ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Νοέμβρη 1999
Σελ. /48
ΔΙΕΘΝΗ
Γαλλία - Παραίτηση Ντομινίκ Στράους Καν
Αλήθειες και «παράπλευρες ζημιές» μιας παραίτησης

 

Ο Ντομινίκ Στράους Καν με τον Κ. Σοττέρ
Ο Ντομινίκ Στράους Καν με τον Κ. Σοττέρ
«Κεραυνός εν αιθρία» χαρακτηρίστηκε από πολλούς η παραίτηση του υπερυπουργού Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας της Γαλλίας, Ντομινίκ Στράους Καν, στις αρχές του Νοέμβρη. Ο σκανδαλολογικός κυκλώνας, στο μάτι του οποίου βρέθηκε ο επονομαζόμενος και «τσάρος» της γαλλικής οικονομίας, όμως, φαίνεται ότι προκαλεί σοβαρότατους τριγμούς στην κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν και στους συγκυβερνώντες της, στο Σοσιαλιστικό Κόμμα αλλά και σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας. Κάποιοι δημοσιογραφικοί κύκλοι έσπευσαν να εκτιμήσουν ότι δεν πρόκειται παρά για μια υπόθεση «καθαρά χέρια» αλά γαλλικά, μία ιδιότυπη «επανάσταση» των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι «αποτίναξαν» το ζυγό των πολιτικών επιπτώσεων και, ξαφνικά, αποφάσισαν να «φτάσουν το μαχαίρι στο κόκαλο» και να εξυγιάνουν την πολιτική ζωή του τόπου, η οποία ταλανίζεται από αλλεπάλληλα σκάνδαλα τις τελευταίες δεκαετίες. Μία πρώτη προσέγγιση θα μπορούσε, ίσως, να είναι αυτή, αλλά σαφώς δεν είναι η ουσία, η οποία έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του καπιταλισμού, την ίδια τη λειτουργία της κυρίαρχης αστικής τάξης.

Ηδη, οι τόνοι αρχίζουν να πέφτουν. Μετά τα πρώτα εικοσιτετράωρα έντασης, συνεχών αποκαλύψεων και πολυσέλιδων αναλύσεων, το σκάνδαλο της MNEF, της Φοιτητικής Υπηρεσίας Ασφάλισης και Περίθαλψης, που παρέσυρε τον ισχυρό άνδρα της γαλλικής οικονομίας, περνά, αργά και μεθοδικά, στη δεύτερη ή και τρίτη θέση της επικαιρότητας. Η ρωγμή, που δημιουργήθηκε πρόσκαιρα στο σύστημα, αφήνοντας να περάσουν ελάχιστες αχτίδες φωτός στις, μεγάλου μεγέθους και εμβέλειας, διαπλοκές που απαρτίζουν αυτό το περίφημο σκάνδαλο, μοιάζει να κλείνει με γρήγορους ρυθμούς, καθώς η όλη συζήτηση εντοπίζεται, πλέον, στις κατηγορίες που αλληλοεκτοξεύουν το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ο, αντιπολιτευτικός, δεξιός συνασπισμός των Νεογκωλικών και των Φιλελευθέρων, αλλά και στο ίδιο το πρόσωπο του Ντομινίκ Στράους Καν, του οποίου το εγκώμιο έπλεξαν τόσο ο γαλλικός και ο ευρωπαϊκός επιχειρηματικός κόσμος όσο και, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, το σύνολο του πολιτικού φάσματος της Γαλλίας!

Αν και τα αποσπασματικά στοιχεία για την υπόθεση MNEF που ήρθαν στο φως μοιάζουν να θολώνουν παρά να ξεκαθαρίζουν το τοπίο, μία προσεκτική προσέγγισή τους μπορεί να βάλει τα πράγματα σε μια, στοιχειωδώς, λογική και, αρκούντως, αποκαλυπτική σειρά.

Τι είναι η MNEF;

Επισήμως η MNEF είναι η Εθνική Υπηρεσία Επικουρικής Ασφάλισης των φοιτητών της Γαλλίας. Ιδρύθηκε το 1948 και έχει υπό την ευθύνη της την ασφάλιση - περίθαλψη 812.000 φοιτητών καθώς και την παροχή επικουρικών υπηρεσιών σε 200.000 από αυτούς. Απασχολεί 750 μόνιμους υπαλλήλους και εκατοντάδες συμβασιούχους, διαθέτει 150 γραφεία υποδοχής, 9 περιφερειακά κέντρα και 6 κέντρα υγείας. Κανονίζει 14.000 φοιτητικές κατοικίες, ενώ λειτουργεί δεκάδες εμπορικά κέντρα. Η MNEF διοικείται από τους εκπροσώπους των φοιτητών, όπως αυτοί αναδεικνύονται από τα ψηφοδέλτια των παρατάξεων που συμμετέχουν στις φοιτητικές εκλογές. Κυρίαρχη παράταξη στα Πανεπιστήμια είναι η UNEF-ID, που ελέγχεται, κατά κύριο λόγο, από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τους, κατά περιόδους, συνεργαζόμενους με αυτό. Η ίδια παράταξη διοικεί και την MNEF.

Οπως όλα τα επικουρικά ταμεία στη Γαλλία (της εθνικής εκπαίδευσης, της αστυνομίας κλπ.) δεν επιχορηγείται από το Εθνικό Ταμείο Ασφάλισης και Περίθαλψης (ΕΤΑΠ), αλλά διαχειρίζεται δικούς της πόρους. Το ΕΤΑΠ παρέχει στην MNEF μόνο ένα σταθερό συμβολικό ποσό ετήσιας βοήθειας της τάξης των 318 φράγκων ανά ασφαλισμένο. Το 1997 το ποσό αυτό, στο σύνολό του, έφθασε τα 259 εκατομμύρια φράγκα και συμπληρώθηκε από μία έκτακτη κρατική βοήθεια ύψους 254 εκατομμυρίων φράγκων. Το υπόλοιπο των εξόδων της καλύπτεται από τις συμμετοχές των ασφαλισμένων. Η MNEF, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, το 1997 παρείχε στους ασφαλισμένους φοιτητές υπηρεσίες αξίας 1,17 δισεκατομμυρίων φράγκων και οι υπόλοιπες δραστηριότητές της για τη συγκεκριμένη χρονιά κοστολογήθηκαν στα 390,2 εκατομμύρια φράγκα.

Υπό την επωνυμία «Raspail» - εταιρία ανάπτυξης και συμμετοχής συγκεντρώνει όλες αυτές τις θυγατρικές της επιχειρήσεις ενώ παράλληλα από το 1994 και μετά ανοίγει τις μετοχές της προς το κοινό. Μεγάλο μέρος των μετοχών της «Raspail», που ανήκει στην MNEF, αγοράζει η Γενική Εταιρία Υδατος - «Vivendi», μετά από δίχρονες διαπραγματεύσεις που έληξαν το 1996.

Η εμπλοκή του «τσάρου»

Σε αυτό, ακριβώς, το σημείο φέρεται να εμπλέκεται ο Ντομινίκ Στράους Καν. Αμερικανοθρεμμένος, διδάκτορας οικονομικών και νομικής, ο παραιτηθείς υπουργός Οικονομικών - Οικονομίας και Βιομηχανίας της Γαλλίας, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του στο υπουργείο και κερδίσει την εκτίμηση και τη συμπάθεια πολιτικών και οικονομικών κύκλων ανά την Ευρώπη ως ένας από τους στυλοβάτες της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, φέρεται να προσέφερε τις υπηρεσίες του στην MNEF κατά τη διάρκεια της κρίσιμης αυτής διετίας των διαπραγματεύσεων με τη «Vivendi». Οπως υποστηρίζει στην κατάθεσή του ο πρώην νούμερο 2 στη διοίκηση της «Raspail», Φιλίπ Πλανταγκεστέν, ο Ντομινίκ Στράους Καν αμείφθηκε με 603.000 φράγκα, περίπου 1.000 δολάρια, για εικονικές υπηρεσίες που προσέφερε στην MNEF κατά τη διάρκεια των συνομιλιών με τη «Vivendi».

Ο «τσάρος», ανακοινώνοντας την παραίτησή του, υποστήριξε ότι εργάστηκε, εντελώς νόμιμα, ως νομικός σύμβουλος, ενώ οι δικηγόροι του τόνισαν ότι το θέμα αφορά καθαρά και μόνο κάποιες τυπικές ελλείψεις στη σύνταξη των συμφωνητικών παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του προς την MNEF, αλλά και στις επιταγές που φέρουν το όνομά του. Πληροφορίες που άφησε να διαρρεύσουν στον Τύπο το Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της γαλλικής Αστυνομίας, υποστηρίζουν ότι οι γραφολογικοί έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν αποκαλύπτουν ότι οι επιταγές συμπληρώθηκαν, περίπου δύο χρόνια, μετά από τη σύναψη της συμφωνίας. Με βάση τα στοιχεία αυτά, αλλά και την κατάθεση τού, επίσης κατηγορούμενου για κατάχρηση δημόσιας περιουσίας και απάτη, Πλανταγκεστέν, που έχει, ήδη, κριθεί προφυλακιστέος, ο Πρόεδρος της Εισαγγελίας του Παρισιού συνέταξε το κατηγορητήριο σε βάρος του Ντ. Στράους Καν.

Ο «ισχυρός άνδρας» της κυβέρνησης Ζοσπέν, όπως τον χαρακτήριζε ο γαλλικός Τύπος, παραιτήθηκε δηλώνοντας αθώος και τονίζοντας ότι επέλεξε να αποχωρήσει γιατί εκτίμησε ότι είναι αδύνατον ένας υπουργός να ασκήσει ομαλά και ικανοποιητικά τα καθήκοντά του όταν αιωρείται μια κατηγορία απάτης. Κάλεσε, μάλιστα, τις ανακριτικές αρχές να τον καλέσουν τάχιστα να δώσει κατάθεση και να προχωρήσουν γρήγορα τη διαδικασία, καθώς ο ίδιος είναι αποφασισμένος να αποδείξει την αθωότητά του στα δικαστήρια.

Η κορυφή του παγόβουνου

Η εμπλοκή, όμως, του Ντ. Στράους Καν μοιάζει να είναι σταγόνα στον ωκεανό μέσα στον κυκεώνα των διαπλοκών και των σκανδάλων που ήρθαν στο φως και αφορούν την MNEF και όλους όσοι βρίσκονται στη διοίκησή της. Σειρά υπόπτων συμφωνιών, εμπορικών συμβολαίων, διαμεσολαβήσεων σε εμπορικές συμφωνίες, έχει αποκαλυφθεί με αποκορύφωμα τη «διαμεσολάβηση» της MNEF στην πώληση πολεμικού υλικού στην Ταϊβάν! Σύμφωνα με κάποια πρώτα στοιχεία, η γαλλική εταιρεία «Elf» πλήρωσε, στις αρχές του '90, με 45 εκατομμύρια φράγκα τη διαμεσολάβηση της τότε φιλενάδας του σοσιαλιστή βουλευτή Ρολάν Ντιμά για την επιτυχία της να «σπάσει» το μονοπώλιο της «Thomson» στις πωλήσεις στην Ταϊβάν. Ανάμεσα στα 1990 και 1992 σειρά σοσιαλιστών βουλευτών και παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους και ο Ντ. Στράους Καν, μεταβαίνουν για «ποικίλους» λόγους στην Ταϊπέι, η οποία, τελικά, αγοράζει 6 φρεγάτες «Λαφαγιέτ» και 60 «Μιράζ 2000 - 5». Αιγίδα όλων αυτών των μετακινήσεων δεν είναι άλλη από την MNEF και η Ενωση γαλλο-ταϊβανέζικης συνεργασίας που ιδρύει.

Στο λαβύρινθο αυτό των διαπλοκών εμπλέκονται τα ονόματα ανώτερων αξιωματούχων του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που είτε κατείχαν είτε όχι κάποιο κυβερνητικό αξίωμα. Ισως τα πιο γνωστά και εντυπωσιακά είναι αυτά του Ντιμά και της Εντίτ Κρεσόν, τότε ηγέτιδας των Σοσιαλιστών, η οποία διευκόλυνε την πώληση των φρεγατών, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία, ενώ ο σύζυγός της ανέλαβε την προεδρία της περίφημης Ενωσης συνεργασίας Γαλλίας - Ταϊβάν. Τις περισσότερες μετακινήσεις, όμως, ανάμεσα στη Γαλλία και στην Ταϊβάν καταγράφουν οι: Ζαν Κριστόφ Καμπαντελί, Ζιλιέν Ντρέι και Ζαν Μαρί λε Γκεν, όλοι, νυν, βουλευτές και σταθερά συνεργαζόμενοι τις τελευταίες δεκαετίες με την MNEF, των οποίων τα ονόματα εμπλέκονται και στην υπόθεση της συμφωνίας με τη «Vivendi». Οσο για το μεγάλο αφεντικό της MNEF, τον πρώην γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας, Ολιβιέ Σπιθάκις, έχει, ήδη, προφυλακιστεί με την κατηγορία της κατάχρησης δημοσίου χρήματος, καθώς, εκτός όλων των υπολοίπων στα οποία είναι μπλεγμένος, διατηρούσε κατασκευαστική εταιρία, σε κτίρια της Υπηρεσίας, από όπου είτε αναλάμβανε είτε μοίραζε κατά βούληση τις εργασίες ή τις κατασκευές που χρειάζονταν τα κτίρια της MNEF, ή τα κτίρια των θυγατρικών της.

Το παζλ των διαπλοκών και των σκανδάλων μοιάζει να μην τελειώνει. Εντούτοις, τα ονόματα συγκεκριμένων αξιωματούχων του Σοσιαλιστικού Κόμματος έρχονται και επανέρχονται στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων και των ερευνών. Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στην παραίτηση του Ντομινίκ Στράους Καν δεν έδωσε τέλος στη σκανδαλολογία. Τόσο οι πληροφορίες που διαρρέουν από το Οικονομικό Τμήμα της γαλλικής Ασφάλειας, όσο και οι καταγγελίες που έκανε ξεκάθαρα ο βουλευτής του ΚΚ Γαλλίας Μαξίμ Γκρεμέτζ, πρώην αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ερευνας για τις φοιτητικές υπηρεσίες ασφάλειας και περίθαλψης, εκτός του ότι εμπλέκουν και άλλους σοσιαλιστές αξιωματούχους στο σκάνδαλο, έχουν προκαλέσει σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στο σύνολο του γαλλικού πολιτικού φάσματος.

Οι Καμπαντελί, Ζ. Ντρέι και Λε Γκεν, αν και ξεκίνησαν από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους στα φοιτητικά τους χρόνια, (οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς) βρέθηκαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στη διοίκηση της MNEF με τη σοσιαλιστική φοιτητική παράταξη. Συγκεκριμένα, ο Λε Γκεν, βουλευτής του 13ου διαμερίσματος της γαλλικής πρωτεύουσας, προσελήφθη επισήμως από την υπηρεσία το 1982 με αρμοδιότητες που δεν αποσαφηνίζονται ,ενώ φέρεται να ήταν πρόσωπο - κλειδί σε σειρά εμπορικών συμφωνιών και συναλλαγών της MNEF, για τις οποίες αμείφθηκε επαρκώς. Παράλληλα, η σύζυγός του εργάζεται ως γυναικολόγος σε κεντρικό ιατρικό κέντρο της υπηρεσίας, ενώ παράλληλα φέρεται να εκπόνησε σειρά ιατρικών μελετών για λογαριασμό της εισπράττοντας, εξίσου, υψηλές, επιπλέον, αμοιβές. Μάλιστα, ιδιοκτησίας του Λε Γκεν ήταν το κτίριο στο οποίο στεγάστηκε μία από τις κατασκευαστικές εταιρίες του Σπιθάκις, για την περιοχή Ιστρ, στην οποία νομάρχης είναι ο, επίσης, σοσιαλιστής Φρανσουά Μπερναρντίνι.

Από τις αρχές του 1980 συνεργάζεται με την MNEF και ο Ζιλιέν Ντρέι, βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην περιοχή Εσόν. Ξεκινώντας ως εξωτερικός συνεργάτης που εκπροσωπούσε την οργάνωση SOS Ρατσισμός, κατέληξε την τελευταία δεκαετία να είναι διοικητικός υπεύθυνος της υπηρεσίας. Επί χρόνια συνεργαζόταν με την MNEF και ο Ζαν Κριστόφ Καμπαντελί, ο οποίος είναι το Νο 2 της ηγεσίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, είτε ως μισθωτός από το 1986 - 1993, είτε ως εξωτερικός συνεργάτης, προσέφερε τις «κοινωνιολογικές» του συμβουλές στον, μέχρι πρότινος, Γενικό Διευθυντή Ολιβιέ Σπιθάκις. Και οι τρεις αξιωματούχοι εμφανίζονται να «συμμετέχουν ενεργά και να προσφέρουν τα μέγιστα» στις εμπορικές συμφωνίες της MNEF, τόσο με τη «Vivendi» και τις πωλήσεις στρατιωτικού υλικού στην Ταϊβάν όσο και στις κατασκευαστικές δραστηριότητες της υπηρεσίας.

Η πολιτική «θύελλα»

Αποφασισμένος να τηρήσει χαμηλούς τους τόνους εμφανίστηκε ο Γάλλος πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν, ο οποίος φέρεται να απέφυγε κάθε συνάντηση με το «δεξί του χέρι» και στυλοβάτη της κυβέρνησή του, Ντομινίκ Στράους Καν, από τη στιγμή που έγινε γνωστή η δίωξη εναντίον του μέχρι τη στιγμή που παραιτήθηκε. Εντούτοις, ο Λ. Ζοσπέν υπερασπίστηκε τον υπουργό του χαρακτηρίζοντάς τον «υπόδειγμα υπευθυνότητας και ακεραιότητας» και άφησε ανοιχτή την πόρτα της επιστροφής για τον Στράους Καν στην κυβέρνηση. Ο Γάλλος πρωθυπουργός δε φάνηκε διατεθειμένος να συζητήσει περαιτέρω το θέμα στο Κοινοβούλιο, αρκούμενος να δηλώσει ότι δεν προτίθεται να παρέμβει στο έργο της Δικαιοσύνης και επαναλαμβάνοντας ότι είναι υπέρμαχος της αρχής ότι «ο καθένας είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο». Παρ' όλα αυτά, δε δίστασε να αδράξει την ευκαιρία της επίθεσης που εξαπέλυσε εναντίον της κυβέρνησής του η δεξιά αντιπολίτευση, για να ξεκινήσει «πόλεμο» με τη δεξιά πτέρυγα του Κοινοβουλίου και, κατ' επέκταση, με το Προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων Πεδίων και τον Ζακ Σιράκ προσωπικά, καταφέρνοντας με τον τρόπο αυτό, και με την αγαστή βοήθεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να μετατοπίσει τα φώτα της δημοσιότητας από το σκάνδαλο αυτό καθαυτό στην αλληλοεκτόξευση καταγγελιών.

Ο συνασπισμός RPR - UDF, Νεογκωλικών και Φιλελεύθερων, ο οποίος, επίσης, πλήττεται από σκάνδαλα, καθώς ο δήμαρχος του Παρισιού και μέλος του RPR Ζακ Τιμπερί έχει, ήδη, διωχτεί δικαστικώς για κατάχρηση δημόσιου χρήματος και απάτη σε συνεργασία με τη σύζυγό του, κατηγορεί τη σοσιαλιστική κυβέρνηση για σωρεία απατών και διαφθορά. Ο Λ. Ζοσπέν, από την πλευρά του, απάντησε κατηγορώντας ευθέως τον Ζ. Σιράκ ότι ενορχήστρωσε όλη την επίθεση και έσπευσε να ανταποδώσει, υποστηρίζοντας ότι όποιος επιθυμεί να ανακαλύψει σκάνδαλα μπορεί να ερευνήσει τα τεκταινόμενα κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τη Δεξιά. Ο Γάλλος Πρόεδρος απάντησε με λιτή ανακοίνωση, στην οποία τονίζει ότι όποιος «ενδιαφέρεται για το καλό της χώρας, καλό θα ήταν να αναφέρει συγκεκριμένα στοιχεία και ονόματα όταν εκτοξεύει κατηγορίες», ενώ παράλληλα χαρακτηρίζει ως ύψιστο προσόν ενός πολιτικού την ψυχραιμία, φωτογραφίζοντας έναν Ζοσπέν έξαλλο και ανεύθυνο.

Παρ' όλα αυτά, ο Γάλλος πρωθυπουργός, μετά το «ξέσπασμά» του στη γαλλική Βουλή, ανέκτησε την ψυχραιμία του, συγκάλεσε το Υπουργικό του Συμβούλιο δίνοντας εντολή για σταθερή και αμετάκλητη πορεία στις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής της κυβέρνησης. Μάλιστα, εμφανίζεται αποφασισμένος να επιμείνει και στην κατάθεση του νέου δικαστικού νομοσχεδίου που ετοιμαζόταν να καταθέσει στη Βουλή η υπουργός Δικαιοσύνης Ελιζαμπέτ Γκιγκού. Ανάμεσα στα άλλα, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι πλέον ως βασική αρχή της κάθε δικαστικής διαδικασίας τίθεται ότι ο ύποπτος είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, και κατά συνέπεια θα τεθούν περιοριστικά μέτρα στη δημοσιοποίηση του κατηγορητηρίου, ενώ δε θα χρειάζεται να παραιτείται από το αξίωμά του εφόσον είναι πολιτικό ή δημόσιο πρόσωπο μέχρι να κριθεί η υπόθεσή του στα δικαστήρια. Αυτό το άρθρο του νομοσχεδίου συγκέντρωσε τα πυρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία υποστήριξε ότι συντάχθηκε, ακριβώς, για να προλάβει, έστω και αν δεν τα κατάφερε, την υπόθεση του Ντομινίκ Στράους Καν.

«Σύμπνοια» στους κόλπους της κυβέρνησης

Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή για την κυβέρνηση Λ. Ζοσπέν, κομβικός φάνηκε ότι είναι ο ρόλος του συγκυβερνώντος ΚΚ Γαλλίας, το οποίο, επίσης, «ταράχτηκε» δεόντως από όλη την ιστορία της παραίτησης του Ντομινίκ Στράους Καν. Η ηγεσία του ΚΚ Γαλλίας, με επικεφαλής τον εθνικό γραμματέα του Ρομπέρ Υ, χαρακτήρισε «σωστή επιλογή και αξιοπρεπή» την παραίτηση του υπερυπουργού, απέφυγε επισταμένα να πάρει συγκεκριμένη θέση και τάχθηκε υπέρ της αρχής της αθωότητας μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Οι καταγγελίες του κομμουνιστή βουλευτή της περιφέρειας Σομ, Μαξίμ Γκρεμέτζ, προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις στους κόλπους του ΚΚ Γαλλίας. Ο ίδιος ο Ρομπέρ Υ έσπευσε να κατευνάσει τα πνεύματα, χαρακτηρίζοντας «προσωπικές απόψεις» τις δηλώσεις του Μ. Γκρεμέτζ, οι οποίες «σε καμία περίπτωση δεν υιοθετούνται από το κόμμα», ενώ πολλά στελέχη του ΚΚ Γαλλίας χαρακτήρισαν τον Μ. Γκρεμέτζ «ελεύθερο ηλεκτρόνιο» που δρα αυτοβούλως χωρίς να σκέφτεται.

Από την πλευρά τους, οι δημοσιογραφικοί κύκλοι «θυμήθηκαν» αμέσως την «απροσάρμοστη» συμπεριφορά του Μ. Γκρεμέτζ, ο οποίος ήταν ο μόνος βουλευτής του ΚΚ Γαλλίας που δεν έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Ζοσπέν κατά τη σύστασή της και αρνήθηκε, αντιτιθέμενος στην απόφαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚ, να απέχει από την ψηφοφορία για την έγκριση του προϋπολογισμού του 2000, που διεξάγεται αυτές τις μέρες, επιμένοντας να καταψηφίσει το άρθρο για τις μειωμένες κοινωνικές παροχές. «Σιγήν ιχθύος», επίσης, τήρησε το ΚΚ Γαλλίας όταν έγινε γνωστό ότι οι Ντρέι και Λε Γκεν επρόκειτο να καταθέσουν μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση σε βάρος του Μ. Γκρεμέτζ.

Παρά τους έντονους κλυδωνισμούς, η κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν φαίνεται ικανή να επιβιώσει από την πρώτη μεγάλη κρίση που καλείται να αντιμετωπίσει από τότε που ανέλαβε την εξουσία, τον Ιούνη του 1997. Πολιτικοί αναλυτές, βέβαια, εκτιμούν ότι το προφίλ της ηθικής και της ακεραιότητας που επισταμένα καλλιέργησε ο Ζοσπέν, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, με στόχο τη μάχη των προεδρικών εκλογών του 2002 απέναντι στον Ζακ Σιράκ, υπέστη μεγάλο πλήγμα, και πιθανώς δε θα καταστεί δυνατή η αποκατάστασή του μέχρι το τέλος της κυβερνητικής του θητείας. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι η ρωγμή που, για λίγο, άνοιξε στα τείχη του συστήματος έκλεισε με τάχιστους ρυθμούς, αφήνοντας την κοινή γνώμη με μια αίσθηση σύγχυσης, με αποσπασματικά στοιχεία και με την εντύπωση ότι το όλο ζήτημα αφορά μία υπόθεση απάτης στην οποία εμπλέκεται το όνομα και του πρώην υπουργού Οικονομικών. Οπως γίνεται, συνήθως, το σκάνδαλο αποσυνδέθηκε εντελώς από τη γενεσιουργό αιτία του, το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο μοιάζει να εξαγνίζεται μέσα από άλλη μία επιχείρηση «καθαρά χέρια» των δικαστικών... Σαν να επαναλαμβάνεται το «έργο» που έπαιξε πριν από, μόλις, λίγα χρόνια στην Ιταλία και τελικά, έλαβε τέλος άδοξα τόσο άξαφνα όσο άρχισε... Αναμενόμενο, άλλωστε, αφού δεν πρόκειται παρά για, επιμέρους, διορθωτικές κινήσεις στους κόλπους του ίδιου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ