Οι αναλυτές της Wall Street Journal για την πετρελαϊκή αγορά σημείωσαν ότι είναι θέμα ημερών η άνοδος στα 50 δολάρια, ενώ συζητούνταν ευρέως το ενδεχόμενο ανεξέλεγκτης ανόδου έως και τα ...80 δολάρια το βαρέλι!
Ως αιτίες για την κούρσα των τιμών του πετρελαίου προβάλλονται η κατάσταση στο Ιράκ, όπου οι δυνάμεις της αντίστασης εμποδίζουν την ομαλή ροή του ιρακινού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, αλλά και οι αυξανόμενες ανάγκες της κινέζικης βιομηχανίας στο πλαίσιο της εκρηκτικής ανάπτυξης της οικονομίας της Κίνας. Τέλος, ως ένας συγκυριακός λόγος εμφανίζεται η κρίση στη ρωσική πετρελαϊκή βιομηχανία με επίκεντρο τη διαμάχη της εταιρίας Yukos με τη ρωσική κυβέρνηση, σχετικά με τεράστια ποσά οφειλομένων φόρων, που είναι πιθανό να οδηγήσουν σε εκ των πραγμάτων επανακρατικοποίηση της εταιρίας.
Ομως, η ηγεσία του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ) έχει μια άλλη άποψη. Την περασμένη Κυριακή, ο πρόεδρος του ΟΠΕΚ Πουρνόμο Γιουσγκιαντόρο δήλωσε ότι η παραγωγή των κρατών του Οργανισμού έχει φτάσει ήδη στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 25 χρόνων, με 30 εκατ. βαρέλια ημερησίως, υπερβαίνοντας τα επίσημα όρια των ποσοστώσεων. Με αυτό το δεδομένο προκύπτει ότι υπάρχουν 2,8 εκατ. βαρέλια αργού πετρελαίου ημερησίως πάνω από την τρέχουσα ζήτηση...
Αφού, λοιπόν, η παραγωγή υπερκαλύπτει τη ζήτηση γιατί η τιμή του πετρελαίου ανεβαίνει συνεχώς;
Η απάντηση βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι ΗΠΑ επιμένουν στην πολιτική διατήρησης τεράστιων αποθεμάτων πετρελαίου και βενζίνης και έτσι προκαλούν και συντηρούν την κρίση. Η απόδειξη ήρθε την περασμένη Πέμπτη, όταν ανακοινώθηκε από το αμερικανικό υπουργείο Ενέργειας η μείωση των αποθεμάτων κατά 1,3 εκ. βαρέλια στα 293 εκ., για τρίτη συνεχή βδομάδα. Αμέσως μετά την ανακοίνωση, η τιμή του αργού στη Νέα Υόρκη ανέβηκε κατά 45 σεντς.
Μπορεί να μην είναι ο μοναδικός λόγος, αλλά η αμερικανική πολιτική των μεγάλων αποθεμάτων είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της κρίσης, αποδεικνύοντας ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει το «κλειδί» στα δικά της χέρια. Φυσικά, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί σ' αυτή την πολιτική και η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων πετρελαϊκών εταιριών, που διαμορφώνουν τις αυξανόμενες τιμές, τα κέρδη των οποίων έχουν εκτιναχτεί στα ύψη. Και επειδή οι ΗΠΑ διανύουν προεκλογική περίοδο αξίζει να σημειώσουμε ότι οι πετρελαϊκές εταιρίες είναι οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες του Αμερικανού Προέδρου Τζ. Μπους.
Η δυσάρεστη οικονομική συγκυρία στη Γερμανία και τη Γαλλία έχει οδηγήσει τις κυβερνήσεις των δύο χωρών στην αναζήτηση κάθε πόρου, που θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση των ελλειμμάτων τους. Οπως μεταδόθηκε από το πρακτορείο Reuters, η γαλλική κυβέρνηση, σε συνεργασία με τη γερμανική, σκοπεύει να καταθέσει πρόταση για τη θέσπιση πανευρωπαϊκού προγράμματος φορολογικής αμνηστίας για τα επαναπατριζόμενα κεφάλαια.
Παρίσι και Βερολίνο διαπιστώνουν ότι οι κυβερνήσεις άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως του Βελγίου και της Ιταλίας, θέτουν σε εφαρμογή παρόμοια προγράμματα και δε θέλουν να μείνουν έξω από το χορό. Υπενθυμίζουμε ότι και η ελληνική κυβέρνηση προσανατολίζεται προς ένα τέτοιο μέτρο, προσδοκώντας στον επαναπατρισμό κάποιων κεφαλαίων, τα οποία «έφυγαν» από τη χώρα, αναζητώντας «φορολογικούς παραδείσους».
Οι αναλυτές τονίζουν ότι το μέτρο της φορολογικής ασυλίας είναι αμφίβολης απόδοσης. Ωστόσο, δεν είναι μόνο θέμα αποδοτικότητας. Πρόκειται, κυρίως, για ένα μέτρο επιβράβευσης της ασυδοσίας και της φοροδιαφυγής του μεγάλου κεφαλαίου.
Σημειώνεται ακόμη ότι με το μέτρο της «αμνηστίας» βρίσκουν τη χρυσή ευκαιρία οι κάτοχοι αυτών των κεφαλαίων να νομιμοποιήσουν σειρά παράνομων, ακόμη και με βάση τους νόμους των αστικών κρατών, δραστηριοτήτων τους και να έχουν επιπλέον κέρδος. Με λίγα λόγια, το μέτρο λειτουργεί και ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για το μεγάλο κεφάλαιο και με το αζημίωτο.
Βεβαίως, μια πρόταση της γαλλικής κυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα θα συναντήσει πολλές αντιρρήσεις, αφού πολλές κυβερνήσεις, με πρώτη τη βρετανική, δε θέλουν να ακούσουν λέξη για πολιτική φορολογικής εναρμόνισης των είκοσι πέντε κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι χώρες, όπως η Βρετανία, διεκδικούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα ιδιοκτησίας του «φορολογικού παραδείσου».
ΣΡΕΝΤΕΡ: O Γερμανός καγκελάριος, Γκέρχαρντ Σρέντερ, είναι αποφασισμένος να προχωρήσει στην εφαρμογή των μέτρων περιστολής του «κράτους πρόνοιας», παρά τις ογκώδεις λαϊκές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας. «Τα μέτρα για την αγορά εργασίας θα εφαρμοστούν βάσει του σχετικού προγραμματισμού και δε θα υποβληθούν σε αλλαγές», δήλωσε ο καγκελάριος Σρέντερ σε συνέντευξη Τύπου, την πρώτη μετά τις καλοκαιρινές του διακοπές. Σύμφωνα με τα λεχθέντα του, πρόκειται «για τις σημαντικότερες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στην ιστορία της ομοσπονδιακής Γερμανίας και είναι φυσικό οι άνθρωποι να ανησυχούν. Τελικώς, όμως, θα καταλάβουν ότι είναι προς το συμφέρον τους».
ΕΠΙΤΟΚΙΑ: Δεν έγιναν συζητήσεις στην πρόσφατη σύνοδο της Νομισματικής Επιτροπής της Τράπεζας της Αγγλίας περί περαιτέρω αυξήσεως των επιτοκίων στη Βρετανία, εκτός εκείνης που είχε συμφωνηθεί και η οποία αφορά σε ποσοστό της τάξεως του 0,25%. Σύμφωνα με τα πρακτικά της Συνόδου την 4η και την 5η Αυγούστου, που δημοσιεύτηκαν στο Λονδίνο, τα μέλη της Νομισματικής Επιτροπής έκριναν ότι μία αύξηση του 0,25% είναι αναγκαία, ώστε να μην ξεπεραστεί ο στόχος του 2% που έχει θέσει ως ανώτατο όριο για τον πληθωρισμό η Τράπεζα της Αγγλίας.
ΠΩΛΗΣΕΙΣ: Η αύξηση της τιμής των πρώτων υλών και η μείωση των πωλήσεων των παγωτών στην Ευρώπη είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία της «Nestle» το πρώτο εξάμηνο του 2004, με αποτέλεσμα η τιμή της μετοχής της να σημειώσει πτώση στο Χρηματιστήριο της Ζυρίχης κατά 5%.