ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Φλεβάρη 2000
Σελ. /48
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
Κοινή Αγροτική Πολιτική
Από το κακό στο χειρότερο σε όλους τους τομείς

Οποιαδήποτε καλλιέργεια κι αν εξετάσει κανείς, με ευκολία διαπιστώνει τις τεράστιες συνέπειες, που είχαν για την αγροτική οικονομία και τους αγρότες η ακολουθούμενη αντιαγροτική πολιτική και οι επιμέρους αποφάσεις για βασικά αγροτικά προϊόντα, όπως το βαμβάκι, τα οπωροκηπευτικά, το ρύζι, τα σιτηρά, τα καπνά, το λάδι, η σταφίδα

Στη «μέγκενη» των καταστροφικών αντιαγροτικών κανονισμών της ΕΕ, που ψήφισε τα προηγούμενα χρόνια στις Βρυξέλλες η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχαν την αποδοχή της ΝΔ, αλλά και του ΣΥΝ και του ΔΗΚΚΙ, βρίσκονται οι αγρότες και ειδικότερα οι μικρομεσαίοι.

Ολα τα προηγούμενα χρόνια, οι αγρότες ήρθαν αντιμέτωποι με τις δραματικές επιπτώσεις μιας σειράς αντιαγροτικών αποφάσεων που πάρθηκαν στο πλαίσιο της ΚΑΠ από τα επιτελεία των Βρυξελλών, πριν και μετά από τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1996. Αποφάσεις, που αφορούν βασικά αγροτικά προϊόντα, όπως το βαμβάκι, τα οπωροκηπευτικά, το ρύζι, τα σιτηρά, τα καπνά, το λάδι, τη σταφίδα. Σε αυτά ήρθε να προστεθεί πέρσι η ολέθρια αναθεώρηση της ΚΑΠ, στα πλαίσια της «Ατζέντας 2000» για τα σιτηρά, το βόειο κρέας και το γάλα. Το κακό, βέβαια, δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ, αφού στα αμέσως επόμενα χρόνια θα αναθεωρηθούν προς το χειρότερο οι κανονισμοί για μια σειρά βασικά αγροτικά προϊόντα της χώρας (π.χ. βαμβάκι, λάδι).

Το αποτέλεσμα των αντιαγροτικών μέτρων που αποφάσισαν οι Βρυξέλλες τα τελευταία χρόνια ήταν να ενταθούν οι αρνητικές επιπτώσεις που είχε η αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992. Επιβλήθηκαν πρόσθετοι περιορισμοί στις καλλιέργειες και οι ποσοστώσεις προκάλεσαν εκρηκτικά προβλήματα στην αγροτική οικονομία. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν οι αγρότες να τιμωρούνται με βαρύτατα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, οι τιμές των προϊόντων να πέφτουν συνεχώς και το αγροτικό εισόδημα να μειώνεται απελπιστικά. Από την άλλη, δε συνέβη το ίδιο για τους εμποροβιομηχάνους, οι οποίοι συνέχισαν, με την εύνοια των κανονισμών της ΕΕ και της πολιτικής της κυβέρνησης, να αυξάνουν τα κέρδη τους σε βάρος των αγροτών, αλλά και των καταναλωτών.


Κι ενώ η μέχρι τώρα εφαρμογή αυτών των καταστροφικών κανονισμών της ΕΕ «γονατίζει» την ελληνική αγροτική οικονομία και ξεκληρίζει χιλιάδες μικρομεσαίους αγρότες, έρχονται και τα χειρότερα, μέσω της ΟΝΕ, των επιταγών της «Ατζέντας 2000» και του μηχανισμού επιβολής της παγκοσμιοποίησης της αγοράς, δηλαδή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).Το αν θα συνεχίσει ή όχι να παράγει αγροτικά προϊόντα η Ελλάδα, αν θα υπάρχει ή όχι μικρομεσαία αγροτιά στη χώρα μας, εξαρτάται από τους ίδιους τους Ελληνες αγρότες και τον αγώνα τους, ενάντια στην ακολουθούμενη αντιαγροτική πολιτική. Εξαρτάται από την υπερψήφιση και το δυνάμωμα του ΚΚΕ και όχι από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ή της ΝΔ, ή όποιο κεντροαριστερό ή κεντροδεξιό κυβερνητικό σχήμα προκύψει, με τη συμβολή του ΣΥΝ ή του ΔΗΚΚΙ και που θα συνεχίσει να ακολουθεί την ίδια αντιαγροτική πολιτική, η οποία θα είναι πλήρως εναρμονισμένη με τις καταστροφικές επιλογές και αποφάσεις της ΕΕ και των πολυεθνικών.

Ο «Ρ» παρουσιάζει σήμερα τις δραματικές επιπτώσεις της ΚΑΠ και των αναθεωρήσεων των κοινοτικών κανονισμών, που έγιναν μέσα στην τελευταία πενταετία, στα βασικά αγροτικά προϊόντα της χώρας.

Βαμβάκι

Οδυνηρή ήταν η τελευταία πενταετία για τους βαμβακοπαραγωγούς, μετά την ψήφιση στις Βρυξέλλες, το καλοκαίρι του 1995, του υπάρχοντος κανονισμού για το βαμβάκι και τον οποίο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εμφάνισε ως τεράστια επιτυχία... Η τιμή στο βαμβάκι κατρακύλησε στο διάστημα που ακολούθησε κατά 60 δραχμές το κιλό και οι βαμβακοπαραγωγοί πλήρωσαν εκατοντάδες δισ. δραχμές για ευρωπρόστιμα στις Βρυξέλλες, λόγω υπέρβασης του πενιχρού πλαφόν παραγωγής (782.000 τόνοι). Το αποτέλεσμα ήταν δραματική μείωση του εισοδήματος των βαμβακοπαραγωγών και ειδικά των μικρομεσαίων.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τελευταία χρονιά, όπου η παραγωγή του 1999, με το κλείσιμο της εκκοκκιστικής στις 31/12, έφτασε τους 1.320.000 τόνους και η τιμή στο βαμβάκι μένει στις 240 δραχμές που δόθηκαν ως προκαταβολή, μαζί με το προεκλογικό 40άρι της κυβέρνησης. Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι η επιστροφή συνυπευθυνότητας, έναντι της οποίας δόθηκε το 40άρι, θα είναι 16 δραχμές, ενώ η κυβέρνηση με την ΑΤΕ μεθοδεύουν «πατέντες» για να πάρουν πίσω τη διαφορά των 24 δραχμών. Οσο για το πρόστιμο συνυπευθυνότητας που θα κληθούν να πληρώσουν οι βαμβακοπαραγωγοί στην ΕΕ, αυτή τη φορά θα είναι μεγαλύτερο και θα φτάσει τα 173 δισ. δραχμές!

Εκτός αυτών, πρέπει να σημειωθεί ότι η ΕΕ προτείνει νέα καταστροφικά μέτρα για το βαμβάκι, που είναι η αύξηση της συνυπευθυνότητας κατά 20% και η μείωση της χρηματοδότησης. Και η κυβέρνηση, αντί να παλέψει με νύχια και με δόντια στις Βρυξέλλες την αύξηση του πλαφόν και της χρηματοδότησης, συμφωνεί με τις καταστροφικές αυτές προτάσεις και επαυξάνει, με την ανακοίνωση απόφασης για μείωση της βαμβακοκαλλιέργειας κατά 700.000 στρέμματα.

Οπωροκηπευτικά

Η ψήφιση του καταστροφικού κανονισμού για τα οπωροκηπευτικά, τον Οκτώβρη 1995, τον οποίο η κυβέρνηση παρουσίασε επίσης ως επιτυχία, σε συνδυασμό με τις επιταγές της ΓΚΑΤΤ που άρχισαν να εφαρμόζονται από τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εφιαλτικού σκηνικού για τους παραγωγούς οπωροκηπευτικών. Τα πιο ολέθρια αποτέλεσμα υπέστησαν οι παραγωγοί εσπεριδοειδών και ροδακίνων.

Στα εξαγώγιμα πορτοκάλια οι εμπορικές τιμές άρχισαν να κατρακυλούν, φτάνοντας σε τέτοια εξευτελιστικά επίπεδα, που έγιναν μικρότερες κι από το κόστος παραγωγής. Από την άλλη, οι έμποροι - εξαγωγείς προχώρησαν σε ασύστολους εκβιασμούς, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση, ώστε να αγοράσουν κοψοχρονιάς την παραγωγή. Στο αδιέξοδο των παραγωγών επιτραπέζιων πορτοκαλιών συνέβαλαν και οι αποφάσεις των Βρυξελλών να μειώσουν την τιμή απόσυρσης και τις ποσότητες προς απόσυρση. Η ίδια περίπου κατάσταση διαμορφώθηκε και για τα λεμόνια και τα μανταρίνια.

Ακόμα χειρότερα έγιναν τα πράγματα για τα χυμοποιήσιμα πορτοκάλια. Ο σχετικός κανονισμός της ΕΕ έδωσε τη δυνατότητα στους βιομηχάνους - χυμοποιούς, να εκβιάζουν ασύστολα τους παραγωγούς, για να αγοράσουν τζάμπα την παραγωγή. Η επιλογή των παραγωγών ήταν ή να πουλήσουν με ένα δίφραγκο το κιλό τα χυμοποιήσιμα πορτοκάλια, ή να χάσουν την επιδότηση. Ομως, και η επιδότηση λόγω υπέρβασης του κοινοτικού πλαφόν ήταν μειωμένη κατά το 1/3 περίπου. Πέρσι το Γενάρη, η ΕΕ προχώρησε στην επιμέρους τροποποίηση του κανονισμού, η οποία παρουσιάστηκε ξανά ως επιτυχία από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τα κυβερνητικά αγροτικά στελέχη. Το αποτέλεσμα όμως ήταν οι παραγωγοί χυμοποιήσιμων πορτοκαλιών να πληρώσουν, για την παραγωγή του 1999, προκαταβολικό πρόστιμο συνυπευθυνότητας, χάνοντας πάλι το 1/3 της επιδότησης.

Η ίδια απελπιστική κατάσταση διαμορφώθηκε και στα ροδάκινα, επιτραπέζια και συμπήρυνα. Με «σύμμαχο» τον κανονισμό της ΕΕ για τα οπωροκηπευτικά και τις επιταγές της ΓΚΑΤΤ, οι εμποροβιομήχανοι έδωσαν το 1999 στους παραγωγούς τις πλέον εξευτελιστικές τιμές των τελευταίων χρόνων. Μάλιστα, στα εξαγώγιμα ροδάκινα, η πτώση των τιμών για την περσινή παραγωγή, έφτασε και ξεπέρασε το 60%, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια.

Ρύζι

Προς το τέλος του 1995, ψηφίστηκε από την κυβέρνηση και ο καταστροφικός κανονισμός της ΕΕ για το ρύζι, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από την επόμενη χρονιά. Ετσι, ενώ η παραγωγή ρυζιού ήταν 300.000 στρέμματα, επιβλήθηκε πλαφόν 249.000 στρέμματα, με αποτέλεσμα την επιβολή βαρύτατων προστίμων συνυπευθυνότητας στους ρυζοπαραγωγούς, λόγω υπέρβασης του πλαφόν. Παράλληλα, ο ίδιος κανονισμός προέβλεπε τη μείωση των τιμών παρέμβασης και τη σμίκρυνση της περιόδου παρέμβασης, με αποτέλεσμα οι εμποροβιομήχανοι να ρίξουν τις τιμές στα πλέον χαμηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση πήρε το 1997 απόφαση για ζωνοποίηση της παραγωγής στο ρύζι, με τραγικό αποτέλεσμα το 1998 χιλιάδες ρυζοπαραγωγοί να χάσουν ολόκληρη την επιδότηση. Και η κατάληξη αυτής της πολιτικής ήταν και η καλλιέργεια ρυζιού να συρρικνωθεί και το εισόδημα των παραγωγών να μειωθεί.

Σιτηρά

Το καλοκαίρι του 1997 με τη συμφωνία της κυβέρνησης η ΕΕ επέβαλε δραματική μείωση των στρεμμάτων για το σκληρό σιτάρι από 9.000.000 στρέμματα στα 6.170.000. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν χιλιάδες σιτοπαραγωγοί να πληρώσουν στη συνέχεια βαριά πρόστιμα συνυπευθυνότητας. Μάλιστα, εξαιτίας της ζωνοποίησης ανά νομό που επέβαλε η κυβέρνηση από το 1999, χιλιάδες σιτοπαραγωγοί κλήθηκαν να πληρώσουν για την υπέρβαση των καλλιεργηθέντων στρεμμάτων βαρύτατα ευρωπρόστιμα, που ξεπέρασαν τα 5 δισ. δραχμές. Το ίδιο ίσχυσε για τους παραγωγούς καλαμποκιού, όπου το πλαφόν ορίστηκε στα 2.220.000 στρέμματα, με αποτέλεσμα να τους επιβληθεί, το 1998, βαρύ πρόστιμο συνυπευθυνότητας.

Ταυτόχρονα, οι τιμές σε σιτάρι και καλαμπόκι, τα τελευταία χρόνια, πήραν την κατιούσα και έπεσαν στα πλέον εξευτελιστικά επίπεδα. Και η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί, αφού οι αποφάσεις της «Ατζέντας 2000» επιβάλλουν πρόσθετη μείωση των τιμών κατά 20% - τη στιγμή που οι όποιες αντισταθμίσεις καλύπτουν, στην καλύτερη περίπτωση, το μισό της απώλειας - ενώ παράλληλα καταργείται κάθε έννοια προστασίας των παραγωγών.

Λάδι

Στη «μέγκενη» των αντιαγροτικών αποφάσεων της ΕΕ και της πολιτικής της κυβέρνησης βρέθηκαν τα προηγούμενα χρόνια οι ελαιοπαραγωγοί, που είδαν το εισόδημά να μειώνεται κατακόρυφα. Από το 1997, οι τιμές παραγωγού στο λάδι άρχισαν να κατρακυλούν και να πέφτουν στο μισό, ενώ οι μόνοι ωφελημένοι ήταν οι εμποροβιομήχανοι. Παράλληλα, οι ελαιοπαραγωγοί όλα τα προηγούμενα χρόνια «φορτώθηκαν» με βαρύτατα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, χάνοντας μέχρι και τη μισή επιδότηση.

Η κυβέρνηση το μόνο που έκανε, στο διάστημα αυτό, ήταν να ψηφίσει τον Ιούλη του 1997 στις Βρυξέλλες το νέο καταστροφικό κανονισμό για το λάδι και, κατά την προσφιλή της τακτική, τον παρουσίασε ως επιτυχία. Η κυβέρνηση δέχτηκε την επιβολή εθνικού πλαφόν στο λάδι (419.000 τόνους) και την κατάργηση των ελάχιστων τιμών ασφαλείας για τους ελαιοπαραγωγούς, καθώς και την κατάργηση της παρέμβασης και την αντικατάστασή της από την ιδιωτική αποθεματοποίηση.

Το αποτέλεσμα ήταν οι ελαιοπαραγωγοί να πληρώσουν από την πρώτη χρονιά εφαρμογής του νέου κοινοτικού κανονισμού βαρύ πρόστιμο συνυπευθυνότητας (έχασαν το 1/3 της επιδότησης για την παραγωγή της εμπορικής περιόδου 1998/99) και η τιμή στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο δεν ξεπέρασε τις 700 δραχμές, ενώ το Νοέμβρη του 1997 ήταν 1.250 δραχμές. Η «λυπητερή», με βάση το νέο κανονισμό της ΕΕ, ήρθε τον Οκτώβρη του 1999, όπου οι ελαιοπαραγωγοί, μικροί και μεγάλοι, πληροφορήθηκαν πως η παραγωγή της περιόδου 1998/99 έφτασε τους 580.000 τόνους, από 419.000 που ορίστηκε το πλαφόν και ότι από τις 450 δραχμές της επιδότησης ανά κιλό, θα έπαιρναν μόλις 285 δραχμές. Η κυβέρνηση το μόνο που έκανε για να συγκαλύψει τις ευθύνες της ήταν να ανακοινώσει για προεκλογικούς λόγους ότι οι ελαιοπαραγωγοί θα πάρουν άλλες 30 δραχμές επιπλέον, οι οποίες θα παρακρατηθούν το καλοκαίρι από την εξόφληση της επιδότησης.

Καπνά

Με τους χειρότερους οιωνούς, ξεκίνησε η νέα εμπορική περίοδος για τους καπνοπαραγωγούς, που βλέπουν το εισόδημά να μειώνεται ακόμα περισσότερο, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Οι καπνέμποροι, εκμεταλλευόμενοι το νέο κοινοτικό κανονισμό για τα καπνά, που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 1998 στις Βρυξέλλες, δίνουν εκβιαστικά ακόμα πιο εξευτελιστικές τιμές, σε σύγκριση με πέρυσι και πρόπερσι, οι οποίες φτάνουν να είναι μέχρι και 70% χαμηλότερες.

Οι καπνοπαραγωγοί έχουν την επιλογή, ή να υποκύψουν στους εκβιασμούς των καπνεμπόρων και να πουλήσουν τζάμπα τη σοδειά τους ή να χάσουν την επιδότηση (σταθερό και μεταβλητό πριμ). Το τραγικό της υπόθεσης, όμως, είναι ότι χιλιάδες καπνοπαραγωγοί θα χάσουν τελικά το μεταβλητό πριμ, εξαιτίας των εξευτελιστικών τιμών που δίνουν οι καπνέμποροι, παρά το γεγονός ότι η περσινή παραγωγή καπνών είναι πολύ καλή ποιοτικώς. Αυτό σημαίνει ότι χιλιάδες καπνοπαραγωγοί, όχι μόνο θα πάρουν εξευτελιστικές εμπορικές τιμές, αλλά θα χάσουν, λόγω της καθιέρωσης του μεταβλητού πριμ, μέχρι και το 30% της επιδότησης, ενώ του χρόνου θα φτάσουν να χάνουν μέχρι και το 45% της επιδότησης. Φαίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρα ότι για τους καπνοπαραγωγούς, κυβέρνηση, ΕΕ και καπνέμποροι επιφυλάσσουν τη δραστική μείωση των τιμών και των επιδοτήσεων, δηλαδή την εξαφάνιση του εισοδήματός τους και της ίδιας της ύπαρξής τους.

Κρασί

Στο «πατητήρι» της ΚΑΠ βρέθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια η αμπελοκαλλιέργεια και το εισόδημα των αμπελουργών. Μέσα στα τελευταία 10 χρόνια, ξεριζώθηκαν πάνω από 250.000 στρέμματα αμπελιών, ενώ, εξαιτίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (πρώην ΓΚΑΤΤ) και των αθρόων εισαγωγών, οι τιμές παραγωγού στο κρασί έπεσαν κατακόρυφα.

Η πορεία συρρίκνωσης στην παραγωγή κρασιού θα συνεχιστεί και με το νέο κανονισμό που ψηφίστηκε στην ΕΕ τον περασμένο Μάη στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο της «Ατζέντας 2000». Στο νέο κανονισμό προβλέπεται η συνέχιση των κινήτρων ξεριζώματος της αμπελοκαλλιέργειας και η απαγόρευση νέων φυτεύσεων μέχρι το 2010. Επίσης νομιμοποιείται «εντέχνως» η χρήση ζάχαρης για την παραγωγή κρασιού σε ορισμένες βόρειες χώρες της ΕΕ, στο όνομα του παραδοσιακού τρόπου παραγωγής, πράγμα που με προκλητικό τρόπο αποβαίνει σε βάρος των μεσογειακών κρασιών.

Σταφίδα

Νέες δυσμενέστερες ρυθμίσεις, για τους σταφιδοπαραγωγούς αποφάσισε τον Ιούλη του 1999 η ΕΕ, στο πλαίσιο της ΚΑΠ. Τα επιτελεία των Βρυξελλών τροποποίησαν το σχετικό κανονισμό, επιβάλλοντας σκανδαλωδώς την εξυπηρέτηση των κερδοσκοπικών συμφερόντων των εμπόρων - μεταποιητών, ενώ παράλληλα «εφηύραν» πατέντες για τη μείωση της στρεμματικής επιδότησης και εξοικονόμησης κονδυλίων για τα ταμεία της ΕΕ.

Ειδικότερα, για τη σταφίδα, επιβλήθηκε η υποχρεωτική υπογραφή συμβολαίων, όπου τίθεται και προθεσμία μέχρι την 1η Αυγούστου, δηλαδή πριν ακόμα μαζευτεί η παραγωγή, με μοναδικό σκοπό να δεθούν χειροπόδαρα οι παραγωγοί από τους εμπόρους. Ετσι, οι σταφιδοπαραγωγοί έχουν την επιλογή ή να υπογράψουν συμβόλαια με τις εξευτελιστικές τιμές που θα απαιτούν εκβιαστικά οι έμποροι - μεταποιητές, ή να χάσουν την επιδότηση. Ανάλογα τραγικά παραδείγματα υπάρχουν και σε μια σειρά άλλες καλλιέργειες, όπου οι έμποροι - βιομήχανοι, εκβιάζοντας με τις επιδοτήσεις, αγοράζουν, μέσω συμβολαίων, με τις πλέον εξευτελιστικές εμπορικές τιμές (π.χ. καπνά, χυμοποιήσιμα πορτοκάλια).

Και μπορεί για την περσινή παραγωγή οι επιπτώσεις αυτές να μη φάνηκαν σε μεγάλη έκταση και ένταση, επειδή η παραγωγή σταφίδας καταστράφηκε λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, αλλά από τη φετινή χρονιά οι σταφιδοπαραγωγοί θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα πρωτόγνωρο εφιαλτικό σκηνικό.


Κ. Δ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ