ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Αυγούστου 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ (βιογραφικό)

Καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1935. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Δίδαξε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση (1961 - 1964). Το 1965 ορίστηκε Εφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Το 1973 έγινε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Την περίοδο 1976 - 1978 ήταν υπότροφος της Alexander v. Humbolt στη Χαϊδελβέργη, για μετεκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Ιστορία. Το 1981 εκλέχθηκε καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Το 1983 έγινε κοσμήτορας στη ΦΣ του ΑΠΘ και το 1985 έγινε αντιπρύτανης στο ΑΠΘ.

Ασχολείται με την έρευνα Νεολιθικής Περιόδου κάνοντας ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Εχει εκδώσει και διευθύνει τα περιοδικά «Ανθρωπολογικά» (1978 - 1982) και «Γόρδων» (1991 - 1995), με σκοπό τη διάδοση και στην Ελλάδα των θεωρητικών «κινημάτων» της Αρχαιολογίας, που αναπτύσσονται στην Αμερική και στην Ευρώπη.

Ασχολείται επίσης με τη Μουσειολογία συστηματικά και οργανώνει ειδικά φροντιστήρια στο ΑΠΘ. Είναι συγγραφέας 5 βιβλίων ενώ αρθρογραφεί συστηματικά. Είναι μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Αρχαιολογικών Ινστιτούτων.


Η Συννεφούλα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Μόλις μπήκα στο Μουσείο, με συνεπήρε εκείνη η γνωστή γαλήνη. Ημίφως, οι φύλακες με τα αστεία καπέλα τους στη σειρά, όμοιοι με εκτεθειμένα αγάλματα. Το μωσαϊκό δάπεδο γυάλιζε, «μοζαΐκ», «πρόντο» και τα τοιαύτα. Είχαμε βαρεθεί να τ' ακούμε στο ραδιόφωνο. Στον κινηματογράφο μάλιστα, τώρα τελευταία, άρχισαν οι διαμαρτυρίες. Φωνές δυνατές από τον εξώστη και τη σοβαρή πλατεία:

«Φτάνει, κόφτο, μας πέθανες» και τα λοιπά.

Γυάλιζε, λοιπόν, το μωσαϊκό δάπεδο του μουσείου. Πέτρα καφετιά, από τη Σκύρο, και γύρω γύρω μαύρη μπορντούρα. Σταμάτησα να κοιτάξω το άγαλμα ενός Ρωμαίου. Πανάσχημη δουλιά, 4ης κατηγορίας. Αναρωτήθηκα, γιατί το 'στησαν εκεί. Φάτσα στην κεντρική πόρτα. Ρωμαίος προύχων, βλέπεις, με τήβεννο ποδήρη, σγουρό μαλλάκι, φράντζα στο στενό του κούτελο, βλέμμα χαμένο και ρολό χαρτί στο χέρι. Παρίστανε το ρήτορα ο φουκαράς. Απελπισία. Η τέχνη της παρακμής. Στη Θεσσαλία δηλαδή, αυτή η παρακμή ήτανε το μόνιμο κλίμα. Οι τσιφλικάδες είχανε μαζέψει τη γη, το στάρι, τα λεφτά. Εδιναν λεφτά, έπαιρναν χρυσάφι, έδιναν το χρυσάφι και τους έφτιαχναν μπιζού, κακότεχνα και βαριά. Τα μπιζού τα κρεμούσαν οι γυναίκες στο λαιμό, στα μπράτσα, στ' αυτιά. Εδειχναν έτσι τον πλούτο και την εξουσία τους. Αυτό ήταν. Πού να σκεφτούν οι κτηματίες του κάμπου τη μεγάλη τέχνη. Αραιά και πού ξέπεφτε κανένας μάστορας της πέτρας κι έγλειφε κανένα κομμάτι της προκοπής κι όχι βέβαια μοντέρνο. Συντηρητικό, με γραμμές συμμαζεμένες, με σχέδιο κοντά στην παράδοση. Γυναίκες χαμηλοκόλες να πούμε, παιδιά με μακρουλά κεφάλια, φορεσιές ίδιες κολόνες, άψυχες, στημένες εκ προμελέτης που λένε. Γι' αυτό λάθος, νομίζω, οι αρχαιολόγοι χαρακτηρίζουν την τέχνη αυτή, αρχαϊστική. Το κόλπο αυτό δεν είναι αρχαϊσμός, είναι συντηρητισμός, πολιτικός, κοινωνικός. Η τέχνη, όπως ξέρουμε, ακολουθεί το ρυθμό της ζωής. Είναι το προϊόν του αδιαίρετου στεναγμού και της καθημερινότητας, που κυκλοφορεί από φλέβα σε φλέβα κι από πνεμόνι σε πνεμόνι.

Κοίταξα, λοιπόν, το Ρωμαίο και συγκινήθηκα γι' ακόμα μια φορά. Φουκαράδες, μαύρη μπότα, που σας πάταγε και σας. Περπάτησα πιο μέσα, στις άλλες αίθουσες. Η γαλήνη πήχτωνε μέσα μου, το φως δυνάμωσε λίγο, ένα ερυθρόμορφο αγγείο πήρε φωτιά, τα πέτρινα προϊστορικά εργαλεία σε γραμμές, ταπεινές τερακότες, αρχαίες φωνές.

Θα ειδοποιούσαν τον διευθυντή, για να με δεχτεί. Πριν από λίγες μέρες, είχα πάρει το διορισμό μου κι ερχόμουνα για πρώτη φορά στην πόλη και στο Μουσείο. Τότε βγήκε από μια πόρτα μυστική η Κατερίνα. Πώς να την περιγράψω; Δίπλα στο άγαλμα του Ρωμαίου βέβαια, φαινότανε κούκλα, αλλά ήμουνα σίγουρος πως κι αυτή ήτανε προϊόν συντηρητισμού. Παιδί της παρακμής και της μιζέριας. Κοντή, χοντρή, με σκληρά μαλλιά, αχτένιστα και μάτια περιστερίσια. Τα δόντια της κόντευαν να κυλήσουν έξω από το μικρό της στόμα, να σκορπίσουν στα πρανή των τεράστιων μαστών της, που κατηφόριζαν με τολμηρές δρασκελιές, να γίνουν περιδέραιο. Ενα περιδέραιο, από κίτρινα, κούφια δόντια. Κι όλο αυτό το σύνολο κρυβόταν μέσα σ' ένα καφέ ρούχο, δηλαδή παλτό στην απλή καθαρεύουσα, θα λέγαμε. Κι απάνω στο καφετί παλτό, τρίχες, λεκέδες, πιτυρίδα και στο πέτο μια καρφίτσα. Μου άπλωσε το χέρι. Σάρκα περίεργη. Μια σκληρή σακούλα, γεμάτη μαλακά, εύθρυπτα κόκαλα. Ευγενική βέβαια και χαμογελαστή. Τα μάτια της, μάλιστα, ήταν γεμάτα ένα κίτρινο υγρό, πες δάκρυα, πες ούρα, το ίδιο. Τα δόντια της πήρανε μια στροφή γύρω από τον άξονά τους, κελάηδησαν τα κομμένα, τα μαδημένα της μαλλιά. Τι ευτυχία θεέ μου, υγρή και γαλήνια μέσα στο ημίφως του Μουσείου. Ο Ρωμαίος, μας κοίταζε, μας επιτηρούσε.

- Καλώς ήρθατε.

- Ευχαριστώ, και σεις;

- Ναι κι εγώ.

Τι εννοούσε; Καρφωμένη εκεί, πιο χαμηλή κι από το μωσαϊκό, γλυκιά και απελπισμένη, κάτι ανάμεσα σε ερωτευμένη και ετοιμοθάνατη. Τι εννοούσε, άραγε; Το έμαθα αργότερα. Δούλευε χρόνια εκεί. Στις αποθήκες.

- Εγώ είμαι δω επιστημονική βοηθός, συνέχισε. Βαστάζος σκέφτηκα. Κάλφας της επιστήμης, παγκαδόρος που λένε και οι μαραγκοί. Χρόνια στον πάγκο, με το σκαρπέλο, το ζουμπά, το Bic, το ίδιο κάνει. Η Κατερίνα καθότανε μπροστά σε ένα τραπέζι εν δεύτερο πι, δε χωρούσε δηλαδή. Ενα γύρω τα αγγεία, τα αγάλματα τα θρυμματισμένα, ράφια γεμάτα με σακούλες, ντουλάπες, σόμπες παλιές, ευρετήρια, κρανία αρχαίων. Εγραφε με τις ώρες, τις μέρες, τις εποχές. Κι όταν οι τσιτόνιες του Μουσείου άνθιζαν και πλημμύριζαν χρώμα και φως, η Κατερίνα έγραφε. Δε μιλούσε, δεν ανησυχούσε, για τίποτα. Εγραφε μονάχα, έγραφε ασταμάτητα.

Πέρασε λοιπόν ο καιρός, γνωρίστηκα με τους ανθρώπους, με τα πράγματα. Εξοικειώθηκα με το Ρωμαίο της παρακμής. Η Κατερίνα έγινε ένα αναπόσπαστο βάρος της ζωής μου. Είχε βρει ένα μέρος μέσα στην όρασή μου και βολεύτηκε. Βολεύτηκα και γω ανάμεσα στα αγγεία, στα αγάλματα, στα κρανία των αρχαίων. Εγραφα και γω με τις ώρες. Περνούσαν οι δικές μου εποχές. Δεν έβγαινε τίποτα. Ολο και στένευε πιο πολύ ο χώρος γύρω μου. Τι σημασία μπορούσε να έχει το έργο μου. Αναρωτιέμαι τι με έδενε εμένα με το περιβάλλον. Κάθε μέρα έχανα πόντο στον πόντο τον ομφάλιο λώρο που μ' έτρεφε και διοχέτευε στα πνεμόνια μου τον καθαρό αέρα. Στην τηλεόραση βλέπαμε τους πολέμους. Παιδιά με πρησμένες κοιλιές, με κόκαλα εξέχοντα στα πλευρά. Το αίμα λίμναζε στα ξεραμένα ποτάμια, και μεις εκεί, επιμονή στον κούφιο αγώνα. Χαρά όταν βρίσκαμε κανένα καινούριο κομμάτι, αγγείο, π.χ., πρώτα το ρίχναμε στο νερό, υδροχλωρικό οξύ από πάνω, έβγαζε το αγγείο φυσαλίδες. Το κοιτούσαμε από πάνω, αλλοπαρμένοι, ευτυχείς πατέρες τον πρόωρο τοκετό. Τέλος, βγάζαμε το αγγείο από το νερό, το στεγνώναμε στον ήλιο. Υστερα πάλι, πιάναμε τα μολύβια. Κι η Κατερίνα εκεί, αμετακίνητη από την καρέκλα της, από τις αρχές της. Τις μυστηριώδεις αρχές της, που τις έφερνε αδιαμαρτύρητα και αδιάφορα μαζί, σαν την πιτυρίδα της. Δε νοιαζότανε για τίποτα, είχε γίνει ένα κύκλωμα πια η καρδιά της, το ασημένιο της πάρκερ και τα ωραία της γράμματα. Μέσα σ' αυτό το κύκλωμα κυκλοφορούσε το αίμα της επιστήμης και του καθήκοντος, νερό, δηλαδή, και υποταγή.

- Πόσο χρονώ είσαι Κατερίνα;

Γέλασε. Δεν ήξερε, δε θυμότανε καν. Δεν ήθελε να μάθει. Δεν την ενδιέφερε η ηλικία της, ήταν ξένο πράμα γι' αυτήν, ήταν έξω απ' αυτήν.

Εμαθα πως είχε περάσει τα εξήντα, σε λίγο θα περνούσε και τα εκατό, τα διακόσια, θα έφτανε την ηλικία του Ρωμαίου, θα γινόταν συνομήλικη με τα γυμνά κρανία που μας κοίταζαν πάνω από τα ράφια. Αυτά τα κρανία τα είχαμε συνηθίσει όλοι. Ημασταν της ίδιας παρέας, πες. Σχεδόν συνεννοούμασταν με μια ματιά που ανταλλάσσαμε. Πολλοί λένε γι' αυτά τα υπολείμματα του ανθρώπου, «τι κρύο πράμα θεέ μου». Σταυροκοπιούνται. Η Κατερίνα είχε μια καθημερινή επικοινωνία μ' αυτά. Μάλιστα, μ' ένα απ' αυτά ιδιαίτερα, που βρέθηκε σ' ένα νεολιθικό τάφο έξω από τα Τρίκαλα, είχε φιλία τρελή. Τους χώριζαν έξι χιλιάδες χρόνια βέβαια, η σιωπή τους όμως και η αταραξία τους ήτανε της ίδιας μάρκας.

Η Κατερίνα ζούσε μόνη της σ' ένα τεράστιο σπίτι. Είχε και πιάνο, φωτογραφίες αρχαιοτήτων κρεμασμένες στον τοίχο. Ζούσε εκεί, χωρίς παράπονο, μέσα στα παράταιρα συμβάντα. Μονάχη μέσα στο πλήθος. Το πρωί στο μουσείο για τη δουλιά, το απόγεμα τηλεόραση στο σπίτι μιας ξαδέλφης, και πότε πότε κανένα κινηματογραφικό έργο σεξ. Χρόνια ολόκληρα το ίδιο δρομολόγιο, γνωστό και καθορισμένο, αμετάκλητο. Χωρίς κανένα παράπονο για το ταφλάνι που έζωσε την αυλή, για τα ροδάκινα που σάπιζαν στα ψηλά κλαδιά, γιατί δεν μπορούσε να τα φτάσει. Χωρίς καμιά δυσανασχέτηση για την πηχτή μοναξιά που γέμιζε τα δωμάτια και την παρατημένη αυλή, για την ερημιά της ψυχής της. Ετσι λυπόμουνα εγώ για λογαριασμό της. Ολοι μας δηλαδή λυπόμασταν. Πασκίζαμε να της κάνουμε κέφι. Λέγαμε καλαμπούρια, για να γελάσει, ιστορίες. Μας κοίταζε με τα περιστερίσια της μάτια. Τα δόντια της χαιρετούσαν τα πλήθη, τα δόντια εκείνα τα ψεύτικα, τα κίτρινα, τα φθισικά, όπως λέγαμε, όταν είμαστε μικροί «αυτός είναι φθισικός», η μάνα μας έλεγε «χτικιάρης». Το χτικιό δηλαδή, όπως το στοιχειό, και μια κοροϊδευτική λέξη, το πακιακιό. Λέξεις περίεργες της παιδικής ηλικίας. Μια βαρυσήμαντη φράση, π.χ., ήτανε «τον βρήκε το χτικιό και πέθανε», σωπαίναμε και σταυροκοπιόμασταν. Καμιά φορά, η μάνα μας μας πήγαινε εκδρομή στο Ασβεστοχώρι. Εκεί καθότανε μια θεια μας, είχε βίλα, όπως λέγαμε τότε, και πιο πάνω ήταν χτισμένο το μεγάλο σανατόριο. Το μεγαλύτερο των Βαλκανίων. Οι χτικιάρηδες ξάπλωναν στις σεζ λογκ, στον ήλιο τα πρόσωπα έμοιαζαν σαν φουσκωμένα μπαλόνια. Πώς μας φαίνονταν στ' αλήθεια. Είναι πολύ περίεργο να βλέπεις έναν ετοιμοθάνατο από πολύ κοντά.

Ενα βράδυ πιάσαμε να μιλούμε για την αδελφή του Χρήστου. Ητανε φθισικιά. Κοντά 40 χρόνια ολόκληρα. Την είχανε ξεγράψει από 20 χρονώ, μόλις βγήκε δασκάλα. Καλπάζουσα δηλαδή, πυρετός, αιμοπτύσεις. Την είχανε ξεγράψει και την περιμένανε από ώρα σε ώρα. Τίποτα όμως, η Ρίτσα, έτσι τη λέγανε τη δασκάλα, πήρε απάνω, έπεσε ο πυρετός και σηκώθηκε. Το πρώτο το αίμα, όπως τα διηγιότανε τα αδέλφια της, το 'παθε στο βουνό το '44. Αστραψαν τα μάτια της Κατερίνας. Το κοντόχοντρο μούτρο της έγινε ένα φως.

- Περπατούσαμε 12 μέρες συνέχεια, είπε, χωρίς φαΐ, χωρίς τίποτα. Σε κάθε χωριό στεκόμαστε. Μιλούσαμε, διαφωτίζαμε.

- Μιλούσες και συ Κατερίνα, ήσουνα και συ Κατερίνα εκεί;

-Τραγουδούσαμε κιόλας, λέγαμε τραγούδια για τη λευτεριά και το δίκιο.

Μ' έπιασαν τα γέλια. Φαντάστηκα την Κατερίνα με μπαλάσκες, με σακίδιο, με λασπωμένα τα μούτρα, ύφος πολεμιστή μπατιρημένου, με ιδανικά ξεπεσμένα, απούλητα, κρεμασμένα στο τσιγκέλι του συνοικιακού κρεοπωλείου.

- Θυμάμαι τον Ιταμο, μαζευτήκαμε 10.000 αντάρτες, το βουνό γέμισε φωνές, σπέρμα αχρησιμοποίητο. Στον κάμπο οι Γερμανοί φύλαγαν τις γραμμές του τρένου και πότε πότε έριχναν καμιά ντουφεκιά.

Τα περιστερίσια μάτια της Κατερίνας γέμισαν μικρές φωτιές. Τα χρόνια που πέρασαν κολυμπούσαν εκεί μέσα στην υγρασία των ματιών της. Ο αγώνας για τη λευτεριά. Περίεργη ώρα. Η Κατερίνα των βουνών, η Κατερίνα παρθένα της Λωραίνης να πούμε, να κυλιέται κάτω από τα έλατα με τους χαρμανιασμένους αντάρτες. Κάθε φορά που πιάναμε τη συζήτηση, τα μάτια της έκαναν την ίδια πορεία, τα μυστικά της φτερά πετούσαν μαζί με την πλήξη μας, γέμιζε το σπλάχνο μας αέρα και θυμίαμα. Η Κατερίνα άφηνε το πάρκερ και στύλωνε το μάτι της στο κενό. Ηταν μοναδική φορά που σταματούσε τη δουλιά της χωρίς λόγο. Το ασημένιο της πάρκερ, τα ωραία της γράμματα, πλαγιασμένα σε γωνία 45 μοιρών, στο μεγάλο ευρετήριο: «Μελαμβαφής κύλιξ, ακέραια, αρίστης τέχνης. Το χείλος αυτής περιθέει ταινία δι' ερυθράς βαφής κλπ.». Το χείλος της Κατερίνας ποτέ δεν το περιέθεε ερυθρά βαφή. Και κάθε φορά που περνούσε η έξαρση των αναμνήσεων, τα περιστερίσια της μάτια ξανάπαιρναν το χρώμα της ρουτίνας, έφευγε η φλόγα από τα μάγουλα. Η Κατερίνα ξαναγινόταν το μπαλόνι με τα ξεπεσμένα ιδανικά.

Ξαφνικά, εκείνο το φθινόπωρο του 1974 ήρθαν οι εκλογές. Γέμισαν οι πλατείες μουσικές, σημαίες, ανθρώπους ελεύθερους. Οι κομμουνιστές, νόμιμοι ύστερα από 27 χρόνια, γέμισαν τα ντουβάρια σφυροδρέπανα και συνθήματα για τον αγώνα και τη λευτεριά. Οι φοιτητές, με σηκωμένες τις γροθιές, ζητούσαν εκδίκηση για την επταετία της δικτατορίας. Ανοιξαν οι φυλακές και γέμισαν λουλούδια και ποιήματα οι καινούριοι τάφοι. Η ποίηση εκδηλώνεται με τόλμη, πλημμυρίζουν τα καφενεία με ιδέες και οργή για τα χαμένα τα χρόνια.

Η Κατερίνα εκείνο το πρωί δεν ήρθε και ούτε ειδοποίησε. Ολοι κοιταχτήκαμε, κανείς όμως δεν ανησύχησε. Φαίνεται πως κανείς δε λογάριαζε της Κατερίνας τη ζωή. Ηταν, να πούμε, σαν ένα έπιπλο. Και με τη στριμούρα που είχαμε μέσα στις αποθήκες, χαράς ευαγγέλια που έλειψε κι ένας.

Ενα φορτοταξί με δυο μεγάφωνα γυρνούσε τις γειτονιές, φώναζε τον κόσμο στη βραδινή συγκέντρωση.

- Λαέ της αδούλωτης Ιωνίας, έφτασε η ώρα του καινούριου αγώνα για ψωμί και λευτεριά, κανείς να μη λείψει από την αποψινή συγκέντρωση, στην πλατεία της Ελευθερίας θα σας μιλήσει το παιδί του λαού Μιχάλης Παναγιώτου.

Για μας τους νεότερους, ήταν πρωτοφανές. Δεν είχαμε ζήσει τέτοιες στιγμές, με συνθήματα λαϊκά, επαναστατικά. Γνωρίζαμε τον αγώνα της Αριστεράς από τα βιβλία, τις φωτογραφίες και τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων. Δεν ξέραμε λεπτομέρειες. Ηταν λοιπόν μια ευκαιρία. Το απόγεμα ήταν γλυκό. Κόκκινα τα βουνά, η θάλασσα, τα δέντρα. Ο κόσμος περιπατούσε στην παραλία. Τα ζαχαροπλαστεία γεμάτα. Μπροστά στης τράπεζας τα σκαλοπάτια έπαιζαν τα παιδιά, κυνηγούσαν τα μπαλόνια τους, κυνηγούσαν τα χαμόγελα των μανάδων τους, γέμιζαν τον κόσμο φωνές. Μέχρι να 'ρθει η ώρα, όλοι καμώνονταν τον χαμένο, τον ανήξερο. Βρίσκονταν τυχαία στην παραλία. Περαστικοί, για τα παιδιά. Στη γωνία, οι μπασκίνες με τα πολιτικά, μαύρα γυαλιά και ξουρισμένο σβέρκο. Τα μεγάφωνα έριχναν τα συνθήματα.

Εξω ο φασισμός, όχι άλλη τυραννία!

«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται», μουσική.

Ο ήλιος κατρακύλησε σιγά σιγά, σκούραινε ο ουρανός, βάφτηκε γκρίζα η θάλασσα, ήρθαν οι βάρκες και ακούμπησαν στην προκυμαία. Ησυχία!

Τότε είδα την Κατερίνα, στη μέση της συγκέντρωσης, κάτω από το μπαλκόνι του ομιλητή. Φορούσε ένα μπλε παλτό, με βιζόν στο γιακά, ένα κόκκινο φουλάρι στο λαιμό, τα μαλλιά της χτενισμένα στο κομμωτήριο, καινούρια παπούτσια με ψηλό τακούνι. Στο χέρι μαύρη τσάντα, με ασημένιο κλιπ. Με περήφανο το κεφάλι κοίταζε προς το μεγάφωνο, τα χείλια της μουρμούριζαν, τα μάτια της πετούσαν φωτιές. Η Κατερίνα των βουνών.

«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται», μουσική.

Η συγκέντρωση σιγά σιγά ζωντάνευε. Εβραζε. Ο κόσμος πύκνωνε. Φύτρωναν τα πανό και τα συνθήματα. Προκηρύξεις. Πρόσωπα αναμμένα. Τραγιάσκες, μακριά μαλλιά, γενειάδες γεμάτες αέρα. Ο κόσμος πύκνωνε, έβραζε, τα συνθήματα γίνονταν πιο ζωηρά. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Αναψαν και τα φώτα. Και κάτω από τα φώτα η Κατερίνα. Η Κατερίνα των βράχων. Το κόκκινο φουλάρι είχε βγει από το λαιμό της και ανέμιζε, ματωμένο χέρι που χαιρετούσε τα πλήθη, ξεχώριζε μάλιστα κι ένα κεφάλι από το πλήθος, έτσι που ήταν ανεβασμένη πάνω σε μια καρέκλα. «Δεν περνάει ο φασισμός», φώναζε η Κατερίνα, κουνούσε τα χέρια, με την τσάντα μαζί. Ανοιξε η τσάντα, σκόρπισαν από μέσα κατοστάρικα, μαντίλια, κραγιόν, καθρεπτάκια, και άλλα περίεργα μπιχλιμπίδια. Το φως έπεφτε πάνω της, έπιασε φωτιά η Κατερίνα, σηκώθηκαν τα κοντά της μαλλιά, τα περιστερίσια της μάτια γέμισαν κόσμο και κόκκινες σημαίες, δάκρυα που έτρεχαν στο κόκκινο φουλάρι, στους τεράστιους γιακάδες του μπλε παλτού της.

«Οχι άλλη τυραννία, εμπρός για νέους αγώνες», το μεγάφωνο.

Η Κατερίνα των βράχων, εκεί πάνω στην καρέκλα, με τα χέρια όρθια, το φουλάρι, ματωμένο μαχαίρι μέσα στο σκοτάδι, και στα μάτια της δάκρυα, πολλά δάκρυα, θρήνος.

***

Το άλλο πρωί, η Κατερίνα, ανάμεσα στα αγγεία, στα κρανία των αρχαίων, στις παλιές σόμπες, στα τραπέζια, με το ασημένιο της πάρκερ, με άδεια τα περιστερίσια της μάτια, στην ίδια πάλι ευθεία, σιωπηλή και απόκοσμη, ευγενικιά, ίσως εξήντα, ίσως εκατό, εκατό πενήντα χρονώ.

«Μελαμβαφής κύλιξ, φέρουσα εκατέρωθεν των λαβών παράστασιν, δι' ερυθράς βαφής».

(γράφτηκε στο Βόλο το 1975)


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ