Την 1η του Γενάρη 1948 έμπαινε σε ισχύ το νέο ιταλικό Σύνταγμα. Ο νέος κανονισμός του κράτους δημιουργήθηκε μετά την ήττα του φασισμού και πάνω στα ακόμα καπνίζοντα ερείπια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Επιτροπή Συντάγματος, που συνέταξε τα 139 άρθρα του Συντάγματος του 1948 (οι εργασίες της οποίας διήρκεσαν από τις 25 του Ιούνη 1946 μέχρι τις 31 τουΓενάρη 1948), ήταν μία Επιτροπή που σχηματίστηκε από τις νέες ιταλικές δημοκρατικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν αγωνιστεί, για 20 χρόνια, ενάντια στο καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι. Πρόεδρος της Επιτροπής Συντάγματος ήταν ο κομμουνιστής Ουμπέρτο Τερατσίνι. Ο Συνταγματικός Χάρτης που διαμορφώθηκε από τις εργασίες της παραπάνω Επιτροπής είχε ως πρώτο στόχο να δημιουργήσει νέες βάσεις για μια νέα κοινοβουλευτική δημοκρατία, μετά από πολλά χρόνια φασιστικής δικτατορίας. Προέβλεπε στην αναβάθμιση της Βουλής, διατύπωνε τα δικαιώματα των πολιτών (το πρώτο άρθρο του Συντάγματος λέει: "Η Ιταλία είναι μια Δημοκρατία που βασίζεται στην εργασία. Η κυριαρχία ανήκει στο λαό, που την ασκεί στις μορφές και τα πλαίσια του Συντάγματος), επίσης προέβλεπε την ενότητα και το αδιαίρετο του ιταλικού λαού και της δημοκρατίας, το διαχωρισμό των θεσμικών εξουσιών, δημοκρατικούς εκλογικούς νόμους και αντίθετους σε οποιαδήποτε νέα μορφή μοναρχικής εξουσίας (μετά και από την τραγική εμπειρία της προσωπικής δικτατορίας του Ντούτσε). Αυτές ήταν οι βασικές αρχές του νέου Συντάγματος του 1948.
Σε αυτό το Σύνταγμα, που βγήκε μέσα από την αντιφασιστική αντίσταση και από τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, βασίστηκε η ιταλική δημοκρατία μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '90.
Ωστόσο, με τη γενική αλλαγή του διεθνούς πολιτικού πλαισίου και την πιεστική στροφή προς τα Δεξιά, που σε παγκόσμιο επίπεδο είχε ως συνέπεια την πτώση της ΕΣΣΔ και των σοσιαλιστικών χωρών, αλλάζει και στην Ιταλία το πολιτικό σκηνικό: Η φασιστική και νεοφιλελεύθερη Δεξιά έχει και πάλι την πλειοψηφία, οι δυνάμεις της Αριστεράς εξασθενούν και αλλάζουν την ταυτότητά τους (το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας - PCI - αλλάζει όνομα και πολιτική φυσιογνωμία και μετατρέπεται σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς, ΔΚΑ), οι συνδικαλιστικές δυνάμεις χάνουν την ταξική τους φυσιογνωμία και μετατρέπονται σε συνδικαλιστικούς συνεταιρισμούς, που μεσολαβούν ανάμεσα στα συμφέροντα της εργοδοσίας και τα συμφέροντα των εργατών.
Μέσα σε αυτό το γενικό πολιτικό σκηνικό αρχίζει να παίρνει μορφή και το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος του 1948.
Ακόμα από τον Αύγουστο του 1993, η τότε κυβέρνηση Τσιάμπι ακυρώνει τον αναλογικό εκλογικό νόμο (που είχε ακυρώσει το φασιστικό καθεστώς τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '20 και επαναφέρθηκε μετά τον πόλεμο) και εισάγει τον πλειοψηφικό εκλογικό νόμο που βασίζεται στις μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες και το "φράγμα" του 4% (επιτρέποντας μόνο στο 25% των βουλευτών να εκλεγούν ακόμα με τον αναλογικό νόμο).
Είναι σαφές ότι το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, που βασίζεται στις μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες (νόμος που επιθυμούσαν, πάση θυσία, μεταξύ άλλων, το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς (ΔΚΑ) και ενάντια του οποίου αγωνίστηκαν με όλες τους τις δυνάμεις οι κομμουνιστές), είναι ο πλέον αντιδημοκρατικός νόμος, αφού (εκλέγοντας μόνο ένα βουλευτή ανά περιφέρεια) αποκλείει όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις, ακόμα και εκείνες που συγκεντρώνουν πολλές ψήφους. Μεταξύ των άλλων ο εκλογικός νόμος των μονοεδρικών περιφερειών, υποχρεώνοντας όλες τις πολιτικές δυνάμεις να ενωθούν σε μεγάλες συμμαχίες, στοχεύει να δημιουργήσει ένα πολιτικό δικομματικό πλαίσιο, στο οποίο μόνο δύο δυνάμεις - η μετριοπαθής Αριστερά και η Δεξιά - θα μπορούν να διεκδικούν την κυβέρνηση, βγάζοντας από τη μέση οποιαδήποτε πολιτική, πραγματικά, ανταγωνιστική και εναλλακτική δύναμη ή πρόταση.
Αυτή η αλλαγή, που στην ουσία επιδίωξε το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς, εκπροσωπεί τη νίκη της μετριοπαθούς πολιτικής στην υπηρεσία της καπιταλιστικής "αιωνιότητας".
Κατά το τέλος της δεκαετίας του '80 και αρχές της δεκαετίας του '90 (μαζί με τη συζήτηση για τις εκλογικές μεταρρυθμίσεις) ανοίγει και μία άλλη μεγάλη συζήτηση πάνω σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις και ειδικότερα (ο Μπετίνο Κράξι είχε ξεκινήσει τη συζήτηση) για την εισαγωγή του προεδρισμού, που οι φασίστες του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος ανέκαθεν πρότειναν και οι νεοφασίστες της Εθνικής Συμμαχίας προτείνουν ακόμα.
Στο γενικό πλαίσιο της αντιδημοκρατικής στροφής αυξανόταν, στο μεταξύ, ένα νέο σχέδιο διαίρεσης της χώρας και η Λίγκα του Ουμπέρτο Μπόσι ήταν εκείνη που ξεκίνησε τις πιέσεις για το χωρισμό του Βορρά από το Νότο της Ιταλίας.
Ολες αυτές οι γενικές πιέσεις, που στόχο είχαν τις θεσμικές αλλαγές, οδήγησαν στη δημιουργία, στις 22 του Γενάρη του τρέχοντος έτους, μιας επιτροπής (που ονομάστηκε "Μπικαμεράλε" αφού την απαρτίζουν εκπρόσωποι τόσο της Βουλής όσο και της Γερουσίας) που θα έχει ως καθήκον τη σύνταξη ενός σχεδίου συνταγματικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, που θα τις παρουσιάσει (τον Ιούνη του 1997) στη σχετική συζήτηση στη Βουλή.
Αυτή η επιτροπή (πρόεδρος της οποίας θα είναι ο Μάσιμο Ντ' Αλέμα, γραμματέας του ΔΚΑ) απαρτίζεται από 70 μέλη (35 βουλευτές και 35 γερουσιαστές). Η Λίγκα του Ουμπέρτο Μπόσι θα έχει 6 εκπροσώπους, η Εθνική Συμμαχία θα έχει 10, η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι θα έχει 12, το CCD και το CDU (δύο πολιτικοί σχηματισμοί που προέρχονται από το πρώην κόμμα της Χριστιανοδημοκρατίας) θα έχουν 5, η Ιταλική Ανανέωση (το μικρό κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Ντίνι) θα έχει 2, η Μεικτή Ομάδα θα έχει 4, το Λαϊκό Ιταλικό Κόμμα (η αριστερή πτέρυγα του πρώην κόμματος της Χριστιανοδημοκρατίας) θα έχει 7, το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς (ΔΚΑ) θα έχει 20, οι Πράσινοι 2 και τέλος το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης θα έχει 3 εκπροσώπους.
Στη συζήτηση που θα ανοίξει στην "Μπικαμεράλε" οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις θα παρουσιάσουν τις παρακάτω προτάσεις: Το ΔΚΑ μαζί με το Λαϊκό Κόμμα προτείνει από τις επόμενες πολιτικές εκλογές ο αρχηγός της κυβέρνησης να υποδεικνύεται από κάθε εκλογέα στο ίδιο ψηφοδέλτιο, όπου θα εκφράζεται και η ψήφος για το κόμμα. Το ΔΚΑ και το Λαϊκό Κόμμα προτείνουν, όμως, ο αρχηγός της κυβέρνησης να μην είναι αυτόματα εκείνος που υποδεικνύουν οι εκλογείς, αλλά η τελική απόφαση για την ανάδειξη του πρωθυπουργού να ανήκει στη Βουλή και τη Γερουσία.
Ο "Πόλος για την ελευθερία" (Φόρτσα Ιτάλια, Εθνική Συμμαχία και το CCD και το CDU) προτείνουν ο πρωθυπουργός να εκλέγεται άμεσα από το λαό σε δύο γύρους και με διαφορετικό ψηφοδέλτιο από εκείνο των βουλευτών. Για τον "Πόλο για την Ελευθερία" ο νέος πρωθυπουργός θα πρέπει να έχει περισσότερες εξουσίες από το σημερινό (μεταξύ των νέων εξουσιών και εκείνη της αυτόνομης διάλυσης της Βουλής και της Γερουσίας και προκήρυξη εκλογών). Με αυτήν την πρόταση του "Πόλου για την Ελευθερία" δε συμφωνεί το ΔΚΑ.
Το αυτόνομο σχέδιο της Εθνικής Συμμαχίας είναι εκείνο του προεδρισμού: Ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να εκλέγεται από το λαό και θα έχει νέες και ενισχυμένες εξουσίες, όπως, για παράδειγμα, η άμεση εκλογή του πρωθυπουργού. Πολύ κοντά στις θέσεις των νεοφασιστών της Εθνικής Συμμαχίας είναι και το κόμμα του Ντίνι (η Ιταλική Ανανέωση), το CDU του αντιδραστικού φιλοσόφου Μπουτιλιόνε και το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Φόρτσα Ιτάλια). Μερικές φορές (κατά τη μακρά συζήτηση των τελευταίων μηνών) ακόμα και το ΔΚΑ του Ντ' Αλέμα δεν απέρριψε την πιθανότητα του προεδρισμού.
Η αυτόνομη πρόταση του Λαϊκού Κόμματος του Φράνκο Μαρίνι είναι ένας "καγκελάριος" αλά γερμανικά (όπως ο Κολ), με πολύ ενισχυμένες εξουσίες, που, όμως, θα εκλέγεται από τη Βουλή.
Το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης θα πάει στη συζήτηση προετοιμασμένο να δώσει σκληρή μάχη ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή προεδρισμού και ενάντια σε οποιαδήποτε υπερεξουσία που θα συγκεντρώνει ένα και μόνο άτομο. Οι κομμουνιστές θα είναι αντίθετοι τόσο σε έναν πρόεδρο που θα εκλέγεται από το λαό όσο και σε έναν "καγκελάριο" άλα γερμανικά (που σωστά στη Γερμανία ονομάζεται "Kanzlerdemokratie", δηλαδή η Δημοκρατία του Καγκελαρίου). Οι κομμουνιστές θα αγωνιστούν για τη δημοκρατική αναβάθμιση της Βουλής και θα προτείνουν ένα "βραβείο πλειοψηφίας" στον συνασπισμό που θα κερδίσει τις πολιτικές εκλογές. Οι κομμουνιστές θα προτείνουν ακόμα την εισαγωγή της "εποικοδομητικής δυσπιστίας", δηλαδή ενός κοινοβουλευτικού μηχανισμού με τον οποίο δε θα είναι δυνατόν να προκληθεί κυβερνητική κρίση (άρνηση ψήφου εμπιστοσύνης), εφόσον δε θα υπάρχει μία νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία που να μπορεί να αντικαταστήσει την παλιά.
Στη σημερινή πολιτική φάση υπάρχουν άλλα δύο ζητήματα που συζητιούνται μεταξύ των κομμάτων: Οι νέοι εκλογικοί νόμοι και οι περιφερειακές αυτονομίες. Οσον αφορά τον εκλογικό νόμο πολλές δυνάμεις ζητούν (Δεξιά, μερικές πτέρυγες του ΔΚΑ, οι φιλελεύθεροι του Μάρκο Πανέλα) την κατάργηση ακόμα και του τελευταίου μέρους του αναλογικού εκλογικού νόμου (που αφορά το 25% βουλευτών), καταλήγοντας σε έναν εκλογικό νόμο γενικά πλειοψηφικό που θα βασίζεται στις μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες. Η Κομμουνιστική Επανίδρυση έχει δηλώσει έντονα ήδη την αντίθεσή της σ' αυτήν την πρόταση. Μία άλλη πρόταση, που φτάνει από πολλές πλευρές (ακόμα και από μέρος του ΔΚΑ) αναφέρει έναν πλειοψηφικό εκλογικό νόμο σε δύο γύρους. Αυτός ο νόμος θα ήταν βαθιά αντιδημοκρατικός, αφού - στο δεύτερο γύρο - θα υποχρέωνε κάθε μικρότερη πολιτική δύναμη να παραιτηθεί από την αυτονομία του και να συμμαχήσει με έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς συνασπισμούς. Οι κομμουνιστές θα δώσουν μάχη και ενάντια σε αυτήν την πρόταση.
Και τέλος ας δούμε το ζήτημα των "τοπικών αυτονομιών". Η Λίγκα του Ουμπέρτο Μπόσι πιέζει (ακόμα και με αθέμιτα και στρατιωτικά μέσα) για την απόσχιση του Βορρά της Ιταλίας από το Νότο. Για να βρεθεί μια πολιτική διαπραγμάτευση με τη Λίγκα διάφορες πολιτικές δυνάμεις προτείνουν συστήματα τοπικών αυτονομιών από το κεντρικό κράτος, που δε θα είναι παρά ο προθάλαμος της απόσχισης.
Η Κομμουνιστική Επανίδρυση θα παρουσιάσει στην "Μπικαμεράλε" ένα σχέδιο για τις τοπικές αυτονομίες, που, στοχεύοντας στον εκδημοκρατισμό των θεσμών, δε θα μειώνει τον κεντρικό ρόλο του κράτους.
Φόσκο ΤΖΙΑΝΙΝΙ
Η δράση των κομμουνιστικών κομμάτων στο εργατικό κίνημα
Με την κατάσταση του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος στις πρώην Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ ασχολήθηκε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Ενωσης Κομμουνιστικών Κομμάτων - ΚΚΣΕ, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 26 Γενάρη 1997. Σύμφωνα με την παράδοση, το πρώτο θέμα στην ημερήσια διάταξη ήταν η εγγραφή νέων μελών. Στην ΕΚΚ - ΚΚΣΕ εντάχθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Λευκορωσίας και ο Α γραμματέας της ΚΕ Βίκτορ Τσίκιν εκλέχτηκε μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου της ΕΚΚ - ΚΚΣΕ.
Κεντρικό θέμα της Ολομέλειας ήταν: "Τα προβλήματα της δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων στο εργατικό κίνημα". Εισήγηση παρουσίασε ο πρόεδρος του Συμβουλίου της ΕΚΚ - ΚΚΣΕ Ολέγκ Σένιν, γύρω από την οποία έγινε γόνιμη συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων - μελών.
Η Ολομέλεια επισήμανε την ιδιαίτερα δύσκολη οικονομική και κοινωνικοπολιτική κατάσταση στις Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ. Η κρίση του συστήματος προσέλαβε καταστροφικές διαστάσεις. Στο φόντο της συνεχιζόμενης αγωνίας για την καταστραμμένη οικονομία καλπάζει η ανεργία, πέφτει δραματικά το βιοτικό επίπεδο, πράγμα που προκαλεί την παραπέρα ένταση στην κοινωνία. Οι αρχές δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τις κοινωνικές εξελίξεις. Την ίδια ώρα, η βασική μάζα των εργαζομένων δεν έχει φτάσει ακόμα σε αρκετό επίπεδο ταξικής συνείδησης. Σ' αυτές τις συνθήκες αυξάνει η πιθανότητα κοινωνικής έκρηξης στην κοινωνία. Εχοντας, λοιπόν, υπόψη την πιθανότητα των αυθόρμητων κινητοποιήσεων των εργαζομένων, εξαιτίας της πολιτικής των αντιλαϊκών καθεστώτων, τα ΚΚ θα πρέπει να παρακολουθούν από κοντά την κατάσταση και να επεξεργάζονται τις εναλλακτικές λύσεις δράσης και να συμμετέχουν στα συνέδρια των εργατών. Αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί συνέδριο των εργατών των ανεξάρτητων κρατών στο έδαφος της ΕΣΣΔ.
Η εργατική τάξη, ως βασική κοινωνική δύναμη στον αγώνα των εργαζομένων για τα ζωτικά τους συμφέροντα, πρέπει να αποκτήσει τον πολιτικό της πυρήνα - τα ενιαία κομμουνιστικά κόμματα στις Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ. Τα κομμουνιστικά κόμματα, που ανήκουν στην ΕΚΚ - ΚΚΣΕ, σε συνθήκες σκληρής αντίδρασης από την πλευρά των καθεστώτων, συνεχίζουν την πάλη για την επανάκτηση της εξουσίας από τους εργαζομένους, την επανεγκαθίδρυση του σοσιαλισμού και την ανασύσταση της ανανεωμένης ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, διατηρείται η απόσταση ανάμεσα στο κομμουνιστικό και το εργατικό κίνημα, επειδή τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα δε δίνουν αρκετή προσοχή στη δουλιά μέσα στις πλατιές μάζες των εργαζομένων, δε συνδυάζουν επαρκώς τις κοινοβουλευτικές και εξωκοινοβουλευτικές μορφές πάλης.
Η Ολομέλεια συνέστησε στα κομμουνιστικά κόμματα να εντείνουν τη δράση τους μέσα στο εργατικό κίνημα, να ενισχύσουν σ' αυτό τις δυνάμεις τους για την πραγματοποίηση του κύριου σκοπού - την αποκατάσταση της εξουσίας των εργαζομένων, να συνεργάζονται με τις κολεκτίβες των εργαζομένων, με τα ανεξάρτητα συνδικάτα και τις δομές του εργατικού κινήματος. Τονίστηκε ότι πρώτη προτεραιότητα των ΚΚ είναι η ανάπτυξη της δουλιάς τους στις μεγάλες επιχειρήσεις, μαζί και στο στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, στους κλάδους που καθορίζουν την οικονομία των περιοχών. Επίσης, συνέστησε να δημιουργηθούν συνδικάτα των ανέργων.
Ιδιαίτερη προσοχή έδωσε η Ολομέλεια στα καθήκοντα της κομμουνιστικής διαφώτισης της εργατικής τάξης, στην ανάπτυξη στις μάζες των εργαζομένων της ταξικής συνείδησης και στη συνένωση του εργατικού κινήματος με τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Η Ολομέλεια αποτάθηκε στο Σύλλογο "Επιστήμονες Σοσιαλιστικού Προσανατολισμού της Ρωσίας" (ΕΣΠΡ) να επεξεργαστούν από κοινού με τους συναδέλφους τους από τις άλλες Δημοκρατίες τις θεωρητικές βάσεις της προπαγάνδας και ζύμωσης στα διάφορα τμήματα του εργατικού κινήματος. Σχετικά μ' αυτό, σημαντική ήταν η απόφαση της Ολομέλειας για την εκλογή ως μέλους του Συμβουλίου της ΕΚΚ - ΚΚΣΕ του συμπροέδρου του Συντονιστικού Συμβουλίου του ΕΣΠΡ, καθηγητή Ιβάν Οσάντσι. Τέθηκε έτσι η βάση για τη στενή συνεργασία του ΕΣΠΡ με την ΕΚΚ - ΚΚΣΕ (στην ουσία η ΕΣΠΡ πέρασε υπό την αιγίδα της ΕΚΚ - ΚΚΣΕ), πράγμα που ανοίγει μεγάλες δυνατότητες για την ευρεία συνεργασία των επιστημόνων σοσιαλιστικού προσανατολισμού σε όλο το μετασοβιετικό χώρο και την αξιοποίηση του δημιουργικού τους δυναμικού για την αποκατάσταση του σοσιαλισμού και της εξουσίας των εργαζομένων. Η Ολομέλεια πήρε, επίσης, απόφαση για τη δημιουργία επιστημονικού πληροφοριακού - αναλυτικού κέντρου της ΕΚΚ - ΚΚΣΕ και τη λειτουργία στο πλαίσιό του μόνιμης επιτροπής για τα προβλήματα του εργατικού κινήματος.
Το θέμα της ενίσχυσης της ενότητας στο κομμουνιστικό κίνημα υπήρξε στο επίκεντρο της συζήτησης. Οπως και στις προηγούμενες Ολομέλειες, τονίστηκε η ανάγκη της ενοποίησης των κομμουνιστικών κομμάτων της Ρωσίας.
Η Ολομέλεια υιοθέτησε το ψήφισμα "Μέτρα για την υπεράσπιση των πολιτικών κρατουμένων", με το οποίο εκφράζει την αλληλεγγύη της ΕΚΚ - ΚΚΣΕ με τους γενναίους αγωνιστές για την ευτυχία του λαού - με τον ηγέτη των κομμουνιστών της Λετονίας Αλφρεντ Ρούμπιξ, τους καθοδηγητές του ΚΚ Λιθουανίας Μικόλας Μπουροκιαβίτσους και Γιούζας Ερμολάβιτσιους και με άλλους πολιτικούς κρατούμενους που δικάζονται στην πρωτεύουσα της Λιθουανίας. Οι μετέχοντες στην Ολομέλεια εξέφρασαν συνάμα τη βαθιά ευγνωμοσύνη τους προς τις κομματικές οργανώσεις, τα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα, ιδιαίτερα προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, για τη σταθερή υπεράσπιση των Σοβιετικών κομμουνιστών, μαζί και σε διεθνές επίπεδο, στο Ευρωκοινοβούλιο. Η Ολομέλεια έλυσε και ορισμένα οργανωτικά ζητήματα. Εκλέχτηκαν μέλη της Γραμματείας, αναπληρωτές του προέδρου του Συμβουλίου της ΕΚΚ - ΚΚΣΕ οι ηγέτες των Κομμουνιστικών Κομμάτων του Τατζικιστάν Σόντι Σαμπντόλοφ και της Γεωργίας Παντελέιμον Γκιοργκάτζε. Ετσι, λήφθηκε υπόψη η κριτική, που έγινε μετά το 30ό Συνέδριο για το γεγονός ότι η ΕΚΚ - ΚΚΣΕ καθοδηγούνταν από ένα κόμμα, δηλαδή το ΚΚΡΟ. Η εκλογή στη Γραμματεία στην προηγούμενη Ολομέλεια του ηγέτη της Ενωσης των Κομμουνιστών της Λετονίας Ιγκόρ Λοπάτιν και τώρα των Σαμπντόλοφ και Γκιοργκάτζε, ενισχύει ουσιαστικά τις θέσεις της ΕΚΚ - ΚΚΣΕ, διότι αυτά τα τρία κόμματα και οι ηγέτες τους υπερασπίζονται σταθερά τις μαρξιστικολενινιστικές, ταξικές, διεθνιστικές θέσεις, σε διάκριση με το ΚΚΡΟ και τον ηγέτη του Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, που επικρίθηκαν δριμύτατα στην Ολομέλεια για οπορτουνισμό και στροφή προς τα δεξιά, προς τη σοσιαλδημοκρατία. Η ηγεσία του ΚΚΡΟ εκπροσωπήθηκε από ένα μέλος της Επιτροπής Ελέγχου, που αμέσως μετά την έναρξη της Ολομέλειας αποχώρησε. Σε σχέση μ' αυτό αποφασίστηκε να σταλεί ειδική επιστολή στην καθοδήγηση του ΚΚΡΟ.
Τέλος, στην Ολομέλεια τονίστηκε: Το 1997 είναι η χρονιά των 80χρονων της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, η χρονιά των 150χρονων του "Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος" του Κ. Μαρξ και του Φ. Ενγκελς, η χρονιά των 75χρονων της ίδρυσης της ΕΣΣΔ και το Μάρτη του χρόνου τα 100 χρόνια από την ίδρυση, από τον Β. Ι. Λένιν, του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας. "Χρέος μας είναι να οργανώσουνε και να γιορτάσουμε αυτές τις επετείους, έτσι ώστε να καταλάβουν όλοι πως: Οι κομμουνιστές τιμούν το παρελθόν, θυμούνται τα διδάγματα της ιστορίας, αλλά έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους στο μέλλον - προς το σοσιαλισμό, τη σοβιετική λαϊκή εξουσία και την ανανεωμένη ΕΣΣΔ", τόνισε ο ηγέτης των κομμουνιστών της Σοβιετικής Ενωσης Ολέγκ Σένιν.
Ναντιέζντα ΓΚΑΡΙΦΟΥΛΙΝΑ
Εχοντας υπόψη την πιθανότητα των αυθόρμητων κινητοποιήσεων των εργαζομένων, εξαιτίας της πολιτικής των αντιλαϊκών καθεστώτων, τα ΚΚ θα πρέπει να παρακολουθούν από κοντά την κατάσταση και να επεξεργάζονται τις εναλλακτικές λύσεις δράσης και να συμμετέχουν στα συνέδρια των εργατών