Τώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η σφοδρή κυβερνητική επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, κάποιοι που ζουν στις πόλεις, λένε: «Αν ζορίσουν κι άλλο τα πράγματα εδώ και δε θα μπορούμε, πλέον, να εξασφαλίσουμε το καθημερινό φαΐ, θα γυρίσουμε στα χωριά μας. Εκεί, τουλάχιστον, δε θα πεινάμε. Αν χρειαστεί, θα βρούμε λίγα μέτρα γης να σπείρουμε λαχανικά, να φτιάξουμε ένα κοτέτσι με κότες που θα μας κάνουν αυγά, να έχουμε μια κατσίκα, ή μια αγελάδα για το γάλα των παιδιών, γουρουνάκι για τα Χριστούγεννα, το αρνί για το Πάσχα». Αν δεν τα λένε αυτά υπό τύπου «πικραμένου χωρατού», μάλλον δεν έχουν ιδέα για την κατάσταση που επικρατεί στα χωριά. Σήμερα η ύπαιθρος δεν έχει καμιά σχέση με εκείνη που ζήσαμε στις δεκαετίες του '60 και του '70, ούτε και του '80. Το χωριό άλλαξε εντελώς και δεν παρέχει, πια, δυνατότητα «βουκολικής ζωής».
Η μεγάλη φτώχεια πλανάται, εδώ και καιρό, πάνω από την ύπαιθρο. Οσοι χωρικοί ασχολούνται με τα χωράφια και την κτηνοτροφία - δεν αναφέρομαι στους μεγαλοχωραφάδες και τους τσελιγκάδες που αποτελούν την ισχνή μειοψηφία - περνούν πολύ δύσκολες μέρες. Το αγροτικό εισόδημα, έχει υποστεί τεράστια καθίζηση, καθώς, λόγω ΚΑΠ, οι εμπορικές τιμές των αγροτικών προϊόντων έχουν κατρακυλήσει στο βάραθρο, οι επιδοτήσεις πετσοκόφτηκαν, το κόστος παραγωγής πέταξε στα ύψη. Οσοι είχαν μια άλλη δουλειά - οικοδόμοι, τεχνίτες, σερβιτόροι, παντοπώλες, κρεοπώλες, καφετζήδες, μικροβιοτέχνες κ.ά. - «ζουν και ζώνονται», αφού τα εργατικά μεροκάματα λιγόστεψαν και ο τζίρος των μικρομάγαζων και των μικροβιοτεχνιών έπεσε κοντά στο μηδέν.
Σε αρκετά σπίτια χωρικών λείπουν ακόμα και τα βασικά είδη διαβίωσης, ενώ όλες, σχεδόν οι οικογένειες κάνουν «αιματηρές οικονομίες» για να τα βγάλουν πέρα. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι στα καφενεία που κάποτε ήταν γεμάτα από θαμώνες, τώρα επικρατεί «νέκρα» και κλείνουν με το που βασιλέψει ο ήλιος. Μάλιστα, πολλές οικογένειες δεν έχουν καθόλου εισόδημα - από τα χωράφια, ή τα ζώα δεν κερδίζουν τίποτα κι άλλη δουλειά δεν υπάρχει, καθότι η ανεργία θερίζει - και ζουν χάρη στην αγροτική σύνταξη των γερόντων. Κι όταν λέμε αγροτική σύνταξη εννοούμε τα λίγα ψίχουλα των 300 - 400 ευρώ, τον «οβολόν της ελεημοσύνης» που δίνει ο ΟΓΑ στους αγρότες, οι οποίοι εργάστηκαν σκληρά, από 45 μέχρι και 50 χρόνια, παράγοντας μεγάλο πλούτο που τον καρπώθηκαν, όμως, άλλοι.
Η «επιστροφή στο χωριό», λοιπόν, μπορεί για κάποιους απογοητευμένους ανθρώπους της πόλης να φαντάζει «φευγιό προς τη ζωή», αλλά δεν είναι παρά ένα «όνειρο απατηλό». Η λύση, άλλωστε, δε βρίσκεται στην «απόδραση», αλλά στο γκρέμισμα της «φυλακής». Κι αυτό δεν μπορεί να το κάνει μόνος του κανείς, χρειάζεται να το κάνουν πολλοί αποφασισμένοι, μαζί. Η ελπίδα δεν έρχεται από κάπου αλλού, από μέσα σου μπορεί να βγει. Το ξέφωτο είναι μπροστά. Ο δρόμος, μακρύς, ανηφορικός, μ' εμπόδια πολλά. Αξίζει, όμως, να τον διαβείς με σιγουριά. Κι αν δε φτάσεις στο τέρμα, θα' χεις την ευκαιρία να γνωρίσεις τη διαδρομή. Κι αυτό δεν είναι λίγο...
Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ