RIZOSPASTIS |
Ο Δημήτρης Κουτσούμπας, μαζί του και οι Νίκος Σερετάκης, δημοτικός σύμβουλος Νέας Φιλαδέλφειας με τη «Λαϊκή Συσπείρωση», και Νίκος Αγγελίδης, δημοσιογράφος και συγγραφέας βιβλίων σχετικά με τους πρόσφυγες της Νέας Φιλαδέλφειας και την ΑΕΚ, ξεναγήθηκαν στους χώρους του σύγχρονου και καλαίσθητου Μουσείου από την υπεύθυνη ξενάγησης κα Αλεξάνδρα Γεωργούση.
Στο Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού ο επισκέπτης μπορεί μέσα από ένα πλήθος εκθεμάτων, τεκμηρίων, κειμηλίων κ.ά., μαζί με τη χρήση και των νέων τεχνολογιών, να δει μια ολόκληρη διαδρομή από τη ζωή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας πριν και μετά τον ξεριζωμό τους, καθώς και τις δύσκολες συνθήκες του ερχομού τους στην Ελλάδα και τη νέα ζωή που δημιούργησαν στα χρόνια που ακολούθησαν.
Από τις φωτογραφίες των προσφύγων που «υποδέχονται» τον επισκέπτη στο Μουσείο, τους χάρτες και το χρονολόγιο των εστιών ελληνισμού στη Μ. Ασία, μέχρι το τέλος, που ο πυρρίχιος τον αποχαιρετά, συναντά πλήθος φωτογραφικών ντοκουμέντων - στα οποία μπορεί να περιηγηθεί και μέσα από διαδραστικούς πίνακες - καθώς και αντικειμένων τα οποία έχουν προσφέρει στο Μουσείο απόγονοι προσφύγων. Το εργαλείο της δουλειάς, όπως το ψαλίδι μιας μοδίστρας που ήταν το μόνο αντικείμενο που πήρε μαζί της, γιατί με αυτό μπορούσε να βιοποριστεί... Το σεντούκι του λουστραδόρου, που συνέχισε τη δουλειά του και στην προσφυγιά, η λατέρνα... Οι βαλίτσες που χώρεσαν μια ζωή, το πιάνο και το σαντούρι, οι φορεσιές, οικιακά αντικείμενα, έγγραφα, δημοσιεύματα... Καθένα συνδεδεμένο με την ιστορία ενός πρόσφυγα ή μιας προσφυγοπούλας και όλα μαζί να συνθέτουν το μωσαϊκό της ζωής των προσφύγων. Επίσης, στοιχεία της ζωής των προσφύγων στην Ελλάδα, ανάμεσά τους η ίδρυση αθλητικών σωματείων, περιγράφονται στις οθόνες, ενώ ακόμα το Μουσείο φιλοξενεί χάρτες και αντικείμενα από τη μικρασιατική εκστρατεία, εκδόσεις σχετικές με τη Μικρασιατική Καταστροφή, άλλα αντικείμενα όπως χειροποίητο μοντέλο καϊκιού που μετέφερε τους πρόσφυγες στα κοντινότερα παράλια, μέχρι προθήκες αφιερωμένες σε παιδιά προσφύγων που έγιναν γνωστοί καλλιτέχνες κ.ά.
RIZOSPASTIS |
Τέλος, ο Δ. Κουτσούμπας δώρισε στην διευθύντρια του Μουσείου την έκδοση του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ «1922: Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή». Η κυρία Μαυροπούλου με τη σειρά της δώρισε στον Δ. Κουτσούμπα την έκδοση του Κέντρου Ποντιακών Μελετών «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου μέσα από τα εικαστικά έργα του Gjergj Kola».
RIZOSPASTIS |
Η Αλέκα Παπαρήγα έκλεισε τα 80 της χρόνια, με τους συντρόφους να της μεταφέρουν τις πιο ζεστές και συντροφικές ευχές, να είναι γερή και δυνατή στους αγώνες που έρχονται.
Τεχνικά μιλώντας, η «παραγωγικότητα εργασίας» αποτυπώνει τον όγκο παραγωγής στη μονάδα του χρόνου (π.χ. πόσα τεμάχια παράγει ένας εργαζόμενος μέσα σε μία μέρα). Ωστόσο, η αύξηση της παραγωγής μπορεί να προκύψει με αύξηση της εντατικότητας της εργασίας (δουλειά με «ταχύτερο ρυθμό»). Ετσι, η παραγωγικότητα της εργασίας πρέπει να μετρηθεί ως όγκος παραγωγής στη μονάδα του χρόνου, με μέση εντατικότητα εργασίας.
Ομως, η παραγωγικότητα μετρημένη με όγκο παραγωγής δεν αποδίδει τον στόχο της παραγωγικής διαδικασίας στον καπιταλισμό, δηλαδή το κέρδος που προκύπτει από αυτήν την παραγωγή. Παράλληλα, ο όγκος παραγωγής δυσκολεύει τις συγκρίσεις, τόσο μεταξύ κλάδων, όσο και από χρονιά σε χρονιά, αφού συχνά η παραγωγή αλλάζει. Πώς θα συγκριθεί η παραγωγικότητα, αν για παράδειγμα τη μία χρονιά παράγονται αυτοκίνητα και την άλλη, στην ίδια γραμμή, παράγονται φορτηγά; Γι' αυτό, συχνά οι αστικές αναλύσεις μετρούν την παραγωγικότητα με όρους αξίας παραγωγής στη μονάδα του χρόνου.
Πέραν αυτού, στον καπιταλισμό η διάκριση μεταξύ εντατικότητας και παραγωγικότητας είναι σχετικά θολή, αφού και με τους δύο τρόπους αυξάνεται το ζητούμενο: Η αξία της παραγωγής και η υπεραξία που αποσπάται. Συχνά λοιπόν η παραγωγικότητα δεν μετριέται ξέχωρα από την εντατικότητα.
Παρ' όλα αυτά, οι αστικές μετρήσεις και κυρίως οι τάσεις - οι μεταβολές από χρόνο σε χρόνο - αποδίδουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την παραγωγικότητα της εργασίας, που στην Ελλάδα είναι γενικά χαμηλή - π.χ. σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν ορισμένοι κλάδοι στους οποίους η παραγωγικότητα της εργασίας είναι στον μέσο όρο της ΕΕ ή και υψηλότερη από αυτόν. Γενικά όμως η παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας είναι χαμηλή.
Βασική αιτία γι' αυτό είναι το εξής: Η παραγωγικότητα αυξάνεται με την είσοδο νέων, περισσότερο αυτόματων μηχανημάτων στην παραγωγική διαδικασία, με την αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας, με την εκπαίδευση των εργαζομένων. Στην Ελλάδα η χαμηλή παραγωγικότητα σχετίζεται κυρίως με τις σχετικά μικρότερες επενδύσεις σε νέα αυτόματα μηχανήματα αλλά και με το σχετικά μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, που δεν επιτρέπουν ούτε μεγάλες επενδύσεις, ούτε αναδιάρθρωση μεγάλης κλίμακας.
Το κεφάλαιο επενδύει εκεί που υπάρχει το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους, και στην Ελλάδα «προνομιακά» πεδία επενδύσεων είναι ο Τουρισμός - Επισιτισμός, η Ενέργεια και οι Κατασκευές, που συνδέονται γενικά με την τουριστική «εξωστρέφεια». Οι επενδύσεις αυτές γενικά έχουν μεγαλύτερη κερδοφορία από επενδύσεις σε αυτοματοποίηση μονάδων.
Στην ίδια κατεύθυνση - της χαμηλής μηχανοποίησης - συντελούν και οι χαμηλοί μισθοί: Οσο χαμηλότεροι είναι οι μισθοί, τόσο ακριβότερη - για το κεφάλαιο - είναι η αντικατάσταση της εργασίας με μηχανήματα. Ετσι, η δραστική μείωση του μισθού (που φτάνει στο 30% - 40% σε επίπεδο 15ετίας) αλλά και η αξιοποίηση μεταναστών ως πολύ φθηνού εργατικού δυναμικού σε ορισμένους κλάδους διαμορφώνουν όρους κερδοφορίας χωρίς μεγάλες επενδύσεις αυτοματοποίησης.
Ο κλάδος του Τουρισμού είναι επίσης χαμηλής παραγωγικότητας, αφού έχει μεγάλο αριθμό εργαζομένων και ελάχιστα μηχανοποιημένη παραγωγική διαδικασία. Από την άλλη, κλάδοι με πολύ μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίου, όπως ο εφοπλισμός, απασχολούν σχετικά λίγους εργαζόμενους και η συνεισφορά τους στην παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο των εργαζομένων είναι σχετικά μικρή.
Ετσι, η κλαδική διάρθρωση της εγχώριας οικονομίας συνδέεται γενικά με χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας. Οι κλάδοι που απορροφούν τις μεγάλες επενδύσεις και απασχολούν μεγάλο όγκο εργαζομένων έχουν πολλούς εργαζόμενους χαμηλής εξειδίκευσης, και η αυτοματοποίηση εδώ είναι ακριβή. Παράλληλα, τα κεφάλαια δεν κατευθύνονται στην αυτοματοποίηση της μεταποίησης, αλλά σε επενδύσεις σε Τουρισμό και real estate, γιατί η κερδοφορία εκεί είναι μεγαλύτερη.