Ματωμένα πρωτογενή πλεονάσματα, δυσβάσταχτοι φόροι και εξαϋλωμένα εισοδήματα τα εχέγγυα για τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων και την πολεμική οικονομία
Για άλλη μια χρονιά τα ματωμένα πρωτογενή πλεονάσματα και οι δυσβάσταχτοι φόροι, που εξαϋλώνουν τα λαϊκά εισοδήματα, σε συνδυασμό με τους καθηλωμένους μισθούς και συντάξεις, είναι τα εχέγγυα του προϋπολογισμού για να συνεχίσουν να αυξάνουν τα κέρδη τους οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και να βαθαίνει η φτώχεια για τον λαό και τα επόμενα χρόνια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για το 2026 τα φορολογικά έσοδα εκτοξεύονται ακόμα περισσότερο, με το 95% από αυτά να το πληρώνουν τα νοικοκυριά και μόλις το 5% οι όμιλοι. Ετσι, από το σύνολο των 73,5 δισ. ευρώ των εσόδων τα νοικοκυριά θα φεσωθούν με περίπου 70 δισ.! Αυτά είναι τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης που επικαλείται η κυβέρνηση, που λέει προκλητικά στο προσχέδιο ότι «η ανάπτυξη που πετυχαίνουμε όλοι μαζί υπηρετεί έναν βασικό στόχο: Τη βελτίωση της ζωής των πολιτών με δικαιοσύνη, ασφάλεια και προοπτική για το μέλλον»...
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα πώς αντιλαμβάνονται τη βελτίωση της ζωής των πολιτών.
Σύμφωνα λοιπόν με το προσχέδιο:
- Το σύνολο των φορολογικών εσόδων για το 2026 εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 73,5 δισ. ευρώ, έναντι 70,8 δισ. το 2025 (πρόβλεψη).
- Ο ΦΠΑ, ο άδικος αυτός έμμεσος φόρος που βαρύνει τα λαϊκά νοικοκυριά, θα φτάσει τα 29,1 δισ. ευρώ, έναντι 27,5 δισ. το 2025.
- Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης θα φτάσει τα 7,44 δισ. ευρώ το 2026, έναντι 7,39 δισ. το 2025.
Σε αυτά τα στοιχεία αντικατοπτρίζεται και το μέγεθος της «σφαγής» των λαϊκών νοικοκυριών, παρά το γεγονός ότι στο προσχέδιο η κυβέρνηση περιγράφει μια σειρά μέτρα που δήθεν ανακουφίζουν. Στην πραγματικότητα πρόκειται είτε για ρυθμίσεις που ευνοούν τους ομίλους, είτε για μέτρα στη λογική «δίνω ένα, παίρνω πίσω πέντε».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσό των παρεμβάσεων αυτών το 2026 φτάνει τα 1,76 δισ. ευρώ, όταν το σύνολο των φορολογικών εσόδων θα εκτιναχθεί στα 73,5 δισ. ευρώ, δηλαδή 2,7 δισ. παραπάνω από το 2025. Επιπλέον, το πρωτογενές πλεόνασμα θα παραμείνει θηριώδες, καθώς θα ανέλθει στο 2,8% του ΑΕΠ το 2026. Με βάση τις εκτιμήσεις, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2025 θα διαμορφωθεί σε 3,6% του ΑΕΠ, έναντι 3,2% που ήταν η εκτίμηση στην Εκθεση Προόδου του Μεσοπρόθεσμου τον περασμένο Απρίλη.
Η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο έχουν το θράσος να κάνουν λόγο στο προσχέδιο για προϋπολογισμό «ενίσχυσης» των εισοδημάτων, μέσω των φορολογικών αλλαγών που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ και από τις οποίες προκύπτει ενίσχυση που δεν φτάνει καλά - καλά ούτε τα 50 λεπτά του ευρώ την ημέρα το ανώτερο...
Επιπλέον, έχουν το θράσος να παρουσιάζουν την Ελλάδα ως «παράδεισο» συγκριτικά με άλλες χώρες που βρίσκονται σε φάση ύφεσης, την ώρα που τα νοικοκυριά και οι εργαζόμενοι κόβουν από παντού για να τα βγάλουν πέρα με την ακρίβεια.
Και, βέβαια, προσθέτουν ότι «η οικονομική πολιτική εστιάζει στη δημοσιονομική σταθερότητα, στη μείωση του χρέους, στις φορολογικές ελαφρύνσεις και στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ παράλληλα προωθεί επενδύσεις με έμφαση στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, ενισχύοντας περαιτέρω την απασχόληση και την παραγωγικότητα». Με αυτόν τον τρόπο ξεκαθαρίζουν ότι θα συνεχιστεί η πολιτική των ματωμένων πλεονασμάτων και της φορολεηλασίας σε βάρος των νοικοκυριών, ενώ η φορολογική ελάφρυνση των επιχειρηματικών ομίλων και τα κίνητρα για επενδύσεις είναι στις προτεραιότητες της κυβέρνησης, μαζί και με τους στόχους της πολεμικής οικονομίας.
Αλλωστε, σύμφωνα με το προσχέδιο «ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων αναμένεται να αυξηθεί από 4,5% το 2024 σε 5,7% το 2025 και 10,2% το 2026, καθώς, σε συνδυασμό με τη δυναμική που επιδεικνύουν οι ιδιωτικές επενδύσεις, το 2026 αναμένεται να υλοποιηθεί ένα σημαντικά διευρυμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, με πόρους ύψους 16,7 δισ. ευρώ, έναντι 14,6 δισ. ευρώ φέτος». Χαράς ευαγγέλια λοιπόν για τους ομίλους.
Οσον αφορά άλλα μεγέθη του προϋπολογισμού, προβλέπεται μείωση του χρέους κάτω από το 140%, μιας και οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα συνεχίζουν να πληρώνουν για ένα χρέος που δεν δημιούργησαν οι ίδιοι.
Οπως θα πληρώσουν και τα 45 εκατ. ευρώ το 2026 για τη λεγόμενη «μακροοικονομική χρηματοδοτική συνδρομή» στην Ουκρανία, που στην πραγματικότητα σφίγγει τη θηλιά στον λαιμό του ουκρανικού λαού, ο οποίος θα κληθεί να πληρώσει δισεκατομμύρια δανείων της δήθεν οικονομικής βοήθειας και στην ΕΕ και στο ΔΝΤ.
Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται 2,2% το 2025 και 2,4% το 2026, με «ώθηση» από τις επενδύσεις, λόγω των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», όπως το νομοσχέδιο - κόλαφος για τη 13ωρη δουλειά, καθώς και των πακέτων του Ταμείου Ανάκαμψης, που ολοκληρώνεται την επόμενη χρονιά, με την πολιτική των αντιλαϊκών προαπαιτούμενων να «πατάει γκάζι».
Το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από 249,6 δισ. ευρώ το 2025 σε 260,9 δισ. ευρώ το 2026. Οι εξαγωγές αναμένεται να αυξηθούν κατά 4,5% το 2026, από 2,2% το 2025, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,7% το 2026, από 1,9% που αναμένεται να αυξηθεί φέτος. Ο εγχώριος πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί από 2,6% το 2025 σε 2,2% το 2026, ωστόσο ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, που ροκανίζει το λαϊκό εισόδημα, παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Αυτά στο «καλό» - κατά την κυβέρνηση - σενάριο, αφού, δηλώνοντας έτοιμη να φορτώσει και νέα βάρη στους εργαζόμενους και στα λαϊκά στρώματα, επισημαίνει πως «οι κυριότεροι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη διαμόρφωση του ρυθμού ανάπτυξης το 2025 και το 2026 συνοψίζονται σε όξυνση των γεωπολιτικών αναταραχών, σε πιθανή παρέκκλιση από τη δασμολογική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ (ή άλλη αποσταθεροποίηση των όρων του διεθνούς εμπορίου), σε μεγαλύτερη του αναμενόμενου επίπτωση των δασμών στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία, σε εντονότερη εκδήλωση των φαινομένων κλιματικής αλλαγής και στην περίπτωση καθυστέρησης της πραγματοποίησης προγραμματιζόμενων επενδύσεων. Παράλληλα, η ανατίμηση του ευρώ ενέχει κινδύνους για το εξωτερικό ισοζύγιο και την ανταγωνιστικότητα στην Ευρωζώνη, ενώ η εφαρμογή συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής σε μεγάλες οικονομίες της ΕΕ ενδέχεται να επιδράσει αρνητικά στην εξωτερική ζήτηση».
Ενδεικτικά είναι και όσα καταγράφονται για το ματωμένο πλεόνασμα 2,087 δισ. ευρώ για το τρέχον έτος που εμφανίζουν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), από περίπου 1 δισ. όπως προϋπολογιζόταν αρχικά. Εκτιμάται μάλιστα ότι ανάλογο πλεόνασμα (2,026 δισ.) θα εμφανίσουν και το 2026, τσεκουρώνοντας ακόμα περισσότερο τις όποιες παροχές, στο όνομα της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Ειδικά για τις συντάξεις, και παρά την αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων, η πρόσθετη δαπάνη για το 2026 περιορίζεται μόλις στα 1,331 δισ. ευρώ (από 34,325 δισ. φέτος στα 35,656 δισ. το επόμενο έτος). Στην πραγματικότητα αποτυπώνεται η συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των συντάξεων και για το 2026, αφού η αναπροσαρμογή που ανακοινώθηκε στη ΔΕΘ, κατά 2,35% και στο μισό αυτού για εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους που έχουν «προσωπική διαφορά», είναι μικρότερη και από τον επίσημο πληθωρισμό του τρέχοντος έτους.
Ταυτόχρονα, και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, κόντρα στην πραγματικότητα, επαναλαμβάνεται το γνωστό αφήγημα περί «αύξησης των μισθών», με την κυβέρνηση να «οχυρώνεται» πίσω από την ονομαστική αύξηση του κατώτατου μισθού τα τελευταία χρόνια, με τον γνωστό μηχανισμό των μνημονίων δηλαδή, με κριτήριο την κερδοφορία του κεφαλαίου. Πρόκειται για εκείνο το εργαλείο που αξιοποιείται για το τράβηγμα συνολικά των μισθών προς τα επίπεδα του κατώτατου. Και την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση επικαλείται «αύξηση» του μέσου μισθού κατά 28,3% από το 2019, η «μεγάλη εικόνα» λέει ότι οι μέσες τακτικές αποδοχές στο τέλος του 2024 διαμορφώθηκαν στα 1.167 ευρώ μεικτά, χαμηλότερες ακόμα και από το 2011, όταν ήταν 1.241 ευρώ μεικτά. Η δε πραγματική αξία του μέσου μισθού σήμερα είναι ακόμα μικρότερη απ' ό,τι πριν 15 χρόνια, αφού οι ανατιμήσεις σε αγαθά, Ενέργεια, ενοίκια κ.ο.κ. εξανεμίζουν και τις όποιες «αυξήσεις» για τις οποίες καμαρώνει η κυβέρνηση.
Παράλληλα επιστρατεύονται και τα περιβόητα «ρεκόρ της απασχόλησης», με την κυβέρνηση να παραπέμπει στο «θετικό ισοζύγιο» απασχόλησης και στις περίπου 319.000 «νέες θέσεις εργασίας» το 1ο επτάμηνο του 2025. Κι αυτό ενώ το ίδιο διάστημα καταγράφονται πάνω από 1,7 εκατ. απολύσεις, δηλαδή κάθε μέρα έχαναν τη δουλειά τους περισσότεροι από 8.200 εργαζόμενοι, αποτέλεσμα της τεράστιας «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας και της γενικευμένης δουλειάς με «ημερομηνία λήξης».
Αυτό το «ρεκόρ» της ανασφάλειας, μάλιστα, η κυβέρνηση το παρουσιάζει και ως το ...θετικό αποτύπωμα των «κινήτρων» που έδωσε στην εργοδοσία μέσα από τις μειώσεις του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», εννοώντας τις μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές κατά 5,4 μονάδες τα τελευταία χρόνια, χαρίζοντας κάθε χρόνο στους ομίλους πάνω από 1 δισ. ευρώ. Στην ίδια κατεύθυνση άλλωστε αξιοποιείται και η ψηφιακή κάρτα την οποία επικαλείται το προσχέδιο του προϋπολογισμού. Και μπορεί η κυβέρνηση να καμαρώνει ότι έτσι αποκαλύφθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες υπερωρίες, όμως την ίδια στιγμή έσπευσε να κάνει ακόμα πιο φτηνή την υπερωριακή απασχόληση, καταργώντας την ανάλογη προσαύξηση στην ασφαλιστική εισφορά. Αφού έκανε δηλαδή πιο φτηνή την υπερωρία, τώρα «διαφημίζει» την καταγραφή της, ενώ φέρνει και το νομοσχέδιο για το 13ωρο ως ένα ακόμα δωράκι «ευελιξίας» στην εργοδοσία.