Οι περικοπές στις δαπάνες για την Παιδεία, αλλά και ο νέος νόμος - πλαίσιο που προωθεί η κυβέρνηση Ραχόι, οδήγησαν χιλιάδες μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικούς και ενώσεις γονέων στους δρόμους 30 πόλεων της χώρας την περασμένη Πέμπτη. Με το νόμο αυτό, ενισχύεται η ιδιωτική Παιδεία και η λειτουργία των σχολείων ως επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται και αξιολογούνται μεταξύ τους. Παράλληλα, στους δρόμους της Μαδρίτης διαδήλωσαν πρόσφατα χιλιάδες ανάπηροι διαμαρτυρόμενοι για τα βάρβαρα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση και των ειδικών επιδομάτων, το κλείσιμο σχετικών ιδρυμάτων και την απώλεια θέσεων εργασίας των εργαζομένων. Και, επιπλέον, την Πέμπτη εγκρίθηκε στο κοινοβούλιο της χώρας από τους βουλευτές του κυβερνώντος «Λαϊκού Κόμματος» η μη προσαρμογή των συντάξεων στο ύψος του πληθωρισμού του 2012 και επί τάπητος πλέον είναι η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 χρόνια. Σήμερα, ήδη το 27% του πληθυσμού της χώρας βρίσκεται στη φτώχεια, ενώ, όπως σημειώνουν πρόσφατες έρευνες, αν συνεχιστούν τα προγράμματα λιτότητας, θα φτάσει το 40%.
Το βασικό χαρακτηριστικό που έκανε τον Ο' Χένρι διάσημο ως διηγηματογράφο είναι ότι ασχολείται με τη ζωή στην πόλη, κυρίως στη Νέα Υόρκη, των αρχών του 20ού αιώνα. Οι ήρωές του συνιστούν τη μεγάλη ετερόκλητη μάζα της Νέας Υόρκης. Από τη μια μεριά, το προλεταριάτο της ακμάζουσας και αναπτυσσόμενης μεγαλούπολης. Η ζωή του είναι περιορισμένη λόγω της ανέχειας, με μόνο αλατοπίπερο τα διάφορα εξαιρετικά περιστατικά που διακόπτουν την καθημερινή ρουτίνα του. Από την άλλη, οι ανερχόμενοι αστοί, οι παρακμάζοντες φεουδάρχες του Νότου, οι πρώην μαύροι σκλάβοι και νυν απόκληροι, η χρυσή εποχή της καπιταλιστικής ανάπτυξης των ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα.
Μια χώρα και μια μεγαλούπολη αποτυπώνεται με ακρίβεια και με καταλυτικό χιούμορ από την πένα ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας, ο οποίος καταφέρνει να μεταφέρει στον αναγνώστη του σήμερα το κοινωνικό και ιστορικό αποτύπωμα μιας ολόκληρης χώρας, σε μια καθοριστική για την ιστορική εξέλιξή της εποχή. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
«Το συγκριτικό πλεονέκτημα της δικής μας οπτικής απέναντι στην κρίση είναι ότι δεν διατυπώσαμε προφητείες, αλλά ανάλυση της πραγματικότητας. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της αριστεράς απέναντι στην κρίση είναι ότι δε βασίστηκε σε ξόρκια και δεισιδαιμονίες, αλλά στον ορθό λόγο (...) Η πολιτική μας έχει επιβεβαιωθεί». Αυτά έλεγε μεταξύ άλλων ο Αλ. Τσίπρας, στην παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Δραγασάκη που έγινε πρόσφατα. Προκαλεί ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί πράγματι το κόμμα του ανέλυσε την πραγματικότητα, με τρόπο όμως τέτοιο που να τη σερβίρει με το κεφάλι κάτω. Ετσι, μια καραμπινάτη καπιταλιστική οικονομική κρίση, υπερσυσσώρευσης και υπερπαραγωγής, ερμηνεύεται από το ΣΥΡΙΖΑ σαν κρίση της αρχιτεκτονικής του ευρώ, σαν χρηματοπιστωτική, σαν κρίση του καζινοκαπιταλισμού, σαν κρίση που προκάλεσαν οι ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού και τα golden boys... Οχι τυχαία βέβαια. Συσκοτίζοντας την πραγματική αιτία της κρίσης, αυτομάτως συσκοτίζεται και η μόνη διέξοδος απ' αυτήν. Ο ΣΥΡΙΖΑ θωρακίζει μ' αυτόν τον τρόπο ένα σύστημα το οποίο ορέγεται να διαχειριστεί. Η πολιτική του όχι μόνο δεν επιβεβαιώθηκε αλλά σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα αποδείχτηκε επιζήμια για το λαό. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Το Μάαστριχτ, την ΟΝΕ, τη στάση τους απέναντι σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τους διθυράμβους του για τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις, τις αυταπάτες για το «νέο αέρα» που θα σήκωνε στην Ευρώπη ο Ολάντ, τις αναλύσεις του για την κρίση, τις διαβεβαιώσεις ότι ο «λύκος» μπορεί να γίνει «αρνάκι», τόσο πιο επίμονες όσο πιο πολύ αγριεύει ο «λύκος»; «(...) Αριστερό σήμερα είναι ό,τι ενώνει. Στη φάση που βρισκόμαστε τώρα, εγώ θα προσέθετα: Αριστερό είναι ό,τι ενώνει και ό,τι μπορεί να κερδίσει», ήταν η φράση με την οποία έκλεισε την παρέμβασή του ο Αλ. Τσίπρας. Θα μπορούσε να είναι ο ορισμός του καιροσκοπισμού που διακρίνει το ΣΥΡΙΖΑ. Το «ό,τι μπορεί να κερδίσει» μεταφράζεται από την ηγεσία του σε αυταπάτες, ψευδαισθήσεις με τη σέσουλα στο λαό που θα δοκιμάσει οδυνηρή απογοήτευση και διάψευση αν τα πάρει τοις μετρητοίς.
Τα όσα διατείνεται τελευταία η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης περί της λειτουργίας των αστικών συγκοινωνιών, σε συνδυασμό με μία σειρά αποφάσεων και μέτρων που έχουν ληφθεί το ίδιο διάστημα, συνηγορούν στο ότι βρισκόμαστε ένα μόλις βήμα πριν την είσοδο ιδιωτών σε αυτό καθ' αυτό το μεταφορικό έργο των δημόσιων Μέσων Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ). Και εξηγούμαστε:
Κατ' αρχήν, έχει ήδη αποφασιστεί να παραδοθούν σε ιδιώτες η ευθύνη για την έκδοση εισιτηρίων και οι έλεγχοι των επιβατών, μέσω της εισόδου του λεγόμενου «ηλεκτρονικού εισιτηρίου» και «ηλεκτρονικής κάρτας». Η διαγωνιστική διαδικασία για την ανάδειξη ιδιώτη αναδόχου περνά στην τελική της φάση και από το 2014 αναμένεται να αρχίσει η εφαρμογή του μέτρου, με σκοπό την πλήρη αντικατάσταση των συμβατικών εισιτηρίων από τα, νέου τύπου, ηλεκτρονικά. Το μέτρο χαρακτηρίζεται ως «ζωτικής σημασίας» για τη συνέχιση της απρόσκοπτης λειτουργίας των ΜΜΜ, καθώς η διαφυγή εσόδων εξαιτίας της «λαθρεπιβίβασης» προκαλεί τεράστια ελλείμματα στους ισολογισμούς των εταιρειών αστικών συγκοινωνιών. Σε σχέση με αυτό, πρόσφατα, ο υπουργός Ανάπτυξης Κ. Χατζηδάκης ανέφερε ότι το περασμένο καλοκαίρι η μισθοδοσία των εργαζομένων στις αστικές συγκοινωνίες μπόρεσε να καλυφθεί μόλις την τελευταία στιγμή, παρόλο που οι μειώσεις τις οποίες έχουν υποστεί στους μισθούς τους φτάνουν το 30% και 40%.
Παράλληλα, τα δυόμισι τελευταία χρόνια μετά το σχετικό νομοθέτημα του Δ. Ρέππα το 2010, τα ΜΜΜ λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, καθώς η κρατική επιχορήγηση έχει μειωθεί κατά 50% και πλέον επαφίεται στις διοικήσεις τους να πάρουν μέτρα που θα τα καθιστούν κερδοφόρα. Με δεδομένο ότι η κρατική επιχορήγηση το επόμενο διάστημα είναι κάτι παραπάνω από πιθανό ότι θα περικοπεί επιπλέον, ενώ και το επιβατικό κοινό μειώνεται συνεχώς καταλαβαίνουμε εύκολα ότι ο στόχος για «κερδοφόρες αστικές συγκοινωνίες» είναι όνειρο «θερινής νυκτός».
Με λίγα λόγια, η εφαρμοζόμενη πολιτική στις αστικές συγκοινωνίες με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην ιδιωτικοποίησή τους, τουλάχιστον του πιο εμπορικού τους τμήματος, αφού όπως και σε κάθε άλλη δημόσια υπηρεσία, «αποδεικνύεται» ότι ο κρατικός έλεγχος «παράγει ελλείμματα που πληρώνουν οι φορολογούμενοι». Αμφιβάλλει κανείς ότι τα γνωστά «τζιμάνια» της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, αυτά ακριβώς τα επιχειρήματα θα χρησιμοποιήσουν όταν θα ανακοινώσουν ακόμη ένα ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστά κατάργηση μιας κοινωφελούς δημόσιας υπηρεσίας;