Η Γερμανία μετατρέπεται σε στρατιωτικό κόμβο του ΝΑΤΟ, αναπτύσσοντας ένα απόρρητο επιχειρησιακό σχέδιο 1.200 σελίδων για ενδεχόμενο πόλεμο με τη Ρωσία. «Πριν από περίπου 2,5 χρόνια δώδεκα υψηλόβαθμοι Γερμανοί αξιωματικοί συγκεντρώθηκαν σε στρατιωτικό συγκρότημα στο Βερολίνο για να δουλέψουν πάνω σε ένα μυστικό σχέδιο προετοιμασίας για έναν ενδεχόμενο πόλεμο με τη Ρωσία. Τώρα σπεύδουν να το υλοποιήσουν», έγραφε πριν έναν μήνα η «Wall Street Journal», επικαλούμενη αξιωματούχους.
Το σχέδιο - σύμφωνα με το δημοσίευμα - αφορά μεταξύ άλλων τη μετακίνηση 800.000 ΝΑΤΟικών στρατευμάτων και 200.000 στρατιωτικών οχημάτων «προς ανατολάς». Αυτό επιβεβαιώνει και η ιστοσελίδα των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Παραθέτοντας τον αντίστοιχο διαγραμματικό χάρτη, «διαφημίζει» το στρατηγικό σχέδιο OPLAN DEU («Operationsplan Deutschland», βλέπε και «Ριζοσπάστη» 29/11/2025), που εκδόθηκε στις αρχές του 2024. Η δεύτερη έκδοσή του αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι τα μέσα του 2026.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στον ιστότοπο, «η δέσμευση της Γερμανίας στη Συμμαχία, που προκύπτει από τη γεωστρατηγική της θέση ως κόμβου για το ΝΑΤΟ στην καρδιά της Ευρώπης, διαδραματίζει βασικό ρόλο στο OPLAN DEU», ενώ προστίθεται ότι σε «περίπτωση έκτακτης ανάγκης» - όπως βαφτίζουν οι ιμπεριαλιστές τον πόλεμο - έως και 800.000 ΝΑΤΟικά στρατεύματα και 200.000 στρατιωτικά οχήματα θα πρέπει να είναι σε θέση να διέλθουν από τη Γερμανία μέσα σε χρονικό διάστημα 6 μηνών.
Τα ΝΑΤΟικά κομβόι που θα διέρχονται από το γερμανικό έδαφος θα υποστηρίζονται από τη Γερμανία, ως κράτος - υποδοχής, με υπηρεσίες όπως παροχή προστασίας και ασφάλειας, σχεδιασμός και έλεγχος της κυκλοφορίας, ανεφοδιασμός καυσίμων και κατά προτεραιότητα διέλευση από σιδηροδρομικές, λιμενικές και αεροπορικές υποδομές. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο το OPLAN DEU προβλέπει την ανάπτυξη υποδομών διπλής χρήσης, που μπορούν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν για πολιτικούς και πολεμικούς σκοπούς ταυτόχρονα, δαπανώντας 166 δισ. ευρώ μέχρι το 2029, με έμφαση (100 δισ. ευρώ) στην επαναλειτουργία ή στη συντήρηση παλιών σιδηροδρομικών γραμμών...
Σύμφωνα με τις γερμανικές Ενοπλες Δυνάμεις, βασικό συστατικό του OPLAN DEU είναι η «πολιτικοστρατιωτική συνεργασία», δηλαδή «η συνένωση των βασικών στρατιωτικών στοιχείων της εθνικής και συλλογικής άμυνας με τις απαραίτητες υπηρεσίες πολιτικής υποστήριξης για αμοιβαία υποστήριξη ολόκληρης της κυβέρνησης σε διάφορα επίπεδα κλιμάκωσης - σε καιρό ειρήνης, σε καταστάσεις υβριδικών απειλών, σε κρίσεις και σε πόλεμο. Αυτό περιλαμβάνει αφενός στρατιωτική υποστήριξη για την ετοιμότητα των πολιτών για πόλεμο, αφετέρου συνεισφορές των πολιτών στον στρατιωτικό αμυντικό σχεδιασμό».
Με απλά λόγια, ζητούν από τον γερμανικό λαό να προετοιμαστεί να χύσει το αίμα του στα πεδία των ιμπεριαλιστικών μαχών, πληρώνοντας παράλληλα από την τσέπη του τα πολεμοκάπηλα σχέδια των «δημίων» του, της γερμανικής αστικής τάξης και των συμμάχων της. Ομολογούν μάλιστα ότι η μετατροπή της Γερμανίας σε ΝΑΤΟικό πολεμικό κόμβο «συνεπάγεται προβλήματα για τον πληθυσμό», αλλά «είναι απαραίτητη για την ασφάλεια της Γερμανίας και των εταίρων της»... Από την άλλη, βέβαια, τα μονοπώλια τρίβουν τα χέρια τους, αφού η υλοποίηση του σχεδίου «μπορεί να διασφαλιστεί μόνο χρησιμοποιώντας υπηρεσίες από πολιτικούς εμπορικούς εταίρους», ταΐζοντας δηλαδή με ζεστό χρήμα τους ομίλους της πολεμικής βιομηχανίας, των υποδομών κ.λπ.
Η Γερμανία, που η οικονομία της έχει βυθιστεί στην ύφεση και χάνει διαρκώς σε ανταγωνιστικότητα απέναντι σε Κίνα και ΗΠΑ, επενδύει τεράστια ποσά σε εξοπλισμούς και φιλοδοξεί να δημιουργήσει τον ισχυρότερο ευρωπαϊκό στρατό. Οι επενδύσεις στην πολεμική οικονομία έχουν στόχο να προσελκύσουν κεφάλαια που λιμνάζουν και να κλοτσήσουν λίγο πιο κάτω τη διαφαινόμενη οικονομική κρίση, σε συνθήκες που γίνεται όλο και πιο ορατή μια γενικευμένη ιμπεριαλιστική σύγκρουση.
Ετσι, η άλλοτε οικονομική «ατμομηχανή» της Ευρώπης μετατρέπεται τώρα σε στρατιωτική, δείχνοντας πόσο θολά είναι τα όρια ανάμεσα στην ιμπεριαλιστική ειρήνη και στον πόλεμο, και ότι ο πόλεμος αποτελεί συνέχεια της «ειρήνης» τους, με τον ίδιο ακριβώς στόχο: Τη διασφάλιση των συμφερόντων των μονοπωλίων, στον ανταγωνισμό με τα αντίπαλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και με θύματα πάντα τους λαούς.