ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 29 Γενάρη 2006
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορα περιοδικά, κυρίως με κλαδικά έντυπα, όπως «Η φωνή της ΓΣΕΕ», όπου είχε τη στήλη του χρονογραφήματος και «Η φωνή των φαρμακοϋπαλλήλων», που υπηρέτησε ανιδιοτελώς δεκαετίες, καθότι φαρμακοϋπάλληλος.

Οταν έγινε συνταξιούχος πια, έκανε την παρουσία του στα Γράμματα με δέκα έως τώρα βιβλία, κάποια εκ των οποίων έχουν βραβευτεί.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευματικών Ενώσεων.


Στο μουράγιο

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το κατάμαυρο μακρύ αυτοκίνητο κατέφθασε καθυστερημένα στο λιμάνι το απόβραδο του Μεγάλου Σαββάτου, όταν πια και το τελευταίο καράβι της γραμμής των νησιών του Ιονίου είχε ξεμακρύνει από το μουράγιο και βρισκόταν στ' ανοιχτά. Βιαζόταν θαρρείς να μεταφέρει τους επιβάτες στο νησί για να προκάμουν την Ανάσταση. Ετσι, η γυναίκα με τα μαύρα που ήταν μέσα και ο οδηγός με το μαύρο παπιγιόν ξέμειναν στην αποβάθρα της Πάτρας, όπου και θα διανυκτέρευαν.

Κρίμα, να μην εγκαταλείψει τα εγκόσμια ο ιδιοκτήτης της πένθιμης λιμουζίνας νωρίτερα. Θα πρόφταιναν να τον μεταφέρουν και νεκρό, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο νησί, τη χρονιάρα τούτη μέρα. Και δε θα τράβαγε και τη μεταθανάτια ταλαιπωρία να κείτεται σφραγισμένος, ως το ξημέρωμα της Λαμπρής και μετά στο λιοπύρι, ώσπου να σαλπάρει το πλοίο, με μοναδική συντροφιά μια μαυροφόρα! Ως και τα «κοράκια» του τον εγκαταλείψανε! Με δάκρυα στα μάτια, ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει πως ο άντρας της, που, σαν τελετάρχης, ξεπροβόδισε κόσμο και κοσμάκη στον άλλο κόσμο, βρίσκεται τώρα εκεί μέσα. Οσο κι αν δυσκολεύεται, το βέβαιο είναι ότι εκείνος έφυγε από τη ζωή, αβέβαιο είναι το πού θα βρει καταφυγή η αμαρτωλή του ψυχή.

Σα να μην έφταναν όσα τράβηξε μαζί του τόσα χρόνια, ήταν και τούτο γραφτό, να τη βασανίζει ακόμα και πεθαμένος. Ετυχε, βλέπεις, να πάθει την Εβδομάδα των Παθών και να παραδώσει το πνεύμα σε δύσκολες συνθήκες. Μέρες ακατάλληλες για τέτοιου είδους συμβάντα!

Φόρτωναν τις αποσκευές στην καινούρια λιμουζίνα για την πασχαλινή έξοδο και του ήρθε ο «κόλπος» στο παρά πέντε της αναχώρησης από την Αθήνα. Ο μακαρίτης το 'χε τάμα να μην παραλείψει ούτε μια φορά να κάνει Ανάσταση στο χωριανό ξωκλήσι. Ηθελε ν' ανάψει την πιο μεγάλη λαμπάδα και να μοιράσει χαμόγελα και χειραψίες σ' όσους απόμειναν αμετακίνητοι στο χωριό και δεν είχαν την ευκαιρία ν' αλλάξουν τη μοίρα τους, όπως εκείνος, που τα κατάφερε μια χαρά! Μετά από διάφορες περιπλανήσεις στη μεγάλη πολιτεία σε ταπεινά επαγγέλματα, έγινε «κοράκι» κι από κει έκανε το μεγάλο πέταγμα, για να φτάσει να γίνει αφεντικό και να διευθύνει μ' επιτυχία το καλύτερο στην «πιάτσα», αντίκρυ στο μεγάλο νοσοκομείο, γραφείο τελετών!

Εχει κάνει τελετές ...να τρίβεις τα μάτια σου, πραγματικό ταλέντο στη διακόσμηση του χώρου, στην εκφορά, μα προπαντός στη συμπεριφορά του απέναντι στους χαροκαμένους συγγενείς, ιδιαίτερα στις χήρες! Σ' αυτές είχε πραγματικά μεγάλη αδυναμία, από τότε ακόμα που ήταν «κοράκι»! Προσπαθούσε να τις παρηγορεί με τον καλό του λόγο και όταν έβλεπε ότι υπήρχε ανταπόκριση και μετρητό, έκανε στενές σχέσεις μαζί τους, συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου!

Οι κακές γλώσσες λένε ότι έτσι απόχτησε τη σιρμαγιά, που τον βοήθησε στη λαμπρή πορεία ως τελετάρχη! Αυτές οι στιγμές του πόνου και της θλίψης για το εκκλησίασμα ήταν γι' αυτόν πραγματικός ...θρίαμβος! Ζούσε απορροφημένος στο θέαμα και το έμπειρο μάτι του τα έπιανε όλα, το στήσιμο του ενός και του άλλου, των λουλουδιών και όλων των άλλων συμπράγκαλων. Ομως, πάνω απ' όλα, τον ενδιέφερε αν της χήρας το ξέσπασμα ήταν πράγματι αληθινό.

Βίος και ...πολιτεία ο μακαρίτης! Ηρθε από το Τρίβουνο στην πρωτεύουσα ξυπόλυτος και κόντεψε ν' αγοράσει ...τη μισή! Οσο κι αν μέτραγε τα υπάρχοντά του, δεν τα 'βρισκε αρκετά! Κι ας πλήθαιναν σαν την άμμο της θάλασσας. Μάζευε λεφτά χωρίς να ξοδεύει. Ποιος ξέρει το φράγκο του; Μπορούσε να τη βγάλει με σκέτα κόλλυβα για να μη βάλει το χέρι στην τσέπη! Τις τσέπες τις είχε και μεγάλες μάλιστα, σαν των παπάδων, για να βάζει, ποτέ για να βγάζει! Στο ν' αποκτήσει αυτή τη ...συνήθεια βοήθησε και το περιβάλλον. Ολοι κοιτάζουν ν' αρπάξουν απ' αυτόν που φτάνει στην τελευταία του κατοικία! Μια κηδεία της προκοπής κοστίζει ...ένα σπίτι και μήπως σταματάει εκεί το κακό; Χρειάζεται ...και δεύτερο για τα επακόλουθα!

Οσο ζούσε ο Γιάννης, ένα πράμα τον τρόμαζε: Mπας και μεταδοθεί και στην Ελλάδα η μόδα της αποτέφρωσης. Τότε, καήκαμε γυναίκα! εκμυστηρευόταν στο ταίρι του και ήταν αυτή η μόνη εκμυστήρευση που της έκανε. Ποτέ δεν της είπε πως την αγαπά. Ούτε σαν γυναίκα, ούτε σαν σύντροφο την έβλεπε. Πότε με τη μια και πότε με την άλλη χήρα διανυκτέρευε, αφήνοντας κάποιο παραγιό στο γραφείο για την τρέχουσα κίνηση! Να της έδινε τουλάχιστον τη δυνατότητα να ζει πλουσιοπάροχα, ξοδιάζοντας χρήματα εδώ κι εκεί, έστω και για ματαιόδοξα πράματα; Αμ δε! Με άρτους της Εκκλησιάς και θεάματα, μόνο εκείνα που «σκηνοθετούσε» ο ίδιος, κυλούσε κακά και ψυχρά η ζωή της...

Ο αλησμόνητος για όλ' αυτά σύζυγος δεν έδινε νερό στον ...άγγελο του, έδινε μόνο σε κάτι εργαζόμενους του νοσοκομείου, που του έστελναν πελατεία! Σε κανέναν άλλο. Γι' αυτό, άλλωστε, δεν έκανε παιδιά, για να κάνει περιουσία. «Σαν έχεις τους άλλους και στα τρώνε, πώς θ' αυγαταίνουν;», συνήθιζε να λέει, αστειευόμενος τάχα!

Και ζούσε κυριολεκτικά στιγμή με στιγμή τη ματαιότητα των εγκοσμίων! Μάταιες και οι διαμαρτυρίες της γυναίκας του. «Μαζεύεις, μαζεύεις, κακοκοίρη, πού θα τ' αφήσεις; Το χρήμα χρειάζεται για ν' ανεβάζει την ποιότητα της ζωής», του έλεγε όταν ξεχείλιζε μέσα της το παράπονο και η πίκρα, αλλά «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Εκείνος είχε το πάθος της συλλογής χρημάτων και τη φιλοσοφία ότι για να 'ναι κανείς πλούσιος πρέπει συνεχώς να μεγαλώνει τ' αποθεματικά του. Κάτι τέτοιο αναφέρει ο Μαρξ για τους καπιταλιστές. Να 'χε τάχα διαβάσει μόνο αυτήν την περικοπή;

Το γραφείο και τις τελετές παρατούσε μόνο τις μέρες του Πάσχα, ένεκα το τάμα βλέπεις, και είχε ζητήσει από την κυρά ότι και πεθαμένος στο χωριό ήθελε να ξεκουραστεί.

Και να που 'ρθαν έτσι τα πράματα να παραδώσει το πνεύμα μαζί με το Χριστό, χωρίς να έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους. Ο ένας αγωνιστής του δικαίου και της ανθρωπιάς, ο άλλος άρπαγας, υποκριτής και φαρισαίος. «Αν το κακό συνέβαινε πασχαλιάτικα, θα 'λεγε κανείς ότι πήγε από το φαγοπότι. Μεγαλοβδομαδιάτικα, όμως, με τα νεροζούμια να του τη δώσει κατακέφαλα;», σιγανομουρμούριζε η μαυροφόρα, ακουμπισμένη στην πιο καινούρια νεκροφόρα του άντρα της, ώσπου ήρθε ο οδηγός - δεν υπήρχε τρίτος στη συνοδεία - και την απομάκρυνε από το λιοπύρι, λέγοντας:

«Θεός 'σχωρέστον! Τώρα πια, ούτε κρύο του κάνει, ούτε ζέστη, ό,τι ήταν να γίνει έγινε, το πρόβλημα είσ' εσύ. Πάμε στη σκιά να πιούμε καφέ. Θα σου κάνει καλό, έτσι θα εξατμιστεί η αντοχή σου και είσαι νέα ακόμα... και νόστιμη».

Η μαυροφόρα στηρίχτηκε στο μπράτσο του κι εκείνος προσπαθούσε να ξεδιαλύνει αν είναι αληθινά τα δάκρυά της, όπως έκανε με τις πενθούσες τ' αφεντικό, για να κανονίσει... την πορεία του από δω και μπρος! Οσο να 'ναι, κάτι διδάχτηκε τόσα χρόνια σα δεξί χέρι του!


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ