ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Ιούλη 2003
Σελ. /28
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Κόντρα στη νέα (α)ταξία
Σεξοτουρισμός και Ολυμπισμός

Η πορνεία - και με την ευρύτερη πολιτική έννοια - έχει κατακλύσει την Ελλάδα, κατά το δηλωτικό στίχο: «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».

Στα πλαίσια αυτά, οι καθ' ημάς ανευθυνοϋπεύθυνοι αποτόλμησαν να συσχετίσουν την Ολυμπιάδα με τη νομιμοποίηση, την επέκταση (;) και τη χωροθέτηση των σπιτιών της πάνδημης Αφροδίτης. Σκέφτηκαν, προφανώς, ότι ανάμεσα στις άλλες εξυπηρετήσεις θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι «ανάγκες» των επισκεπτών με την «οργάνωση» της πορνείας.

Ως τη στιγμή αυτή, ο κ. Χριστόδουλος εξαπέλυσε τους κεραυνούς του Δία, παρασιωπώντας τις αντίστοιχες ανομίες στο χώρο της Εκκλησίας.

Δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί οριστικά αν στα τουριστικά έντυπα και στα μέσα προβολής του Ολυμπισμού θα περιληφθούν και οι πολυποίκιλες... εξυπηρετήσεις όλων των σεξουαλικών... αθλημάτων, στάσεων, διαστροφών και συμπλεγμάτων.

Πέρα όμως από τον κ. Χριστόδουλο, και εντελώς πρόσφατα, η υπουργός Αθλητισμού της Σουηδίας Μόνα Σαλίν κατήγγειλε, με επιστολή της προς την ελληνική κυβέρνηση και τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή ότι «τέτοιες πρωτοβουλίες - (σ.σ. για την πορνεία) είναι δυνατόν να ερμηνευτούν ως υποστήριξή της και ότι, αντίθετα, χρειάζεται αντίσταση σε τέτοιους χειρισμούς, που αντιστρατεύονται τις αρχές των Ολυμπιακών Αγώνων».

Βέβαια, θα μπορούσε να υποστηριχτεί μέχρις ότου η νέα κυβέρνηση, του «εγώ αποφασίζω» ασχοληθεί με το... βαρυσήμαντο αυτό θέμα, ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν χωροθετήσει τις ιερό-δουλες πολύ κοντά στους τόπους λατρείας, όπου το πνεύμα συναντούσε το σώμα!

* Η ΟΓΕ καταγγέλλει, για άλλη μια φορά, ότι η πορνεία είναι ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.


Του
Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ


ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ
Προς «ενταφιασμό» της ικανοποίησης στοιχειωδών λαϊκών αναγκών

Στο όνομα των εργαζομένων και των φτωχών, η κυβέρνηση προωθεί τον αφανισμό της κοινωνικής πολιτικής και την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών

Μια διαρκή απειλή για τα δικαιώματα των εργαζομένων και ό,τι έχει απομείνει από τον τομέα της κοινωνικής προστασίας σηματοδοτούν οι κατευθύνσεις της κυβέρνησης για το νέο «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ενταξη». Οι βασικές αρχές του σχετικού πονήματος ακυρώνουν τις φλύαρες αναφορές του στην αντιμετώπιση του «κοινωνικού αποκλεισμού», ενισχύουν ποιοτικά την αντεργατική έφοδο της κυβέρνησης και απαξιώνουν ακόμη πιο πολύ την έννοια της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών για τις πραγματικές ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων.

Από τις ανακοινώσεις της προκύπτει ότι:

  • Επισφραγίζεται η εγκατάλειψη του γνωστού μοντέλου του αστικού «κοινωνικού κράτους», για ένα νέο, που θα ανταποκρίνεται στην «μεταβιομηχανική εποχή» της πλήρους ασυδοσίας του κεφαλαίου.
  • Μέχρι τότε, το σύστημα κοινωνικής προστασίας θα τελεί υπό «διαρκή μεταρρύθμιση», πράγμα βολικό για την «ομηρία» των αποδεκτών του και για τη σύγχυση γύρω από τις υποχρεώσεις του προς αυτούς.
  • Το κράτος θα μειώσει δραστικά τη συμμετοχή του στις κοινωνικές δαπάνες, συνεχίζοντας κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει, με αποτέλεσμα περισσότερα βάρη στους ίδιους τους εργαζόμενους: «Οργανωμένες παρεμβάσεις εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου θα καλούνται να επωμιστούν μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης κοινωνικής προστασίας» και «για να είναι επιτυχείς οι παρεμβάσεις αυτές πρέπει να στηριχτούν από την κοινωνία - αφού δεν επαρκούν αποσπασματικές κρατικές πρωτοβουλίες».
  • Θα θεσπιστούν νέα, περιοριστικά, κριτήρια, με τα οποία θα καθορίζεται η ένταξη του πληθυσμού σε κατηγορίες που χρειάζονται υποστήριξη. Σκοπός είναι ο τεχνητός αποκλεισμός μεγάλων τμημάτων από τη βοήθεια που θα δικαιούνται.
  • Θα εφαρμοστεί το μοντέλο της εξατομικευμένης παρέμβασης, με συνέπεια τον εσωτερικό διαχωρισμό ακόμη και μέσα στην ίδια ευπαθή ομάδα, ενώ η ευθύνη για την κάλυψη των αναγκών των λαϊκών στρωμάτων σε κοινωνικές υπηρεσίες θα βαραίνει καθέναν ατομικά.
  • Ολες οι δραστηριότητες κοινωνικής στήριξης θα συντονιστούν υποχρεωτικά και θα είναι αλληλοσυμπληρούμενες στη βάση των κριτηρίων που θα θέσει η κυβέρνηση για το ποιος χρειάζεται βοήθεια και πώς θα του χορηγηθεί.
  • Οποιος έχει να πληρώσει θα απολαμβάνει «ποιοτικές υπηρεσίες», όποιος δεν έχει θα αφήνεται στη μοίρα του.

Η κυβέρνηση ξεκαθάρισε και την Πέμπτη, στην επίσημη παρουσίαση αυτών των θέσεων, ότι οδηγός της είναι η στρατηγική της Λισαβόνας, καθώς και ότι η κοινωνική πολιτική πρέπει να αποτελεί «μοχλό ανάπτυξης». Ακόμη και η «κοινωνική αλληλεγγύη» - μία έννοια που την ταυτίζει με τη μετάθεση στους εργαζόμενους των υποχρεώσεων του κράτους απέναντι σε ευπαθείς και μη κοινωνικές ομάδες - πρέπει κατά τη γνώμη της να «επαυξάνει τις αναπτυξιακές δυνατότητες»! Οραματίζεται, έτσι, μια προνοιακή πολιτική υποταγμένη στην κερδοφορία του κεφαλαίου, κάτι που αντικειμενικά μηδενίζει κάθε κοινωνική πράξη.

Οι στόχοι που θέτει η κυβέρνηση δε διακρίνονται από πρωτοτυπία, εμπεριέχουν ωστόσο χαρακτηριστικές αντιδραστικές πλευρές, που προϊδεάζουν και για το αποτέλεσμα της πολιτικής που προτείνει, η οποία εξυπηρετεί τα σχέδιά της και σε άλλους τομείς, όπως τις εργασιακές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό θα επιδιώξει, π.χ., την επανένταξη στην εργασία ατόμων ηλικίας άνω των 65 χρόνων, υποστηρίζοντας ότι «η επανένταξή τους στην απασχόληση, με τρόπο που δεν επιβαρύνει την υγεία τους θα είχε πολλαπλασιαστικά κοινωνικά οφέλη, γι' αυτούς και την οικογένειά τους». Ενας άλλος στόχος της έχει να κάνει με τη γνωστή από προηγούμενα κυβερνητικά κείμενα «συμφιλίωση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής για τις γυναίκες». Πρόκειται για την καταδίκη των γυναικών στη μερική απασχόληση ή και στην εργασία στο σπίτι, στο όνομα των ίσων ευκαιριών για άνδρες και γυναίκες, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους από πλήρεις αποδοχές, πλήρη ασφάλιση, συνδικαλιστική δράση. Αυτό υπηρετεί και το εισοδηματικό κριτήριο, ως όριο για την παροχή «κοινωνικής προστασίας», τα 870 ευρώ δηλαδή, με την εκτίμηση ότι αυτό συνήθως εξασφαλίζεται όταν δουλεύουν και ο άνδρας και η γυναίκα σε μια οικογένεια.

Μια προαναγγελθείσα εξαπάτηση

Πέρα από τους στόχους της, είναι η αντίληψή της για την «κοινωνική πολιτική», που γεννά ιδιαίτερη ανησυχία. Η κυβέρνηση, απτόητη από την επιδείνωση της ζωής των εργαζομένων και πλατιών λαϊκών στρωμάτων, είναι έτοιμη να προχωρήσει στο επόμενο βήμα εξυπηρέτησης του μεγάλου κεφαλαίου. Η «κοινωνική» πολιτική της αποκτά βαθύτερα αντιλαϊκά χαρακτηριστικά, καθώς ανάγει σε βασικό εργαλείο της την παραχάραξη ακόμη και των επίσημων στοιχείων που καταγράφουν τη φτώχεια και τις ομάδες που χρήζουν στήριξης.

Η παρέμβασή της ξεκίνησε, ήδη, με τον εξωραϊσμό των όρων, αφού το γνωστό και σαφές «όριο φτώχειας» αντικαταστάθηκε από το «όριο επισφάλειας». Η κυβέρνηση αναφέρεται στη «στατιστική μυωπία» και προκειμένου να την αποφύγει, επιλέγει την «κοινωνική μυωπία». Επισημαίνει ότι «ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται στην ερμηνεία των στατιστικών στοιχείων» και εισάγει στρεβλά κριτήρια, όπως η ιδιοκατοίκηση, ανεξάρτητα από τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης και ενώ γνωρίζει ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ιδιοκατοίκησης για τις οικογένειες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων είναι υποθηκευμένη, λόγω υπέρογκων στεγαστικών δανείων στις τράπεζες. Αποκαλυπτικό είναι το υπουργείο Εργασίας, όταν αναφέρει ότι «το θέμα της προσπελασιμότητας για άτομα με κινητικές αναπηρίες είναι σημαντικότερο από το εισόδημά τους».

Στο ίδιο πλαίσιο, προϊδεάζει για αυθαίρετες κρίσεις σε βάρος των φτωχών αγροτών, καθώς επισημαίνει πως «το σύνθετο των οικονομικών μιας μικρής οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης, αλλά και το διαφορετικό φορολογικό καθεστώς συνεπάγονται υποεκτιμήσεις των εισοδημάτων στις αγροτικές περιοχές». Αρα, για την κυβέρνηση, οι αγρότες έχουν μικρότερο πρόβλημα από αυτό που συνεπάγονται τα στοιχεία.

Ακριβοπληρωμένες κοινωνικές υπηρεσίες

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, μεταξύ άλλων, βασική επιδίωξή της είναι η παροχή υπηρεσιών «υψηλής ποιοτικής στάθμης». Κρύβει, όμως, ότι στοχεύει στην αύξηση της οικονομικής επιβάρυνσης για τη χρήση αυτών των υπηρεσιών, που έχουν ήδη πληρωθεί μέσα από τη φορολογία. Πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών, που προπαγανδίστηκαν ως ποιοτικό βήμα στη λειτουργία του κράτους, με τη μείωση της γραφειοκρατίας και της ταλαιπωρίας του πολίτη, για να εξαγγείλει πριν λίγες μέρες τη θέσπιση αντιτίμου. Εξάλλου, όλοι βιώνουν την εμπορευματοποίηση της Υγείας, τα ακριβά «απογευματινά ιατρεία», την αύξηση του κόστους της δημόσιας περίθαλψης για τους εργαζόμενους. Ωστόσο, στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, όσο αυξάνει το κόστος για τους αποδέκτες, τόσο μειώνεται η έννοια του «κοινωνικού». Ετσι κι αλλιώς, όποιος μπορεί να πληρώσει, έχει και τώρα «ποιοτικές» κοινωνικές υπηρεσίες. Ο λαός, όμως, δεν έχει να πληρώσει.


Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ