Το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που έχει σταθερές και καθαρές προτάσεις απέναντι σε όλα τα ναρκωτικά, λένε στο «Ριζοσπάστη»
Από εκδήλωση αποφοίτησης στα «στεγνά προγράμματα» μετά από τιτάνια μάχη |
Είναι γονείς των παιδιών στο θεραπευτικό πρόγραμμα «18 Ανω», που μιλούν σήμερα στο «Ριζοσπάστη». Η Βάσω Μελέντη, πρόεδρος του «Συλλόγου Οικογένειας και Φίλων της θεραπευτικής μονάδας 18 ΑΝΩ», η Λουίζα Μπατίστα και η Σοφία Τσιλιγιάννη, μέλη του Συλλόγου, ο οποίος ιδρύθηκε πριν τρία χρόνια και αποσκοπεί στη συσπείρωση των γονέων κόντρα στη δημιουργία μαζικής κοινωνικής ανοχής απέναντι στο φαινόμενο των ναρκωτικών.
«Πρέπει να τους εμποδίσουμε, να κατεβούμε στο δρόμο. Να στηρίξουμε όσους θέλουν τα παιδιά μας "καθαρά"», λέει η Λουίζα. «Κανένα πρόσωπο δε θα λύσει το πρόβλημα. Οταν φτάσουμε στην κάλπη να μην κοιτάξουμε τα πρόσωπα, αλλά τις πολιτικές που υπηρετούν και δεν έχουν καμία διαφορά. Η διαφορά είναι ίσως στον τρόπο που θα τις υλοποιήσουν», συμπληρώνει η Σοφία.
Η κουβέντα, λόγω και της προεκλογικής περιόδου, έρχεται στο διαχωρισμό των ναρκωτικών σε «σκληρά» και «μαλακά» - μια συζήτηση που επανήλθε στο προσκήνιο από τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου: «Είναι προκλητικό να σου λέει ψήφισέ με και εγώ την άλλη μέρα θα σου αφήσω ελεύθερο το χασίς. Μα είναι δυνατόν; Οταν τα παιδιά κατακτούν τη ζωή τους μέρα με τη μέρα; Το εμπόριο και το παραεμπόριο δε σταματά με τέτοιου είδους τεχνάσματα, γιατί για τεχνάσματα πρόκειται. Ε, δε γίνεται να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια, κάτι πρέπει να γίνει, κάτι πρέπει να κάνουμε», λέει η Βάσω.
Η χορήγηση υποκαταστάτων από το κράτος είναι ένα από τα... μέτρα που έχει πάρει η κυβέρνηση στο όνομα της λεγόμενης μείωσης της βλάβης. «Ας μιλήσουμε καθαρά. Το ζητούμενο για μας δεν είναι η μείωση της βλάβης και η διαχείριση του προβλήματος. Τα προγράμματα χορήγησης υποκατάστατων έγιναν προκειμένου να τα οικονομήσουν "χοντρά" κάποιες φαρμακοβιομηχανίες. Δηλαδή τι, να πάρουμε τα παιδιά μας από τη μια ουσία και να τα ρίξουμε σε μια άλλη, που η μόνη διαφορά της είναι η νομιμότητά της», λέει η Β. Μελέντη. «Μπορεί να τους βολεύει να βρίσκονται τα παιδιά μας στη συντήρηση, όμως εμείς θέλουμε να "καθαρίζουν", να ζουν», συμπληρώνει η Σ. Τσιλιγιάννη.
«Ας μη γελιόμαστε, όπου υπάρχουν προγράμματα χορήγησης υποκατάστατων, έξω απ' αυτά γίνεται "νταραβέρι", μετατρέπονται οι δρόμοι σε πιάτσες. Εκτός από αυτό όμως, είναι πολλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γονείς ενός χρήστη, για τα οποία το κράτος αδιαφορεί επιδεικτικά. Οι μόνοι που στέκονται δίπλα μας είναι θεραπευτές που έχουν αφοσιωθεί στα παιδιά μας. Ομως το πρόβλημα δε λύνεται από την ανθρώπινη προσφορά, αλλά απ' την κρατική κι αυτή είναι ανύπαρκτη», λέει η Λ. Μπατίστα.
«Και δε φτάνει μόνο αυτό. Είναι κοινό μυστικό ότι σήμερα το κράτος κάνει τα στραβά μάτια για τις δεκάδες ιδιωτικές κλινικές, που το μόνο που κάνουν είναι να εκμεταλλεύονται την αγωνία και τον πόνο χιλιάδων γονιών, προσφέροντας αποτοξίνωση έναντι εκατομμυρίων. Πολλοί γονείς έχουν πέσει στην παγίδα μέσα στην απόγνωσή τους. Πουλάνε οικόπεδα, σπίτια, μαγαζιά ό,τι έχει ο καθένας, προκειμένου να σώσουν το παιδί τους για ένα αποτέλεσμα αναμφίβολο. Ασε που στις περισσότερες χορηγούν κάποιο υποκατάστατο, συνήθως ναλτρεξόνη», επισημαίνει η Βάσω.
«Κάθε γονιός αιμορραγεί οικονομικά. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των παιδιών έχουν ηπατίτιδα ή κάποιο άλλο πρόβλημα και χρειάζονται συχνές ιατρικές εξετάσεις και πληρώνουν για αυτές. Σχεδόν όλοι όσοι έχουν περάσει από τη χρήση έχουν νομικές εκκρεμότητες και μόνο για μία δίκη η αμοιβή του δικηγόρου είναι περίπου 1.000 ευρώ. Και συνήθως η δίκη δεν είναι μόνο μία για το κάθε παιδί. Κάθε γονιός πουλάει ό,τι έχει, εκτός από την ψυχή του. Πού είναι το κοινωνικό κράτος με το ανθρώπινο πρόσωπο; Και βγαίνουν μετά και σου λένε ότι οι χρήστες είναι άρρωστοι, με εγκεφαλικές βλάβες και η αιτία της τοξικοεξάρτησης είναι η οικογένεια. Θα 'πρεπε να ντρέπονται», υπογραμμίζει η Λουίζα.
«Τους βολεύει να ρίχνουν την ευθύνη στους γονείς και να τη βγάζουν από πάνω τους. Οι γονείς φταίνε που τα παιδιά μας είναι άνεργα, που πρέπει να πληρώνουν για να μορφωθούν, να αθληθούν; Κι αν όλα αυτά τα παιδιά έχουν εγκεφαλικές βλάβες όταν τελειώνουν ένα θεραπευτικό πρόγραμμα, δε θα 'πρεπε να "κουβαλάνε" ακόμη τη βλάβη;», αναρωτιέται η Σοφία.
«Είναι ξεκάθαρο ότι όλα αυτά αποσκοπούν στον κοινωνικό έλεγχο και τη διαχείριση αυτών των παιδιών. Γιατί όταν αυτά τα παιδιά θεραπεύονται, ολοκληρώνοντας ένα πρόγραμμα, έχουν φωνή που διεκδικεί, απαιτεί, αντιστέκεται. Κι αυτό δεν το θέλουν. Θέλουν να χτυπήσουν την παραοικονομία, να ελέγχουν κι αυτή την πλευρά η οποία τους ξεφεύγει. Προκειμένου να το πετύχουν αυτό, γίνεται έμπορος ακόμη και το ίδιο το κράτος, μετατρέποντας σε πιάτσες τα νοσοκομεία», τονίζει η Βάσω.
«Δε χρειαζόμαστε τεχνάσματα. Χρειαζόμαστε πρόληψη και θεραπεία, να ενισχυθούν τα "στεγνά" θεραπευτικά προγράμματα», λέει η Σοφία. Και η Βάσω συμπληρώνει: «Η ενημέρωση δε φτάνει. Πρέπει να δημιουργηθούν προγράμματα πρόληψης στο σχολείο, στο φροντιστήριο, προγράμματα για τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς. Οταν τα παιδιά από 12 χρονών είναι περισσότερες ώρες εκτός οικογένειας, είτε στο σχολείο, είτε στα αγγλικά, είτε στο φροντιστήριο, πρέπει να ισχυροποιήσουμε τις άμυνές τους. Να μπορούν να μορφώνονται, να βρίσκουν δουλιά, να ασχολούνται με την τέχνη και τον πολιτισμό. Ομως όλος ο πολιτισμός εξαντλείται σε κακόγουστες και πολυδάπανες φιέστες για την Ολυμπιάδα. Αυτός είναι ο πολιτισμός τους. Ας κοιτάξουν λίγο χαμηλά να δουν πώς ζούμε, ας κάνουν μια βόλτα στις γειτονιές να δουν τι γίνεται».
«Το ξέρεις ότι απ' τα 100 παιδιά που ολοκληρώνουν ένα θεραπευτικό πρόγραμμα ούτε οι 5 δε βρίσκουν δουλιά; Εντάξει, υπάρχει ο ρατσισμός από τους επιχειρηματίες, αλλά το κράτος τι κάνει;», καταλήγει η Λουίζα.
Οι εργαζόμενοι υπογραμμίζουν ότι δεν «είναι βοήθεια να πάρει ένας τοξικομανής απλώς ένα υποκατάστατο. Κάτι τέτοιο δεν αντικαθιστά την παιδεία, τη μόρφωση, την επανένταξή του στην κοινωνία. Ολα αυτά συνδέονται με τη λογική του κόστους». |
Στις παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν τα στοιχεία που παρέθεσε χτες για τον ΟΚΑΝΑ ο σύλλογος των εργαζομένων σε αυτόν, που βρίσκεται σε αγωνιστική κινητοποίηση για την απόκρουση των αυταρχικών επιλογών της διοίκησης του ΟΚΑΝΑ.
Η αποδυνάμωση και υπονόμευση της θεραπείας, η ενίσχυση της συντήρησης, καθώς και επιμέρους ζητήματα που αφορούν τη λήψη αποφάσεων με το πρόσχημα της εφαρμογής του Εσωτερικού Κανονισμού, από τη διοίκηση του ΟΚΑΝΑ «με αδιαφανείς, αντιδημοκρατικές και αναξιοκρατικές διαδικασίες», οδήγησαν χτες τους εργαζόμενους του ΟΚΑΝΑ σε 24ωρη απεργία, προκειμένου να προασπίσουν την αποτελεσματικότητα του θεραπευτικού τους έργου.
«Είναι ανάγκη να υπάρξουν πολιτικές που να συγκρούονται με το πρόβλημα των ναρκωτικών και όχι να το διαχειρίζονται», υπογράμμισε ο Γιάννης Κακλαμάνης, πρόεδρος του συλλόγου. Ενώ πολλοί από τους εργαζόμενους επισήμαναν τις ευθύνες της διοίκησης που «αδιαφορεί για την ποιότητα των προγραμμάτων, η οποία υποβαθμίζεται διαρκώς, και αντιμετωπίζει τους χρήστες ως αριθμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και χρόνια στη Θεσσαλονίκη λειτουργούν τρεις μονάδες χορήγησης υποκαταστάτων και ούτε μια Μονάδα Κοινωνικής Επανένταξης. Η κύρια ευθύνη βαραίνει το υπουργείο Υγείας, το οποίο έχουμε καλέσει επανειλειμμένα να πάρει θέση για την καταστρατήγηση της φιλοσοφίας και του προσανατολισμού του ΟΚΑΝΑ, χωρίς να ανταποκριθεί».
Παράλληλα, επικεντρώθηκαν στην ευθύνη της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση «που σπρώχνει σε ολοένα και μεγαλύτερες εκπτώσεις τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προγραμμάτων υποκατάστασης, προκειμένου να βγει προς τα έξω ότι μικραίνει η λίστα αναμονής». Ενδεικτικό παράδειγμα προχειρότητας και αδιαφορίας που διέπει τις Μονάδες του ΟΚΑΝΑ είναι η αναλογία θεραπευτών προς θεραπευόμενους. Πριν ήταν 1 προς 17 και σήμερα 1 προς 40. Οι εργαζόμενοι υπογράμμισαν ότι δεν υπάρχει προγραμματισμός ενώ τεράστια είναι τα προβλήματα των Μονάδων χορήγησης βουπρενορφίνης. Η Μονάδα στη Λιβαδειά λειτουργεί μόνο με ένα γιατρό.
Χαρακτηριστική ήταν η παρέμβαση μιας θεραπεύτριας, η οποία ανέδειξε την ανάγκη να διασφαλιστεί η ποιότητα των προγραμμάτων, αφού «δεν είναι βοήθεια να πάρει ένας τοξικομανής απλώς ένα υποκατάστατο. Κάτι τέτοιο δεν αντικαθιστά την παιδεία, τη μόρφωση, την επανένταξή του στην κοινωνία. Ολα αυτά συνδέονται με τη λογική του κόστους».
Η ματαίωση και η αδιαφορία της πολιτικής του ΟΚΑΝΑ, ως προς την απεξάρτηση, έρχεται να επιβεβαιωθεί με την προεκλογική απόφαση της διοίκησης, να συστεγαστεί η Μονάδα Κοινωνικής Επανένταξης με το Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ) του ΟΚΑΝΑ. Οι αντιδράσεις των εργαζομένων δεν αφορούν μόνο στην έλλειψη υποδομής και κατάλληλων δομών που είναι απαραίτητα, αλλά κυρίως στην ανάγκη να μη συγχρωτίζονται οι άνθρωποι που βρίσκονται στο στάδιο της απεξάρτησης με χρήστες μεθαδόνης ή με άτομα που κάνουν παράλληλη χρήση, όπως γίνεται στο ΚΕΚ. «Ετσι υπονομεύεται το θεραπευτικό έργο και η αποτελεσματικότητα της δουλιάς μας. Είναι ζήτημα ηθικής τάξης, όταν ένα πολιτικό όργανο διορισμένο από την κυβέρνηση, δέκα μέρες πριν τις εκλογές, παίρνει τόσο σοβαρές αποφάσεις», λένε.
Την αντίθεσή τους σ' αυτή την απόφαση εξέφρασαν και τα περίπου 40 μέλη της Μονάδας, με επιστολή τους. Λόγω των έντονων αντιδράσεων που προκλήθηκαν, η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αναστείλει την εφαρμογή των αποφάσεων, όχι όμως και να τις ανατρέψει.
Ο σύλλογος πρόκειται να προχωρήσει τη Δευτέρα σε Γενική Συνέλευση προκειμένου να αποφασίσει για το μέλλον των τετράωρων στάσεων εργασίας που έχει εξαγγείλει.
Στο δρόμο κινδυνεύουν να μείνουν 40 υπερήλικες με χρόνιες παθήσεις, τρόφιμοι της «Κωστοπούλειας Στέγης» στην πόλη των Σερρών, ενώ το φάσμα της απόλυσης αντιμετωπίζουν 20 εργαζόμενοι του Ιδρύματος.
Αιτία είναι η άρνηση του ΟΓΑ να καταβάλει το ποσό των 550.000 ευρώ που οφείλει στο Ιδρυμα, σύμφωνα με τη σχετική σύμβαση που υπέγραψε ο Οργανισμός με τη διοίκηση του γηροκομείου. Συγκεκριμένα, ο ΟΓΑ είχε αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλει το ημερήσιο νοσήλιο για κάθε τρόφιμο της νέας πτέρυγας για την περίθαλψη χρόνια πασχόντων που επρόκειτο να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει στο Ιδρυμα. Η διοίκηση του γηροκομείου από την πλευρά της, βασιζόμενη στην υπόσχεση του Οργανισμού, προχώρησε σε εκποίηση ακίνητης περιουσίας και σε τραπεζικό δάνειο. Κι ενώ τέθηκε σε λειτουργία η νέα πτέρυγα, ο ΟΓΑ κατέβαλε μόνο ένα μέρος του ποσού με αποτέλεσμα η διοίκηση του Ιδρύματος να εκπέμπει δραματική έκκληση να δοθούν τα χρεωστούμενα, αλλιώς, προειδοποιεί, η μονάδα κινδυνεύει να κλείσει.
Μάλιστα, εξαιτίας των οφειλών του γηροκομείου υπάρχει κίνδυνος να διακοπεί η λειτουργία και της πρώτης παλιότερης πτέρυγας και να βρεθούν τελικά στο δρόμο ενενήντα τρόφιμοι και σαράντα εργαζόμενοι.