ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 28 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /28
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΕΡΓΑΤΙΚΑ «ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ»
Καταγράφεται μόνον ό,τι δεν κρύβεται

Eurokinissi

Η έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους δουλιάς έχει οδηγήσει στη ραγδαία αύξηση των θανατηφόρων εργατικών «ατυχημάτων» και σε προκλητικά «άγνωστο» αριθμό επαγγελματικών νοσημάτων. Το 2001 η εργατική τάξη θρήνησε 188 νεκρούς (50% αύξηση συγκριτικά με το έτος 2000 οπότε σημειώθηκαν 127 θανατηφόρα εργατικά «ατυχήματα»), ενώ μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2002 είχαν σημειωθεί πάνω από 100 θανατηφόρα εργατικά «ατυχήματα».

Ομως, ακόμα και αυτά τα στοιχεία για τα έτη 2000 και 2001, που προέρχονται από τις υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας, υπολείπονται της πραγματικότητας. Σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου η Ελληνική Εταιρεία Ιατρικής της Εργασίας και του Περιβάλλοντος ανέφερε ότι, σύμφωνα με στοιχεία της EUROSTAT, στην Ελλάδα δηλώνονται μόνον το 39% των εργατικών ατυχημάτων. Στοιχείο που φανερώνει ότι η κυβέρνηση αποκρύπτει το σύνολο των βάρβαρων συνθηκών εργασίας που βιώνουν καθημερινά οι εργαζόμενοι, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή τους.

Ενας από τους λόγους αυτής της απόκρυψης είναι το οικονομικό κόστος που προκύπτει από τον επαγγελματικό κίνδυνο και που, όπως αναφέρθηκε στην ίδια συνέντευξη Τύπου, ανέρχεται κατ' εκτίμηση στο ποσό των 3 δισεκατομμυρίων ευρώ ανά έτος (1 τρισεκατομμύριο δραχμές) στη χώρα μας!!! Αυτό καταβάλλεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, δηλαδή από τους ίδιους τους εργαζόμενους, και όχι από την εργοδοσία που σύμφωνα με το νόμο έχει την ευθύνη του επαγγελματικού κινδύνου.

Η κυβερνητική πολιτική στηρίζει και ευνοεί την εργοδοτική ασυδοσία


Μόνιμη επιδίωξη των εργοδοτών είναι η μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης που τους επιφέρει αντίστοιχη αύξηση στα κέρδη τους. Η μη καταβολή ασφαλίστρου για τον επαγγελματικό κίνδυνο και η μη εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων ασφάλειας και υγιεινής στους χώρους εργασίας είναι μία από τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για την απαξίωση της εργατικής δύναμης.

Παράλληλα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τη στήριξη της ΝΔ (και των διάφορων άλλων πολιτικών συμμάχων και υποστηρικτών της αστικής τάξης) ενισχύει την εργοδοτική ασυδοσία μέσω της αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων (ελαστικό ωράριο, μερική απασχόληση κ.ά.), της ανατροπής της Κοινωνικής Ασφάλισης (συντάξεις, Υγεία, Πρόνοια), της ουσιαστικής ακύρωσης του θεσμού του ασφαλίστρου για τον επαγγελματικό κίνδυνο.

Η προώθηση των ελαστικών μορφών εργασίας, που ειδικά το τελευταίο διάστημα αποτελεί την κύρια φροντίδα της κυβέρνησης (ο υπουργός Εργασίας μιλά γι' αυτές συνεχώς όπου σταθεί και όπου βρεθεί) σημαίνει για τον εργαζόμενο μεγαλύτερη εκμετάλλευση και εξαθλίωση των συνθηκών εργασίας και των όρων ζωής τους. Μερική απασχόληση, προσωρινή απασχόληση, ελαστικό ωράριο, «δανεισμός» εργαζομένων, πολυειδικότητα συντελούν στη δημιουργία και εξάπλωση ενός καθεστώτος από το οποίο απουσιάζει πλήρως κάθε νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων του εργαζόμενου. Ενώ, δυσκολεύουν τη συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα και κατ' επέκταση στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους. Ταυτόχρονα, οι άθλιες συνθήκες εργασίας δημιουργούν εκείνες τις προϋποθέσεις που οδηγούν στην υπερεντατικοποίηση της εργασίας και, κατά συνέπεια, στην εξάντληση των εργαζομένων.

Ομως, η κυβέρνηση προχωρά ακόμα πιο πέρα. Δίνει στο μεγάλο κεφάλαιο τη δυνατότητα να δρα με μεγαλύτερη ασυδοσία καθώς με συστηματικό και μεθοδικό τρόπο φροντίζει να υποβαθμίζει τους αρμόδιους κρατικούς μηχανισμούς για την αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου, παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες των εργαζομένων σε αυτές τις υπηρεσίες. Εκ του αποτελέσματος το έργο τους είναι ανύπαρκτο.

Στα πλαίσια μιας διαρκούς έρευνας που διεξάγει ο «Ρ» για τις συνθήκες καταστροφής της εργατικής δύναμης στους σύγχρονους τόπους δουλιάς, σήμερα παρουσιάζουμε ορισμένα στοιχεία σχετικά με τον επαγγελματικό κίνδυνο. Η σχετική έρευνα εξετάζει και καταδεικνύει την κατάσταση υπολειτουργίας και αναποτελεσματικότητας στην οποία έχουν περιέλθει οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες. Οι εν λόγω υπηρεσίες έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο για την εφαρμογή των μέτρων ασφάλειας και υγιεινής στους χώρους εργασίας αλλά και τη διερεύνηση των παραγόντων που μπορεί να μετατρέψουν ένα χώρο εργασίας σε ακατάλληλο για την υγεία του εργαζόμενου.

Τα συμπεράσματα που διατυπώνονται εδώ στηρίζονται σε συγκεκριμένα στοιχεία αλλά υπήρξαν και ορισμένες φορές που η αναφορά των αρμοδίων στο πρόβλημα ήταν γενικόλογη και ασαφής κατά τρόπο που να συσκοτίζει την έρευνα. Παρ' όλα αυτά, τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν είναι αρκετά για να καταδείξουν ακριβώς τούτο: Η κυβέρνηση είναι συστηματικά παρούσα με τη σχεδιασμένη και «προγραμματισμένη» απουσία της από την όποια προσπάθεια για την προστασία της ζωής των εργαζομένων και της σωματικής ακεραιότητάς τους.


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Χρήστος ΜΑΝΤΑΛΟΒΑΣ


ΣΩΜΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Υπάρχει μόνο ως άλλοθι

Το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), που υπάγεται στο υπουργείο Εργασίας, συστήθηκε το 1999 και έχει ως κύριο έργο τον έλεγχο των επιχειρήσεων - βασισμένο σε μια αντίληψη που προάγει τον κοινωνικό εταιρισμό - σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωσή τους προς την εργατική νομοθεσία. Το προσωπικό που διαθέτει, ανάλογα με το αντικείμενο εργασίας του χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Τους κοινωνικούς επιθεωρητές και τους τεχνικούς και υγειονομικούς επιθεωρητές. Εργο της Κοινωνικής Επιθεώρησης είναι ο έλεγχος των όρων εργασίας, της παράνομης απασχόλησης και της έρευνας της ασφαλιστικής κάλυψης των εργαζομένων. Εργο των Κέντρων Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου (ΚΕΠΕΚ, στα οποία υπηρετούν οι τεχνικοί και υγειονομικοί επιθεωρητές) είναι ο έλεγχος των συνθηκών υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων. Στο σημερινό κομμάτι, αυτό που μας απασχολεί είναι ο τρόπος λειτουργίας και η αποτελεσματικότητα των ΚΕΠΕΚ.

Οι βασικοί παράγοντες σχεδιασμένης υπολειτουργίας των ΚΕΠΕΚ είναι η συντηρούμενη τεράστια έλλειψη προσωπικού και η ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην Εκθεση Πεπραγμένων του ΣΕΠΕ, για το έτος 2001, από τους 417 τεχνικούς & υγειονομικούς επιθεωρητές εργασίας, που προβλέπονται από το ήδη λειψό οργανόγραμμα του ΣΕΠΕ, υπηρετούν σήμερα σε ολόκληρη την Ελλάδα μόνο 320! Το δυναμικό αυτό πρέπει να φέρει σε πέρας τον έλεγχο των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας για τουλάχιστον 543.818 επιχειρήσεις (το στοιχείο αυτό ελέγχεται για την εγκυρότητά του, καθώς προέρχεται από το μητρώο επιχειρήσεων της ΕΣΥΕ του 1995)!!! Αν υπολογίσουμε ότι ο κάθε έλεγχος γίνεται από συνεργείο 2 επιθεωρητών, αναλογούν στο κάθε συνεργείο τουλάχιστον 3.398 επιχειρήσεις!! Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακόμα και αν το κάθε συνεργείο επιθεωρητών δούλευε ακατάπαυστα όλο το χρόνο, τότε το χρονικό διάστημα που θα απαιτούνταν για να ελέγξει το σύνολο των επιχειρήσεων είναι δέκα ολόκληρα χρόνια!!!

Ειδικά στην περιοχή της Αθήνας, 33 τεχνικοί & υγειονομικοί επιθεωρητές καλούνται να ελέγξουν πάνω από 1.000 επιχειρήσεις με πάνω από 50 εργαζόμενους η καθεμία, δεκάδες χιλιάδες μικρότερες, και αυτό με τη χρήση ενός (!) υπηρεσιακού αυτοκινήτου, καθώς και με την παντελή απουσία προσωπικού γραμματειακής υποστήριξης για τις ανάγκες της γραφειοκρατικής πλευράς του έργου τους.

Ομως η κυβέρνηση σχεδιάζει την παραπέρα υποβάθμιση του ΣΕΠΕ με νομοσχέδιο που αναμένεται να κατατεθεί το προσεχές χρονικό διάστημα. Ετσι, αντί να δώσει λύσεις στα υφιστάμενα προβλήματα, έρχεται να διπλασιάσει τα ΚΕΠΕΚ, χωρίς να καλύπτει τις ήδη υπάρχουσες κενές οργανικές θέσεις και να δημιουργεί νέες, και χωρίς να ενισχύει την υλικοτεχνική υποδομή. Επιπλέον, προχωρά στην ενοποίηση των υπηρεσιών του ΣΕΠΕ, του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ σε νησιά με πληθυσμό έως τρεις χιλιάδες κατοίκους, όπου όλοι θα κάνουν τα πάντα. Και εδώ προκύπτει το ερώτημα με τι γνώσεις και εφόδια ο υπάλληλος του ΙΚΑ θα μπορεί να ασκεί τις αρμοδιότητες του Τεχνικού και Υγειονομικού Επιθεωρητή ή το αντίθετο;

Τέλος, δίνεται η δυνατότητα στον εκάστοτε υπουργό να συστήνει κατά βούληση υπηρεσίες και να αναδιοργανώνει τις υπάρχουσες οργανικές θέσεις, με απλές υπουργικές αποφάσεις, όποτε και όπου επιθυμεί (σήμερα η διάρθρωση των υπηρεσιών του ΣΕΠΕ καθορίζεται με Προεδρικά Διατάγματα). Αυτό θα οδηγήσει στην άμεση εξάρτηση των Επιθεωρητών από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Ετσι, αν κάποιος εργοδότης «ενοχλείται» από κάποιους εργαζόμενους του ΣΕΠΕ, ο υπουργός μπορεί να τους απομακρύνει - στην καλύτερη περίπτωση - από τη συγκεκριμένη περιοχή που βρίσκεται η επιχείρηση και να τους στέλνει σε άλλη.


ΚΕΝΤΡΟ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΚΥΑΕ)
Λειτουργεί μόνο στα χαρτιά

Το ΚΥΑΕ είναι μία από τις δύο Διευθύνσεις που απαρτίζουν τη Γενική Διεύθυνση Συνθηκών και Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας του υπουργείου Εργασίας. Το ΚΥΑΕ συστάθηκε ως υπηρεσία το 1978 και ένας από τους ιδρυτικούς του στόχους είναι η διενέργεια μετρήσεων των χημικών (αέρια, σκόνες κλπ.) και των φυσικών (θόρυβος, φωτισμός, θερμοκρασία, υγρασία κλπ.) παραγόντων στους χώρους εργασίας και μετρήσεις βιολογικών υγρών εργαζομένων. Οι μετρήσεις διενεργούνται υποστηρικτικά προς τις Επιθεωρήσεις Εργασίας για τη διαπίστωση τυχόν υπερβάσεων στις συγκεντρώσεις των παραγόντων αυτών με βάση τα όσα προβλέπονται από την υφιστάμενη νομοθεσία.

Ομως, σύμφωνα με τα όσα προκύπτουν από την έρευνά μας το Κέντρο δε λειτούργησε, ουσιαστικά, ποτέ κατά τέτοιο τρόπο. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ερωτήσεις μας προς τους αρμόδιους της Γενικής Διεύθυνσης - αναφορικά με ποιους παράγοντες συγκεκριμένα διερευνά το Κέντρο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, ποιος ο αριθμός των διενεργηθέντων μετρήσεων ανά έτος κατά παράγοντα κινδύνου ή και κλάδο επιχειρήσεων, ποιες οι διαπιστώσεις - λάβαμε μια γενικόλογη απάντηση ότι έχουν γίνει κάποιες μετρήσεις αλλά δεν υπάρχουν τέτοιου είδους στοιχεία!!! Επομένως, είναι αδύνατον να ελεγχθεί αν όντως έγιναν οι μετρήσεις, πόσες έγιναν και τι αποτελέσματα είχαν. Το ΚΥΑΕ λειτουργεί, σχεδόν αποκλειστικά, ως κέντρο πληροφόρησης ή όπως επίσημα αποκαλείται Εθνικός Εστιακός Πόλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Υγεία και Ασφάλεια της Εργασίας (που εδρεύει στο Μπιλμπάο της Ισπανίας).

Ακόμα πρέπει να προσθέσουμε ότι για τη στήριξη του ΚΥΑΕ προς το ΣΕΠΕ μέσω της παροχής οργάνων για τη διενέργεια μετρήσεων στους χώρους, δεν υπάρχουν στοιχεία ούτε στην έκθεση πεπραγμένων που παρουσιάζει για κάθε έτος λειτουργίας του το ΣΕΠΕ, ούτε αλλού πουθενά.

Τα πρώτα λοιπόν συμπεράσματα που μπορούμε να διατυπώσουμε είναι η πλήρης και «συγκροτημένη» αναποτελεσματικότητα της ελεγκτικής δράσης των αντίστοιχων κρατικών μηχανισμών για την τήρηση των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας. Το ίδιο συμβαίνει και σε ό,τι αφορά στη δράση του κράτους σχετικά με τη διερεύνηση του μεγέθους και των ειδών του επαγγελματικού κινδύνου.

Οπως τονίσαμε και παραπάνω η κατάσταση αυτή δεν είναι τυχαία αλλά πρόκειται αποκλειστικά για μια συνειδητή πολιτική επιλογή της κυβέρνησης που σκοπό έχει να καλύψει τις ευθύνες του κεφαλαίου για τη μετατροπή των χώρων δουλιάς σε παγίδες θανάτου και να καταστήσει τη νομοθεσία «επιταγή χωρίς αντίκρισμα». Με αυτό τον τρόπο, άλλωστε, ξαλαφρώνει τους εργοδότες από το κονδύλι που θα έπρεπε να καταβάλουν για την αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου και που όπως σημειώσαμε ανέρχεται, περίπου, στο τεράστιο ποσό των 3 δισεκατομμυρίων ευρώ (1 τρισεκατομμύριο δραχμές). Επιπλέον, η έλλειψη προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής που παρατηρείται στις κρατικές υπηρεσίες, οφείλεται και στη διπλά αντεργατική πολιτική λιτότητας που εδώ και δεκαετίες εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις αυτής της χώρας.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ