678 ημέρες που η ειρήνευση παραμένει εγκλωβισμένη στις «φλεγόμενες» προθέσεις των πρωταγωνιστών της
Associated Press |
Η κατάρρευση της «συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής», γράφει η επιγραφή πίσω από τον Τζ. Ανταμς |
Μέχρι στιγμής τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να έχουν καθαρά ρητορικό χαρακτήρα, καθώς σχεδόν δύο χρόνια μετά, η «συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», που διαφημίστηκε με λαμπερά χρώματα και συνοδεύτηκε από τρομερά εκκωφαντικό θόρυβο, παραμένει στη σφαίρα της φαντασίας. Ακόμη και αυτή η σαφώς επιχειρησιακά προσανατολισμένη ειρήνευση, ή όπως επιθυμούν να την ονομάζουν οι πρωταγωνιστές της «ειρηνευτικής διαδικασίας».
Για δύο χρόνια, η «ειρηνευτική διαδικασία» παραπαίει από το ένα διέξοδο στο άλλο, από τη μία κρίση στην άλλη. Αναθεωρήθηκε τον περασμένο Νοέμβρη, μετά από 11 βδομάδες διαβουλεύσεων υπό τη σκέπη του πρώην γερουσιαστή των ΗΠΑ, Τζορτζ Μίτσελ, προκειμένου να κατορθώσουν οι «αντιμαχόμενες κοινότητες» - Ιρλανδοί Καθολικοί και Προτεστάντες - να συγκεράσουν τις διαφορές τους και επιτέλους να σχηματίσουν την πρώτη πολυκομματική κυβέρνηση του Ολστερ, αφού η «ειρηνευτική διαδικασία» κινδύνευε πραγματικά να καταρρεύσει ολοσχερώς, καθώς είχαν περάσει 17 μήνες από τις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Τοπικού Κοινοβουλίου και δεν είχαν σχηματιστεί ακόμη οι εκτελεστικοί θεσμοί.
Τελικά, μετά από την αναθεώρηση της «Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής» όλες οι πλευρές, και κυρίως το μεγαλύτερο κόμμα της προτεσταντικής κοινότητας, οι «Ενωτικοί Προτεστάντες» και το Σιν Φέιν, που θεωρείται πολιτικό σκέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (ΙΡΑ), συναίνεσαν και στις 2 Δεκέμβρη η πρώτη κυβέρνηση ορκίστηκε. Ομως, η ζωή της ήταν πολύ βραχύβια, καθώς λίγο περισσότερο από δύο μήνες αργότερα καταργήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση και η διακυβέρνηση της επαρχίας πέρασε ξανά σε βρετανικά χέρια...
Τα μεσάνυχτα της 11ης του Φλεβάρη, όταν ο Βρετανός υπουργός Αρμόδιος για Θέματα Βορείας Ιρλανδίας, Πίτερ Μάντελσον, ανακοίνωσε την κατάργηση των θεσμών της Βόρειας Ιρλανδίας, όπως αυτοί περιγράφονται από τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», η πολιτική διαδικασία - έτσι κι αλλιώς προβληματική - στις έξι κοινότητες του Ολστερ κατέρρευσε οριστικά, ενώ το μέλλον της «Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής» είναι πια εξαιρετικά δυσοίωνο.
Η απόφαση του Μάντελσον στηρίχτηκε στο γεγονός ότι ο ΙΡΑ δεν είχε κάνει σημαντικά βήματα προς την εκκίνηση του αφοπλισμού του. Ομως λίγες ώρες αργότερα η δημοσιοποίηση των πορισμάτων της έκθεσης του Καναδού Τζον ντε Τσαστελέν, που ηγείται της «Ανεξάρτητης Διεθνούς Επιτροπής για τον Αφοπλισμό» (IICD), όπου αναφέρεται ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα και μάλιστα είχαν κατατεθεί συγκεκριμένες προτάσεις και χρονοδιάγραμμα για τον αφοπλισμό των μαχητών του ΙΡΑ, διέψευσε σε σημαντικό βαθμό τις αιτιάσεις του Μάντελσον. Οπως αναφέρεται στο περιεχόμενο της έκθεσης, η δήλωση του ΙΡΑ προς την IICD περιείχε την «απόλυτη αφοσίωση και συνεργία για την επίτευξη της "Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής" και...» - για το λόγο αυτό - την «απαλλαγή από όλες τις αιτίες που προκαλούν τη σύγκρουση».
Το γεγονός αυτό κατάφερε να εξαλείψει και τα τελευταία ίχνη εμπιστοσύνης μεγάλου τμήματος - και εξαιρετικά δύσπιστου - της ιρλανδικής καθολικής κοινότητας για τις βρετανικές κυβερνητικές προθέσεις, ενώ το αποκορύφωμα ήταν η δήλωση του ΙΡΑ, την Τρίτη 15 του Φλεβάρη, που κατηγορεί τη βρετανική πλευρά για το αδιέξοδο, αλλά και για την «είσοδο σε μία βαθύτερη κρίση», καθώς όπως τονίζει σκοπός είναι να υπηρετήσει την προτεσταντική κοινότητα και να επιτύχει μία «στρατιωτική νίκη» επί του ΙΡΑ. Για το λόγο αυτό, «η ηγεσία του ΙΡΑ αποσύρεται από τις διαπραγματεύσεις και αποσύρει επίσης όλες τις προτάσεις που είχαν κατατεθεί εκ μέρους της οργάνωσης από τις 17 Νοέμβρη, που είχε καταθέσει ο εκπρόσωπός του» ...«υπό το πρίσμα των νέων διαφοροποιημένων καταστάσεων που επικρατούν». Αραγε πρόκειται για τη θανατική καταδίκη της «ειρηνευτικής διαδικασίας»;
Ουδείς μπορεί να προδικάζει το μέλλον της ειρηνευτικής διαδικασίας, ωστόσο πια είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπερκεραστούν οι διαφορές, αν και είναι πιθανό ότι κάποια φόρμουλα μπορεί να ανασυρθεί - όπως η εκ νέου αναθεώρηση - προκειμένου να διασωθεί όπως - όπως, στηριζόμενη στις εκδηλωμένες προθέσεις των πρωταγωνιστών, όπως ότι ο ΙΡΑ δεν εκδήλωσε καμία πρόθεση να επιστρέψει στο παρελθόν των «ταραχών», το Σιν Φέιν παραμένει αφοσιωμένο στη διαδικασία και στην εξεύρεση μιας λύσης, ενώ η θέση του Ντέιβιντ Τριμπλ, ηγέτη των «Ενωτικών Προτεσταντών», μέσα στην προτεσταντική κοινότητα και το κόμμα του ισχυροποιήθηκε. Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Ιρλανδίας και των ΗΠΑ είναι προσκολλημένες στο όραμα μιας Βόρειας Ιρλανδίας που θα ακολουθήσει το παράδειγμα του φυσικού της χώρου, της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και θα γίνει προέκταση του παραδείσου των «πολυεθνικών», όπως έχει γίνει και ο «τίγρης της Ευρώπης».
Εντούτοις, τα τελευταία γεγονότα καταδεικνύουν με πιο αποκαλυπτικό τρόπο τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα αυτής της «ειρηνευτικής διαδικασίας» που προέκυψε από τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», καθώς και την πλασματική πιθανότητα για ξεπέρασμα των κοινωνικών, οικονομικών και δημοκρατικών προβλημάτων της Βόρειας Ιρλανδίας διά μέσω των κατευθυνόμενων πολιτικών μηχανισμών που προβλέφτηκαν. Τα τελευταία γεγονότα υπογραμμίζουν ότι το νέο τοπικό Κοινοβούλιο, η κυβέρνηση και οι τοπικοί θεσμοί, καθώς και τα δύο συμβουλευτικά και εκτελεστικά σώματα και από τις δύο πλευρές των συνόρων στα όρια της Ιρλανδικής Νήσου, όπως προβλέπονται από τη συμφωνία, μπορούν να παραμεριστούν και να καταργηθούν ευκόλως μετά από διαταγή και προσταγή του αρμόδιου υπουργού της βρετανικής κυβέρνησης, χωρίς φειδώ και φυσικά χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους εκατοντάδες χιλιάδες που ψήφισαν τόσο στο δημοψήφισμα, όσο και τις εκλογές, για να εγκρίνουν τη συμφωνία, αλλά και να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους.
Associated Press |
«Λέει ψέματα ο Π. Μέντελσον», γράφει η αφίσα σε κάποιο δρόμο του Μπέλφαστ |
«Κάνοντας χρήση της λογικής που αντλήσαμε από την επέμβασή μας στο Κοσσυφοπέδιο, αποφασίσαμε να προσθέσουμε, αυξητικώς, μία λίστα ειρηνευτικών πρωτοβουλιών στις οποίες θα ηγηθούμε σε όλο τον πλανήτη» τόνισε χαρακτηριστικά στη δήλωσή του.
Σε συνέντευξη Τύπου αναφέρθηκε ότι σε εβδομαδιαία βάση, η κυβέρνηση Κλίντον θα επεμβαίνει στις παρακάτω περιοχές:
Εβδομάδα 1 - Βομβαρδισμός της Αγγλίας για να απελευθερωθεί η Βόρεια Ιρλανδία.
Εβδομάδα 2 - Βομβαρδισμός της Αγκυρας, της Βαγδάτης και της Τεχεράνης για να απελευθερωθούν οι Κούρδοι.
Εβδομάδα 3 - Βομβαρδισμός της Αφρικής για να σταματήσει τη σφαγή των Τούτσι από τους Χούτου.
Εβδομάδα 4 - Βομβαρδισμός της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας για να επιλυθεί το Κυπριακό.
Εβδομάδα 5 - Βομβαρδισμός της Μαδρίτης για να απελευθερωθεί η Χώρα των Βάσκων.
Εβδομάδα 6 - Βομβαρδισμός της Οτάβα για να απελευθερωθεί το Κεμπέκ κλπ...
Φυσικά δεν πρόκειται για «πραγματική» είδηση, αλλά για ένα κείμενο το οποίο κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου από το Διεθνικό Ιδρυμα Ερευνών για την Ειρήνη και το Μέλλον, ως ένα σατυρικό κείμενο που καυτηριάζει με τον πιο τραγικό τρόπο την παρεμβατική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών... πάντα για ανθρωπιστικούς λόγους.
Αυτή η παρεμβατική πολιτική των ΗΠΑ, στην περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας, είναι άμεση και εκτός του «ανθρωπιστικού» της χαρακτήρα, για τον τερματισμό των τριάντα χρόνων της βίας, προσλαμβάνει και μία διάσταση πιο πατερναλιστική. Οπως τονίζει επανειλημμένα και ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, «το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη Βόρεια Ιρλανδία είναι άμεσο, καθώς τουλάχιστον το ένα τρίτο των Αμερικανών πολιτών έχει κάποια ιρλανδική ρίζα», ενώ δεν ξεχνά ότι και ο ίδιος έχει προσωπικό ενδιαφέρον, εξαιτίας κάποιας «ιρλανδικής ανάμειξης» στην καταγωγή του! Αυτός ήταν και ο λόγος που προσωπικά ο ίδιος ο Κλίντον ταξίδεψε στη «σμαραγδένια νήσο», προκειμένου να στηρίξει με την παρουσία του την καμπάνια για την υπερψήφιση της συμφωνίας στο δημοψήφισμα της 22ας Μάη του 1998 και ενισχύοντας με υποσχέσεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού την προπαγάνδα ότι η πολύκροτη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» θα φέρει την ειρήνη, τη δημοκρατία και την ευημερία στο σφαδάζον οικονομικά Ολστερ.
Αυτή η ελπίδα - πιθανώς φρούδα - κυριάρχησε στο νου όλων όσοι στήριξαν και στηρίζουν τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», που μαγεύτηκαν από τις φαντασμαγορικές υποσχέσεις για μια άνθηση και μια νέα εποχή, πιο ανεξάρτητης, χωρίς τη βρετανική μπότα και την αιματοχυσία να επισκιάζει τα πάντα.
Εξάλλου οι μνήμες είναι τόσο νωπές και οδυνηρές, αφού όλο αυτόν τον αιώνα που πέρασε, η Βρετανία διακυβέρνησε το Ολστερ σαν στρατιωτικό προτεκτοράτο και κατ' επέκταση εξασφάλισε σε μέγιστο βαθμό τον οικονομικό έλεγχο όχι μόνο στη Βόρεια, αλλά και σε ολόκληρη την Ιρλανδία. Η πολιτική ζωή της Βόρειας Ιρλανδίας επισκιάστηκε αποκλειστικά από μία και μόνο ερώτηση «υπέρ ή κατά της Ενωσης με τη Βρετανία», χωρίς ποτέ κανείς να δίνει έστω και λίγο χώρο στα πραγματικά προβλήματα που μαστίζουν το Ολστερ, τα οικονομικά, κοινωνικά και ταξικά προβλήματα. Αυτά που τελικά έφεραν τις κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Ιρλανδίας και των ΗΠΑ σε συμφωνία για να επιλύσουν τη «γάγγραινα» και την εμπόλεμη κατάσταση σε μία από τις δύο - τρεις εναπομείνασες γωνιές της Ευρώπης όπου μαινόταν πόλεμος... μη κερδοφόρος.
Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι το οικονομικό αδιέξοδο είναι που οδήγησε από χρόνια τη βρετανική κυβέρνηση να επιζητά μία «ειρηνική διέξοδο» από την εμπόλεμη κατάσταση και που ταυτόχρονα θα εξασφαλίζει τα συμφέροντα, ειδικά στη νέα εποχή του «παγκόσμιου χωριού». Οι παλιότεροι μηχανισμοί διακυβέρνησης της Βόρειας Ιρλανδίας ήταν πια ατελέσφοροι για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της παραγωγής σε μία παγκόσμια βάση και όχι τοπικής, όπως απαιτούσαν οι πολυεθνικές. Οι ρίζες της «Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής» θα πρέπει να αναζητηθούν στη βρετανο-ιρλανδική συμφωνία του 1985, που υπέγραψε η ίδια η «σιδηρά κυρία» της βρετανικής πολιτικής, η Μάργκαρετ Θάτσερ και στην ταυτόχρονη αλλαγή πολιτικής της Ιρλανδικής Δημοκρατίας, όπου εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια για να επιτύχει μία σχετικά απομονωμένη, αλλά παντελώς ανεξάρτητη οικονομία.
Για τις δύο περασμένες δεκαετίες, η Ιρλανδική Δημοκρατία εφάρμοσε μία επιθετική πολιτική για την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου, «διαφημίζοντας» το πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό της, για επιχειρήσεις που θέλουν να έχουν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά. Αποτέλεσμα αυτών είναι η δημιουργία του ιρλανδικού «θαύματος», όπου το Εθνικό Ακαθάριστο Προϊόν αυξήθηκε μόνο για το 1998 κατά 10,5% και οι τιμές των μετοχών για την τριετία 1995-98 αύξησαν κατά δύο τρίτα την τιμή τους, όπου σχεδόν το 50% του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται σε ξένες επιχειρήσεις.
Σε αντίθεση η Βόρεια Ιρλανδία είχε ακριβώς αντίστροφη πορεία, αφήνοντας ως αραχνιασμένη ανάμνηση τη βιομηχανική μηχανή που κάποτε ήταν, γεγονός που το καταδίκασε να παραμείνει κάτω από τη βρετανική κυριαρχία.
Τα ναυπηγεία έκλειναν, η βαριά βιομηχανία έγινε σκιά του ένδοξου παρελθόντος και η προπαγάνδα εστιάστηκε στα επιτεύγματα του νότου, δηλαδή της Ιρλανδίας, αποκρύπτοντας τεχνηέντως την πραγματικότητα, που ήθελε το ένα τρίτο του πληθυσμού να είναι επισήμως φτωχοί, τις περισσότερες θέσεις εργασίας να είναι κακοπληρωμένες, εποχιακές και μερικής απασχόλησης. Την πραγματικότητα, που οι επιχειρήσεις ανήκουν κυρίως σε πολυεθνικές - κατά 45% - οι οποίες έχουν την έδρα τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και κυρίως στις ΗΠΑ. Που ενώ αυτές οι επιχειρήσεις παρουσίασαν για τη διετία 1993-95 αύξηση των κερδών τους κατά 27,8% - ένα από τα υψηλότερα σε όλη την υφήλιο - την ίδια στιγμή οι μισθοί δεν αυξάνονταν ούτε καν στα επίπεδα του πληθωρισμού.
Οσο για το ίδιο το Ολστερ, τα προβλήματα είναι τεράστια για το μέσο εργαζόμενο. Η φτώχεια πλήττει το 40% των νοικοκυριών, κυρίως των Ιρλανδών καθολικών και ένα στα τρία παιδιά. Η ανεργία στους άντρες ανήλθε και σταθεροποιήθηκε στο 25%, ενώ σε μερικές πόλεις ξεπερνά το 50%. Η μακροχρόνια ανεργία επηρεάζει το 60% του αντρικού πληθυσμού και το 40% του γυναικείου πληθυσμού, ενώ ο μέσος μισθός είναι κατά 20% κατώτερο των κατώτατων αποδοχών που ισχύουν για τη Βρετανία.
Με αυτά τα δεδομένα ο μοναδικός τρόπος διακυβέρνησης του Ολστερ για πολλά χρόνια ήταν με την επιβάρυνση του προϋπολογισμού της Βρετανίας κατά περίπου 4 δισ. λίρες ετησίως διά της επιχορηγήσεως των κρατικών μηχανισμών και επιχειρήσεων, όπου είχαν πρόσβαση σχεδόν κατά αποκλειστικότητα μόνο οι Προτεστάντες. Μη αποδοτικό, σε περιόδους που απαιτούν αθρόες περικοπές στις κοινωνικές και κρατικές δαπάνες... Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση των Συντηρητικών του Τζον Μέιτζορ ξεκίνησε για πρώτη φορά ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για μία ειρηνική διέξοδο, το 1994. Απέδωσε καρπούς που τους «θέρισε» ο Τόνι Μπλερ το 1998.
Το πιο σημαντικό ήταν ότι με τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» εξασφαλίστηκε η πορεία της Βόρειας Ιρλανδίας κατά το πρότυπο της «οικονομίας της ελεύθερης αγοράς» που θα καθοδηγείται και θα «αρμέγεται» όπως πάντα από ΗΠΑ και Βρετανία.
Ο Ν.Τριπλ |
Η παράδοση αυτή, βέβαια, θα μπορούσε γενικά να έχει τελεσφόρα και αποτελεσματική έκφραση, εάν είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος μη ένοπλης -όχι κατ' ανάγκην απολύτως ειρηνικής- εξέγερσης του ιρλανδικού πληθυσμού σε όλη τη νήσο και βίαιης αντιμετώπισης του απολύτως νόμιμου αιτήματός του, για ανεξαρτησία, απο τους Βρετανούς.
Από τη δεκαετία του 1790, που πρωτοξεκίνησαν οι ένοπλες εξεγέρσεις με τους «Ενωμένους Ιρλανδούς» μέχρι τον ΙΡΑ, που πολεμούσε για την ανεξαρτησία του Ολστερ και την ένωσή του με την Ιρλανδία μέχρι πριν από δύο χρόνια, εκτός από τους Βρετανούς και οι σύμμαχοί τους, οι προτεστάντες, που έπαιζαν το ρόλο του «χωροφύλακα» των βρετανικών συμφερόντων, αποτελούσαν τους δύο πόλους ενός πολέμου, που εξελίχτηκε από ένοπλο αγώνα ανεξαρτησίας, σε εμφύλιο και μετά σε αντάρτικο των πόλεων. Αυτός ο ανταγωνισμός των δύο «αντιμαχόμενων κοινοτήτων» - κάτι σαν φυσικό χαρακτηριστικό - πάντα λειτουργούσε ως μοχλός χειραγώγησης του κινήματος ανεξαρτησίας αλλά και οποιασδήποτε άλλης μορφής πάλης, συμπεριλαμβανομένης και της ταξικής.
Το καθεστώς αυτό του διαχωρισμού εξακολουθεί να υφίσταται και στη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», καθώς προβλέπεται συνταγματική εγγύηση για μία αποτελεσματική διπολική διακυβέρνηση και των έξι κοινοτήτων της βρετανικής επαρχίας της Βόρειας Ιρλανδίας, από κοινού από καθολικούς και προτεστάντες. Παραδείγματος χάριν, για τον καθορισμό των δυνάμεων μέσα στο τοπικό Κοινοβούλιο πρέπει να αποδίδεται κάποιου είδους χαρακτηρισμός, όπως «Ενωτικοί», «Δημοκράτες» ή «Αλλο». Αυτοί οι προσδιορισμοί, όπως διακηρύσσεται επισήμως, αναγνωρίζουν τις δύο «κοινότητες» που κατοικούν στο Βορρά. Τους Ενωτικούς/προτεστάντες και τους Δημοκράτες/καθολικούς. Για τις δύο αυτές κοινότητες αναγνωρίζεται η δυνατότητα να προβάλλουν «βέτο» σε όλα τα επίπεδα του νομοθετικού έργου. Αυτή η διάταξη τους δίνει και τη δυνατότητα για την πρόσβαση στο κομμάτι της οικονομικής ζωής που θα επιφέρει το κέρδος. Αυτή η προσμονή του κέρδους καθώς και η νομή της εξουσίας τούς φέρνει αντιμέτωπους και αντίπαλους στην καινούρια κατάσταση που διαμορφώνεται με την «ελεύθερη αγορά».
Ομως, πλέον οι πρωταγωνιστές δεν είναι οι αντίπαλες ένοπλες ομάδες, όπως ο ΙΡΑ ή η «Ερυθρά Χείρα του Ολστερ» - γνωστή παραστρατιωτική ομάδα των προτεσταντών - αλλά οι δύο κύριοι και καθοριστικοί για την εξέλιξη πολιτικοί φορείς, το Σιν Φέιν και το κόμμα του Τριμπλ «Ενωτικοί Προτεστάντες». Αποτελεί ένα μικρό θαύμα που η διαμάχη όλους αυτούς τους 22 μήνες, από την πρώτη στιγμή της υπογραφής της συμφωνίας, έχει παραμείνει μεταξύ των δύο αυτών κομμάτων και δεν έχει διαχυθεί εκ νέου... Φυσικά η διαμάχη ποτέ δεν έχει να κάνει με πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα ή την εξέλιξη της πολιτικής διαδικασίας αλλά με τον αφοπλισμό του ΙΡΑ, που, σημειωτέον, δεν προβλέπεται επακριβώς από τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής».
Συγκεκριμένα, η συμφωνία καθορίζει ότι ο αφοπλισμός ΟΛΩΝ των παραστρατιωτικών ομάδων, ορμώμενων και από τις δύο κοινότητες, θα πρέπει να γίνει μέσα στο διάστημα των δύο ετών από την επικύρωση της συμφωνίας με το δημοψήφισμα της 22ης του Μάη, δηλαδή το Μάη του 2000. Καμία ουσιαστική πρόοδος δεν έχει γίνει, απλά όλες οι ομάδες έχουν κηρύξει μονομερή και επ' αόριστο εκεχειρία και έχουν δηλώσει ρητά ότι «ο πόλεμος τελείωσε». Ουδεμία όμως δεν έχει δώσει μέχρι στιγμής ούτε μία σφαίρα. Γιατί, λοιπόν, η μονομανία για τον αφοπλισμό του ΙΡΑ, η οποία μάλιστα εμφανίστηκε λίγες μέρες μετά τη διεξαγωγή των εκλογών, στις 25 Ιούνη του 1998;
Ουδείς αρνείται το γεγονός ότι ο πιο μάχιμος και αποτελεσματικός «παράνομος στρατός» στην Ευρώπη είναι ο ΙΡΑ και ότι όσο ο ΙΡΑ έχει τον οπλισμό του, αποτελεί κίνδυνο τόσο για την «ειρηνευτική διαδικασία» όσο και για την εξέλιξη της Βόρειας Ιρλανδίας, ως ενός νέου είδους προτεκτοράτου. Και αυτό γιατί μέσα στους κόλπους του ΙΡΑ, σε αντίθεση με το Σιν Φέιν, υπάρχουν και αρκετοί που κινούνται από πιο ριζοσπαστικές θέσεις και εμφανίζονται να έχουν «μνήμη ελέφαντα» και να μην ξεχνούν τις διακηρύξεις για «ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη και ανεξαρτησία» όλων των Ιρλανδών.
Οταν λοιπόν ο Ντέιβιντ Τριμπλ έθεσε ως όρο τον αφοπλισμό του ΙΡΑ για συμμετοχή του Σιν Φέιν στην κυβέρνηση - από τις 27/5/98 - όχι μόνο ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής», που δε συνδέει το θέμα των πολιτικών θεσμών με τον αφοπλισμό των παραστρατιωτικών ομάδων, αλλά άρχισε να παίζει το παιχνίδι της διαιώνισης της εξουσίας από τους Βρετανούς, με τη γνωστή μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε». Επακολούθησε η αναθεώρηση της συμφωνίας για να αρθεί το αδιέξοδο και να ικανοποιηθούν οι προτεστάντες, η αντικατάσταση της πρώην υπουργού για θέματα Βόρειας Ιρλανδίας Μο Μόουλαμ με τον Μάντελσον - που κατηγορείται για φιλοπροτεσταντισμό - και η μεγάλη κρίση της 11ης Φλεβάρη.
Από την άλλη πλευρά το Σιν Φέιν έχει βρει ένα σύμμαχο στο πρόσωπο του Κλίντον καθώς και των επιχειρηματιών από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αυτό το παιχνίδι των σκοπιμοτήτων θα συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που καταπιεσμένοι και πεινασμένοι και από τις «δύο αντιμαχόμενες» κοινότητες ξυπνήσουν και αντικρίσουν την πραγματικότητα.