροπή. Στις αρχές του 1960, η Συντονιστική Επιτροπή αριθμούσε 15 σωματεία.
Ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς του '60 ήταν ο πιο μαχητικός, μαζικός των τελευταίων χρόνων και στην Αθήνα πήρε πανεργατικό χαρακτήρα. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, μπροστά στην ψήφιση του αντιασφαλιστικού νόμου έγινε απεργία παρά την αντίθεση του Εργατικού Κέντρου Αθήνας. Οι παράνομες Οργανώσεις του ΚΚΕ, που είχαν απομείνει μετά την απόφαση της διάλυσης, αποφάσισαν και σχεδίασαν την απεργία. Η απεργία ήταν μαζικότατη, χιλιάδες έδωσαν το «παρών» στο απεργιακό προσκλητήριο. Τα σωματεία περιφρούρησαν την απεργία και αντιμετώπισαν τις συλλήψεις που έκανε η αστυνομία. Η Επιτροπή Αγώνα ολοένα και ανέβαζε την επιρροή της μέσα στους οικοδόμους.
Αφορμή για την απεργία την 1η Δεκέμβρη του ΄60 στάθηκε η ψήφιση το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου του αντιασφαλιστικού νόμου 4104/1960 με πρόσχημα την εξυγίανση του ΙΚΑ, το νοικοκύρεμα των ασφαλιστικών ταμείων. Σύμφωνα με το νόμο, οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης αυξάνονταν από 2.500 στα 4.050 ένσημα.
Η οργάνωση της απεργίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η απόφαση διάλυσης των Κομματικών Οργανώσεων, που είχε παρθεί το 1958, δυσκόλευε την ταξική πάλη. Ομως ο ρόλος και η παρέμβαση των κομμουνιστών δε σταμάτησε. Η παράνομη Οργάνωση των οικοδόμων του Κόμματος δούλεψε συγκεκριμένα για την οργάνωση της μάχης πάνω σε ένα μακρόχρονο σχέδιο με προσαρμογές και μέτρα για το ξεπέρασμα των δυσκολιών. Είναι χαρακτηριστική η συνεδρίαση της Κομματικής Οργάνωσης των οικοδόμων, η οποία αποφάσισε η απεργία να γίνει τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη το '60, και πήρε μέτρα προπαγάνδας, μέτρα για αντιμετώπιση της ταχτικής του κυβερνητικού, εργοδοτικού συνδικαλισμού, για την αντιμετώπιση των κατασταλτικών δυνάμεων.
Μετά τις ομιλίες, αντιπροσωπεία ξεκίνησε να πάει στο υπουργείο Εργασίας για να καταθέσει τα αιτήματα. Τότε δόθηκε η εντολή για το χτύπημα από την Αστυνομία. Καταγράφονται σκηνές πρωτοφανούς αγριότητας. Οι απεργοί πέφτουν αναίσθητοι από τα χτυπήματα των κλομπς, ποδοπατούνται από τους αστυνομικούς, ενώ άλλων απεργών τους στρίβουν τα χέρια, τους ακινητοποιούν και τους χτυπούν στο πρόσωπο, στο στομάχι, στην κοιλιά. Οι απεργοί υποχωρούν προς το κτίριο του Εργατικού Κέντρου, ενώ χάμω στο δρόμο σφαδάζουν τραυματίες οικοδόμοι καταματωμένοι, με σπασμένα κεφάλια και σχισμένα πρόσωπα.
Γίνεται ανασύνταξη δυνάμεων μπροστά στο Εργατικό Κέντρο. Νέα αστυνομική επίθεση, ενώ καταφτάνουν και στρατιωτικά οχήματα από τα οποία οι στρατιώτες κατέρχονται και προχωρούν με τα όπλα προταγμένα και σε σχηματισμό μάχης. Πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Η αγανάκτηση φθάνει στο αποκορύφωμά της. Οι οικοδόμοι αρπάζουν τα ξύλα που βρίσκουν μέσα σε μια αποθήκη της οδού Αγησίλαου, ξηλώνουν τις πλάκες των πεζοδρομίων και ετοιμάζονται να αμυνθούν ενεργητικά, υπερασπιζόμενοι τη ζωή τους. Οι αστυνομικοί επιχειρούν νέα επίθεση αλλά αποκρούονται από τους οικοδόμους. Αλλεπάλληλες επιθέσεις από την αστυνομία αντιμετωπίζονται με βροχή από πέτρες. Ενας αστυνόμος βγάζει το περίστροφό του και πυροβολεί. Ενας νέος εργάτης πέφτει αιμόφυρτος. Η μάχη γίνεται σώμα με σώμα, οι αστυνομικοί τρέπονται σε φυγή. Ο απολογισμός ματωμένος: 173 συλλήψεις και 66 τραυματίες (3 από σφαίρες).
Κι όμως, την επομένη 2 Δεκέμβρη, 45.000 οικοδόμοι δίνουν απάντηση με νέα απεργία και διαδήλωση που επίσης χτυπιέται από το στρατό και την αστυνομία. Κάτι, όμως, πλέον έχει αλλάξει. Πριν από την απεργία όλα τα «σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Μετά την απεργία «οι οικοδόμοι», έγραφε ο «Νέος Κόσμος», «έσπασαν τη φοβία που επικρατούσε και έγιναν το αγωνιστικό παράδειγμα για όλους τους άλλους κλάδους, αναδείχθηκαν στην πρωτοπορία των κλαδικών αγώνων».