ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 14 Δεκέμβρη 2001
Σελ. /40
Δ. ΓΛΗΝΟΥ: «Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ»
Η φασιστική ιδεολογία

«Οι μονόλογοι του ερημίτη της Σαντορίνης»

(Γ' ΜΕΡΟΣ)

Η οικονομική βάση του φασισμού

Ας εξετάσουμε λοιπόν πρώτα την οικονομική βάση του φασισμού για να κοιτάξουμε έπειτα το οργανωτικό και πνευματικό του εποικοδόμημα.

Η φασιστική διχτατορία είνε διχτατορία του καπιταλισμού στις χώρες, που κιντυνεύει περισσότερο από κάθε αλλού η υπόσταση του ή βρίσκει δυσκολίες μεγάλες στην επικράτησή του. Ο καπιταλισμός προσπαθεί με κάθε τρόπο να περισώσει το βασικό θεμέλιό του, δηλαδή την εκμεταλλευτική σχέση εργοδότη και εργάτη. Η σχέση αυτή κιντυνεύει από δυο πλευρές. Πρώτα - πρώτα από την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής. Γιατί αυτή γεννάει τις οικονομικές κρίσεις, που συγκλονίζουν όλο το οικοδόμημα των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Και κιντυνεύει ακόμα από τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργατών και από τις απεργίες, καθώς και από τα πολιτικά δικαιώματα των εργατών.

Το πρώτο λοιπόν, που επιδιώκει ο φασισμός είνε να παγιοποιήσει την εκμεταλλευτική σχέση εργοδότη και εργάτη, το πέρασμα της υπεραξίας στα χέρια των εργοδοτών. Και για να το πετύχει αυτό περιορίζει απ' όλες τις πλευρές και ουσιαστικά καταργεί τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργατών και προπάντων το δικαίωμα της απεργίας. Ο εργάτης πρέπει με απάτη και με βία να γίνει αιώνιος θεληματικός ή άθελος σκλάβος. Γι' αυτό η εργατική πολιτική του φασισμού ακολουθάει δυο δρόμους. Ο πρώτος είνε ο δρόμος της απάτης. Ο καπιταλισμός αναγκάζεται κάτω από τη φοβέρα της επανάστασης να κάμει όλες τις απαραίτητες θυσίες, που θα του εξασφαλίσουν την παραπέρα ύπαρξή του. Δέχεται και πραγματοποιεί ορισμένα αιτήματα, δανείζεται και εκφυλίζει τα επαναστατικά συνθήματα της εργατικής τάξης. Ορίζεται κατώτερο όριο στα ημερομίσθια, ανώτατο όριο δουλιάς, γίνονται ομαδικές συμβάσεις εργασίας, εφαρμόζονται οι κοινωνικές ασφαλίσεις, πραγματοποιείται κάποια κοινωνική πολιτική, ιδρύονται εργατικές λέσχες θέατρα για το λαό, μουσική, σπίτια ανάπαψης, ταξίδια αναψυχής, εξοχές για ταξίδια των εργατών, το μέτωπο «της χαράς με τη δουλιά». Ολα τούτα απομίμηση και χαμαιλεοντισμός από όσα γίνονται στη Σοβιετική Ενωση και όσα διεκδικούν τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα. Ενα είδος έκτρωση της επανάστασης. Η «φιλεργατική» αυτή πολιτική, ενώ φαινομενικά ικανοποιεί, ως σ' ένα βαθμό τα άμεσα εργατικά αιτήματα και δίνει στον εργάτη κάποιες εξασφαλίσεις, ουσιαστικά τον καρφώνει σε μια κατάσταση, που εύκολα μπορεί να χειροτερέψει και χειροτερεύει χωρίς ο εργάτης να μπορεί να κάμει τίποτε πια για να εμποδίσει τη χειροτέρεψη και χωρίς να μπορεί πια να αγωνιστεί ούτε για την άμεση καλυτέρεψη ούτε για τη μετατροπή της καπιταλιστικής οικονομίας σε σοσιαλιστική.

Η «φιλεργατική» πολιτική έχει σκοπό να τον αποκοιμίσει, να τον αποναρκώσει με την ικανοποίηση ενός ελάχιστου ποσού από τις διεκδικήσεις του για να του πάρει από την άλλη μεριά κάθε λεφτεριά και κάθε δυνατότητα για να διεκδικήσει πραγματικά και ως το τέλος τα δικαιώματά του. Το κράτος των καπιταλιστών γίνεται φιλεργατικό, φιλαγροτικό, φιλολαϊκό, για να μη φύγει η εξουσία από τα χέρια των αστών και γίνει τα κράτος εργατικά και α γ ρ ο τ ι κ ό, κράτος λαϊκό, κράτος χωρίς κοινωνικές τάξεις. Το φιλολαϊκό κράτος δεν είνε λαϊκό, όπως ο φιλανθρωπισμός δεν είνε ανθρωπισμός. Και πραγματικά. Βλέπουμε στα φασιστικά κράτη το κόστος της ζωής ν' ανεβαίνει και το ημερομίσθιο ουσιαστικά να γίνεται το μισό, οι ώρες της δουλιάς μεγαλώνουν χωρίς ο εργάτης να μπορεί πια να κάμει τίποτα για ν' αλλάξει την κατάσταση. Γιατί δίπλα στην απάτη βαδίζει η βία. Αυτός είνε ο δεύτερος δρόμος. Η υποχρεωτική διαιτησία καταργεί ουσιαστικά το δικαίωμα της απεργίας. Το «μέτωπο της εργασίας» και τα εργατικά τάγματα, όπου οι νέοι υποχρεώνονται για ορισμένα χρόνια να δουλεύουνε με στρατιωτική πειθαρχία και με μεροκάματο στρατιωτικού σιτηρέσιου χρησιμεύουνε για μια βίαιη λύση της ανεργίας.

Ο συνδικαλισμός κρατικοποιείται και «προσαρμόζεται» στα συμφέροντα του κεφάλαιου. Για να αποκατασταθεί η αρμονία «κεφαλαίου και δουλιάς» συγχωνεύονται τα εργατικά και τα εργοδοτικά συνδικάτα σε «συντεχνίες», για τα ξαναγυρίσουμε στην κλειστή οικονομία του μεσαίωνα.

Ετσι μαζί και με τα αντίστοιχα μέτρα στο οργανωτικό επίπεδο, που θα τα εξετάσουμε παρακάτω, παγιώνεται, απολιθώνεται η εκμεταλλευτική σχέση εργοδότη και εργάτη. Με ελάχιστες φαινομενικές θυσίες της κεφαλαιοκρατίας σώζεται η βάση της αστικής κοινωνίας, η ατομική ιδιοχτησία στα μέσα της παραγωγής και η ατομική οικειοποίηση στα προϊόντα της παραγωγής, με μια λέξη εξασφαλίζεται το πέρασμα της υπεραξίας στα χέρια της κυρίαρχης τάξης.

Για να κτυπηθεί η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής και για να δημιουργηθεί ανεξαρτησία από τις διακυμάνσεις των τιμών στην παγκόσμια αγορά και από το συνάλλαγμα, εισάγεται η διευθυνόμενη οικονομία με καπιταλιστικό έλεγχο. Η εσωτερική αγορά πρέπει να γίνει όσο μπορεί πιο ανεξάρτητη από την εξωτερική και ως προς τα γεωργικά και ως προς τα χτηνοτροφικά και ως προς τα βιομηχανικά προϊόντα. Για το σκοπό αυτόν εισάγεται πρώτα-πρώτα έλεγχος και διακανονισμός της παραγωγής σε όλα τα είδη των προϊόντων από το κράτος. Δεύτερο μπαίνουνε προστατευτικοί δασμοί και ρυθμίζεται με απαγορευτικά μέτρα η εισαγωγή ξένων προϊόντων και τρίτο κανονίζεται αυστηρότατος έλεγχος στο συνάλλαγμα. Με αυτά τα μέσα πετυχαίνεται ανεξαρτησία από την εξωτερική αγορά των προϊόντων και ανεξαρτησία από την παγκόσμια τιμή του χρήματος, δημιουργιέται εσωτερική νομισματική πολιτική, που επιτρέπει την ανάπτυξη της παραγωγής και την κυκλοφορία των προϊόντων και το διακανονισμό των τιμών της εσωτερικής αγοράς με νόμισμα ανεξάρτητο από το απόθεμα σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα. Ολη αυτή η πολιτική κορυφώνεται στην έννοια της αυτάρκειας.

Η αναρχική καπιταλιστική οικονομία μετατρέπεται σε σχεδιασμένη οικονομία, σε διευθυνόμενη καπιταλιστική οικονομία. Ολη όμως ετούτη η προσπάθεια δεν μπορεί να επιτύχει παρά μόνο προσωρινά και μέσα σε ορισμένα όρια. Γιατί διατηρώντας τη βάση της καπιταλιστικής οικονομίας, την οικονομία του κέρδους και της εκμετάλλεψης, η διευθυνόμενη καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να παραιτηθεί ούτε από την εκμετάλλεψη της εσωτερικής αγοράς, ούτε από την εκμετάλλεψη ξένων αγορών για πρώτες ύλες και για κατανάλωση. Η εσωτερική αγορά, όσο και αν παγιώνει την εκμετάλλεψη του αγρότη και του εργάτη και όσο και αν την επιτείνει κατεβάζοντας το επίπεδο της ζωής και των εργατών και των αγροτών, δεν μπορεί να ικανοποιήσει την εκμεταλλευτική οικονομία. Για τούτο η ανεξαρτησία από την εξωτερική αγορά είνε προσωρινή μόνο και φαινομενική και τελικά αδύνατη.

Οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες, όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία, είνε αδύνατο να πετύχουνε ολοκληρωτική ούτε καν σχετική ανεξαρτησία από την παγκόσμια αγορά πρώτων υλών, μ' όλα τα σχέδια της αυτάρκειας. Και είνε αδύνατο να στερηθούν από μεγάλες εξωτερικές καταναλωτικές αγορές. Για το λόγο αυτό σπρώχνονται ακατανίκητα προς τον ιμπεριαλισμό. Είνε ζήτημα ζωής ή θανάτου γι' αυτές να προμηθεύονται πρώτες ύλες σε τιμές χαμηλές, άρα να έχουν αποικίες, όπου χρωματιστοί σκλάβοι να παράγουν πρώτες ύλες ζώντας σε χαμηλότατο επίπεδο ζωής και να έχουνε μισοαποικιακές εξαρτημένες χώρες, όπου λευκοί ή κίτρινοι αγρότες και εργάτες να δουλεύουν με ημερομίστια πείνας για την ντόπια τους και την ξένη κεφαλαιοκρατία. Και είνε ζήτημα ζωής ή θανάτου για τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες να πουλάνε τα βιομηχανικά προϊόντα τους με όσο μπορεί μεγαλύτερο κέρδος σε άλλες χώρες σε καταχτημένους ή σε μισοαποικιακούς λαούς. Είνε λοιπόν απόλυτη ανάγκη για τις χώρες αυτές να έχουνε δικό τους imperium. Ωστε το πρόβλημα του ιμπεριαλισμού παραμένει ακέραιο, επιταχτικό, απαιτητικότατο μπροστά τους και μη μπορώντας να το λύσουνε διαφορετικά παρά με την επιβολή της βίας, εξοπλίζονται υπερεντατικά, θέτουν όλη την οικονομία τους σε κατάσταση πολεμική. Μα η κατάσταση τούτη οξύνει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα, μολονότι δημιουργεί μια προσωρινή ένταση της παραγωγής και απορρόφηση της ανεργίας. Γιατί η πολεμική παραγωγή δεν μπορεί να εξακολουθήσει σε μακρό χρονικό διάστημα χωρίς να πετύχει αποτελέσματα. Οδηγεί τις χώρες αυτές σε οικονομικόν όλεθρο, σε γκρέμισμα όλης της οικονομίας τους. Για τον λόγον αυτόν οι φασιστικές χώρες είνε απαρέγκλιτα υποχρεωμένες ή να πετύχουνε το ξαναμοίρασμα των αγορών πρώτων υλών και αγορών κατανάλωσης, αποσπώντας αποικίες και σφαίρες οικονομικής επιρροής από τις άλλες καπιταλιστικές χώρες, ή να καταστραφούν, να περιπέσουν σε εσωτερική επανάσταση. Η φασιστική οικονομία οδηγεί με μαθηματικό καταναγκασμό στον πόλεμο, σε πόλεμο καταχτητικό (Αβησσυνία, Κίνα), σε πόλεμο εμφύλιο (Ισπανία), σε πόλεμο ανάμεσα στους καπιταλιστές, όπως αυτός, που μόλις αποσοβήθηκε, τον περασμένο Σεπτέμβρη. Το φοβερό δίλημμα, που υψώνεται μπροστά στις φασιστικές χώρες, είνε ή πόλεμος ή εσωτερική επανάσταση.

Αύριο το Δ' Μέρος



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ