ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Φλεβάρη 2007
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Το μυστικό του Βασίλη Βασιλικού

Είχε δίκιο ο τρομερός Οσκαρ Ουάιλντ, όταν έλεγε πως το μυστικό που κρύβει ο καθένας μέσα του κάποτε θα αναγκαστεί να το φωνάξει από τα κεραμίδια του σπιτιού του. Ετσι και στην περίπτωση του Βασιλικού, το μυστικό που καθόρισε την περιπέτειά του ανάμεσά μας κυκλοφόρησε σε μορφή βιβλίου από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα». Ο τίτλος: «Ποιήματα».

Οταν ξεκινάς έφηβος χαράζοντας ποιήματα, είναι μαθηματικά βέβαιο πως η μητέρα ποίηση κάποια στιγμή θα εμφανιστεί μπροστά σου. Εσύ διαλέγεις τον τρόπο που θα εξελιχθεί αυτή η συνάντηση. Υπάρχουν, ωστόσο, και αυτοί οι ποιητές οι μετρημένοι στα δάχτυλα που, σε αντίθεση με τους άλλους που ακολουθούν την πεπατημένη τυπώνοντας συλλογές σαν δημόσιοι υπάλληλοι, αποφασίζουν να καούν σ' αυτή τη συνάντηση με τη μοίρα, με την ελπίδα να αξιωθούν το ζητούμενο: τη μεταμόρφωση. Μαζί τους και ο έφηβος Βασίλης Βασιλικός, σε μια κλινοπάλη με τη μητέρα ποίηση. Από την ολέθρια αυτή σχέση βρέθηκε στο κέντρο της ζωής, αποφασισμένος να κάνει χοντρό παιχνίδι. Το επόμενο βήμα θα ήταν να δώσει το χέρι του στο «καθόλου», αυτό που είναι όλα και τίποτα μαζί, ακολουθώντας το μοναδικό μονοπάτι που σε βγάζει στην καρδιά του ποιήματος.

Στη διασταύρωση, όμως, ο Βασιλικός κλονίστηκε, γεγονός που τον ακολουθεί μέχρι σήμερα. Ενώ είχε φτάσει στο νήμα για την απελευθέρωσή του, αποφάσισε απότομα να γυρίσει πίσω, τρέχοντας προς το σημείο εκκίνησης («...και τρέχω με βήματα μεγάλα να βγω στο λίγο φως, στη λίγη κίνηση του δρόμου, τη λύτρωση μες στους ανθρώπους να βρω») και τείνοντας ο ίδιος τα χέρια του για να τον δέσουν. Τότε τον παρέλαβε η νεράιδα που αγκαλιάζει και συγκαλύπτει κάθε πραγματικότητα και τον έπεισε να μην έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε μορφή παρά μόνο με τους ψιθύρους. Ο Βασιλικός ανταποκρίθηκε αμέσως και έπαψε πια να βλέπει. Ετσι γεννήθηκε, ο Οιδίπους της λογοτεχνίας, τρελός Οιδίπους, που πέρασε μέσα στις ανθρώπινες φωνές, τις χρεώθηκε και αποφάσισε να συνδέσει τη μοίρα του μαζί τους. Ο Βασιλικός, χωρίς να το επιδιώξει, δημιούργησε μια χασμωδία στο χώρο των γραμμάτων. Από τη μια οι συγγραφείς που συνέπεσαν μαζί του χρονικά, ακολουθώντας το μοντέλο «γράφω και δημιουργώ τον κόσμο μου» και από την άλλη ο «τυφλός» Βασιλικός, σ' ένα ατέλειωτο πήγαινε - έλα μέσα στους δικούς μας κόσμους, στο σπίτι μας. Ετσι, δεν έχουμε μόνο το «Φύλλο», το «Πηγάδι», το «Αγγέλιασμα» ή το «Ζ», αλλά και το «Νερό του Καματερού» και την ελεύθερη πτώση του δίχως δίχτυ με το «Τελευταίο αντίο» - έπεσε πάνω μας και σηκώθηκε μόνος του. Τον Βασιλικό κατευθύνουν οι νεκροί του, που είναι και δικοί μας νεκροί. Αναστατώνεται με τα χάλια μας, που είναι και δικά του χάλια. Και αν του χρωστάμε κάτι, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε μαζί του, είναι πως από τη στιγμή που συνέδεσε τη μοίρα του μ' αυτόν τον κόσμο, προσπάθησε να καταστρέψει το αφηρημένο «εμείς» που μέσα του κρυβόμαστε και να δώσει με τα γραφτά του το δικαίωμα σε όλους ανεξαιρέτως να κάνουν την εμφάνισή τους στο φως. Οσο για το μυστικό του, εκείνο το πήρε μαζί του ο αυτόχειρας Γιώργος Μακρής - που, κόσμε άτυχε, δεν πρόλαβες να γνωρίσεις, γιατί σώθηκε φεύγοντας νωρίς, χωρίς να δει τη «σιγανή φθορά της πέτρας».


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Αποκριάτικα έθιμα της Λέσβου

Η Λέσβος έχει κι αυτή το Καρναβάλι της. Αυτό γεννήθηκε στη μαγευτικότατη Αγιάσο, όπου το χιούμορ, η σάτιρα, οι φάρσες είναι στις φλέβες των κατοίκων της. Οι Αγιασώτες χαρακτηρίζονται σπιρτόζοι, γιατί και στην καθημερινότητά τους υπάρχει το πνευματώδες πείραγμα. Αυτό, ακριβώς, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στο Καρναβάλι της Αγιάσου, που γίνεται από τους απλούς ανθρώπους της κωμόπολης, τους πιο σπιρτόζους στο πνεύμα και με απλά μέσα. Σ' αυτά κρύβεται η γοητεία και το μεγαλείο του. Παίρνουν ένα τοπικό γεγονός, ένα πανελλήνιο, ή κάποιο που συντάραξε την ανθρωπότητα και το σατιρίζουν, το περιγελούν και προξενούν στο λαό, που παρακολουθεί, πηγαίο, φυσικό γέλιο. Οι βωμολοχίες, βέβαια, δε λείπουν.

Από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, ως το βράδυ της Καθαροδευτέρας, πολλοί γυρίζουν στους δρόμους παραμορφωμένοι με μουτσούνες και μουντζουρωμένοι. Τα μασκαρέματα αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη, όπου σφάζονται κότες και ψήνονται μπόλικα κρέατα που τσικνίζουν την ατμόσφαιρα. Από το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, φιλικές και συγγενικές οικογένειες, με τα φαγητά τους, μαζεύονται στο σπίτι μιας οικογένειας και όλοι τρώνε, πίνουν και γλεντάνε. Τραγουδάνε στην αρχή ερωτικά τραγούδια και σα φουντώσει το κέφι κι άσεμνα. Λένε και ποιήματα, που εξυμνούνε τα γεννητικά όργανα ανδρών και γυναικών. Οι άντρες ντύνονται με γυναικεία ρούχα και οι γυναίκες με αντρικά. Σκεπάζουν το πρόσωπο με αραχνοΰφαντο τσεμπέρι ή με προσωπίδα, βγαίνουν στους δρόμους, ξεφωνίζουν, κάνουν διαβολοσαματά με ντενεκέδες, κουδούνια και νταούλια, χαιρετάνε σπίτια συγγενών και φίλων.

Οσο περνούν οι μέρες, τα γλέντια, τα συμπόσια, οι διασκεδάσεις γίνονται πιο οργιώδεις. Οι γυναίκες που φοράνε προσωπίδα για να μη γνωρίζονται, τη λογαριάζουν ιερή και το βίαιο πάρσιμό της είναι μεγάλη προσβολή.

Το Σάββατο της βδομάδας των «ψυχών», είναι η μέρα των παιδιών και του μασκαρέματος των βιολιτζήδων. Ο δάσκαλος των μικρών τάξεων μαυρίζει με κάπνα τα πρόσωπα των ζωηρών μαθητών, αναποδογυρίζει τα ρούχα τους και βάζει στα κεφάλια τους τα τροβάδια τους. Τα καθοδηγεί πώς να κάνουν στους δρόμους κωμικές κινήσεις και να λένε αστεία. Κατόπι δίνει το σύνθημα του ξεφαντώματος και τα παιδιά ξεχύνονται στους δρόμους. Απ' όπου περνούν επευφημίες, σφυρίγματα, χειροκροτήματα, ασταμάτητα χαχανίσματα. Για τρεις - τέσσερις ώρες, σκορπάνε στους δρόμους την ευθυμία και τη χαρά και κατά το μεσημέρι πηγαίνουν στα σπίτια τους. Το απόγευμα του Σαββάτου μασκαρεύονται οι βιολιτζήδες. Μιμούνται κωμικές κινήσεις του Καραγκιόζη και παρουσιάζουν μια «βαβυλωνία» μουσικής, παίζοντας ο καθένας το δικό του «σκοπό». Ταυτόχρονα, εκτελούν περιγελαστικούς χορούς.

Τις δυο τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς εμφανίζονται στην πλατεία της Πάνω Αγοράς όλοι οι μασκαρεμένοι. Πρώτοι εμφανίζονται όσοι έχουν ανεπτυγμένο πατριωτισμό, με τις κυρίες τους. Φοράνε περικεφαλαίες Μακεδόνων, φουστανέλες και τσαρούχια. Εχουν στη μέση τους σελάχια, με μαχαίρια και πιστόλες. Ο κορυφαίος κρατά σπαθί ξεγυμνωμένο. Οι γυναίκες τους φοράνε ντόπιες υφαντές βράκες. Αρχίζει ο καλλίφωνος ένα τραγούδι κλέφτικο, συνήθως του Διάκου, και το επαναλαμβάνει όλη η παρέα.

Στην Τουρκοκρατία, όταν άκουγαν αυτά τα τραγούδια, δάκρυζαν οι ραγιάδες. Κι όταν ο κορυφαίος ύψωνε και κουνούσε στον αέρα το σπαθί του, ενθουσιαστικές φωνές ακουγόντανε από παντού. Μ' αυτούς τους μεταμφιεσμένους γινόταν εθνική μυσταγωγία στις καρδιές των υποδούλων.

Μετά απ' αυτούς εμφανίζονται οι «αστρολόγοι», που με χάρτινα τηλεσκόπια εξετάζουν τ' άστρα και προφητεύουν αν θα ακολουθήσει ευτυχία ή δυστυχία, αν θα παντρευτούν γριές, πόσοι θα «κερατωθούν» και πολλά άλλα τολμηρά. Οι «γιατροί» βγάζουν με το «εμβρυουλκό» παιδιά από τις κοιλιές γυναικών, με πολύ τολμηρές κινήσεις. Οι «περιηγητές» τρελαίνονται με τις ξεμωραμένες γριές και τους γέρους, αλλά και με τ' αφράτα κοριτσόπουλα, που τα κυνηγάνε. Μαζεύουν ακόμα και ντόπιες «αντίκες», όπως μπακίρια, λανάρια, κόσκινα, λαγήνια. Οι «αρχαιολόγοι» ζητάνε ν' αγοράσουνε παλιές κασέλες, ετοιμόρροπα σπίτια, γέρους ιδιότροπους και γριές ξεμωραμένες. Οι «γυρολόγοι» διαφημίζουν τα «καλλυντικά» ούρα τους. Οι «προξενήτρες» στρώνουν ερωτοδουλιές, φέρνουν χαιρετίσματα στις κοπέλες από τους αγαπητικούς και παζαρεύουν τις προίκες. Οι μεθυσμένοι «Γιουρούκηδες» μιμούνται τις κινήσεις και τους χορούς τους. Οι μπεκρήδες παρασταίνουν σκηνές της ζωής τους. Οι κουδουνάτοι «πειρασμοί», με φαλλούς, κατατρομάζουν τις κοπέλες. Οσοι συνοδεύουν μια κηδεία νεκρού σπαγκοραμμένου, διατάζονται από τους χωροφύλακες να γυρίσουν τον πεθαμένο σπίτι του.

Στα παλιότερα χρόνια, ο μασκαρεμένος Θόδωρος Κουκουβάλας υποκρίθηκε τον Διογένη. Γύριζε μισόγυμνος και κρατούσε φανάρι. Ζητούσε να βρει άνθρωπο που θα τον οδηγούσε στο δρόμο της αρετής, αλλά μ' ένα χαρέμι γυναίκες γύρω του. Κάποτε ο Γιώργος Σκλεπάρης, ο στραβός, εμφανίστηκε σα βασιλιάς της ευθυμίας, συνοδευόμενος από αυλικούς. Ο Σκλεπάρης ξεχώριζε τις Αποκριές. Εβαζε γένια, μουστάκια ψεύτικα και πουκαμίσα μακριά σα κελεμπία. Ανέβαινε σ' ένα γάιδαρο που τον σέρνανε άλλοι κι έλεγε χωρατά ταιριαστά και πολύ τολμηρά. Αυτός πρωτοπαρουσίασε σατιρικά ποιήματα, διακωμωδώντας εντυπωσιακά γεγονότα της χρονιάς, και από τότε γίνανε παράδοση. Για τις πρωτόβγαλτες κοπέλες, ο Σκλεπάρης έλεγε τούτο το τραγούδι:

«Οταν δεις την κόρη σου/ και τα μαλλιά της πλέξει,/ και δεν την αφήν' η μάνα της/ μ' άλλα παιδιά να παίξει,/ κλάφτα καημένε νοικοκύρη/ γιατί καιρός πλακώνει,/ να σε φορτώσουν κέρατα/ που ο σβέρκος δε θα σηκώνει».

Οι νεότεροι Αγιασώτες συνεχίζουν το έθιμο του Σκλεπάρη ως σήμερα. Οι πύραυλοι, οι εφευρέσεις, ο σύγχρονος τρόπος ζωής, σ' αντιπαράσταση με τον παλιό, είναι μερικά από τα θέματα που σατιρίζουν οι μασκαρεμένοι. Για πύραυλο έφτιαξαν έναν τεράστιο φαλλό οκτώ μέτρα. Τον έστησαν στην πλατεία κι έγραψαν επάνω «Μέιντ ιν Αγιάσουλαφ». Δίπλα στο φαλλό η ...«διαστημόβαρκα». Πάνω στον πύραυλο αστροναύτες, με μάσκες και συσκευές οξυγόνου και μέσα στη διαστημόβαρκα τρεις γυναίκες, αντιπρόσωποι των φεγγαρανθρώπων. Πάνω στο γάιδαρό του καβάλα ένας γερο-Αγιασώτης, 110 χρόνων, ο γερο-παράξενος, που βλέπει με κακό μάτι τις εξελίξεις και κακίζει τους νέους, που ξέφυγαν από το δρόμο της δουλιάς και κυνηγάνε γυναίκες, τους τα ψέλνει από την καλή. Κι αρχίζει διαλογική συζήτηση, ανάμεσα στους νέους και το γέρο, με στίχο στην Αγιασώτικη διάλεκτο. Στίχοι χωρίς φραγμό. Ολα στη φόρα, τόσο τολμηρά που κοκκινίζουν και οι ...πέτρες. Αναφέρουμε μερικούς, που μπορούν να ειπωθούν:

«Βγάλαμε υποβρύχια, ράδια και ραντάρ,/ βάλαμε στις γυναίκες μας, βρακί με φερμουάρ./

Κάναμε και τον πύραυλο, που 'δωσε τόσο ντόρο,/ κάναμε κι έναν πειρασμό, που τον λένε δορυφόρο». Και δείχνουν τον φαλλό. Και ο χειρισμός του πυραύλου, το αγιασώτικο χιούμορ και η σάτιρα εκτραχύνονται, καθώς απευθύνονται στα θηλυκά,, που και αυτά τους τα λένε με το τσουβάλι.

Την Καθαροδευτέρα συνεχίζονται τ' αποκριάτικα ξεφαντώματα. Μουντζουρώνουν τα πρόσωπα με κάπνα και μασκαρεύονται, όπως θέλει ο καθένας. Γλεντοκοπάνε, τραγουδάνε, χορεύουν, λένε τσουχτερά κι άσεμνα τραγούδια, αλληλοπειράζονται, κυνηγάνε τις γυναίκες και τους άντρες, αλληλοκερνιούνται και το βράδυ παίζουν σαντούρια, βιολιά και νταούλια και σκορπάνε το γλέντι σ' όλη την Αγιάσο.


Βασίλης ΠΛΑΤΑΝΟΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ