...και «αντεγκλήσεις» γύρω από τους όρους και τα ανταλλάγματα για την αστική τάξη
Eurokinissi |
Από προηγούμενη συνάντηση Δένδια - Τσαβούσογλου |
Καθώς συνεχίζονται οι προκλητικές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων με τις οποίες βάζουν στο τραπέζι τις πάγιες διεκδικήσεις της τουρκικής αστικής τάξης, η κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη θύμισε χτες ότι η Αθήνα έχει ζητήσει «αποχή από προκλητικές ενέργειες» και ότι «οι επιθετικές δηλώσεις από την άλλη πλευρά - και γίνονται αρκετές τελευταία - προφανώς δεν βοηθούν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης», σπεύδοντας να προσθέσει πως «δεν θα είναι η ελληνική πλευρά αυτή που θα τορπιλίσει τον διάλογο. Εφόσον δεν υπάρξουν προκλητικές ενέργειες, η Ελλάδα - επαναλαμβάνω - επιθυμεί την αποκλιμάκωση». Σημείωσε ακόμα ότι αυτό ήταν και το μήνυμα που απηύθυνε προχτές στον Μ. Τσαβούσογλου ο Ελληνας πρέσβης στην Αγκυρα Μ. Διάμεσης. Ο πρέσβης φέρεται να έλαβε διαβεβαιώσεις από το τουρκικό ΥΠΕΞ ότι το κλίμα δεν θα οξυνθεί, τουλάχιστον μέχρι την επίσκεψη Δένδια.
Η Αρ. Πελώνη στάθηκε στο ταξίδι Μητσοτάκη στη Λιβύη την Τρίτη, επαναλαμβάνοντας τον κυβερνητικό ισχυρισμό ότι «σηματοδοτεί μια δυναμική επανεκκίνηση των ελληνολιβυκών σχέσεων». Χαρακτήρισε μάλιστα «σημαντικό το γεγονός ότι η άλλη πλευρά πρότεινε τη σύσταση επιτροπών για τη συζήτηση αυτή, που εκ των πραγμάτων καθιστά άνευ αντικειμένου το ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο».
Βέβαια, λιβυκά ΜΜΕ (π.χ. «The Libya Observer»), αποτυπώνοντας τι έγινε στην Τρίπολη, στέκονται στις δηλώσεις του Λίβυου πρωθυπουργού Ντμπεϊμπά ότι η κυβέρνησή του θέλει να δημιουργήσει σχέσεις με όλες τις γειτονικές χώρες, προσθέτοντας επί λέξει ότι «αναζητούμε πρώτα το συμφέρον της Λιβύης και μελετούμε όλες τις συμφωνίες, σύμφωνα με τα συμφέροντά μας». «Είμαστε έτοιμοι να δημιουργήσουμε μια κοινή επιτροπή με την Ελλάδα για να συζητήσουμε τα θαλάσσια σύνορα, με έμφαση στη σημασία οποιασδήποτε συμφωνίας που θα διατηρεί τα δικαιώματα της Λιβύης, της Τουρκίας και της Ελλάδας», συμπλήρωσε.
Ερωτηθείσα αν η κυβέρνηση είναι ικανοποιημένη από το γεγονός ότι αναγνωρίζονται δικαιώματα της Τουρκίας στην περιοχή, η Αρ. Πελώνη επέμεινε ότι «το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι ανυπόστατο, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τρίτα κράτη, και συνεπώς όχι για την Ελλάδα. Η Ελλάδα, προφανώς, θα προασπίσει τα συμφέροντά της».
Σημειωτέον στο πλαίσιο του δαιδαλώδους παζαριού, η εκπρόσωπος κλήθηκε να σχολιάσει και δημοσίευμα του ιστότοπου «WikiLeaks» σύμφωνα με το οποίο ο νυν σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του πρωθυπουργού, Θ. Ντόκος, ως γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ το 2010 απέστειλε εμπιστευτική έκθεση της ΕΕ για την Τουρκία στην τουρκική πρεσβεία στις Βρυξέλλες. Η Αρ. Πελώνη απαξίωσε το δημοσίευμα, λέγοντας ότι «η υποτιθέμενη "απόρρητη έκθεση" είναι κείμενο δημοσιευμένο και στην ιστοσελίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ» και το θέμα «έχει ξεκαθαριστεί πλήρως».
Στο μεταξύ εντείνεται η ενδοαστική συζήτηση για τους όρους του παζαριού με την Τουρκία και για τα ανταλλάγματα που προσδοκά η αστική τάξη, χωρίς βέβαια να αμφισβητείται από κανέναν τους η επικίνδυνη για το λαό και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα ευρωατλαντική του βάση. Αλλωστε, επιβεβαιώνεται ότι στις συζητήσεις για ΝΑΤΟικής κοπής «διευθετήσεις» μπαίνει στο κρεβάτι του Προκρούστη ο «σκληρός πυρήνας» των δικαιωμάτων της χώρας.
Μετά το άρθρο Σημίτη, το Σάββατο, όπου κατηγορούσε τον διάδοχό του στην πρωθυπουργία για εγκατάλειψη της «στρατηγικής του Ελσίνκι», ο Κ. Καραμανλής με δήλωσή του χτες αντέτεινε ότι αυτή «οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης» και ότι «ενώ στο Ελσίνκι η Τουρκία κέρδιζε αυτό που διακαώς επεδίωκε επί 36 χρόνια, δηλαδή τον χαρακτηρισμό της ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ, η Ελλάδα δεν φρόντισε να λάβει ως αντάλλαγμα ούτε καν τα αυτονόητα: Την άρση του casus belli και τον έμπρακτο σεβασμό από την Αγκυρα του Διεθνούς Δικαίου στο σύνολό του, ιδίως δε του Δικαίου της Θάλασσας». Υποστήριξε επίσης ότι με την κυβέρνησή του «διαμορφώσαμε μία νέα στρατηγική, που μετέτρεπε τα προβλήματα με την Τουρκία από ελληνοτουρκικά σε ευρωτουρκικά». Και εγκάλεσε τον Κ. Σημίτη ότι βλέπει σαν «διαφορά μας προς επίλυση με την Τουρκία (...) και τα χωρικά μας ύδατα», ενώ, όπως υποστηρίζει ο Κ. Καραμανλής, «πέραν της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, τίποτε άλλο από όσα θέτει η Τουρκία δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση ή δικαστική αίρεση». Κατέληξε δε λέγοντας ότι η στρατηγική του Ελσίνκι «ενταφιάστηκε και τυπικά» από την κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου.
Αντιδρώντας, ο Κ. Σημίτης σημείωσε μεταξύ άλλων ότι «οι διαφορές με την Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζονται ενεργά», κόντρα στην τακτική της «αδράνειας», γιατί «η επ' αόριστον παραπομπή των διαφορών με τη γείτονα σε μια μελλοντική κάθε φορά διευθέτηση οδήγησε και θα οδηγεί στη διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων». Πρόσθεσε ότι «όλες οι κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Κ. Καραμανλή) συζητούσαν στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών το θέμα του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης, που είναι θέμα εθνικής κυριαρχίας και συναρτάται με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ».
Εκ μέρους της τωρινής κυβέρνησης, πάντως, η Αρ. Πελώνη είπε χτες πως «η θέση της χώρας είναι ότι η μόνη διαφορά μας με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο».
Τη σημασία που έχει η αναθέρμανση της σχέσης με την Τουρκία ανέδειξαν αξιωματούχοι της ΕΕ, μετά από την επίσημη επίσκεψη που έκαναν την Τρίτη στην Αγκυρα οι επικεφαλής της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και Σαρλ Μισέλ, αντίστοιχα, στην οποία και συζητήθηκαν όλα τα πεδία διμερούς συνεργασίας.
Με κείμενο που ανάρτησε, αντιδρώντας στις συζητήσεις περί «sofagate» («σκάνδαλο του καναπέ»), που τα τελευταία 24ωρα μονοπωλεί τις αναλύσεις για τη συνάντηση Ερντογάν - Μισέλ - Ντερ Λάιεν, προκειμένου να αποσιωπηθεί η κλιμάκωση του ευρωτουρκικού παζαριού, ο Μισέλ υπογράμμισε ότι «η επίσκεψή μας σηματοδότησε μια σημαντική στιγμή στη σύνθετη διαδικασία βελτίωσης των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την Τουρκία. Ηταν το αποτέλεσμα της προσεκτικής προετοιμασίας και της διπλωματικής εργασίας που πραγματοποιήθηκε για πολλούς μήνες για να επιστρέψει αυτή η χώρα σε μια πιο εποικοδομητική προσέγγιση στη σχέση της με την ΕΕ». Διαμαρτυρόμενος για σχόλια που ακολούθησαν τη συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο (στη διάρκεια της οποίας η επικεφαλής της Κομισιόν δεν κάθισε σε θέσεις αντίστοιχες με αυτές που έκατσαν Μισέλ και Ερντογάν) ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αντέδρασε «διότι αυτή η κατάσταση επισκιάζει τη μεγάλη και επωφελή γεωπολιτική δουλειά, που κάναμε μαζί στην Αγκυρα, και της οποίας ελπίζω ότι η Ευρώπη θα καρπωθεί τα οφέλη».
Στο μεταξύ, ίδιο ήταν το νόημα και της παρέμβασης του Ιταλού πρωθυπουργού Μ. Ντράγκι - για την οποία η Τουρκία κάλεσε αργότερα για εξηγήσεις τον Ιταλό πρέσβη - ο οποίος ερωτηθείς σχετικά σε συνέντευξη Τύπου, σημείωσε ότι «δεν συμμερίζομαι σε καμία περίπτωση τις θέσεις του Προέδρου Ερντογάν. (...) Πρέπει να πούμε ότι με αυτούς τους δικτάτορες - ας τους ονομάσουμε όπως πρέπει - με τους οποίους όμως υπάρχει η ανάγκη να συνεργαστούμε, πρέπει να είμαστε σαφείς: Εκφράζοντας τη διαφωνία μας, σε ό,τι αφορά τις απόψεις, τις συμπεριφορές, τις απόψεις μας σε ό,τι αφορά την κοινωνία, αλλά συγχρόνως να είμαστε και έτοιμοι να συνεργαστούμε, με στόχο το συμφέρον της χώρας μας. Αυτό είναι σημαντικό, πρέπει να βρούμε τη σωστή ισορροπία».
Αλλά και ο επικεφαλής της Κομισιόν, Ερίκ Μαμέρ, όταν ρωτήθηκε σχετικά απάντησε ότι «το μήνυμα που έδωσαν και οι δύο πρόεδροι (της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου), στις τουρκικές αρχές χαρακτηριζόταν από την ενότητά του, την ειλικρίνειά του και την προθυμία να εξεταστεί το πώς θα βελτιωθούν οι σχέσεις με την Τουρκία υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία συνεχίζει τις προσπάθειες αποκλιμάκωσης», τονίζοντας ότι «η πρόεδρος αποφάσισε να συνεχίσει τη συνάντηση. Σ' αυτό πρέπει να εστιάζει ο κόσμος, τη σχέση με την Τουρκία».
Από τη μεριά της Τουρκίας, ο ΥΠΕΞ Μ. Τσαβούσογλου δήλωσε σχετικά ότι «η διάταξη των καθισμάτων (στη συνάντηση της Τρίτης) έγινε με δικό της αίτημα. Οι υπηρεσίες μας για το πρωτόκολλο συναντήθηκαν πριν από τη σύνοδο και τα αιτήματά τους (της ΕΕ) έγιναν σεβαστά» και πρόσθεσε ότι «οι κατηγορίες με στόχο την Τουρκία είναι άδικες».
Στο μεταξύ, μιλώντας στο πρακτορείο «Αναντολού» ο νέος πρέσβης της Τουρκίας στις ΗΠΑ, Χασάν Μουράτ Μερκάν, δήλωσε ότι Ουάσιγκτον και Αγκυρα πρέπει να υιοθετήσουν μια «ρεαλιστική αλλά θετική» προσέγγιση για τις σχέσεις τους και να δεσμευτούν για δουλειά σε τομείς αμοιβαίου συμφέροντος.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και ενώ στα τέλη του μήνα αναμένεται η άτυπη Διάσκεψη για το Κυπριακό που συγκαλεί ο ΟΗΕ στη Γενεύη, εντείνονται διεργασίες για την αναβάθμιση του ψευδοκράτους. Μέσα σε αυτές εντάσσεται άλλωστε και η επιμονή της Αγκυρας να ζητά συμμετοχή της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου» στη «Διάσκεψη για τη Μεσόγειο» που θα ετοιμαστεί το επόμενο διάστημα, μετά από πρόταση και της ΕΕ.
Ο ηγέτης του ψευδοκράτους, Ερσίν Τατάρ, επανέλαβε πως μια μόνιμη, βιώσιμη και περιεκτική συμφωνία στην Κύπρο θα μπορούσε να είναι εφικτή μόνο με «μια νέα σελίδα και με μια νέα αντίληψη» και ότι λύση θα μπορούσε να υπάρξει μόνο «με συνεργασία των δύο κρατών που ζουν πλάι - πλάι στη βάση της κυριαρχικής ισότητας».
Στο μεταξύ, τουρκοκυπριακά ΜΜΕ μεταδίδουν ότι ο Τατάρ ετοιμάζεται να επισκεφτεί Αζερμπαϊτζάν, Λιβύη, Πακιστάν, Μπαγκλαντές και Γκάμπια, με στόχο την ανάπτυξη διμερών σχέσεων.