ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Αυγούστου 1999
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Διογκώνεται επικίνδυνα η υπερχρέωση των νοικοκυριών

"Λίπασμα" στην εκρηκτική άνοδο των καταναλωτικών δανείων - αλλά και της προκλητικής κερδοφορίας των τραπεζών - αποδείχτηκε η πολιτική μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων νοικοκυριών, ενώ με τα νέα μέτρα περιορισμού των δανείων αναβάλλεται η μείωση των επιτοκίων!

Ενα σχετικά καινούριο και ιδιαίτερα επικίνδυνο για την "τσέπη", αλλά και την ψυχική υγεία των καταναλωτών "φρούτο" - που προσκόμισε στην ελληνική πραγματικότητα το λεγόμενο δυτικό πρότυπο ζωής και η εμμονή των τελευταίων κυβερνήσεων να επιβάλουν αυτό το "πρότυπο" σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα - είναι αυτό που ακούει στο όνομα "πλαστικό χρήμα"... Την "πικρή γεύση" αυτού του καινούριου φρούτου που λέγεται "πλαστικό χρήμα" ή "ευημερία με δανεικά" - και αντικατοπτρίζεται με την αλματώδη ανοδική πορεία των καταναλωτικών δανείων - την απολαμβάνουν όλο και περισσότερα νοικοκυριά εργαζομένων, όταν φτάνει η ώρα να πληρώσουν το φουσκωμένο λογαριασμό των καταναλωτικών δανείων.

Πράγματι, τελευταία, γίνεται πολύς λόγος για τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς με τους οποίους αυξάνεται η υπερχρέωση των ελληνικών νοικοκυριών από τις εμπορικές τράπεζες.Οπως επίσης γίνεται λόγος από διάφορους αστούς αναλυτές και όχι μόνο και για τους κινδύνους που δημιουργεί η εξέλιξη αυτή στην "προσπάθεια" αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού που καταβάλλει η κυβέρνηση, προκειμένου να επιτύχει τον "εθνικό στόχο" ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Ομως η συντριπτική πλειοψηφία όλων όσοι αναφέρονται στην αλματώδη άνοδο της υπερχρέωσης των νοικοκυριών στις τράπεζες (κυβερνητικά στελέχη, Τύπος κλπ.) αποσιωπούν συστηματικά και συνειδητά τόσο τις αιτίες που προκαλούν την τάση του μέσου Ελληνα καταναλωτή να οδηγείται στο "πλαστικό" χρήμα, όσο και διάφορες άλλες παράμετροι που συνεπάγεται η εξέλιξη αυτή (αύξηση των τραπεζικών υπερκερδών).

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η ολοένα αυξανόμενη υπερχρέωση των ελληνικών νοικοκυριών από τις τράπεζες είναι μία πραγματικότητα. Αδιάψευστο μάρτυρα αποτελούν τα ίδια τα επίσημα στοιχεία που δίνει στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδας σε μηνιαία βάση, που δείχνουν ότι ο τραπεζικός δανεισμός της ελληνικής οικογένειας και η ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών της με "πλαστικό" χρήμα συνεχίζεται με ανεξέλεγκτους ρυθμούς. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνεται και από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, που δείχνουν ότι από το Δεκέμβρη του 1994 μέχρι σήμερα τριπλασιάστηκε το συνολικό ύψος των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων στις τράπεζες.Συγκεκριμένα, από 960,3 δισ. δραχμές που ήταν το ανεξόφλητο υπόλοιπο των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων το Δεκέμβρη του 1994, ανέβηκαν τον περασμένο Μάη στο αστρονομικό ποσό των 2,81 τρισ. δραχμών.

Η λιτότητα "λίπασμα" για την υπερχρέωση των νοικοκυριών

Ας δούμε όμως τα αναλυτικότερα στοιχεία που αφορούν τα υπόλοιπα διαφόρων κατηγοριών δανείων το Μάη του 1999:

  • Το ανεξόφλητο υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων ανήλθε στο ποσό του 1,69 τρισ. δραχμών, από 1,55 τρισ. δρχ. που ήταν το Δεκέμβρη του 1998 και από... 734,4 δισ. δρχ. που ήταν το Δεκέμβρη του 1994. Στο διάστημα δηλαδή από το τέλος του 1994 (που ήταν ήδη σε υψηλά επίπεδα) μέχρι σήμερα το ποσό αυξήθηκε κατά 130%!
  • Το ανεξόφλητο υπόλοιπο των καταναλωτικών δανείων διαμορφώθηκε σε 1,13 τρισ. δρχ. έναντι 956 δισ. δρχ. το Δεκέμβρη του 1998, και 225,9 δισ. δρχ. το Δεκέμβρη του 1994! Δηλαδή το υπόλοιπο των καταναλωτικών δανείων (που αποτελούν και το βασικό δείκτη αυτού που αποκαλούμε "πλαστικό" χρήμα) αυξήθηκε από το 1994 μέχρι σήμερα κατά 400%!!!

Είναι φανερό ότι η μείωση της αγοραστικής δύναμης που υπέστη η ελληνική οικογένεια στο διάστημα από το 1994 μέχρι σήμερα, λόγω της πολιτικής σκληρής λιτότητας που μεσολάβησε (και βρίσκεται σε ισχύ) και η προσπάθεια πολλών νοικοκυριών να ικανοποιήσουν με οποιονδήποτε τρόπο τις καταναλωτικές τους ανάγκες (πραγματικές ή πλασματικές), οδήγησε σε ασυγκράτητους ρυθμούς αύξησης το "πλαστικό χρήμα".

Οι βαθύτερες αιτίες

Πού οφείλεται όμως η παρατηρούμενη έξαρση στον τραπεζικό δανεισμό;

Είναι "ηλίου φαεινότερον" ότι αν τα ελληνικά νοικοκυριά είχαν στη διάθεσή τους "ρευστό", δε θα υπήρχε κανένας λόγος να "φεσωθούν". Δε θα υπήρχε δηλαδή λόγος να μπουν στην - όχι και τόσο ευχάριστη - διαδικασία να ζητήσουν δάνειο από τις εμπορικές τράπεζες ή να γίνουν κάτοχοι και χρήστες πιστωτικών καρτών για να ικανοποιήσουν τις καταναλωτικές τους ανάγκες, είτε αυτές αφορούν την αγορά ενός αυτοκινήτου, μιας ηλεκτρικής συσκευής ή ενός σπιτιού, είτε ακόμη και είδη καθημερινής χρήσης όπως είναι τα είδη ένδυσης και υπόδησης κλπ.

Η οικονομική πολιτική σκληρής λιτότητας όμως, που ασκείται με ιδιαίτερη ένταση από τις αρχές της δεκαετίας και στο εξής, περιόρισε το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες των "καιρών" και της καθημερινότητάς τους. Ετσι, τα νοικοκυριά (κυρίως αυτά που ανήκουν στα πλατιά λαϊκά στρώματα όπως αποδεικνύεται και από επίσημα στοιχεία που φέρουν τους μισθωτούς και τους ελεύθερους επαγγελματίες ως τους καλύτερους πελάτες των τραπεζών) στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν τις συνέπειες που υπέστησαν από την πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, στράφηκαν στον τραπεζικό δανεισμό με βαρύτατες γι' αυτά συνέπειες.

Και είναι βαρύτατες οι συνέπειες, διότι όπως είναι γνωστό τα επιτόκια των δανείων αυτών (καταναλωτικών, πιστωτικών καρτών κλπ.) είναι τα υψηλότερα στην αγορά, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζουν και το 20%.Αν συνεχιστεί αυτή η πορεία αντιστάθμισης της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων νοικοκυριών με δανεικά από τις τράπεζες, θα φτάσει κάποια στιγμή που πολλά νοικοκυριά θα πρέπει να διαθέτουν το όποιο εισόδημα διαθέτουν για την εξόφληση των δανείων προηγούμενων ετών και δε θα τους απομένει παρά ελάχιστο ή και καθόλου εισόδημα για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών διαβίωσής τους.

Οι αντιφάσεις του συστήματος

Και ενώ η παραπάνω κατάσταση αποτελεί "γέννημα θρέμμα" της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής που επέλεξε η σημερινή κυβέρνηση να εφαρμόσει (όπως και η προκάτοχός της), παρατηρείται η "αντίφαση" να απειλούνται οι στόχοι που επιδιώκει να εξυπηρετήσει η κυβέρνηση με την πολιτική της, από τον ίδιο της τον "καρπό". Λόγος γίνεται για ένα από τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας.Η αντίφαση στην προκειμένη περίπτωση έγκειται στο ότι ενώ η κυβέρνηση έχει επιλέξει να μειώσει τον πληθωρισμό (προκειμένου να ικανοποιήσει τα κριτήρια "σύγκλισης"), κυρίως μέσω του περιορισμού του διαθέσιμου εισοδήματος των λαϊκών στρωμάτων και της μείωσης ως εκ τούτου της αγοραστικής τους δύναμης, η στροφή των στρωμάτων αυτών στον τραπεζικό δανεισμό - στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν τις απώλειες που υπέστησαν - απειλεί τον κυβερνητικό στόχο της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.Κι αυτό γιατί ο συνεχής τραπεζικός δανεισμός, στον οποίο προσφεύγουν τα ελληνικά νοικοκυριά για να ενισχύσουν (έστω πλασματικά) την αγοραστική τους δύναμη, δημιουργεί συνθήκες αυξημένης ζήτησης στην αγορά και ως εκ τούτου άνοδο των τιμών.

Οι τράπεζες απ' την πλευρά τους, λειτουργώντας σε συνθήκες ανταγωνισμού υπό το καθεστώς πλήρους απελευθέρωσης που τους προσέφερε απλόχερα η κυβέρνηση, προσπαθούν με διάφορες μεθόδους να αξιοποιήσουν, προς ίδιον όφελος βέβαια, τη στενότητα που πλήττει τα λαϊκά νοικοκυριά ώστε να αποκτήσουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο από την αγορά της καταναλωτικής πίστης. Και αποτελεί κοινό μυστικό ότι ο τομέας της καταναλωτικής πίστης είναι από τους πιο κερδοφόρους και λόγω της δυνατότητας που έχουν οι τράπεζες να επιβάλουν τοκογλυφικά - σχεδόν δεκαπλάσια του πληθωρισμού και υπερδιπλάσια των καταθέσεων - επιτόκια.

Δάνεια, για κάθε "ανάγκη" και για... μετοχές!

Ετσι, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις επιδιώξεις τους αυτές και να προσελκύσουν το ενδιαφέρον και την... "τσέπη" του καταναλωτικού κοινού επιδίδονται σε έναν "αγώνα δρόμου" προβολής και προσφοράς διαφόρων "προϊόντων", που αφορούν καταναλωτικά δάνεια με ή χωρίς δικαιολογητικά. Η κοινή γνώμη δέχεται μια συστηματική πλύση εγκεφάλου από τις τράπεζες που διαφημίζουν με κάθε τρόπο ότι προσφέρουν δάνεια για κάθε ανάγκη ή "ανάγκη". Στα πλαίσια αυτά, οι τράπεζες βομβαρδίζουν τους καταναλωτές ότι προσφέρουν "γρήγορα, εύκολα, με ή χωρίς προκαταβολή" δάνεια για την αγορά αυτοκινήτου και ηλεκτρικών ή ηλεκτρονικών συσκευών, δάνεια σε φοιτητές για να σπουδάσουν, "εορτοδάνεια" για τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα μέχρι και δάνεια για... αγορά μετοχών! Στην ίδια κατεύθυνση τόνωσης της αγοράς μέσω του τραπεζικού "πλαστικού" χρήματος συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας με πολυκαταστήματα και μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, που πωλούν προϊόντα με δόσεις ή με τη χρήση πιστωτικών καρτών, πάντα με το "αζημίωτο" για τις ίδιες.Οπως αναφέρθηκε παραπάνω, τέτοιου τύπου "προϊόντα" προσφέρονται από τις τράπεζες με "τοκογλυφικούς" όρους, αφού τα επιτόκια στα συγκεκριμένα δάνεια είναι τα υψηλότερα της αγοράς και εξακολουθούν σε ορισμένες περιπτώσεις να αγγίζουν το 20%.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όλες ανεξαρτήτως οι τράπεζες από τις πιο ισχυρές έως τις μικρότερες της αγοράς έχουν κάνει άνοιγμα τα τελευταία χρόνια στον τομέα της καταναλωτικής πίστης, έχοντας κατά νου ότι στις σημερινές συνθήκες "ισχνών αγελάδων" είναι ένας τομέας χρυσοφόρος γι' αυτές. Το αποδεικνύουν άλλωστε τα ίδια τα επίσημα στοιχεία για τα κέρδη των τραπεζών που αυξάνονται χρόνο με το χρόνο με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, με ποσοστά αύξησης που σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζουν και το 200%!

Παρά το γεγονός ότι τα παραπάνω μεγέθη στα τραπεζικά κέρδη αποτελούν "καρπό" της συγκεκριμένης πολιτικής που ασκείται, η κυβέρνηση επιχειρεί με διάφορους τρόπους να περιορίσει τους ρυθμούς χορήγησης δανείων (και ιδιαίτερα των καταναλωτικών δανείων) από τις εμπορικές τράπεζες. Στην προσπάθειά της να αποτρέψει την όποια αναθέρμανση της αγοράς - που μπορεί να προκληθεί και από τον υπερδανεισμό των νοικοκυριών από τις τράπεζες - η κυβέρνηση, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδας, προχώρησε την περασμένη βδομάδα στη λήψη της "δεύτερης δόσης μέτρων" για τον περιορισμό του χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά. Ετσι, σε συνέχεια των μέτρων που πήρε τον περασμένο Απρίλη η Τράπεζα της Ελλάδας (επιβάλλοντας ποινές στις περιπτώσεις που ο ρυθμός αύξησης των χορηγούμενων δανείων θα υπερέβαινε το 12% σε ετήσια βάση), προχωρεί τώρα σε νέα μέτρα για να περιορίσει το ρευστό που κυκλοφορεί στην αγορά. Κι αυτό προσπαθεί να το πετύχει η Τράπεζα της Ελλάδας με την προειδοποίηση προς τις εμπορικές τράπεζες ότι αν στο δεύτερο εξάμηνο του 1999 δεν περιορίσουν δραστικά (έχει τεθεί συγκεκριμένο πλαφόν) τις χορηγήσεις καταναλωτικών δανείων, θα τιμωρούνται με το να καταθέτουν στην Τράπεζα της Ελλάδας, άτοκα για έξι μήνες, ένα σημαντικό ποσό από τις καταθέσεις που έχουν συγκεντρωμένες στα ταμεία τους.

Σύμφωνα με τα τελευταία μέτρα, οι τράπεζες θα υπόκεινται σε πρόσθετες δεσμεύσεις αν το σύνολο των καταναλωτικών δανείων αυξάνεται με ρυθμούς που υπερβαίνουν το 2% για το τρίτο τρίμηνο και το 6% για ολόκληρο το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Οι δεσμεύσεις αυτές παίρνουν τη μορφή άτοκων καταθέσεων στην Τράπεζα της Ελλάδας για περίοδο 6 μηνών και είναι ίσες με το διπλάσιο των εκάστοτε υπερβάσεων.

Αν όμως με τον τρόπο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδας και η κυβέρνηση επιδιώκουν - και μπορεί να καταφέρουν να "στεγνώσουν" την αγορά από χρήμα και να συμβάλουν έτσι στην ανακοπή της ανοδικής πορείας του πληθωρισμού, από την άλλη με τα συγκεκριμένα μέτρα διατηρούν στο ύψος τα υψηλά "τοκογλυφικά" επιτόκια, με τα οποία χορηγούν τα δάνεια οι τράπεζες τόσο στους καταναλωτές όσο και στο δημόσιο. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός έχει μειωθεί, οι τράπεζες - κρατικές και ιδιωτικές - διατηρούν στο ύψος τους τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων και παράλληλα ανεβάζουν τα επιτόκια με τα οποία δανείζουν το δημόσιο...

Βεβαίως με τα καταναλωτικά δάνεια, οι τράπεζες εκμεταλλεύονται τις λαϊκές ανάγκες, προκειμένου να ξεζουμίσουν ακόμη περισσότερο τα λαϊκά εισοδήματα και να αυξήσουν τα κέρδη τους. Επιδίδονται σ' έναν ανταγωνισμό μεταξύ τους, ο οποίος μάλλον δεν είναι πάντα ωφέλιμος. Ετσι γίνεται κυβερνητική παρέμβαση που ενδόμυχα εκτός των άλλων προσπαθεί να "προστατεύσει" μια πορεία που αφ' ενός θα δημιουργήσει δυσκολίες στην απόδοση των χρημάτων από τους δανειολήπτες στις τράπεζες, αφ' ετέρου μπορεί να δημιουργήσει δυσκολίες στην ύπαρξη χρήματος ως εμπόρευμα και κυρίως του χρηματικού κεφαλαίου, απαραίτητου για τη λειτουργία των μεγαλοεπιχειρηματιών.

Βάσω ΜΠΑΡΜΠΑ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ