Ο πρόεδρος του Συλλόγου Αλβανών Αθήνας, Φέιν Οσμάνι, μιλά για τις αιτίες των προβλημάτων και το ρατσισμό που αντιμετωπίζουν
«Αυτή η νομιμοποίηση πιστεύω ότι δε θα λύσει κανένα απ' τα προβλήματά μας», είναι η πρώτη φράση του. Και εξηγεί: Στη χώρα μας οι Αλβανοί που κατόρθωσαν να πάρουν το περιβόητο χαρτί της νομιμότητας δεν ξεπερνούν τις 200.000. Υπολογίζει, ωστόσο, ότι οι παράνομοι Αλβανοί είναι πολύ περισσότεροι. «Γιατί δεν έκαναν κι αυτοί τα χαρτιά τους;», είναι η εύλογη ερώτηση. «Πολύς κόσμος δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα. Ξέρω πάρα πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Αλλοι πάλι δεν κατόρθωσαν να μαζέψουν τα απαιτούμενα χαρτιά. Για παράδειγμα ένα απ' τα δικαιολογητικά που μπορούσαμε να μαζέψουμε, για ν' αποδείξουμε πως ζούμε στην Ελλάδα, ήταν το συμβόλαιο του σπιτιού. Και εγώ ρωτώ: Οταν σ' ένα σπίτι μένουν έξι άνθρωποι είναι φυσικό το συμβόλαιο να το προσκομίσει μόνο αυτός, στου οποίου το όνομα έγινε. Οι υπόλοιποι πέντε πώς θα το αποδείξουν;», αναρωτιέται ο Φέιν.
Η μεγάλη παγίδα για τον Φέιν είναι η συγκέντρωση των ενσήμων. «Πώς θα ανανεώνουμε την κάρτα παραμονής μας, όταν κανένας εργοδότης δε δέχεται να μας κολλήσει ένσημα; Και πού θα βρίσκουμε κάθε έξι μήνες το ποσό των 500.000 δραχμών περίπου για να αγοράζουμε, έστω, τα απαιτούμενα ένσημα; Εδώ με το ζόρι κατορθώνουμε και επιβιώνουμε. Δεν έχουμε περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες», υπογραμμίζει. Κι αναφέρεται σ' έναν συμπατριώτη του, που δούλευαν μαζί στο αεροδρόμιο των Σπάτων (ως οικοδόμοι). Πριν ένα χρόνο, περίπου, ο άνθρωπος αυτός είχε σοβαρό εργατικό ατύχημα (έσπασε τη μέση του) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξαναεργαστεί. Τότε δούλευε χωρίς ένσημα, που σημαίνει ότι δεν μπορεί σήμερα να αποδείξει ούτε πως βρίσκεται χρόνια στη χώρα μας, ούτε τίποτα. «Πώς θα μπορέσει αυτός ο άνθρωπος να πάρει χαρτιά, αφού δεν μπορεί να ξαναδουλέψει; Και πώς θα εγκαταλείψει την Ελλάδα, αφού εδώ είναι πλέον η οικογένειά του;», ρωτά και ξαναρωτά.
Μας εκμεταλλεύτηκαν ακόμη και με τη διαδικασία νομιμοποίησης λέει ο Ηλίας Αχμέτ, πρόεδρος της Ενωσης Μεταναστών από το Μπαγκλαντές
Το κατηγορώ του συνεχίζεται ανελέητο: «Η ελληνική κυβέρνηση δε μας δίνει καμιά ελπίδα, καμιά σταθερότητα. Κανείς δε σκέφτεται το παρόν, πολύ περισσότερο το μέλλον μας. Μας αναγκάζουν συνέχεια να στηνόμαστε στις ουρές, να βγάζουμε καινούριες κάρτες, χωρίς καμιά απολύτως προοπτική. Χρησιμοποιούν τους μετανάστες, είναι ξεκάθαρο. Ο ρατσισμός είναι πολιτικός. Αλλά οι μετανάστες δεν είναι εργαλεία, είναι κι αυτοί άνθρωποι κι ας το έχουν πολλοί ξεχάσει αυτό». Και φτάνει αναπόφευκτα η κουβέντα στη νομιμοποίηση. «Μας εκμεταλλεύτηκαν και σ' αυτό το σημείο. Απ' τα παράβολα που μας ζήτησαν έβγαλαν τρελά λεφτά! Μας είδαν ξανά σαν εμπόρευμα, μας έβαλαν να εξαγοράσουμε ό,τι δικαιούμαστε. Ξέρω ανθρώπους που δεν ήξεραν πού έπρεπε να απευθυνθούν, που δεν είχαν έναν άνθρωπο να τους βοηθήσει να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Οπως επίσης ξέρω ανθρώπους που πήραν τα χαρτιά μόνο και μόνο για να μην τους κυνηγά η Αστυνομία. Δε θέλουν να μείνουν αυτοί στην Ελλάδα. Ηρθαν εδώ, για να αποκτήσουν ελευθερία, όχι να γίνουν σύγχρονοι σκλάβοι. Είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να πάνε σε άλλη χώρα της Ευρώπης, γιατί πιστεύουν ότι εκεί υπάρχουν ακόμα δικαιώματα», καταλήγει η οργή του Ηλία.
Μια τέτοια περίπτωση είναι η ιστορία του 32χρονου Μπαγκλαντέζου Τζαχίντ Ντουλ Χακ. Οχτώ χρόνια ζει στη χώρα μας, έχει καταθέσει τα χαρτιά της νομιμότητάς του απ' το 1998 και όλο αυτό το διάστημα κάνει δουλιές του ποδαριού: Καθαρίζει σπίτια, σκάλες, καφενεία, συνεργεία αυτοκινήτων, ό,τι βρεθεί στο δρόμο του. Με σπουδές επιπέδου (θετικές επιστήμες και ιστορία της τέχνης), με τρομερή - όπως λένε οι φίλοι του - κλίση στην ποίηση και μ' έναν έρωτα ανεκπλήρωτο στην πατρίδα του, ο Τζαχίντ μοιάζει να μην μπορεί να χωρέσει πουθενά. «Εχω βαρεθεί πλέον να προσπαθώ να αποδείξω ότι είμαι καλός, είμαι ευγενικός, ότι δεν είμαι κλέφτης και βιαστής. Εχω κουραστεί να μου φέρονται σα να 'μαι σκουπίδι. Εχω βαρεθεί να βγαίνω απ' το σπίτι μου και να μην ξέρω αν θα ξαναγυρίσω. Θέλω να φύγω! Κάτι τέτοιες στιγμές προτιμώ το Μπαγκλαντές, τη μεγάλη ανεργία του, την απερίγραπτη φτώχεια του. Δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλες προσβολές. Επιτέλους, και συναισθήματα έχουμε και κουλτούρα», είναι οι πικρές κουβέντες του, που συγκλονίζουν με την τόση ηρεμία τους...