(ΙΟΥΛΗΣ 1948 - ΜΑΡΤΗΣ 1949)
Υποστηρίζει το μαχητικό δημοσίευμα, το οποίο προβάλλεται με τα ακόλουθα στοιχεία:
«ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑΝ ΤΗΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ" ΚΑΙ ΤΗΣ "ΙΣΟΠΟΛΙΤΕΙΑΣ"». Τα εισαγωγικά του υπέρτιτλου ασκούν κριτική στις τάχατες δημοκρατικές ελευθερίες του αυταρχικού μεταπολεμικού αστικού κράτους.
Στον τίτλο ξεκάθαρα εγγράφεται σταράτα η είδηση: «Πώς μετέφεραν στον Πειραιά τους 59 φυματικούς εξορίστους».
Ο πλαγιότιτλος αναφέρει το δυσμενές θέαμα με την ερμηνεία του: «ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΤΟΥ ''ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ'' ΤΟΥΣ ΥΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ - ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΡΑΚΗ, ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΘΑΛΨΙΝ».
Καθώς, λοιπόν, έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη», το εκδοτικό κενό πρόσκαιρα καλύπτει η βραχύβια εφημερίδα «Ο Δημοκρατικός» (17 Αυγούστου 1950 - 5 Γενάρη 1951), με διευθυντή τον δικηγόρο και βουλευτή της ΕΔΑ Διονύση Ι. Χριστάκο (1888 - 1951).
Ενα απόσπασμα από το «μαύρο» ρεπορτάζ, το οποίο αρχίζει με κάμποση καυστική ειρωνεία:
«Το ''Κράτος Δικαίου'', της ''Ισοπολιτείας'' και του ''Ανθρωπισμού", που με τόσην έξαρσιν διεκήρυσσεν έως χθες η Κυβέρνησις Κέντρου, είχε αφήσει σε κάποιο μοναστήρι της Ικαριάς 59 μισοπεθαμένους φυματικούς εξόριστους ως ''επικινδύνους εις την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν!"
Και αντί να τους απολύση ή τουλάχιστον να τους παράσχη τα στοιχειώδη μέσα να ζήσουν κάπως ανθρωπινά τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους, τους υπέβαλε εις νέαν φοβεράν ταλαιπωρίαν.
(...) Ριγμένοι απάνθρωπα στην πλώρη του βαποριού, χωρίς καμμιά απολύτως ιατροφαρμακευτική περίθαλψι, δίδουν την εντύπωσιν πτωμάτων μέσα σε φέρετρα!
(...) Ασύλληπτα δραματική ήταν και η πορεία - μια πορεία θανάτου - από το μοναστήρι της Ικαρίας έως τον τόπον της επιβιβάσεως εις το ατμόπλοιον ''Κυκλάδες'' .
Τρεις και πάνω ώρες βαδίζουν κάτω απ' τον καυτερό ήλιο του Αυγούστου. Οι πιο βαρειά, εκείνοι που δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, είναι πάνω στα φορεία που τα κουβαλούν αναγκαστικά επιστρατευμένοι χωριάτες (...) κι άλλοι μεταφέρονται πάνω σε μουλάρια. Το ανώμαλο έδαφος κάνει την πορεία τους πιο οδυνηρή. Τα 59 ανθρώπινα ράκη διασχίζουν χαράδρες και βουνά, κάθε τόσο πέφτουν χάμω εξαντλημένοι και η γη βάφεται κόκκινη από τις αιμοπτύσεις που κάνουν συνεχώς».
Ολα αυτά τα κινούμενα ερείπια έχουν «σηκωθεί» από τη Μονή της Παναγίας του Μόντε ή του Μουντέ, χτίσμα του 15ου αιώνα. Ορθώνεται πεντακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα, κι από κει φαίνεται το χωριό Καστανιές, που ανήκει στις Ράχες.
Αυτή την άνευ όρων και ορίων προσφορά του, την αποτύπωσε στη μαρτυρία του «Το σανατόριο εξόριστων της Ικαρίας. 1948 - 1949» (β΄ έκδοση, «Αλφειός», 2012).
Με τη συνοδεία των χωροφυλάκων, φτάνει στο μοναστήρι:
«Η χαρά μου», θυμάται, «και η συγκίνηση ήταν απερίγραπτη γιατί θα πρόσφερα κάτι το ιδιαίτερο στους συναγωνιστές αυτούς. (...) Εβλεπα τα μάτια του καθενός να λάμπουν από ευχαρίστηση και ελπίδα. Σε μερικούς (...) έτρεχαν δάκρυα από τη συγκίνηση.
(...) Ο κάθε άρρωστος απόκτησε το ιστορικό του με τη διάγνωση και τη θεραπεία (...), γραμμένη στα κουτιά των τσιγάρων. Εκεί έγραφα τα ακροαστικά, έκανα κι ένα σκίτσο του θώρακα, ποιο πνευμόνι, ποιο μέρος του πνευμονιού, ακόμα μερικές φορές καθάριζα και τη σπηλαιώδη φυματίωση, το υγρό αν υπήρχε στις πλευρίτιδες. Σημείωνα το εμφύσημα φρενικοεξαίρεση, πνευμονοθώρακα, θωροκοπλαστική κ.λπ. Εκεί ήταν γραμμένη και η θεραπεία που κάθε άρρωστος έπρεπε ν' ακολουθήσει».
Ενα μισοερειπωμένο κελί μεταμορφώνεται σε θεραπευτήριο της κακιάς αρρώστιας. Γράφει στην σύζυγό του, την παιδίατρο Μαντώ Καραμπατζάκη, για να του στείλει ένα μηχάνημα πνευμονοθώρακα. Αυτή, με χίλιες δυο προφυλάξεις, ικανοποιεί το παράτολμο αίτημά του και μέσα στο δέμα χώνει μία και μοναδική σύριγγα 20 κυβ. εκ.
Ανάμεσα στους αρρώστους, φτύνει αίμα κι ο ζωγράφος Δημήτρης Μεγαλίδης (1908 - 1979), ο οποίος δεν σταματάει ούτε μία μέρα να γεμίζει τους καμβάδες του με μολύβια και χρώματα. Ομως, στην Ομάδα Συμβίωσης, τα επαγγέλματα, σαν μια γροθιά, ενώνονται στο αμίλητο σύνθημα «Ενας για όλους κι όλοι για έναν»: Μαραγκοί, επιπλοποιοί, υδραυλικοί, διανοούμενοι, φοιτητές - όλοι μαζί στον κοινό αγώνα.
«Ολοι (...) βοηθούσαν με τα χέρια τους ή το μυαλό τους», μεταφέρει αυτό το χάρμα της αλληλεγγύης ο αντιστασιακός γιατρός. «Στους βαριά φυματικούς δεν επέτρεπα να κάνουν βαριές δουλειές, όμως και αυτοί βοήθαγαν με το να διηγούνται περιπέτειες, ανδραγαθήματα των ανταρτών του ΕΛΑΣ, να λένε ανέκδοτα, να γράφουν και να απαγγέλλουν ποιήματα. Μια όμορφη απασχόληση ήταν να κάνουν θαυμάσια χειροτεχνήματα από ξύλο, πέτρες, ακόμα και από την ψίχα του ψωμιού».
Μέσα στο πίσσα - σκοτάδι της τρομοκρατίας των βασανιστών, με τον βούρδουλα και με τις ριπές για εκφοβισμό, κι ένα κωμικοτραγικό γεγονός. Το διασώζει:
Αρχισε λοιπόν να διαβάζει τον κατάλογο:
"Ουνουματεπώνυμους".
Αρχισαν να γελάνε όλοι. Ο ενωμοτάρχης προσπάθησε να μη γελάσει και έβαλε μια φωνή με μας:
"Σκασμός!.. συνέχισε!", του λέει.
Τέτοια ήταν η εξουσία που μας διοικούσε στην Ικαρία και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σαν αγράμματος που ήταν, τη λέξη ονοματεπώνυμο ή δεν την ήξερε ή νόμιζε πως ήταν επίθετο».
ΥΓ. Ενάντιος άνεμος και ποιος έφερε / Ποιος έφερε της ερήμου την σκόνη / Ξεσχίζω τα δέρματα ρούχα μου / Στροβιλίζομαι με τον άνεμο χάνομαι / Κυλιέμαι μέσα στην άμμο εξαφανίζομαι / Την πυρκαγιά ενδύομαι κατάμαυρος / Στάχτες αγκαλιάζοντας θανατώνομαι (συνεχίζεται)