Πηγή της έμπνευσής τους ήταν το κεντρικό πρόσωπο της εκπομπής, ένας εξαιρετικός οινοποιός, που ήταν επίσης και δεινός ιστιοπλόος, έμπειρος ελαιοπαραγωγός, ευφάνταστος μάγειρας, αλλά και... σκηνοθέτης και τηλεοπτικός παραγωγός. Ο Μανούσος Μανουσάκης.
Είχε ο ίδιος προτείνει τη σύνθεση εκείνης της παρέας. Ηθελε να είναι μαζί μας, οπωσδήποτε, η Ελενα Ναθαναήλ, ο Πάνος Μιχαλόπουλος, ο Γιάννης Βόγλης, η Μελίνα Μποτέλη, ο Γιώργος Λεβεντογιάννης, η Μαριάννα Τουμασάτου, η Θεοφανία Παπαθωμά, ο Απόστολος Γκλέτσος, η Αλεξάνδρα Παυλίδου και ο Γιώργος Χατζηνάσιος. Ο τελευταίος είχε φέρει μαζί του κι έναν νεαρό Κύπριο τραγουδιστή, που θα έβγαινε πρώτη φορά στην τηλεόραση, τον Μιχάλη Χατζηγιάννη. Το γύρισμα της δίωρης εκπομπής διήρκεσε ...τέσσερις ώρες, γιατί κανείς δεν ήθελε να τελειώσει εκείνη η συνάντηση, στη διάρκεια της οποίας ακούστηκαν ενδιαφέρουσες πληροφορίες και σχόλια για το τιμώμενο πρόσωπο, όπως π.χ.:
Ελενα Ναθαναήλ: «Αυτός ο άνθρωπος δεν κουράζεται με τίποτα. Του λες: "Μανούσο, νισάφι πια, είμαι 10 ώρες όρθια, έχω πατσαβουριάσει. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα". Εκείνος τίποτα, εκεί. Εγώ που δουλεύω από την εποχή του ...βωβού κινηματογράφου κι έχω συνεργαστεί σχεδόν με όλους, έχω να πω πως ο Μανούσος είναι ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που αγαπάει πολύ τους ηθοποιούς. Δεν θα τους φωνάξει ποτέ. Στην αρχή, με ξάφνιαζε που μας ψιθύριζε τις οδηγίες στ' αυτί. Μια δημοσιογράφος μου είπε κάποτε: "Σου ψιθυρίζει και σένα ερωτικά τις παρατηρήσεις του;". Λέω, "δεν είναι ερωτικά, είναι μια υπέροχη συνωμοσία του Μανούσου και του ηθοποιού του. Μια συνωμοσία υπέρ του ηθοποιού, που τον υποχρεώνει να παίξει καλά, τον φέρνει στο φιλότιμο. Λες, δεν γίνεται τώρα να μην παίξω καλά, πώς να τολμήσω;"».
Γιώργος Λεβεντογιάννης: «Αν ο Μανούσος ήταν δημοσιογράφος, δεν θα ήταν κανένας από τους σημερινούς πρωτοκλασάτους της τηλεόρασης. Θα ήταν ένας διευθυντής ειδήσεων. Ενας μαέστρος της ενημέρωσης».
Μελίνα Μποτέλη: «Τον αγαπάει τον ηθοποιό του, τον προσέχει, τον φροντίζει και τον σέβεται. Κι ένα άλλο καλό που έχει, είναι ότι πάντα συνεργάζεται με το καλύτερο συνεργείο τεχνικών».
Θεοφανία Παπαθωμά: «Ο Μανούσος έχει στο μάτι του μια συνενοχή που σε χαλαρώνει. Γίνεται συνένοχος σε όσα κάνεις στο γύρισμα κι αυτό καταλήγει να είναι πολύ δημιουργικό».
Με τον Μανούσο Μανουσάκη, αυτόν τον πρωτοποριακό καλλιτέχνη, που πήγε κόντρα στα άσχημα του καιρού του, διατηρούσαμε πάντα μια ζεστή επαφή και κάναμε αρκετές συνεντεύξεις κι εκπομπές όλα αυτά τα χρόνια. Η τελευταία δημοσιογραφική συζήτησή μας έγινε για το «ethnos.gr», το 2020. Συναντηθήκαμε στο γραφείο του στο Χαλάνδρι, με φόντο έναν πίνακα της γιαγιάς του, εμπνευσμένο από την πολυβραβευμένη ταινία του «Η σκιάχτρα», του 1985. Σκεφτόμουν, παρατηρώντας τον πίνακα, πως η περιπλάνηση του παλικαριού της ταινίας που εξελίσσεται σε ταξίδι μύησης στη ζωή μοιάζει πολύ με το ταξίδι του Μανούσου. Εζησε περιπέτειες, γνώρισε μύθους, μάγισσες, ξωτικά, στοιχειωμένα κάστρα, αλλά και δράκους. Στο μόνο ίσως που διέφερε από τον ήρωα της «Σκιάχτρας» (που αυτός με έναν τρόπο ενηλικιώθηκε), είναι στο ότι ο Μανούσος ήταν αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει την εφηβεία του.
Μου μιλούσε με πάθος για κάτι νέο που οραματιζόταν, μια σειρά για το 1821. Για μια ιστορία που θα ξεκινούσε με τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε' και θα τέλειωνε στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Τον απασχολούσαν πολύ, εκείνη την περίοδο, οι «δύο χαρακτήρες του 1821» - όπως έλεγε - «ο μεγαλειώδης και αυτός της μηχανορραφίας». Θεωρούσε ότι έχει τεράστια σημασία το πώς έδρασε η πολιτική στη διάρκεια της Επανάστασης.
Είχε ήδη ανοίξει μέσα από την τηλεοπτική του σειρά «Κόκκινο Ποτάμι» μια συζήτηση ουσίας για τον Ελληνισμό. Για το τι σημαίνει βία, αυθαιρεσία, διεθνές δίκαιο, προσφυγιά, ανθρώπινα δικαιώματα, γενοκτονία. Τον είχα ρωτήσει τότε αν ισχύει ότι κάποια στιγμή, συνεργάστηκε με τη θεία του την Ειρήνη Παπά, σε κάτι που ενδιέφερε πολύ και τους δυο τους.
«Βέβαια», μου είπε. «Δουλέψαμε μαζί πάνω στον μύθο των Ατρειδών, έχουμε γράψει τα οκτώ πρώτα σενάρια, αλλά βρίσκονται ακόμη στο συρτάρι. Θα ήθελα διακαώς να αξιοποιηθούν, γιατί θεωρώ αυτόν τον μύθο κάτι σαν τις "Ειδήσεις των 9" - είναι τόσο σημερινός ο καβγάς του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα για τα λάφυρα, που θα μπορούσαν να είναι το πετρέλαιο σήμερα. Για τα λάφυρα είναι όλη η ιστορία του κόσμου».
Τον είχα ρωτήσει ακόμα, αν θεωρούσε ότι με την ιστορία του «Κόκκινου Ποταμιού» είχε εξαντλήσει το θέμα της προσφυγιάς. «Οχι», ήταν η απάντηση, «η προσφυγιά είναι ένα πολυσύνθετο και επαναλαμβανόμενο ιστορικό γεγονός μέσα στον χρόνο. Τότε η ελληνική πολιτεία δεν ήθελε τους πρόσφυγες εδώ, για να μη διασαλεύσει την πολιτική ισορροπία, και τους άφησε να σφάζονται. Πάντα και παντού έβλεπαν και βλέπουν αυτούς τους κατατρεγμένους και βασανισμένους ανθρώπους με μισό μάτι, καχυποψία και συχνά επιθετικότητα. Εκανα τους "Ψίθυρους καρδιάς", το "Η αγάπη ήρθε από μακριά", το "Μη μου λες αντίο", γιατί ήθελα να μιλήσουμε για τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό. Με την ταινία "Ουζερί Τσιτσάνης" είδαμε και το πού μπορεί να οδηγήσει αυτός ο φασισμός. Δεν είμαι με αυτούς που επιλέγουν να ξεχνούν...
Πάντως, όπως και με τη Γενοκτονία των Ποντίων, έτσι και σήμερα διαπιστώνουμε τη σιωπή της διεθνούς κοινότητας. Τεράστια σιωπή, μάλιστα. Αυτή είναι η πολιτική των μεγάλων. Αλλά μην ξεχνάμε ότι και τότε δεν υπήρξε η παραμικρή διαμαρτυρία της ελληνικής κυβέρνησης για τη σφαγή των Ποντίων, δεν έκανε τίποτε για να θέσει τους συμμάχους προ των ευθυνών τους. Είμαστε και τώρα, όπως και τότε, μόνοι μας και διαπιστώνουμε την ίδια εκκωφαντική αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας σε όσα μας απειλούν».
Το παιδί από το Χιλιομόδι είχε μια υπερδραστήρια μαμά, την εικαστικό Δέσποινα Λελέκου - Τατάκη, μια σπουδαία θεία, την παγκόσμια Ειρήνη Παπά, που τα έζησε όλα με τους δικούς της όρους και η αύρα της πάντα περιέβαλλε την οικογένειά του, και μια γιαγιά δασκάλα, που ζωγράφιζε νεράιδες και έλεγε ωραίες ιστορίες με ξωτικά. Είχε κι έναν όμορφο ελαιώνα στη Σπάρτη, ελιές και περιβόλια στο Χιλιομόδι, ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα στο Πόρτο Ράφτη, αμέτρητες επιτυχίες και πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, βρήκε κι έναν τρόπο για να κάνει κάτι που ήθελε από μικρός: Βόλτες στον ουρανό. Ενιωσε ξαφνικά την ανάγκη να ψάξει τα άστρα, να εξερευνήσει το Σύμπαν. Χρειαζόταν, όμως, ένα τηλεσκόπιο.
Και το απέκτησε. Ελεγε πως αυτό τον δίδαξε πόσο μικροί είμαστε, αλλά και ταυτόχρονα πόσο τυχεροί που ζούμε σ' αυτό το Σύμπαν. Κάτι όμως που του το είχαν διδάξει ήδη και το χωράφι και η θάλασσα. Το μέτρο, το πραγματικό μας μέγεθος. «Αλλά και μέσα στη μικρότητά μας, σπουδαίοι είμαστε», έλεγε. «Αυτό όσοι δουλεύουν στη γη και στη θάλασσα μπορούν να το νιώσουν βαθιά και έτσι να μετρήσουν σωστά το μπόι τους».