ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Νοέμβρη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Λίγο πριν ξημερώσει

Γρηγοριάδης Κώστας

Η νύχτα κείνη δεν έλεγε να περάσει. Η αγωνία είχε σταματήσει τους δείχτες του ρολογιού. Ο χρόνος μηδέν.

Το κελί της φυλακής στενό και θεοσκότεινο.

Κάπου χιόνισε από νωρίς. Εξω φυσούσε παγωμένος αγέρας. Η υγρασία περόνιαζε τα κόκαλα.

Γενάρης του 1948. Ο αδερφοσκοτωμός στο φόρτε του.

Δυο γυναίκες. Δυο μαρτυρικές φιγούρες. Δυο βαριές καταδίκες από το έκτακτο στρατοδικείο. Σε θάνατο η Αργυρώ. Σε ισόβια η Κατερίνα.

Είχε ένα μικρό ρολογάκι του χεριού η Κατερίνα. Δώρο του άντρα της. Της το άρπαξαν καθώς τη σπρώχναν στο κελί της.

- Δε σου χρειάζεται. Τι θέλεις να μετράς τις ώρες. Θα βαρεθείς! της είχε πει ένας φαντάρος με μουστακάκι, δίνοντάς της κλοτσιά στα πισινά.

- Κρυώνω. Κρυώνω πολύ, λέει τουρτουρίζοντας η Κατερίνα.

Η Αργυρώ την τραβάει κοντά της.

- Ελα να σμίξουμε τα στρώματά μας. Ισως έτσι είναι καλύτερα...

Οι δυο γυναίκες σφιχταγκαλιάζονται. Τα πόδια τους είναι μπούζι. Τα χέρια τους κοκαλωμένα.

- Νιώθω την καρδιά μου να παγώνει, λέει η Αργυρώ. Δεν ξέρω αν θ' αντέξω...

- Κουράγιο, καλή μου! Κουράγιο...

- Πώς είναι η κοιλιά σου; Πρόσεξε μην την πιέζεις. Μπορεί άθελά σου να κάμεις κακό.

Η κοιλιά της Κατερίνας όλο και μεγαλώνει. Κουβαλάει μέσα της το πρώτο της παιδί. Εχει αρχίσει να σκιρτάει...

Είχανε ζητήσει από νωρίς μια κουβέρτα. Μάταιος κόπος.

- Πού να τη βρω; γρύλισε ο φρουρός, βηματίζοντας νευρικά στο τσιμέντο. Εδώ οι φαντάροι κοιμούνται στο χιόνι και σεις μου ζητάτε κουβέρτα! Ας καθόσασταν καλά, να χουζουρεύετε στο σπιτάκι σας! Ποιος σας φταίει; Το κεφάλι σας!..

- Μην του μιλάς, είπε με περιφρόνηση η Κατερίνα. Κάνει τον άντρα επειδή κρατάει ντουφέκι.

- Εχουμ' ακούσει τόσα πικρά λόγια, που αυτά είναι χάδια! Δε θα πεθάνουμε δα κι απ' το κρύο!..

Η ώρα δεν περνάει... Ο θάνατος πλανιέται στο κελί. Καρτερία και αναπόληση.

- Σου 'χω μιλήσει για το γιο μου; λέει η Αργυρώ. Δεν έχω άλλο στο μυαλό παρά μονάχα κείνον... Δεν ξέρω αν ζει ακόμα ή τον έφαγε το βόλι... Ακου, λοιπόν... Του είχανε κάμει τη ζωή μαύρη. Πώς ν' αντέξει; Μια μέρα μου λέει:

»- Μάνα,δεν πάει άλλο! Φεύγω!

»Προσπάθησα να τον εμποδίσω.

»- Μείνε κοντά μου, του είπα, να περάσουμε μαζί την μπόρα. Μη μ' αφήσεις μοναχή μου. Θα τρελαθώ...

»- Θέλεις να με πάνε στο Μακρονήσι να πεθαίνω κάθε μέρα;

»Ητανε, βλέπεις, ο καιρός να πάει φαντάρος. Η μνήμη του πατέρα του τον κέντριζε. Δεν ανεχόταν να τον βρίζουνε προδότη, τα ρεμάλια! Γιατί, ήταν γενναίος ο πατέρας του. Τον πιάσανε οι Γερμανοί με τους ντόπιους προδότες. Τον στήσανε στον τοίχο. Δεν έβγαλε μιλιά. Παλικάρι...

»Εμεινα με τον κανακάρη μου. Κι ύστερα απόμεινα μόνη μου. Εφυγε η κολόνα του σπιτιού μου. Επρεπε να τον φροντίσω. Να του στείλω τρόφιμα. Αχ, γιατί δεν ξέρουν τι θα πει αγάπη της μάνας; "Ενισχύει τους συμμορίτες", είπανε οι σπιούνοι. Βαρύ το κρίμα να ταΐσεις το παιδί σου!

»Οι μπάτσοι βρήκανε δουλιά. Με πιάσανε. Ανακρίσεις... Μου ζητήσανε ν' αποκηρύξω το γιο μου, για να μ' αφήσουν. Ακου ν' αποκηρύξω το σπλάχνο μου! Λες και δεν είναι καμωμένοι από ανθρώπινη σάρκα! Τους πέρασε απ' το μυαλό πως θα μπορούσα να φτύσω τα μούτρα μου. Να περπατάω και να ντρέπομαι. Αηδίασα.

»- Είμαι μάνα, τους είπα, κι αυτό τα λέει όλα!

»Εκείνοι σκύλιασαν και συνέχισαν τη δουλιά τους.

»- Μάνα προδότη! Θα το μετανιώσεις! Θα σιχαθείς τη μέρα που τον γέννησες!».

»Πώς ξεστομίζουν τέτοιες κουβέντες; Δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω!».

- Μου λες πράματα που τα 'ζησα και γω, Αργυρώ μου. Σα ν' ακούω τη δική μου ιστορία. Τα ίδια λέγαν και σε μένα για τον άντρα μου. Τον αγαπημένο μου. Τον πατέρα του παιδιού μου!

»Ημουν άτυχη. Δεν πρόλαβα να χαρώ την παντρειά μου... Ηρθαν μια νύχτα, οι τραμπούκοι του Μαυρέα. Σπάσανε την πόρτα του σπιτιού μας και μπήκανε μέσα. Ο έρωτάς μας κόπηκε στη μέση! Αρπάξανε τον άντρα μου ολόγυμνο, τον κατεβάσαν στην αυλή με τις κλοτσιές. Τι λύσσα, Θεέ μου! Χτυπούσαν αλύπητα, δυο τρεις μαζί! Κάμανε πίσσα το κορμί του. Τα αίματα τρέχανε στα μάγουλά του. Κάποιος από δαύτους, που κουράστηκε να βαράει, φώναξε:

"- Τι τον φυλάμε και δεν του κόβουμε τ' αχαμνά;".

»Ο Μαυρέας τον σταμάτησε λέγοντας:

»- Αστονε κι έχει κι όμορφη γυναίκα!

»Ανατρίχιασα. Τον είδα να 'ρχεται καταπάνω μου. Πάλεψα μαζί του. Του μαύρισα το μάτι με μια μπουνιά, μου ξέσκισε τη νυχτικιά, του δάγκωσα τ' αυτί, μ' έριξε κάτω, έμπηξε τα νύχια του στους ώμους μου, τα δόντια του μάτωσαν το βυζί μου...

»Τα ουρλιαχτά μου ξύπνησαν τη συμπόνια του αρχηγού.

»- Σβίγκο, σταμάτα τις εργολαβίες, έχουμε δουλιά! διέταξε ο Μαυρέας.

»Τα χέρια του βιαστή παράλυσαν. Σηκώθηκε τρίζοντας τα δόντια του.

»- Πουτάνα, θα μου το πληρώσεις! ούρλιασε σκουπίζοντας το αίμα που έτρεχε απ' τ' αυτί του».

- Καημένο κορίτσι! έκαμε με συμπόνια η Αργυρώ. Μήπως είσαι μόνη;

»- Δεν είμαστε μόνες, το ξέρω. Μα τι θ' απογίνουμε; Πού θα πάει αυτό το βιολί; Ποιος μας έσπρωξε στο γκρεμό; Ολο το συλλογίζομαι κι απάντηση δε βρίσκω... Λένε "οι μεγάλες δυνάμεις". Τι με νοιάζει εμένα, αν τσακώνονται ο Τρούμαν με το Στάλιν; Τι με νοιάζει; Κανένας τους δε θα μου δώσει να φάω! Κι όμως. Ξέρεις τι είπε για μένα ο επίτροπος στη δίκη; Ακου: "Το γύναιο αυτό έγινε όργανο των σλαβοκομμουνιστών. Ενίσχυσε τους συμμορίτες, που έστρεψαν τα όπλα κατά της πατρίδος! Οι πράξεις της μαχαίρι στο πλευρό του έθνους"!

- Είναι γελοίο...

- Κι όλ' αυτά γιατί; Εφυγε ο άντρας μου και πήγε στο βουνό. Στο Δημοκρατικό Στρατό. Μ' άφησε με τον καρπό του στην κοιλιά. Δε γινότανε αλλιώς. Το κεφάλι του ήταν ξεγραμμένο. Αργησα να πάρω νέα του. Μια μέρα ο γείτονάς μας ο Σταυρής μου 'φερε το χαμπέρι.

"- Μάζεψε ό,τι μπορείς να του στείλεις...".

»- Με ποιο τρόπο; ρώτησα.

"- Υπάρχουν άνθρωποι, μ' απάντησε. Δε θα σου πω ονόματα".

»- Δε θέλω να μάθω ονόματα. Μου φτάνει που μαθαίνω πως ζει...

"- Τότε, κάμε όπως σου λέω...".

» Μάζεψα τρόφιμα, έβαλα και κάτι φανέλες και κάλτσες χοντρές κι ένα πουλόβερ. Ενας άγνωστος περνούσε απ' το σπίτι μας και τα 'παιρνε. Αυτό έγινε δυο - τρεις φορές. Την τέταρτη φορά ήρθε το κακό. Παραφυλάγανε, βλέπεις.

»Ενας κακομούτσουνος λεχρίτης με είχε ζητήσει απ' τον πατέρα μου, να με παντρευτεί. Είχα αρνηθεί κι ο γέρος μου δεν επέμενε. Ο λεχρίτης έβαλε σκοπό να μ' εκδικηθεί, τι τάχα τον πρόσβαλα με την άρνησή μου, κι έγινε μπαίγνιο στο χωριό.

»Δεν το ξέχασε. Περίμενε την ώρα. Η ώρα της εκδίκησης αργεί, μα έρχεται πάντα. Μια και δυο, πάει στους χωροφύλακες. Δε χρειαζότανε να τους πει πολλά. Τα ξέρανε όλα, με το νι και με το σίγμα. Με πιάσανε. Είχανε κει και το Σταυρή και τον άγνωστο που έπαιρνε τα δέματα κι άλλους...

»Με τυλίξανε σε μια κόλλα χαρτί. Κι ύστερα ντουγρού στο έκτακτο στρατοδικείο.

»Η δίκη έγινε χωρίς πολλές διαδικασίες. Ισόβια... Η ποινή της αγάπης είναι ισόβια!..».

- Τουλάχιστον εσύ θα ζήσεις, είπε με θλίψη η Αργυρώ. Θα ξαναδείς τον ήλιο, θα χαρείς. Θα 'χεις το παιδί σου...

Ηταν «επιεικείς» οι δικαστές με την Κατερίνα. Την είδανε με την κοιλιά φουσκωμένη κι είπανε να μη σκοτώσουν τον καρπό της.

Ο βασιλικός επίτροπος ροκάνιζε μες από τα δόντια του. Σκεφτότανε τ' αστέρια που έλαμπαν στους ώμους του και φούσκωναν την υπεροψία του. Δεν είχε κανένα έλεος γι' αυτήν την γκαστρωμένη νέα γυναίκα. Στη σύντομη όλο φωτιά αγόρευσή του, τόνισε πως η ζωή είν' ανώφελη για πλάσματα που βγαίνουν από μήτρες κακούργων. Καθώς πρότεινε να της επιβληθεί η ποινή του θανάτου, κοίταζε αγέρωχα στο βάθος της αίθουσας του στρατοδικείου. Δεν της έριξε ούτε μια ματιά συμπόνιας. Ούτε ένα βλέμμα. Ισως φοβόταν πως, αν κοίταζε την κοιλιά της, δε θα μπορούσε να εκστομίσει εκείνο το φοβερό «εις θάνατον».

Νίκησε, όμως, μια ξεπλυμένη ανθρωπιά. Την καταλυτική σκιαγραφία της έδωσε ο πρόεδρος του στρατοδικείου. Ενας ψηλός, ξερακιανός, ασύσπαστος δικαστής, της τακτικής Δικαιοσύνης, παρακαλώ, που έδειχνε να νιώθει άβολα μέσα στη λαμπερή στρατιωτική στολή του.

- Ας την αφήσουμε να γεννήσει, είπε. Μπορεί με τη γέννα να βάλει μυαλό. Το παιδί της θα 'ναι χωρίς πατέρα. Εκείνος ο άσπλαχνος είναι ο φταίχτης, υπόλογος για τη δυστυχία της. Μα όπου να 'ναι θα ξεπαστρευτεί κι ο τελευταίος συμμορίτης... Αλλά ο καρπός της είναι νόμιμος. Την είχε παντρευτεί ο άθλιος εκείνος!.. Δεν μπορούμε να σκοτώσουμε δυο ζωές μαζί!..

- Κουβαλάω ζωή μέσα μου, είπε με σπαραγμό η Κατερίνα στην απολογία της. Πώς μπορείτε να κόψετε αυτή τη ζωή, που μόλις τώρα αρχίζει; Το έγκλημά σας θα 'ναι ασυγχώρητο. Τι έκαμα; Να μη φροντίσω για τον πατέρα του παιδιού μου; Να μην του στείλω ένα καρβέλι ψωμί, να καταλαγιάσει την πείνα του;

- Ορίστε! Είναι αμετανόητη! επέμενε ο επίτροπος. Παίζει με τη ζωή μας, με της πατρίδας την τιμή. Αν την αφήσουμε, είναι σα να δίνουμε δίκιο στον προδότη.

- Εχετε άλλες σφαίρες για κείνον! κραύγασε η Κατερίνα. Θα σκοτωθεί και δε θα δει το παιδί του...

Τα λόγια της τα πνίξαν οι λυγμοί. Ο σπαραγμός της λύγισε τις καρδιές.

- Σε κρίνουμε με επιείκεια, είπε ο πρόεδρος. Να ξέρεις, χρωστάς τη ζωή σου στη φουσκωμένη κοιλιά σου. Θα σου δώσουμε την ευκαιρία να νιώσεις πως η πατρίδα είναι σπλαχνική και δε σκοτώνει άδικα. Μπορεί και κείνος ο ανεπρόκοπος πατέρας να συγκινηθεί. Να πετάξει το όπλο του που σημαδεύει την καρδιά της πατρίδας και να παραδοθεί... Ποιος ξέρει, μπορεί να μιλήσουν μέσα του ανθρώπινες φωνές. Θα 'ναι κι αυτό ένα κέρδος. Σε καταδικάζουμε σε ισόβια κάθειρξη!..

- Ακου, Αργυρώ, τα σκιρτήματά του! Να, πιάσε την κοιλιά μου, βάλε τ' αυτί σου...

Η Αργυρώ αφουγκράζεται τους χτύπους.

- Καλότυχη! Μακάρι να 'χα και γω στην κοιλιά μου ένα παιδί, ένα μπάσταρδο έστω, να μου σώσει τη ζωή...Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ένιωσα τη χαρά της γκαστριάς και το λυτρωμό της γέννας! Τώρα ο θάνατος μόνο θα με λυτρώσει!..

- Πού ξέρεις; μπορεί να σου δώσουν χάρη! είπε η Κατερίνα.

- Χάρη; Πώς σου 'ρθε; Ξέρεις καλά ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Κανένας δεν παίρνει χάρη. Οι αποφάσεις των στρατοδικείων εκτελούνται αμέσως! Ο θάνατος... Μην προσπαθείς να με παρηγορήσεις.

Η Αργυρώ έριχνε τη ματιά της μια στον παπά, στην Κατερίνα. Εβλεπε πως ερχόταν το τέλος. Εβγαλε βαθύν αναστεναγμό. Ενα δάκρυ κύλησε καυτό στο μάγουλό της.

- Το κρίμα στο λαιμό τους! μουρμούρισε.

Αποκαμωμένη γονάτισε, στύλωσε τα βουρκωμένα μάτια της στον παπά. Εκείνος είχε πετρώσει. Δε θύμιζε καθόλου τη γαλήνια, υπέροχη μορφή του παπα - Γιώργη.

- Ελα, πάτερ! είπε σιγανά.

Ο ιερέας έφερε το κουταλάκι με τη μετάληψη στο στόμα της.

- Ο Θεός να σε συχωρέσει, αμήν! είπε ακουμπώντας την παλάμη του στο κεφάλι της.

Καθώς τύλιγε το δισκοπότηρο, άκουσε την Κατερίνα να λέει:

- Ελα και σε μένα, πάτερ!

- Μα εσύ δεν είσαι... πήγε να πει.

Δεν απόσωσε τη φράση του. Δάγκωσε τα χείλια του, να μη βγει η απαίσια λέξη.

Η Κατερίνα δέχτηκε την κοινωνία. Ο ιερέας βγήκε απ' το κελί, αθόρυβα, ολότελα ικανοποιημένος. Είχε εκτελέσει το χρέος του με το παραπάνω.

- Τι ώρα είναι, πάτερ; τον ρώτησε η Αργυρώ, καθώς έβγαινε.

Εκείνος έβγαλε και κοίταξε προσεχτικά το ρολόι του.

- Πέντε παρά δέκα, είπε ξερά. Κοντεύει να ξημερώσει...

Η πόρτα άνοιξε. Ο φρουρός ξανακλείδωσε.

- Οπου να 'ναι έρχονται, το νιώθω, είπε η Αργυρώ. Λίγο πριν ξημερώσει. Η συνηθισμένη ώρα...

- Κουράγιο... κουράγιο... Ισως δεν είναι σήμερα!..

Προσπαθούσε να δώσει ελπίδα η Κατερίνα. Μάταια, όμως.

- Εστειλαν τον παπά, δεν το καταλαβαίνεις; Ετσι γίνεται. Ερχεται πρώτα ο παπάς... Κρυώνω, κρυώνω! Σφίξε με να με ζεστάνεις! Ελα κοντά μου... Σε νιώθω σαν κόρη μου, αχ να 'χα μια κόρη σαν και σένα... Αχ η κοιλιά σου! Ενα παιδί στη φυλακή, μια γέννα στο μπουντρούμι... Θα ομορφύνει το κελί σου, Κατερίνα. Να μου το προσέχεις το παιδί, έτσι;

- Στο υπόσχομαι, Αργυρώ, στο υπόσχομαι...

- Να με θυμάσαι... Ηταν σκληρή η ζωή μου. Μια ζωή χωρίς ανάσα. Δούλεψη, στέρηση, ελπίδα. Τίποτ' άλλο. Πόλεμος. Καταστροφή. Κατατρεγμός. Εχασα τον άντρα μου, άδικο βόλι των καταχτητών... Και δεν είμαι ούτε πενήντα χρονών... Ο γιος μου, ούτε κι αυτός θα γλιτώσει... Ξεκλήρισμα... Γιατί; Δεν περιμένω απάντηση. Δεν υπάρχει γιατί. Να γλίτωνε κείνος τουλάχιστον! Να ζούσε! Να παντρευότανε... Να 'κανε παιδιά...

Ο κρότος της βαριάς πόρτας ξανακούστηκε. Δυο φρουροί οπλισμένοι σαν αστακοί φάνηκαν στο κατώφλι. Ο ένας κρατούσε τα χαρτιά στο χέρι.

- Αργυρώ Καλλιγέρη! φώναξε. Σήκω!..

Η Αργυρώ σηκώθηκε όρθια. Αγκάλιασε την Κατερίνα, τη φίλησε πολλές, πολλές φορές, χάιδεψε τα μαλλιά της. «Καλή λευτεριά». της ευχήθηκε. Υστερα γύρισε προς τους στρατιώτες.

- Είμαι έτοιμη, είπε. Ετοιμη.

Βάδισε ήσυχη προς τον άδικο θάνατο.

Η δικαιοσύνη των ανθρώπων, αποθέωση του πάθους.


Του Τάσου ΖΟΜΠΟΛΑ


Ο Τάσος Ζόμπολας γεννήθηκε το 1930 στην Καλλιθέα Μεσσηνίας. Εχει δημοσιεύσει δέκα μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων, τρεις ποιητικές συλλογές και άλλα. Ανάμεσά τους, τα μυθιστορήματα «Απόρρητος φάκελος» 1980, «Αύριο θα είναι καλύτερα» 1990, «Το γυάλινο μάτι» 1997, οι συλλογές διηγημάτων «Διαδρομή» 1985, «Με το χέρι στην καρδιά» 2000 και η ποιητική συλλογή «Είδωλα και εδώλια» 2001. Εχει διατελέσει αντιπρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1992-1994). Το διήγημα «Λίγο πριν ξημερώσει» είναι από τη βραβευμένη συλλογή του «Διαδρομή».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ