Αυτό διαπιστώσαμε στην πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με θέμα «Γυναικεία απασχόληση, στρατηγική και πολιτικές για την ενίσχυση της απασχόλησης των γυναικών».
Ηταν η πολλοστή φορά που ακούσαμε μεγαλεπήβολους στόχους για «ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας», υποσχέσεις για «πολλές και καλές» νέες δουλειές, πανηγυρικές διακηρύξεις περί «εξειδικευμένων και στοχευμένων» προγραμμάτων μείωσης της γυναικείας ανεργίας και αριθμούς που ...ευημερούν! Αυτήν τη φορά οι πανηγυρισμοί σε ντο μείζονα έγιναν από τον υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Κ. Καραγκούνη.
Ομως η Ιστορία δείχνει πως οι πολιτικές για την «προώθηση της ισότητας» επιστρατεύονται πάντα ως δήθεν απόδειξη του «ενδιαφέροντος» για τα δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών, με βάση όμως τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Δηλαδή τη διαμόρφωση μιας «αγοράς εργασίας» με ακόμα μεγαλύτερη «ευελιξία».
Μόνο που έτσι το βάρος που επωμίζονται οι γυναίκες στη φροντίδα των μικρών παιδιών, των ηλικιωμένων γονιών και άλλων εξαρτώμενων μελών της οικογένειας καταλήγει στην προώθηση της εργασιακής «ευελιξίας» ανάμεσα στα δύο φύλα και σε υποβαθμισμένες υπηρεσίες φροντίδας της οικογένειας.
Στο όνομα της «ισότητας των φύλων», δηλαδή, μοιράζουν τα βάρη ανάμεσα στη γυναίκα και στον άνδρα, αντί να ελαφρύνουν και τους δύο από τις αβάσταχτες καθημερινές υποχρεώσεις της ατομικής - οικογενειακής ευθύνης για τη φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ΑμεΑ.
Αυτή η επιθετική πολιτική, που κομματιάζει την κοινωνική ζωή της γυναίκας, δεν είναι κάποια «παρέκκλιση» της κυβέρνησης της ΝΔ από την «ευρωπαϊκή κανονικότητα». Αντιθέτως, είναι οι «σύγχρονοι» αντιδραστικοί κανόνες δουλειάς και ζωής που επιβάλλονται σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη της ΕΕ, από φιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές και όλων των αποχρώσεων κυβερνήσεις.
Η κυβέρνηση και τα επιτελεία της ΕΕ καθόλου δεν ενδιαφέρονται για το κοινωνικό δικαίωμα των γυναικών στην εργασία με σταθερούς όρους, πλήρη δικαιώματα και ανθρώπινες συνθήκες. Το κίνητρό τους είναι καθαρά οικονομικό: Να αντλήσουν εργατικό δυναμικό από την «ανεκμετάλλευτη δεξαμενή» των οικονομικά μη ενεργών γυναικών. Ο στόχος είναι η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στην αγορά εργασίας, όχι η ουσιαστική απελευθέρωση της γυναίκας από την ταξική και έμφυλη καταπίεση.
Τα περί «ισότητας στην εργασία» καταρρέουν μπροστά στην καθημερινότητα: Ελαστικά ωράρια, συμβάσεις μερικής απασχόλησης, τηλεργασία χωρίς όριο, απλήρωτη υπερωρία και επιδόματα - ψίχουλα. Ειδικά για τις γυναίκες όλα αυτά βαραίνουν διπλά, αφού συνεχίζουν να επωμίζονται και τη φροντίδα του σπιτιού, των παιδιών και των ηλικιωμένων. Αυτή η «διπλή βάρδια» δεν είναι σύμπτωμα, αλλά βασικός μηχανισμός που το σύστημα αξιοποιεί, μετατρέποντας την απλήρωτη εργασία στο σπίτι σε στήριγμα της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Με στατιστικά τρικ βλέπουμε πως βάφουν το γκρίζο ροζ, και όποια δουλεύει δύο ώρες τη βδομάδα με σύμβαση έργου θεωρείται «εργαζόμενη». Οποια έχει παραιτηθεί από την αναζήτηση δουλειάς, λόγω απογοήτευσης, παύει να λογίζεται άνεργη. Ετσι μειώνεται στα χαρτιά η ανεργία, στην πράξη όμως αυξάνονται η φτώχεια, η επισφάλεια και η εξάντληση.
Η «επίσημη» πτώση της ανεργίας των γυναικών, λοιπόν, αποτελεί μέρος μιας προσεκτικά επιλεγμένης εικόνας, αφού αφήνει εκτός μέτρησης μεγάλο αριθμό μακροχρόνια ανέργων, επισφαλώς απασχολούμενων και γυναικών εκτός εργατικού δυναμικού.
Πίσω από την πολυδιαφημισμένη στατιστική μείωση πλανάται η πραγματικότητα της φτώχειας και της ψυχοκοινωνικής ανασφάλειας.
Οι πολιτικές που δίνουν λύσεις μεμονωμένες, με «χύμα» προγράμματα ή επιδοτήσεις, δεν αντιμετωπίζουν συνολικά το πρόβλημα και ειδικά τη μακρά θητεία στην ανισότητα και την εκμετάλλευση.
Η «επένδυση στη φροντίδα» μπορεί να προβάλλεται ως «επένδυση στην ισότητα», αλλά στην πράξη έχει στόχο να διευκολύνει την εκμετάλλευση της γυναικείας εργατικής δύναμης, ειδικευμένης και μη.
Βαφτίζουν δήθεν φιλολαϊκή πολιτική υπέρ της «ισότητας των φύλων» και των «ίσων ευκαιριών» την εξίσωση προς τα κάτω των μισθών, των συντάξεων, των δικαιωμάτων ανδρών και γυναικών. Η μετάφραση είναι κατακερματισμός της ζωής ανάμεσα σε επαγγελματικές, οικογενειακές και προσωπικές υποχρεώσεις, με τη λογική των «κουπονιών», των «εφάπαξ» επιδομάτων, των ευκαιριακών παροχών.
Το να ακούγονται πάλι ανέξοδες διαπιστώσεις σε τίποτα δεν αλλάζει τα αδιέξοδα των οικογενειών που χωρίς καμία κρατική βοήθεια (με δημόσιες δομές ανύπαρκτες και ιδιωτικές οικονομικά απλησίαστες) καλούνται να σηκώσουν το βάρος της φροντίδας υπερήλικων και άρρωστων μελών τους, συγγενών με χρόνιες παθήσεις ή και αναπηρίες.
Η πραγματική απελευθέρωση της γυναίκας δεν θα έρθει μέσα από «ποσοστώσεις» και επιδοτούμενα προγράμματα απασχόλησης, που μετατρέπουν τις εργαζόμενες σε φτηνό και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό. Θα έρθει μόνο μέσα από τον οργανωμένο ταξικό αγώνα για σταθερή εργασία με δικαιώματα, για δημόσιες δομές φροντίδας, για ισότιμη συμμετοχή σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.
Ολα αυτά δηλαδή για τα οποία τρίβουν τα χέρια τους οι επιχειρηματικοί κολοσσοί. Αυτοί που χαίρονται γιατί θα έχουν φτηνό και «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό και των δύο φύλων, και άνεση για «fast track» προσλήψεις και απολύσεις.
Ολοι αυτοί που θα έχουν νέα όπλα για να θωρακίσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Σίγουρα δεν αποτελεί πρωτοτυπία της κυβέρνησης το βίαιο ξεχείλωμα του εργασιακού χρόνου, είναι απλώς η υλοποίηση των κατευθύνσεων της ΕΕ, ειδικά σε συνθήκες ανάπτυξης της πολεμικής οικονομίας, με βάση τις οποίες η εργάσιμη βδομάδα μπορεί, λέει, να φτάσει τις 78 ώρες.
Οι εργοδότες θα μπορούν να απασχολούν τους εργαζόμενους όταν, όποτε, όσο και όπου θέλουν. Μόνο που αυτός ο εργοδοτικός εκβιασμός είναι πολύ έντονος ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των γυναικών. Μιλάμε για ολομέτωπη επίθεση, για έναν ακόμα οδοστρωτήρα στα εργασιακά ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών, που ήδη βιώνουν τη βαρβαρότητα της εντατικοποίησης, της εργασίας, της έντασης, της εκμετάλλευσης.
Αυτή είναι η ευρωπαϊκή κανονικότητα, που θα διασφαλίσει τη μέγιστη παραγωγικότητα, γιατί ακριβώς ο σταθερός εργάσιμος χρόνος θεωρείται εμπόδιο στον ανελέητο ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών μονοπωλίων με μονοπώλια των ΗΠΑ και άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Τέλος, με το κριτήριο της ανταγωνιστικότητας επιδιώκεται να αυξηθεί το ποσοστό της γυναικείας απασχόλησης, μετρώντας μάλιστα σε δισεκατομμύρια ευρώ τα κέρδη που θα έχουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι από την εκμετάλλευση των περισσότερων γυναικών μισθωτών.
Το ΚΚΕ είναι περήφανο για τη συμβολή του, από την ίδρυσή του, στην αποκάλυψη της ουσίας του γυναικείου ζητήματος, τη χειραφέτηση, την ισοτιμία και την πάλη του κατά των σκοταδιστικών αντιλήψεων για τον ρόλο της γυναίκας.
Ο Λένιν στις συνομιλίες του με την Κλάρα Τσέτκιν, βάζοντας το ζήτημα στην ταξική του διάσταση, υποστήριζε: «Οσο εξακολουθεί να υπάρχει ο καπιταλισμός, οι εργαζόμενες γυναίκες είναι υποχρεωμένες να σκύβουν κάτω από διπλό ζυγό, η μοίρα τους θα είναι να αδικούνται και να καταπιέζονται».