20 χρόνια πέρασαν από τότε που η χούντα των στρατηγών αποσπούσε τα εγκωμιαστικά σχόλια των FinancialTimes (από αφιέρωμα των οποίων αντλήσαμε και το παραπάνω απόσπασμα, που περιέχεται στην πρώτη συνέντευξη που έδωσε σε ξένη εφημερίδα ο πραξικοπηματίας στρατηγός) για την αποκατάσταση της «σταθερότητας» στην Τουρκία, την «αντιμετώπιση» της οικονομικής κρίσης που έπληττε τότε τη χώρα και την καταστολή του αριστερού «τρομοκρατικού» κινήματος.
Εχουμε Μάιο του 2001. Μια δημοκρατική κυβέρνηση αρνείται, όπως και οι τοτινοί εξουσιαστές στην Τουρκία, την πραγματικότητα στις φυλακές. Οι αριστεροί πολιτικοί κρατούμενοι εξακολουθούν να υφίστανται συστηματικούς βασανισμούς, ξυλοδαρμούς, βιασμούς και ταπεινώσεις. Η διαφορά ότι τα σημερινά κολαστήρια είναι πιο «σύγχρονα», πιο εκλεπτυσμένα - τα Λευκά Κελιά, γερμανική εφεύρεση για την ψυχολογική εξόντωση των «τρομοκρατών», που απομονώνουν τους πολιτικούς κρατούμενους σε δωμάτια που χωρούν από έναν ως τρεις εγκλείστους. Επίσης παλεύει για την «αντιμετώπιση» της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα και την αποκατάσταση της «σταθερότητας».
Στην Ελλάδα οι εκδηλώσεις συμπαράστασης στους πολιτικούς κρατούμενους δυναμώνουν |
Με αυτά τα δεδομένα παλεύουν οι άνθρωποι, που από τον περασμένο Οκτώβριο έως σήμερα πραγματοποιούν απεργία πείνας στην Τουρκία, έχοντας πληρώσει με 60 ζωές τον αγώνα τους. Το Δεκέμβριο του 2000, όταν η κυβέρνηση έστειλε τη στρατοχωροφυλακή στις φυλακές, αρχίζοντας ένα απίστευτο φονικό τεσσάρων ημερών με τριάντα φυλακισμένους και δύο στρατιώτες νεκρούς. Και εφέτος, με τους θανάτους δεκαέξι πολιτικών κρατουμένων και τριών συγγενών τους στην απεργία πείνας, καθώς κι ενός διαδηλωτή που αυτοπυρπολήθηκε την Τετάρτη στη Γερμανία. Η τουρκική κυβέρνηση μόλις την εβδομάδα που πέρασε προσπάθησε, μετά από σειρά καταγγελιών οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ευρωπαϊκών παραινέσεων, κι ενώ το θέμα κέρδισε πια δημοσιότητα, να περάσει μια εικόνα «διαλλακτικότητας», ανακοινώνοντας την πρόθεσή της να τροποποιήσει το άρθρο 16 του αντιτρομοκρατικού νόμου.
Βάσει των σχεδιαζόμενων τροποποιήσεων, οι κρατούμενοι θα έχουν δυνατότητα συναντήσεων για επιμορφωτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και αθλητικές δραστηριότητες και θα μπορούν να υποβάλλουν παράπονα σε ειδικά δικαστήρια για περιπτώσεις βασανισμών, ενώ θα υπάρξει «διαφάνεια» στις φυλακές. Οι πολιτικοί κρατούμενοι, όμως, έχουν ξεκαθαρίσει ότι θεωρούν τις προτάσεις αυτές ημίμετρα, που απλώς προσδίδουν ένα «ανθρώπινο πρόσωπο» στην απάνθρωπη πολιτική της καταπίεσης που κρατάει δεκαετίες. Αυτούς όμως η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει καμία πρόθεση να τους ρωτήσει: Εν χορώ ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνούνται κάθε πιθανότητα διαλόγου, ενώ ο καημός των υπολοίπων της κυβέρνησης είναι μήπως πληγεί ο ...τουρισμός.
(Και, παρεμπιπτόντως, υπάρχουν και τα ζητήματα του χρέους και της κατάστασης της οικονομίας της Τουρκίας. Ως το τέλος του 2004, εκκρεμούν οι αποπληρωμές χρεών 81 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η κρίση που ξέσπασε το Φεβρουάριο έχει καταβαραθρώσει την τουρκική λίρα, έχει εκτινάξει τον πληθωρισμό, έχει καταστρέψει το «πρόγραμμα σταθεροποίησης» του ΔΝΤ και έχει αναγκάσει την κυβέρνησή της να ζητεί πιεστικά νέα δάνεια από τη Δύση. Είναι ένα ερώτημα το πώς και το πότε η Τουρκία θα μπορούσε να επιτύχει κάποιου είδους «σύγκλιση» με τα οικονομικά δεδομένα που απαιτεί η ΕΕ, όσο κι αν διαρκέσει η λιτότητα που επιβάλλει στους εργαζόμενους...).
Associated Press |
Οι απεργοί πείνας συνεχίζουν τον αγώνα τους, πέρα από κάθε όριο αντοχής |
Η Ζέχρα Κουλαξίζ, αδελφή πολιτικού κρατουμένου, που αρνείται να λάβει τροφή επί πέντε μήνες, αδυνατίζει κάθε ημέρα που περνάει. Πριν δύο εβδομάδες, η αδελφή της, Τζανάν, έχασε τη ζωή της. «Οι άνθρωποί μας, οι πολιτικοί κρατούμενοι, τίθενται σε απομόνωση και βασανίζονται», είπε, με τη φωνή της που ακουγόταν πια σαν ψίθυρος, στον Μόρις. «Για εσάς ίσως είναι αδύνατο να καταλάβετε, αλλά γι' αυτό πεθαίνουμε».
Η σύλληψη του Ντιντζ Μπιλγκίν - βαρόνου της βιομηχανίας των μέσων ενημέρωσης στην Τουρκία για περίπου μιάμιση δεκαετία - στις αρχές Απριλίου, ήταν μια απροσδόκητη ντουφεκιά που θορύβησε πολλούς. Ο 61 ετών Μπιλγκίν έπεσε θύμα της οικονομικής κρίσης, και πολλοί έσπευσαν να του φορέσουν την «ταμπέλα» του συνδημιουργού της: Ηταν ιδιοκτήτης μιας τράπεζας που χρεοκόπησε, της Etibank, και μιας θυγατρικής της στο τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος του Ντενκτάς, της NewYorkBankOffshore, και κατηγορείται πως υπεξαίρεσε εκατομμύρια δολάρια για να ικανοποιήσει άλλες επιχειρηματικές του ανάγκες. Σε αυτές τις ανάγκες περιλαμβάνονταν, ως την ώρα της σύλληψής του, ο δεύτερος τηλεοπτικός σταθμός σε ακροαματικότητα στη χώρα, ο ATV, και η δεύτερη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα της Τουρκίας, η Sabah. Παρόλη την εντυπωσιακή του ισχύ, όμως, ο Μπιλγκίν εστάλη πίσω από τα σίδερα, έστω κι αν δεν μπορεί να υποθέσει κανείς ότι οι αρχές του επιφύλαξαν την αντιμετώπιση, της οποίας τυγχάνουν οι πολιτικοί κρατούμενοι...
Η περίπτωση Μπιλγκίν είναι χαρακτηριστική για την τουρκική βιομηχανία των ΜΜΕ. Ξεκίνησε το 1985, ιδρύοντας την Sabah και κερδίζοντας ευρεία αναγνώριση για την αποκάλυψη σκανδάλων στα οποία εμπλεκόταν ο τοτινός πρωθυπουργός, ο μακαρίτης Τουργκούτ Οζάλ. Ο τελευταίος (έστω κι αν, ως αποθανών, δεδικαίωται) δεν είχε κανένα πρόβλημα να τον εξαγοράσει, και αυτό ακριβώς έκανε. Πούλησε επιχειρήσεις αξίας 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων στους ιδιοκτήτες των εφημερίδων, με τους ιδιοκτήτες της Sabah και το ανταγωνιστικό συγκρότημα, την DoganMedya, να αποσπούν το μερίδιο του λέοντος. Η ξαφνική χλιδή στα γραφεία της Sabah ήταν τέτοια που ένας πρώην εργαζόμενος σ' αυτήν θυμάται ότι «ακόμη και στις τουαλέτες μπήκε εισαγόμενη ιταλική πορσελάνη».
Ο Ντιντζ Μπιλγκίν δεν κατάφερε να διαρκέσει και το άστρο του έδυσε όσο εντυπωσιακά ανέτειλε μετά από 16 χρόνια λαμπρής πορείας, αλλά ο άσπονδος εχθρός του, ο Αϊντίν Ντογκάν, τα πάει καλύτερα από ποτέ. Ο Ντογκάν ήταν αυτός που επεκτάθηκε πρώτος στον τραπεζικό τομέα το 1998, με την εξαγορά της Disbank και η αυτοκρατορία του διευρύνεται συνεχώς: Ελέγχει τις εφημερίδες Hurriyet, Posta, Milliyet και Radikal, είναι ο υπερήφανος συνιδιοκτήτης του CNN-Turk και εκτός των άλλων έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα αναπαραγωγής του περιεχομένου των FinancialTimes στην Τουρκία. Το Μάρτιο ένα κονσόρτσιουμ, του οποίου ο όμιλος Ντογκάν ηγείται, έκανε προσφορά για την εξαγορά μιας (ακόμη) χρεοκοπημένης τράπεζας, της DemirBank.
Ο Μπιλγκίν ήταν εντυπωσιακά σπάταλος: Στελέχη του ομίλου Τζουρούκοβα, ο οποίος ελέγχει ορισμένα media και δύο τράπεζες, έκαναν έρευνα στα βιβλία της Sabah, στο πλαίσιο μιας προσφοράς εξαγοράς της εφημερίδας. Ορισμένοι δημοσιογράφοι, ανακάλυψαν, πληρώνονταν έως και 12 εκατομμύρια δραχμές το μήνα. Τα ...φυτά είχαν παραγγελθεί σε εταιρία της Ολλανδίας. Και πάει λέγοντας. Αντίθετα, ο Ντογκάν είναι αδίστακτος businessman πάνω απ' όλα: Πρόσφατα απέλυσε 1.000 εργαζομένους του, επικαλούμενος την οικονομική κρίση.
Παρά τις διαφορετικές τους προσωπικότητες, και οι δύο είχαν διαθρέψει σχέσεις, αν μη τι άλλο παράξενες, με τους μηχανισμούς πολιτικής εξουσίας, όσο και με τον επιχειρηματικό κόσμο. Είναι τέτοια η επιρροή που μπορούσαν και μπορούν να ασκήσουν που δεν υπήρξε καμιά δημοσιότητα, όσον αφορά την κρίση στις τράπεζες ωσότου η κρίση στο σύστημα ξέσπασε. Είναι τέτοια τα συμφέροντά τους και η οικονομική δύναμή τους που οι πολιτικοί το βρίσκουν όλο και πιο δύσκολο να τους αντισταθούν. Οι επιχειρηματίες που δεν ελέγχουν ΜΜΕ αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αλλιώς: Δίνουν διαφήμιση σε όποια από αυτά θεωρούν σημαντικά, για να αποφύγουν τον ανοιχτό, πολλές φορές, εκβιασμό της αρνητικής δημοσιότητας. Ο Νουρί Τζολάκογλου - σεβαστός δημοσιογράφος, εργαζόμενος στο BBC τη 10ετία του '80 και ιδρυτής του NTV, ενός τηλεοπτικού καναλιού συνεργαζόμενου με το αμερικανικό NBC που πρόσφατα εξαγοράστηκε από τον όμιλο Dogus, ο οποίος ελέγχει τρεις τράπεζες - σημειώνει χωρίς κανέναν ενδοιασμό ότι ο σεβασμός που τρέφει ο λαός της Τουρκίας πλέον στους δημοσιογράφους είναι λιγότερος κι απ' αυτόν που έχουν στους πολιτικούς. Και ο λαός τους πολιτικούς τους απεχθάνεται, ειδικά μετά αυτήν την κρίση που έστειλε το βιοτικό του επίπεδο στον Αδη κι ακόμα παρακάτω.
«Συνήθως όταν διαβάζεις δυτικές εφημερίδες, δεν πιστεύεις ότι υπάρχει κάποια σκοτεινή συνωμοσία πίσω από κάθε τίτλο», λέει ο Τζολάκογλου. «Στην Τουρκία, αυτό που κάνεις είναι ότι αρχίζεις να φιλτράρεις την πληροφορία για να καταλάβεις τι κομπίνα κρύβεται πίσω από το κάθε τι» (και στην Ελλάδα, συνάδελφε, παρομοίως).
Η διαφθορά είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τη μια, οι άρχοντες των ΜΜΕ χρησιμοποιούν την επιρροή τους για να αποσπάσουν συμφωνίες ευνοϊκές προς τα συμφέροντά τους. Από την άλλη, η πολιτική εξουσία εφαρμόζει επιλεκτικά τους νόμους. Ο Μετίν Μουνίρ, αρθρογράφος της Sabah, λέει ότι «αν οι αρχές θέλουν να σε πιάσουν, οι νόμοι υπάρχουν». Ο Μουνίρ αντιμετωπίζει δίκη εντός των ημερών για «προσβολή του δικαστικού σώματος». Το έγκλημά του ήταν ότι επισήμαινε πληροφορίες που είχε, κατά τις οποίες ένας δικαστής είχε σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα και είχε πλουτίσει απ' αυτές. Για τους λιγοστούς δημοσιογράφους που τολμούν να εγείρουν θέματα, όπως η κατάσταση στις φυλακές, η καταστροφή της Αριστεράς, οι παρεμβάσεις των στρατηγών ή το Κουρδικό, ούτε λόγος: Δεκάδες φυλακίζονται κάθε χρόνο.
Το κράτος επίσης κρατάει τα «γκέμια» των ΜΜΕ, εκμεταλλευόμενο το χάος που το ίδιο άφησε να δημιουργηθεί στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Από τους δεκάδες τηλεοπτικούς σταθμούς της Τουρκίας, άδεια δεν έχει ούτε ένας. «Μπορούν να μας κλείσουν όποτε θέλουν... είναι ένας τρόπος ελέγχου», θα πει ο Τζολάκογλου. Την εβδομάδα που πέρασε η κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετζεβίτ επρόκειτο να προκηρύξει διαγωνισμό για 11 άδειες, που πρόκειται να διανεμηθούν, βάσει των υψηλότερων κατατεθειμένων χρηματικών προσφορών.
Το μεγάλο πρόβλημα, για τους ενασχολούμενους με τα τουρκικά ΜΜΕ, είναι η αδιαφάνεια. Υποτίθεται ότι ο νόμος απαγορεύει στον οποιονδήποτε να έχει ποσοστό πάνω από 20% σε έναν τηλεοπτικό σταθμό και να εμπλέκεται σε δημόσια έργα αν έχει πάνω από 10%. Στην πράξη βέβαια, αυτά είναι αέρας κοπανιστός, διότι οι βαρόνοι χρησιμοποιούν εταιρίες - βιτρίνες και όλοι είναι ευτυχισμένοι. Κι όλοι ξέρουν, επίσης. Υπάρχει μια φιλολογία περί του ότι η πορεία ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα επιφέρει μια «εξυγίανση» στο χώρο, ότι θα ενισχύσει το «κράτος δικαίου». Ο υπουργός Εσωτερικών Σαντετίν Ταντάν μιλά για την ανάγκη «ανανέωσης των πολιτικών και ανανέωσης των ΜΜΕ». Ακούγονται κι άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια, μόνο που οι γνωρίζοντες δεν εντυπωσιάζονται. Η σύλληψη του Μπιλγκίν ήδη έχει ξεχαστεί από τα πρωτοσέλιδα - η οικονομική κρίση συνεχίζεται κι έχει στείλει, εκτός των άλλων, 3.000 ανθρώπους των ΜΜΕ στο δρόμο. Κι όπως λέει ο Τζολάκογλου, «μένει να δούμε τι είδους διάδοχη κατάσταση θα υπάρξει».