Το δικό του κάθισμα παραμένει αδειανό εκεί όπου καθόταν στο σπίτι της Μιχαήλ Κόρακα, στον Αγιο Νικόλαο Αχαρνών, αλλά δεν είναι ξεχασμένο. Εκεί στο μικρό σαλονάκι του, περνούσε τη μέρα του γράφοντας πολλές ώρες. Μη φανταστείτε ένα μεγάλο γραφείο με αναπαυτική πολυθρόνα. Καθισμένος σ' ένα μεγάλο ντιβάνι, ακουμπούσε ένα τετράγωνο σανίδι στα γόνατά του όπου έγραφε.
Θυμόταν τα παιδιά όταν έπαιζαν στη γειτονιά του, διότι ακριβώς δίπλα βρισκόταν το δημοτικό σχολείο, μαζεύονταν έξω απ' το παράθυρό του κι έλεγαν: «Μη φωνάζετε, ησυχία, εδώ μένει ο ποιητής».
Η παρουσία του απλώνεται στο χθες και στο αύριο. Απεραντολογεί στην «Τέταρτη Διάσταση»: «Τίποτα, τίποτα δεν χάνεται μέσα σ' αυτό το μέγα τίποτα. Το απαρηγόρητο και το άσπλαχνο, το ασύγκριτο τόσο γλυκύ, τόσο παρηγορητικό, τόσο τίποτα. Αυτό το τίποτα είναι η οικεία απεραντοσύνη μας».
Αυτή τη σιωπή, το τίποτα συναντά η στιγμή της ωριμότητάς του στον «Φιλοκτήτη». Ο ίδιος γνώρισε τη μοναξιά στις εξορίες, στα ξερονήσια, στην απομόνωση. Κι εκεί ακούγοντας τη φωνή της θάλασσας, με ανοιχτές τις πληγές του, εμφανίζει τον «Νεοπτόλεμο». Εκεί που η έσχατη ώρα γίνεται η ώρα της ζωής, γίνεται ποίηση.
Οι εποχές αντιγράφουν η μία την άλλη. Ολα γίνονται και ξαναγίνονται σ' αυτόν τον κόσμο, όπου άλλοι ορίζουν τη μοίρα μας.
«Πώς γίνεται να μας την επιβάλουν κι εμείς να τη δεχόμαστε; Ακούμε τις φωνές, τους καβγάδες των αρχηγών για λάφυρα που δεν είχαν ακόμα θεσπιστεί, και βλέπουμε στα μάτια τους το άγριο πάθος των πρωτείων.
Για τη μοναξιά, άλλωστε, έγραψε ένα μικρό ποιηματάκι:
«Μόνος τώρα γυρνώ στις ερημιές που 'χαμε τότε οι δυο περάσει... Μόνος... Δύο φύλλα πέσανε ξερά... Κάποιο κλαδί... Τι πόνος! Μόνος στα μονοπάτια τα κρυφά κάτω απ' τα δέντρα... Κι αν σημάνει πέρα... κάποια καμπάνα, ω πώς θρηνάει μου η ψυχή μες στην εσπέρα... Κι ύστερα στο σπιτάκι μας θα 'ρθω, μια σκιά μες στον καθρέφτη στ' ανθογυάλι δυο λούλουδα που σβήνουν σιωπηλά. Ο άπαυος θρήνος κάτω στα ακρογυάλι... Μια μυρωδιά που στα χρυσά έχυνες μαλλιά κι έχει απομείνει. Ω τι καημός! Γέρνω σε μια άκρη, έξω το δάκρυ της βροχής στάζει ξανά με το δικό μου δάκρυ».
Οταν προσεγγίζεις την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ανακαλύπτεις ένα ολόκληρο σύμπαν. Με κεντρικό θέμα τον άνθρωπο που θέλει να φτιάξει μια ζωή πιο όμορφη, με τα εργαλεία της δουλειάς του.
«Και τα ιερά, ανθρώπινα εργαλεία κρέμονται στα καρφιά του σπιτιού ή στα εργαστήρια, ήσυχα, σοβαρά, ανεξίθρησκα. Σάμπως να μην υπήρξε χωρισμός και χάσμα κι απουσία και στέρηση... Ακόμα και τα ξύλινα καρφιά που καρφώνουν τα παπούτσια είναι σαν μικρά αστέρια μπηγμένα σ' ένα χαμηλό, χρήσιμο στερέωμα...».
Θυμάμαι σε μια απ' τις κουβέντες μας τα λόγια του ποιητή για την ποίηση: «Η ποίηση είναι μια απέραντη περιοχή. Δεν είναι περιορισμένη είτε ιστορικά είτε κοινωνικά. Η ποίηση είναι ταυτόχρονα χρονική και διαχρονική. Απευθύνεται στον κόσμο και απευθύνεται στους αιώνες. Εκφράζει τη βαθύτατη επιθυμία όλων μας να επεκτείνουμε τα όρια της θνητότητάς μας μέσα σε κάποια περιοχή της αθανασίας. Ολοι οι άνθρωποι αυτό κάνουν. Εχουν βασικά δύο ένστικτα. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και το ένστικτο της διαιώνισης. Να συντηρηθούμε, να διατηρηθούμε, να διαιωνιστούμε. Οχι μόνο φυσικά με την παραγωγή τέκνων αλλά και πνευματικά με την παραγωγή έργων πνευματικών. Ετσι, εφόσον, λοιπόν, είναι τόσο απέραντη η ποίηση, εφάπτεται με το απέραντο της ζωής. Ετσι, δεν υπάρχει λόγος να πούμε ποια είναι τα κίνητρα, ποια τα ερεθίσματα. Κάθε στιγμή είναι ερέθισμα. Κάθε στιγμή για την ποίηση έχει τόσο μεγάλη διάρκεια όσο μια αιωνιότητα».
Είναι ο ποιητής της ματωμένης ρωμιοσύνης που την έζησε σε όλα της τα μαρτύρια και κατάφερε να την εκφράσει πλατιά και παγκόσμια.
«Α! Ελλάδα, Ελλάδα! Ομορφη γη μου, μάνα μου μαυροντυμένη». Η τραγικότητα με την ομορφιά. Αυτοί είμαστε. Τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου γίνονται καθρέφτης και θα παραμείνουν αθάνατα στην εθνική μας συνείδηση.