ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 17 Σεπτέμβρη 2022 - Κυριακή 18 Σεπτέμβρη 2022
Σελ. /40
40 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΛΟΪΖΟ
Πέρασε απ' τη μνήμη στην καρδιά...

«Τα τραγούδια του, τραγούδια ΜΑΣ. Γι' αυτό ο θάνατός του δεν θα μας χωρίσει από τον Μάνο Λοΐζο», έγραφε την επομένη του θανάτου του Μάνου Λοΐζου ο «Ριζοσπάστης». Και πράγματι, 40 χρόνια μετά, το έργο του Μ. Λοΐζου συνεχίζει να συγκινεί, να τραγουδιέται, να συντροφεύει γενιές που ήρθαν μετά απ' αυτόν.

Η πικρή ανακοίνωση του θανάτου του, μόλις στα 45 του χρόνια ενώ νοσηλευόταν στη Μόσχα, έγινε στο 8ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Εκεί που λίγα χρόνια νωρίτερα, στο 2ο Φεστιβάλ, παρουσίασε για πρώτη φορά τον καινούργιο του δίσκο «Τα τραγούδια μας», με το «Δέντρο» να τραγουδιέται ξανά και ξανά και να μεταφέρεται από στόμα σε στόμα.

Από τα μεγάφωνα ακουγόταν η ανακοίνωση του ΚΣ της ΚΝΕ, που ανέφερε: «Μόλις πριν από λίγο μάθαμε για τον πρόωρο χαμό του γνωστού και αγαπητού μας συνθέτη Μάνου Λοΐζου. Το ΚΣ της ΚΝΕ εκφράζει τη βαθιά του θλίψη για τον θάνατό του. Ο Μάνος Λοΐζος στάθηκε πάντα στο πλευρό του λαϊκού κινήματος. Τα τραγούδια του έχουν βαθιές ρίζες στη λαϊκή μας παράδοση και εκφράζουν τον καημό, την ελπίδα, την αγάπη, την αποφασιστικότητα του λαού μας για μια καλύτερη ζωή».

Τις επόμενες μέρες, συναυλίες και τραγούδια από τις σκηνές και τους χώρους του Φεστιβάλ αφιερώνονταν στη μνήμη του. Ο Μ. Θεοδωράκης κάνει πρόταση - που υιοθετείται από την ΚΝΕ - ο διαγωνισμός έντεχνου λαϊκού τραγουδιού που πραγματοποιούνταν να πάρει τιμητικά το όνομα «Μάνος Λοΐζος»...

***

Αφησε πίσω του 12 δίσκους. Οι 10 εκδόθηκαν όσο ζούσε και οι άλλοι 2 μετά τον θάνατό του. Σε όλο του το έργο - και στο πιο λαϊκό και στο πιο καθαρά πολιτικό - κατορθώνει να «μιλά» κατευθείαν στο θυμικό του λαϊκού ανθρώπου. Το έργο του, πρωτότυπο, ποικίλο και βαθιά μελωδικό, παραμένει ανθεκτικό μέσα στον χρόνο, γιατί ακριβώς είναι γνήσιο, πηγαίο και αληθινό.

Ο ίδιος έλεγε σχετικά με το πώς «πιάνει» ο καλλιτέχνης τον σφυγμό και την αγωνία του λαού: «Με πολύ μόχθο και με πολλή αγωνία. Οταν ενδιαφέρεσαι για το κοινωνικό σύνολο και για τους συνανθρώπους σου, είναι μοιραίο αυτό να το συναντάς μετά και στο έργο σου, να γίνεται πυρήνας στην έκφρασή σου, και ο υποκειμενισμός του καλλιτέχνη να παντρεύεται ακριβώς με την κοινωνική του αίσθηση και ένα είδος φίλτρου, θα 'λεγα, κοινωνικού, το οποίο περνάει και μέσα στη δουλειά του. Αυτό συμβαίνει έντονα στα λαϊκά τραγούδια. Δηλαδή, το τραγούδι ακριβώς έχει το χαρακτηριστικό ότι δεν δουλεύει, δεν λειτουργεί ερήμην του κοινού, αλλά περνάει, λειτουργεί στην κοινωνία, στο κοινωνικό σύνολο, και μόνο τότε έχει αξία».

Για τον Μ. Λοΐζο το τραγούδι ήταν μορφή έκφρασης και επικοινωνίας, ήταν πολιτική πράξη. «Το θέμα είναι να μπορείς να είσαι στρατευμένος και συγχρόνως γνήσιος καλλιτέχνης, λέγοντας αυτά που πιστεύεις», έλεγε. Το αστείρευτο ταλέντο του το έκανε «όπλο» στην πάλη για έναν καλύτερο κόσμο. «Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στον δρόμο αυτής της σχολής μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά».

***

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1937. Παιδί ακόμα, γοητεύεται από τους ήχους και την εικόνα ενός γέρου βιολιστή που περνούσε από τη γειτονιά του. «Τον έχω ακόμα στο μυαλό μου, με την άσπρη κελεμπία του και τον άσπρο σκούφο του. Κρατούσε ένα χειροποίητο βιολί, δικής του κατασκευής, με το οποίο έπαιζε με έναν δικό του μοναδικό τρόπο και παράλληλα τραγουδούσε. Θυμάμαι με τι λαχτάρα τον περιτριγυρίζαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς». Καταφέρνει και αποκτά ένα βιολί, μια κιθάρα και στη συνέχεια ένα πιάνο. «Κόντευα πια να γίνω ένας σπουδαίος μουσικός! Κάπως έτσι άρχισα και βρέθηκα λίγα χρόνια μετά να ξέρω αρκετή μουσική». Παράλληλα ξεκινά μαθήματα σε ωδείο.

Ο ερχομός του στην Αθήνα για σπουδές, το 1955, συμπίπτει με την εμφάνιση του Μάνου Χατζιδάκι. «Δεν θα ξεχάσω τι εντύπωση μου έκαναν εκείνα τα τραγούδια. Εξάλλου, όλη η Ελλάδα έζησε τότε τη γοητεία της μουσικής του Χατζιδάκι». Τα επόμενα χρόνια αρχίζει να ανακαλύπτει και το λαϊκό τραγούδι και, βέβαια, ως νέος μουσικός έχει την τύχη να ζήσει να «ανοίγει μια νέα εποχή για την ελληνική μουσική, η εποχή του Θεοδωράκη...».

Το 1962 μελοποίησε το «Τραγούδι του Δρόμου», του Λόρκα, σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου, που το ανακάλυψε στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Με αυτό το τραγούδι έκανε και την παρθενική του εμφάνιση στη δισκογραφία. Παράλληλα συμμετέχει, όπως και πολλοί νέοι καλλιτέχνες, στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ). Σκοπός του Συλλόγου ήταν η προβολή του έργου των Ελλήνων δημιουργών, η αναζήτηση νέων που θα κατέθεταν το έργο τους και η σύνδεση των καλλιτεχνών με τον λαό. Πρωτεργάτης και στυλοβάτης του Συλλόγου ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης.

Το 1962 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της χορωδίας στην παράσταση «Ομορφη Πόλη» του Θεοδωράκη, και έναν χρόνο μετά διευθύνει τη χορωδία στη θρυλική παράσταση των Χατζιδάκι - Θεοδωράκη «Μια πόλη μαγική». Σε αυτήν την παράσταση, μαζί με τον Χρήστο Λεοντή, που διηύθυνε την ορχήστρα, παρουσιάζουν και κάποια δικά τους τραγούδια.

Το 1963 ο ΣΦΕΜ οργανώνει την πρώτη κοινή συναυλία των Μ. Λοΐζου - Χρ. Λεοντή, στο «Ακροπόλ». Στις πρώτες θέσεις βρίσκονται οι Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος και Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος με το τέλος της συναυλίας προσέφερε στους νέους δημιουργούς μια πέτρα που του είχε περάσει ξυστά στο κεφάλι το 1961, όταν διηύθυνε τον «Επιτάφιο» στη Νάουσα. Τα έσοδα της συναυλίας διατέθηκαν στο Δ' Πανσπουδαστικό Συνέδριο.

Το ταλέντο του Λοΐζου καλλιεργείται βαθιά μέσα σ' αυτήν τη δεκαετία με τους μεγάλους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες. Εκείνη την περίοδο γράφει τον «Δρόμο», τον «Στρατιώτη», το «Ακορντεόν», τον «Τρίτο Παγκόσμιο» σε στίχους Κωστούλας Μητροπούλου και Γιάννη Νεγρεπόντη. Ο Μάνος Λοΐζος «πρωτοτυπεί παραμένοντας γνώριμος μέσα σε μια μουσική ατμόσφαιρα ελεγειακής πραότητας και ταυτοχρόνως πειστικής αγωνιστικότητας. Γι' αυτό τα τραγούδια του αγαπήθηκαν πολύ, τραγουδήθηκαν πολύ και θα τραγουδιούνται πάντα», είχε πει γι' αυτόν ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος.

Αλλωστε το 1966, δίνοντας το στίγμα του έργου του, σημειώνει: «Σαν μουσικός που γράφω τραγούδια, ξέρω καλά ότι μπορώ να κάνω τον κόσμο να συνειδητοποιήσει ορισμένα πράγματα, και αυτό το θεωρώ μια πολύ σοβαρή λειτουργία. Με ενδιαφέρει να γράφω όχι ωραία πράγματα, αλλά πώς θα 'ρθω σε επαφή με τον κόσμο που πονάει και αγωνίζεται...».

***

«Σταθμός» στο προδικτατορικό του έργο είναι τα «Νέγρικα», σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη, τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στη Φοιτητική Βδομάδα της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής, με ερμηνευτές την Μαρία Φαραντούρη και τον Γιώργο Ζωγράφο. «Γιατί να καιν' στον νότο τη σοδειά, όταν πεινάν' στον κόσμο τα παιδιά. Ποιοι και γιατί σκοτώσανε τον Τζον, τι θέλουν τα παιδιά μας στα Βιετνάμ», λένε οι στίχοι του «Γέρο νέγρο Τζιμ»...

«Κόσμος πολύς, αλλά οι αστυνομικοί και οι μυστικοί ακόμα περισσότεροι», θυμάται η Μάρω Λοΐζου. Στη συνέχεια παρουσιάζονται στη συναυλία της ΕΦΕΕ, στις 19 Απρίλη 1967, με τη συμμετοχή του Θάνου Μικρούτσικου και του Διονύση Σαββόπουλου στην ορχήστρα. Η συναυλία είχε προγραμματιστεί να επαναληφθεί δύο μέρες αργότερα. Η επιβολή της δικτατορίας δεν θα το επιτρέψει...

«Για μένα η μουσική είναι μέσον. Τα εκφραστικά μέσα πηγάζουν από αυτό που θέλω να πω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, των "Νέγρικων", χρησιμοποίησα για πρώτη φορά ηλεκτρικές κιθάρες, όπως και ρυθμό σέικ, μποστέλα κ.ά. Οι σύγχρονοι ρυθμοί είναι ρυθμοί διαμαρτυρίας, μοναξιάς και αυτοβασανισμού. Και η ποίηση των "Νέγρικων" με οδήγησε σ' αυτούς γιατί τα θέματά τους μιλάνε για αδικία και εκμετάλλευση, προβλήματα που έχουν απήχηση σε όλο τον κόσμο».

***

Με την επιβολή της δικτατορίας, πολλά τραγούδια του Λοΐζου είναι απαγορευμένα, ενώ γράφει κι άλλα που δεν ακούγονται «ποτέ έξω από τους τέσσερις τοίχους μιας κάμαρας». Παράλληλα γράφει τραγούδια που γίνονται επιτυχίες, με ερμηνευτές κυρίως τους Γιώργο Νταλάρα και Γιάννη Καλατζή. Κυκλοφορούν οι δίσκοι «Ο Σταθμός», «Θαλασσογραφίες» και «Να 'χαμε τι να 'χαμε», σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Μετά τη μεταπολίτευση κυκλοφορούν οι δίσκοι «Καλημέρα ήλιε», σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου, «Τα τραγούδια του δρόμου» και «Τα τραγούδια μας», σε στίχους Φώντα Λάδη. Το 1979 κυκλοφόρησαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας», με ερμηνεύτρια την Χαρούλα Αλεξίου, σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη και του Πυθαγόρα, και το 1980 ο δίσκος «Για μια μέρα ζωής». Μετά τον θάνατό του κυκλοφορούν τα «Γράμματα στην αγαπημένη», σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ και απόδοση Γιάννη Ρίτσου.

Την ίδια περίοδο αναπτύσσει και πρωτοπόρα συνδικαλιστική δράση στον χώρο των δημιουργών, παλεύοντας για να μπορούν να ζήσουν μέσα από την Τέχνη τους, καθώς και για τα πνευματικά τους δικαιώματα. Ηταν ο πρώτος πρόεδρος της Ενωσης Μουσικοσυνθετών - Στιχουργών Ελλάδας. Σταθερά και αταλάντευτα πορεύτηκε στο πλευρό του ΚΚΕ.

40 χρόνια μετά τον θάνατό του, τα τραγούδια του παραμένουν στα χείλη μας, τραγουδιούνται στα γλέντια μας, συνοδεύουν τις στιγμές της ζωής μας, συντροφεύουν τους αγώνες μας... Είναι ο «Δρόμος», ο «Τσε», ο «Στρατιώτης», το «Ακορντεόν»... Είναι το «Παλιό ρολόι», ο «Σεβάχ ο θαλασσινός», αλλά και «Το μερτικό μου απ' τη χαρά», και κυρίως εκείνο το «Δέντρο», που έχει κόκκινα τα φύλλα και ολόγλυκα τα μήλα, δεν λυγάει και όλο φυλλωσιές πετάει... Και είναι όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα, που όχι απλά τον θυμίζουν, αλλά έκαναν τον ίδιο και το μεγάλο έργο του να περάσουν απ' τη μνήμη στην καρδιά...



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ