ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Ιούλη 1998
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΦΑΡΜΑΚΟ
Δέκα πολυεθνικές λυμαίνονται την παγκόσμια αγορά

Αυτό προκύπτει από μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας, από την οποία προκύπτει ότι η έρευνα, η παραγωγή και διακίνηση φαρμάκων γίνεται υπόθεση των συμφερόντων όλο και λιγότερων πολυεθνικών, σαν να είναι εμπόρευμα και όχι κοινωνικό αγαθό. Από αυτές εξαρτάται και η ελληνική φαρμακοβιομηχανία

Η μετατροπή του φαρμάκου από κοινωνικό αγαθό σε εμπόρευμα, ικανό να αποφέρει τεράστια κέρδη στις επιχειρήσεις, η σταδιακή ενίσχυση των ολιγοπωλίων στην παραγωγή και διακίνηση φαρμάκων σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανυπαρξία έρευνας στην Ελλάδα, η εξάρτηση της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας από πολυεθνικά μονοπώλια και η εικόνα που επικρατεί στον τομέα του φαρμάκου στη χώρα, τέτοια που λειτουργεί σε βάρος της ιδιότητάς του ως κοινωνικού αγαθού, είναι μεταξύ των δεδομένων που καταγράφονται ανάγλυφα στην πρώτη από μια σειρά μελέτες που πραγματοποίησε το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας.

Από την έρευνα με τίτλο: "Οι φαρμακοποιοί και οι όροι λειτουργίας της αγοράς φαρμάκου", την οποία συνέταξε η Β. Καραγιάννη και δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές του χρόνου, αποδεικνύεται περίτρανα ότι όλες οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα αυτό που έκαναν ήταν να στρώνουν το έδαφος για την ενίσχυση των ολιγοπωλίων στο χώρο του φαρμάκου, για τη μετατροπή του σε εμπόρευμα και, σε κάθε περίπτωση, η διασφάλιση του κοινωνικού του χαρακτήρα δεν ήταν στις προτεραιότητες των πολιτικών αυτών.Σε ό,τι αφορά τη φαρμακευτική βιομηχανία στην Ελλάδα, το πρώτο ελληνικό φάρμακο κυκλοφόρησε από τη ΧΡΩΠΕΙ το 1922, αλλά από τότε μέχρι το 1960 η ανάπτυξη της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας ήταν περιορισμένη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην επίσημη κρατική διατίμηση, που ίσχυε το 1940, αναφέρονταν 14 ελληνικές εταιρίες, οι οποίες κυκλοφορούσαν συνολικά 239 φάρμακα. Από αυτές, μόλο έξι λειτουργούν σήμερα. Μετά τον πόλεμο δημιουργήθηκαν κάποιες μονάδες μικρού και μεσαίου μεγέθους, που κατά κανόνα ασχολούνταν με τη συσκευασία εισαγομένων σκευασμάτων, ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 άρχισε και η παραγωγή προϊόντων από ξένες εταιρίες είτε με τη μορφή φασόν, αναθέτοντας δηλαδή παραγγελίες σε ελληνικές μονάδες, είτε εγκαθιστώντας θυγατρικές.

Από τότε μέχρι σήμερα ελάχιστα έχουν αλλάξει τα πράγματα στην κατεύθυνση της ισχυροποίησης της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας και της ανάπτυξης έρευνας στον τομέα του φαρμάκου. Αντίθετα, παρατηρείται η ολοένα αυξανόμενη εξάρτησή της από ξένες βιομηχανίες, ενώ στα χρόνια που πέρασαν μπήκε λουκέτο στη ΧΡΩΠΕΙ και η κρατική φαρμακοβιομηχανία, με επιλογή των εκάστοτε κυβερνήσεων, αφέθηκε να σκουριάζει, ο ΕΟΦ οδηγείται σε διάλυση, η έρευνα παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.

Ελεγχος από10 πολυεθνικές

Οπως σημειώνεται στην έρευνα, στην αγορά φαρμάκου, και ειδικότερα στις υποαγορές κάποιων προϊόντων, επικρατούν παγκοσμίως ισχυρές ολιγοπωλιακές συνθήκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε παγκόσμιο επίπεδο δέκα πολυεθνικές ελέγχουν το 30% της παραγωγής. Σ' αυτά τα πλαίσια η ελληνική παραγωγή διαρκώς συρρικνώνεται και ακόμα και αυτή που υπάρχει βρίσκεται σε άμεση σχέση εξάρτησης από τις πολυεθνικές. Αυτό αποδεικνύεται από τα στοιχεία, βάσει των οποίων η ελληνική φαρμακοβιομηχανία αριθμεί σήμερα 70 επιχειρήσεις, από τις οποίες οι 50 μόνο έχουν αξιόλογη παρουσία στην αγορά και συμβάλλει σε ποσοστό 25% στην εγχώρια παραγωγή της χημικής βιομηχανίας. Το 15% των εταιριών είναι θυγατρικές πολυεθνικών επιχειρήσεων, ενώ το 30% είτε παράγει φασόν για ξένες επιχειρήσεις είτε είναι αντιπρόσωποί τους στην ελληνική αγορά. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία δεν παράγει, όπως σημειώνεται, πρώτες φαρμακευτικές ύλες και δεν πραγματοποιεί σοβαρή έρευνα για την παραγωγή πρωτοτύπων φαρμάκων. Είναι, λοιπόν, εξαρτημένη από ξένες εταιρίες, τόσο για την προμήθεια πρώτων υλών όσο και για νέα φάρμακα.

Οσο για τις εξαγωγές, αυτές είναι ελάχιστες και αποτελούν το 8,6% της παραγωγής και κατευθύνονται κύρια σε χώρες της Μ. Ανατολής και της Αφρικής, ενώ κατά κύριο λόγο εισάγουμε από χώρες της ΕΕ, καθώς το 1995 το 96,1% των εισαγωγών πραγματοποιήθηκε από αυτές (έναντι 88,91% το 1994). Αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθήθηκε είναι και η διαρκής αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο από μείον 105,85 δισ. δρχ. το 1993 έφτασε σε μείον 760 δισ. το 1996. Δηλαδή, μέσα σε τρία χρόνια περίπου εφταπλασιάστηκε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.

Την ίδια στιγμή, η αυξανόμενη εξάρτηση της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας από τις ξένες επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την απουσία κρατικής φαρμακοβιομηχανίας και κοινωνικής πολιτικής, από μόνη της σημαίνει ότι οι ξένες επιχειρήσεις επιβάλλουν τα προϊόντα που θέλουν να διακινήσουν και στις τιμές που τις συμφέρει. Παράλληλα, σημειώνεται ότι και οι θυγατρικές των πολυεθνικών που λειτουργούν στην Ελλάδα δεν αναπτύσσουν καμία δραστηριότητα για την παραγωγή πρώτων υλών και την ανάπτυξη της έρευνας, ενώ παρατηρείται η διαμόρφωση υψηλότερων τιμών για τα φάρμακα ξένης ιδιοκτησίας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες προμηθεύουν τη θυγατρική τους που βρίσκεται στην Ελλάδα πολύ ακριβότερα τις πρώτες ύλες σε σχέση με θυγατρικές τους σε άλλες χώρες, ανεβάζοντας κατά πολύ την τελική τιμή.

Αξιοσημείωτο είναι ότι, όπως σημειώνεται στη συγκεκριμένη μελέτη, "κατά την τελευταία εικοσαετία που επικρατούν οι μεγάλες ξένες εταιρίες αποσύρουν τα παλιά τους προϊόντα και τα αντικαθιστούν με νέα, που τους προμηθεύουν τα ερευνητικά τους εργαστήρια, χωρίς ουσιαστικές διαφορές φαρμακολογικής δράσης, αλλά με πολύ υψηλότερες τιμές". Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι, "αν και εξαγγέλθηκε "πάγωμα" τιμών για το 1990 - '91, η τιμή περισσότερων των 50 φαρμακευτικών προϊόντων αυξήθηκε πάνω από 200% την περίοδο '90 - '93. Παράλληλα σημειώθηκε δραματική μείωση της συμμετοχής των εγχώριων προϊόντων στις συνολικές πωλήσεις και αντίστοιχα σχεδόν διπλασιασμός της συμμετοχής των εισαγομένων". Αποδεικνύεται, δε, ότι για την αύξηση της δαπάνης δεν ευθύνεται η αντίστοιχη αύξηση της κατανάλωσης, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά η αύξηση των τιμών. Κι αυτό, αφού στην επταετία 1990 - 1996 η κατανάλωση φαρμάκων σε αξία αυξήθηκε κατά 243,94%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την κατανάλωση σε όγκο ήταν μόλις 28,94%.

Η συγκέντρωση και στο χώρο των φαρμακευτικών επιχειρήσεων είναι φανερή από τα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία στην Ελλάδα λειτουργούν 70 φαρμακοβιομηχανίες. Από αυτές, μόλις οι πέντε κατείχαν το 23% του μεριδίου της αγοράς, οι δέκα το 37,5%, ενώ 20 από τις 70 επιχειρήσεις κατέχουν περίπου το 59% της αγοράς φαρμάκου. Παράλληλα, τα κέρδη των επιχειρήσεων παρουσιάζουν συνεχή αύξηση, αφού όπως προκύπτει, από το 1991 μέχρι το 1995 το ποσοστό βελτίωσης της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων έφτασε το 40,5%, δηλαδή, από 14,5% το 1991 ανήλθε σε 20,3% το 1995, διάστημα στο οποίο υποτίθεται ότι σημειώθηκε και το "πάγωμα" των τιμών.

Σε όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις και να λειτουργήσει ως αντίβαρο και ως πιλότος για τη χάραξη κοινωνικής πολιτικής στο φάρμακο η κρατική φαρμακοβιομηχανία και φαρμακαποθήκη. Αλλωστε, μ' αυτή τη σκέψη επενδύθηκαν δισεκατομμύρια για τη δημιουργία κρατικών μονάδων, οι οποίες όμως με ευθύνη των κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων - και κατ' εντολήν της Ευρωπαϊκής Ενωσης - έμειναν σε αχρηστία, με αποτέλεσμα να λυμαίνονται το φάρμακο και τον κοινωνικό του ρόλο οι πολυεθνικές και να προσανατολίζουν ακόμα και την επιστημονική έρευνα ανάλογα με τα οικονομικά τους συμφέροντα.

Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ


Πληθωρισμός κερδών

Οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες ανήκουν σε εκείνους που μονίμως συνιστούν στην κυβέρνηση να εφαρμόσει εισοδηματική μονόπλευρης λιτότητας, με το επιχείρημα ότι το ύψος του πληθωρισμού επηρεάζεται αποκλειστικά και μόνο από το ύψος των αυξήσεων στους ...μισθούς και συντάξεις. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι συστάσεις που έκανε προχτές, από το βήμα της ετήσιας γενικής συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδας ο διοικητής της Λουκάς Παπαδήμος.

Η αντιδραστική θεωρία, ότι δήθεν για τον πληθωρισμό φταίνε οι μισθοί και οι συντάξεις - με την οποία βομβαρδίζουν το λαό οι εμποροβιομήχανοι, οι τραπεζίτες, οι διεθνείς οργανισμοί και παπαγαλίζει η ίδια η κυβέρνηση - γίνεται για ένα και μόνο λόγο. Για να αποκρύψουν από τους εργαζόμενους ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού στην Ελλάδα είναι αποκλειστικά πρόβλημα "πληθωρισμού κερδών" και οφείλεται στις αυθαίρετες και κερδοσκοπικές ανατιμήσεις που επιβάλλουν ελέω απελευθερωμένης αγοράς οι εμποροβιομήχανοι. Θα αναφέρουμε δύο ενδεικτικά στοιχεία (και τα δύο από την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας), που επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχουμε πληθωρισμό κερδών και όχι μισθών.

Πρώτον, το 1997 "τα καθαρά προ φόρων κέρδη των βιομηχανικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 50%, περίπου", ενώ και στον τραπεζικό τομέα "η αύξηση των καθαρών κερδών, προ φόρων, ήταν της τάξης του 60%". Ανάλογη ήταν και η αύξηση κερδών στις εμπορικές επιχειρήσεις.

Δεύτερον, το 1997 που η κυβέρνηση έπεσε και πάλι έξω στις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό (αντί να τον περιορίσει στο 3% που ήταν ο επίσημος στόχος έκλεισε στο 4,7%), "οι μέσες ακαθάριστες, προ φόρων αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας, αυξήθηκαν κατά 10,6%".

Από τη σύγκριση των παραπάνω επίσημων στοιχείων, προκύπτει με σαφήνεια ότι στην Ελλάδα έχουμε πληθωρισμό κερδών και όχι μισθών και άρα η ρίζα του κακού, και για τον υψηλό πληθωρισμό στην Ελλάδα, βρίσκεται στην κερδοσκοπική ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου, που επιδιώκει τη μεγιστοποίηση των κερδών και με τις αυθαίρετες και ανεξέλεγκτες αυξήσεις στις τιμές. Αδιάψευστος μάρτυρας τόσο το γεγονός ότι τα ποσοστά αύξησης των φανερών κερδών των βιομηχανικών και τραπεζικών επιχειρήσεων ήταν υπερδεκαπλάσια του πληθωρισμού όσο και το γεγονός ότι τα κέρδη της Τράπεζας της Ελλάδας (που αυξήθηκαν πέρσι πάνω 172%) ήταν σχεδόν ...40 φορές μεγαλύτερα του πληθωρισμού!

Και αν όλοι εκείνοι, που εμφανίζονται με το μανδύα του "σωτήρα" της ελληνικής οικονομίας (τραπεζίτες, βιομήχανοι, εφοπλιστές, υπουργοί, βουλευτές της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, Διευθυντήριο των Βρυξελλών κλπ.), έχουν λόγους να υποστηρίζουν ότι για τον πληθωρισμό φταίνε οι μισθοί, είναι ευνόητο ότι οι εργαζόμενοι έχουν πολύ περισσότερους λόγους να αντισταθούν για την ανατροπή της συγκεκριμένης πολιτικής, που για τους λίγους παράγει τρελά κέρδη και για τους πολλούς φτώχεια και εξαθλίωση.

Λ. Τ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ